Βιοηθική και δογματικές διαφορές

13 Ιανουαρίου 2014

Η αποκλειστική συνέντευξη που έδωσε στην «Πεμπτουσία» η γνωστή Βιοηθικολόγος Cornelia Delkeskamp-Hayes, σε μετάφραση της συνεργάτιδός μας Φιλοθέης, συνεχίζεται με την παράθεση των λόγων διαφοροποίησης του περιοδικού «Χριστιανική Βιοηθική» από την Οικουμενική Κίνηση.

medeth2

«Πεμπτουσία»: Ποιο είναι το νόημα του «μη- οικουμενικού» στον τίτλο του άρθρου «Μη-οικουμενικές σπουδές στην ιατρική ηθική»; Υπάρχει κάποιος ειδικός λόγος που έχει περιληφθεί στο τίτλο;

Cornelia Delkeskamp-HayesΌταν ο Engelhardt σκέφτηκε τη δημιουργία του περιοδικού, ήθελε επίσης να βοηθήσει και τα άλλα Χριστιανικά δόγματα. Η οικουμενική κίνηση προσπαθεί  να προωθήσει την εντολή του Χριστού «Ίνα ώσιν έν». Ωστόσο συνειδητοποίησε ότι αυτό το κίνημα πλαισιώνει αυτήν την επιδίωξη μ’ ένα εσφαλμένο και επομένως παραπλανητικό τρόπο. Είναι αλήθεια ότι το κίνημα έχει προσφέρει καλές υπηρεσίες στο παρελθόν. Κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου παρουσίασε ένα δημόσιο βήμα και προσέφερε γενναιόδωρη βοήθεια στη διωκόμενη Εκκλησία. Κατάφερε επίσης με τις ενέργειές του να υπερπηδήσει αρκετή διαθρησκευτική άγνοια και προκατάληψη.

Κάποιοι οργανισμοί επέτρεψαν σε μη Ορθόδοξους Χριστιανούς να αποκτήσουν εμπειρία της Εκκλησίας και να μεταστραφούν. Και βεβαίως υπήρξαν και οι συνάξεις προσευχής. Αυτές ωστόσο αναπόφευκτα περιλαμβάνουν (αντίθετα με τους κανόνες) διαθρησκευτική προσευχή. Στο βάθος, η οικουμενική κίνηση προωθεί την ενοποίηση ως τον κύριο ανθρώπινο στόχο: Δεν υπάρχει αναγνώριση ότι η μοναδική, αληθινή Εκκλησία των Αποστόλων, που είχε περιλάβει όλη τη Χριστιανική Ευρώπη τον 1ο αιώνα μ. Χ., εξακολουθεί να ζει στην Ορθοδοξία. Υπάρχει εμφανής σιγή για το γεγονός ότι αυτοί που έχουν αποχωριστεί από αυτήν την Εκκλησία μπορεί πραγματικά να ενωθούν μαζί της μόνο με τη «μεταστροφή», τη μετάνοια. Αυτή η σιγή καλύπτει την ανάγκη αποδοκιμασίας των αιρέσεων που έχουν διαταράξει τη Χριστιανική ενότητα.

Παρά τους πολύχρονους διαλόγους, εξακολουθούν να υφίστανται οι θεμελιώδεις διαφορές στην εκκλησιολογία και σ’ αυτό που η Δύση αποκαλεί μυστηριακή θεολογία. Αυτοί οι διάλογοι σίγουρα διατήρησαν προσωπικές φιλίες πολλών χρόνων, οι οποίες σίγουρα ενδυνάμωσαν τον ανθρώπινο πόθο των συμμετεχόντων για ομοφωνία. Έχοντας επίγνωση για το πόσο σκανδαλώδης παρουσιάζεται η Χριστιανική διχόνοια στον έξω κόσμο, οι συμμετέχοντες έτειναν να αγνοήσουν τα υπόλοιπα, άλυτα δια της διανόησης, προβλήματα. Μια υποτιθέμενη συμφωνηθείσα «κοινή Χριστιανική γραμμή» χρησιμοποιήθηκε για στρατηγικές συμμαχίες.

Με αυτόν τον τρόπο τα κοινά «Χριστιανικά προγράμματα» μπορούσαν να προωθήσουν ελκυστικούς στόχους όπως την ειρήνη, τη φιλανθρωπία, και την οικολογική βιωσιμότητα. Επί πλέον μια «Χριστιανική αντίσταση» μπορούσε να προταχθεί ενάντια στα ηθικά κακά που μαστίζουν τον Θεο-εγκαταλελειμμένο κόσμο. Κακά όπως οι εκτρώσεις και η ευθανασία, ο άκρατος καταναλωτισμός και η κουλτούρα που επιβραβεύει την απληστία και τη φιλοδοξία.

Δυστυχώς η ενασχόληση με τέτοια προγράμματα υποδήλωνε ότι τα δογματικά θέματα (και οι διαφωνίες για τα δογματικά θέματα) είναι «ουσιαστικά» άσχετα. Όσοι από τους Χριστιανούς συμμετέχοντες ανήκαν σε κουλτούρα που είχε προ πολλού διαφύγει από την ακεραιότητα της αρχικής πίστης, έμαθαν να μην ανησυχούν και πολύ αν νέες διδασκαλίες προστίθεντο ή παλαιές εγκαταλείπονταν σύμφωνα με τις εκάστοτε ανάγκες. Τέτοιοι Χριστιανοί δεν συνειδητοποιούν πια τον έκδηλο αποπροσανατολισμό που συνοδεύει την παραβιασμένη δογματική αλήθεια. Θεωρούν το «δόγμα» ως θέμα απλώς ακαδημαϊκό, έχοντας εδώ και αιώνες διαχωρίσει τη δογματική θεολογία από το ποιμαντικό και λειτουργικό έργο.

Πιστεύουν για παράδειγμα ότι το Χριστιανικό «αγάπα τον πλησίον σου» δεν χρειάζεται καθοδήγηση από μια κατασταλαγμένη ζωή προσευχής που ζητά τη Θεία βοήθεια μέσω μιας ορθά προσανατολισμένης δοξολογίας του Θεού. Η δική τους προσφορά βοήθειας αναφέρεται σε ηθικά ιδεώδη όπως η δικαιοσύνη, η ισότητα, η ισοπολιτεία, η αγαθοεργία, ο σεβασμός της ελευθερίας και ασφάλειας και του δικαιώματος όλων για συμμετοχή στην τεχνολογική πρόοδο.  Τέτοια ιδεώδη πραγματικά υιοθετούνται από όλους τους Χριστιανούς. Ωστόσο η ομοφωνία εξαρτάται από το γενικό και αφηρημένο τρόπο επιβεβαίωσης τους. Μόλις ο αμοιβαίος συναγωνισμός, ακόμα και η ασυμφωνία για αυτά τα ιδεώδη, εμφανιστεί κατά τη διάρκεια της εφαρμογής τους σε ειδικές περιπτώσεις, τότε η ελπίδα για συναίνεση εξαφανίζεται.

Τέτοια ηθική διχόνοια δεν εκπλήσσει τους Ορθόδοξους Χριστιανούς. Γνωρίζουν ότι οι διαφορές στην εκκλησιολογία οδηγούν σε διαφορετικές απόψεις για την πηγή της ηθικής καθοδήγησης.  Η αγάπη για τον πλησίον που εμπνέεται από τη διδασκαλία του Ρωμαϊκού magisterium, που έχει την εξουσία να πιστοποιεί «θεολογικές εξελίξεις» θα αποφανθεί για το τι είναι αναγκαστικό, επιτρεπτό ή απαγορευμένο (π.χ. την περίθαλψη στο τέλος της ζωής) με εμφανείς διαφορετικούς τρόπους απ’ ό,τι η αγάπη του πλησίον που εμπνέεται από οποιαδήποτε ανάγνωση των πολλών ερμηνειών της Γραφής στις οποίες στρέφονται οι Προτεστάντες όλων των αποχρώσεων.

Από την άλλη, η αγάπη του πλησίον που ενημερώνεται για τον τρόπο με τον οποίο η Ιερά Παράδοση αντιλαμβάνεται τόσο την Εκκλησία όσο και τις Γραφές, θα περιφρουρήσει τη συνέπεια των γενικών δεικτών ενώ ταυτόχρονα θα αφήσει χώρο και για τη θεραπευτική διαφοροποίηση. Τέτοια διαφοροποιημένη συνέπεια απαιτεί την ύπαρξη πνευματικών πατέρων, οι οποίοι ως φορείς  του Πνεύματος, ζωοποιούν την Παράδοση. Επομένως διαφορετικές εκκλησιολογίες συχνά γεννούν διαφορετικά ηθικά συμπεράσματα. ΟΙ Ορθόδοξοι Χριστιανοί γνωρίζουν επίσης ότι διαφορετικές δογματικές εκδοχές για τα μυστήρια της Εκκλησίας τελικά στρέφονται στην αποδοχή ή απόρριψη των άκτιστων Θείων ενεργειών.

Όταν τέτοιες ενέργειες δεν γίνονται αποδεκτές, οι τρόποι με τους οποίους ένας πιστός μπορεί να γίνει δέκτης της χάριτος του Θεού, η οποία μεταδίδει αυτές τις ενέργειες, παραμένουν δυσδιάκριτοι:  η ολοκληρωμένη (holistic) θεραπεία που περιλαμβάνει το σώμα, την ψυχή και το νου, που είναι το αποτέλεσμα μιας ασκητικής και λειτουργικής ζωής, και η οποία μπορεί να εξαλείψει τον εγωισμό του πεπτωκότος ανθρώπου,  δεν μπορεί να εκτιμηθεί δεόντως. Χωρίς αυτήν τη θεραπεία, η αμερόληπτη ανιδιοτέλεια με την οποία οι Χριστιανοί καλούνται να αγαπήσουν τον πλησίον τους, παραμένει ανέφικτη. Εδώ και πάλι η Χριστιανική φιλανθρωπία εκτός του ορθού δόγματος αναπόφευκτα παραμένει απλώς συναισθηματισμός, ή καταλήγει σε ένα είδος φροντίδας που αποπνέει ικανότητα, και επιθυμητή, ακόμα και αναγκαστική, πολιτική εφαρμογή.

Η οικουμενική κίνηση έχει διαμορφώσει το μικρότερο δυνατό κοινό παρονομαστή ηθικής σε μια γλώσσα που γίνεται επίσης αποδεκτή από καλοπροαίρετους φιλανθρωπιστές. Η κίνηση ωστόσο έχει αποδυναμώσει το «Χριστιανικό προφίλ» της με το να ταυτοποιεί τις έννοιες «Χριστιανός» με «κάνω το καλό», χρησιμοποιώντας κοσμική γλώσσα για το τι σημαίνει «καλόν». Ο τρόπος που σχεδιάζονται ακόμα και τα προγράμματα που αφορούν την ενορία, καθιστούν τη χριστιανική υπεραξία των Κυριακάτικων λειτουργιών δύσκολο να εξηγηθεί. Παρά τις προσπάθειές της να κρατήσει το Χριστιανισμό ζωντανό στις δημόσιες συζητήσεις, η οικουμενική κίνηση κατάφερε να μειώσει το νόημα αυτού που διαφημίζει.

Με αυτά τα δεδομένα, το περιοδικό μας παίρνει θέση ενάντια στην τετριμμένη ασάφεια της οικουμενικής ηθικής. Ενθαρρύνει όλους τους Χριστιανούς στοχαστές να επανακτήσουν τους ιδιαίτερους τρόπους με τους οποίους τα δικά τους δόγματα προσφέρουν οδηγίες στη βιοηθική. Ο στόχος είναι να επανεύρουμε την αξιοσημείωτη ηθική των θεολογικών διαφορών, τόσο στο επίπεδο της προσωπικής ευσυνειδησίας και ευαισθησίας όσο και στα ανώτερα επίπεδα θεσμικής ακεραιότητας και δημόσιας πολιτικής. Όσοι προΐστανται αυτού του περιοδικού υποστηρίζουν ότι μόνο η διαφάνεια όσον αφορά τις υπάρχουσες διαφορές μπορεί να αποτελέσει τη βάση για εποικοδομητικές προσπάθειες ενοποίησης.

Ωστόσο υπάρχει ακόμα ένα βαθύτερο κίνητρο για τη «μη οικουμενική» διάσταση του περιοδικού μας. Ο αληθινός οικουμενισμός ενθαρρύνει τους Έλληνες και τους Ρώσους, τους Ρουμάνους και τους Ούγγρους, τους κατοίκους της ΠΓΔΜ και τους Σέρβους και τους διάφορους Ουκρανούς, τους Ορθόδοξους της Αντιόχειας και τους Παλαιοημερολογίτες να σηκώσουν τα βάρη ο ένας του άλλου, να υποφέρουν εξαιτίας των διαφορετικών ημερολογίων τους, να συντονιστούν στην κοινή ψαλμωδία της Κυριακής της Ορθοδοξίας και να καλλιεργήσουν τη διαπολιτισμική αγάπη. Από την άλλη όμως, ο όρος «οικουμενιστικός» έχει κλαπεί από ένα «οικουμενικό» πρόγραμμα που υπερβαίνει την Εκκλησία.

Νομίζω πως κάποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι αυτό το πρόγραμμα αποτελεί και την πλέον επικίνδυνη αίρεση. Μειώνει αυτήν καθεαυτήν την έννοια της πίστης. Παρόλο που η κίνηση συνεχίζει να αναφέρεται στον Χριστό, οι ανοικτές χειρονομίες  προς μια ευρύτερη διαθρησκευτική οικουμενικότητα μειώνει το γεγονός ότι ο Χριστός είναι Η Αλήθεια, ως πρόσωπο. Ακόμα και ανάμεσα στους διαιρεμένους Χριστιανούς, η κίνηση έχει συστηματικά αδιαφορήσει για το γεγονός ότι ο Ίδιος ο Χριστός δίδαξε την Εκκλησία και την έχει προστατέψει καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής της. Η έκκληση για μια αυτοδημιούργητη ενότητα προσκαλεί εμάς τους Ορθοδόξους να διώξουμε αυτό που δεν μας ανήκει αλλά που έχουμε λάβει ως παρακαταθήκη, για να σπείρουμε σε ολόκληρο τον κόσμο.

Το περιοδικό μας αντιλαμβάνεται τον αμοιβαίο σεβασμό για τις αποκλίνουσες απόψεις άλλων Χριστιανικών δογμάτων με τέτοιο τρόπο ώστε να ενθαρρύνει σοβαρή διαφωνία για Την Αλήθεια εν Χριστώ. Ενθαρρύνει επίσης και τον συναγωνισμό για να κρατηθούν μακριά οι προβατόσχημοι λύκοι, οι οποίοι ομολογούν υποταγή στον Χριστό αλλά ξεσχίζουν το σώμα Του. Όλα αυτά τα χρόνια τέτοιες διαφωνίες έχουν υπογραμμίσει το μέγεθος της απόκλισης ακόμα και σε τομείς άσχετους με τη θεολογία, όπως η βιοηθική, καθώς και το γεγονός για το πόσο σοβαρά ανάρμοστο θα ήταν να αποσιωπήσουμε αυτήν την απόκλιση.

[Συνεχίζεται]