Ο Νόμος στην Παλαιά Διαθήκη

9 Φεβρουαρίου 2014

Η σημερινή ευαγγελική περικοπή που αναφέρεται στην παραβολή του Τελώνου και του Φαρισαίου, δίνει το έναυσμα για να ξεκινήσει η περίοδος του Τριωδίου, δηλ. μια περίοδος που αφενός διαιρείται σε τρία τμήματα: α) από την Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισαίου μέχρι και την Κυριακή της Τυρινής, όπου η κατάλυση εις πάντα εναλλάσσεται με μερική η καθολική νηστεία (κατάλυση εις πάντα την πρώτη εβδομάδα – λευκή νηστεία δηλ. μη κρεοφαγία την τελευταία), β) η περίοδος της Μεγάλης Τεσσαρακοστής (πλήρης νηστεία) και γ) το αποκορύφωμα της περιόδου δηλ. τη Μεγάλη Εβδομάδα, που αποσκοπεί στο Πάθος και την Ανάσταση του Θεανθρώπου Χριστού, αφετέρου αποτελεί αφορμή για εσωστρέφεια και αναζήτηση της αποστολής του κάθε ανθρώπου όχι μόνο ως μεμονωμένου προσώπου αλλά κυρίως ως μέρος και μέλος ενός συνόλου, μιας κοινωνίας, ως προσώπου που καλείται να συνυπάρχει με τον πλησίον του, συνύπαρξη η οποία ανοίγει στο δρόμο προς το Θεό και τον Παράδεισο.

tf2

Πηγή: http://www.porphyrios.gr/

Η ευαγγελική περικοπή αναφέρει πως: «Άνθρωποι δύο ανέβησαν εις το ιερόν προσεύξασθαι, ο εις Φαρισαίος και ο έτερος τελώνης. Ο Φαρισαίος σταθείς προς εαυτόν ταύτα προσηύχετο· ο Θεός, ευχαριστώ σοι ότι ουκ ειμί ώσπερ οι λοιποί των ανθρώπων, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί, η και ως ούτος ο τελώνης· νηστεύω δις του σαββάτου, αποδεκατώ πάντα όσα κτώμαι» (Λουκ. 18,10-12). Ο Τελώνης της παραβολής νήστευε (Λευ 28,29), δεν μοίχευε (Εξ. 20,13), δεν επιθυμούσε όσα ανήκουν στον πλησίον του (Εξ. 20,17) και απέδιδε τη δεκάτη (Δευτ. 14,22-29∙ Δευτ. 26,12-19). Έπραττε δηλ. όσα όριζε ο νόμος της Παλαιάς Διαθήκης.

Ο Νόμος κατά την Παλαιά Διαθήκη δεν αποτελούσε προϊόν σκέψης του ιδίου του Μωυσέως, του προσώπου δηλ. που παρέλαβε το Νόμο στο όρος Σινά, η κάποιας δικής του η κάποιου άλλου έκθεσης ιδεών, αλλά ήταν θεόσταλτος. Αποτελούσε δηλ. ο Νόμος αποκάλυψη της αγιότητας του Θεού, της αμαρτωλότητας του ανθρώπου και επεσήμανε την ανάγκη της ανθρώπινης φύσεως για σωτηρία και λύτρωση. Η αποκάλυψη του Νόμου είναι αποκάλυψη κανόνων συμπεριφοράς για τον άνθρωπο, με τα οποία ο άνθρωπος αποκτά «φανερά ρήματα του νόμου», κατά τα λεγόμενα του Δευτερονομίου, (Δευτ. 29,28) που πρέπει να εφαρμόζει. Λόγω της θεϊκής καταγωγής που έλκει ο Νόμος.

Σκοπός του νόμου ήταν, αφενός να καταλάβουν οι άνθρωποι την αμαρτωλότητά τους, αφετέρου να αναζητήσουν τη σωτηρία τους από αλλού, συγκεκριμένα από τον αναμενόμενο Μεσσία και Σωτήρα του κόσμου, για τον οποίο η πρώτη νύξη γίνεται στο Πρωτευαγγέλιο στο 3ο κεφάλαιο του βιβλίου της Γενέσεως όπου ο θεός εκδιώκει τους Πρωτοπλάστους από τον Παράδεισο και τους υποσχέθηκε ότι ο απόγονος από το σπέρμα της γυναίκας θα συντρίψει την κεφαλή του αρχεκάκου εχθρού (Γεν. 3,15).

Ο νόμος αυτός καθαυτός δεν θα μπορούσε να επιφέρει τη λύτρωση στους ανθρώπους, διότι οι άνθρωποι θα γίνονταν συνεχώς παραβάτες, θα τους δημιουργούσε αίσθημα ενοχής και κατόπιν επιτακτική ανάγκη για συμμόρφωση προς τις διατάξεις του.

Όπως πληροφορεί ο απόστολος Παύλος στην προς Ρωμαίους επιστολή του η σωτηρία δεν είναι αποτέλεσμα του νόμου αλλά της χάριτος του Θεού και η σωτηρία παρέχεται μόνο από τη χάρη του Σωτήρα Χριστού (Ρωμ. 3,21-31), γύρω από τον οποίο περιστρέφεται ολόκληρη η Παλαιά και η Καινή Διαθήκη σύμφωνα με τα λεγόμενα του ιερού Χρυσοστόμου, ο οποίος ρητά αναφέρει πως: «δυο αδελφαί και δύο διαθήκαι και δυο παιδίσκαι, τον ένα Δεσπότη δορυφορούσι» (Ι. Χρυσόστομος P. G. 50,796).

Τη χάρη και τη λύτρωση που θεωρούσε ο Φαρισαίος ότι θα του επέφερε η τήρηση του νόμου δεν δόθηκε σε αυτόν, αλλά στον «αμαρτωλό» και «κατακριτέο» από τον Φαρισαίο, Τελώνη {«ουκ ειμί ως οῡτος ο Τελώνης» (Λουκ. 18,11)}, ,διότι ο Τελώνης όπως αναφέρει η συνέχεια της ευαγγελικής περικοπής: «μακρόθεν εστώς ουκ ήθελεν ουδέ τους οφθαλμούς εις τον ουρανόν επάραι, αλλ’ έτυπτεν εις το στήθος αυτού λέγων· ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ» (Λουκ. 18,13), και στο τέλος δικαιώθηκε ενώπιον του μόνου αληθινού Θεού λαμβάνοντας χάρη από Αυτόν, τον μόνο και απόλυτο Κριτή του σύμπαντος κόσμου και η χάρη αυτή οφείλεται όχι στην τήρηση του νόμου, αλλά στην επίγνωση της αμαρτωλότητας που περιήλθε ο Τελώνης και την ταπείνωσή του μπροστά στο Θεό, από τον οποίο ζήτησε να λάβει και να δεχτεί το έλεός Του λέγοντας: «ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ» (Λουκ. 18,13).