Τα ίσα Πρεσβεία τιμής μεταξύ Παλαιάς και Νέας Ρώμης στην εκκλησιαστική παράδοση

6 Ιουνίου 2014

Κατ᾽ αρχήν θα πρέπει να επισημανθεί εκ νέου ότι τα Πρεσβεία αφορούσαν συγκεκριμένους τόπους, συγκεκριμένους εκκλησιαστικούς θρόνους και όχι πρόσωπα, δηλ. το θρόνο της Ρώμης, της Κωνσταντινουπόλεως, της Αλεξάνδρειας, της Αντιόχειας και των Ιεροσολύμων. Είναι δε λίαν σαφές εκ των ιερών κανόνων ότι αυτοί όχι μόνο ορίζουν την τάξη προκαθεδρίας τους, αλλά και ότι μεταξύ τους δεν έχουν ίσα Πρεσβεία τιμής, δεδομένου ότι ίσα Πρεσβεία τιμής με τη Ρώμη είχε μόνο η Κωνσταντινούπολις και όχι οι άλλοι πατριαρχικοί θρόνοι της Ανατολής.

papatriaagiotop2

Αυτό προκύπτει κατ᾽ αρχήν αβίαστα και από την ερμηνεία των βυζαντινών κανονολόγων. Ο μεν Ζωναράς στο μνημονευθέν ερμηνευτικό του σχόλιο στο γ´ κανόνα της Β´ Οικουμενικής Συνόδου[153] επισημαίνει: «…τον δε μακαριώτατον επίσκοπον Κωνσταντινουπόλεως Νέα Ρώμης, δευτέραν τάξιν επέχειν μετά τον αποστολικόν θρόνον της πρεσβυτέρας Ρώμης· των δε άλλων πάντων προτιμάσθαι. Εντεύθεν ουν εναργώς δείκνυται η μετά, πρόθεσις, υποβιβασμόν δηλούσα και ελάττωσινΗ γουν του μετά εξήγησις, η λέγουσα του χρόνου δηλωτικήν είναι την πρόθεσιν, και ουχ υποβιβασμού, βεβιασμένη εστί, και διανοίας ουκ ευθείας, ουδ᾽ αγαθής».

Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι κατά το Ζωναρά είναι εσφαλμένη η ερμηνεία της προθέσεως μετά ως δηλούσης απλά και μόνο χρονική προτεραιότητα της Ρώμης ως προς την απονομή των πρεσβείων και όχι «ελάττωσιν» και «υποβιβασμόν» των άλλων πατριαρχείων της Ανατολής σε σχέση με το θρόνο της Ρώμης και της Κωνσταντινουπόλεως και του θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως απέναντι στη Ρώμη. Το ίδιο συνάγεται και από την επίσης μνημονευθείσα ερμηνεία του Βαλσαμώνα[154] στον ίδιο κανόνα: «…Τούτων δε ούτω διορισθέντων, τινές την, μετά, πρόθεσιν ουχ υποβιβασμόν της τιμής νενοήκασιναλλ᾽ εξελάβοντο αυτήν εις το μετάχρονον μόνον…».

Κατά συνέπεια η δευτέρα θέσις της Κωνσταντινουπόλεως δεν οφείλετο μόνο στη χρονική προτεραιότητα της Ρώμης, όπως επισημαίνει ο Αριστηνός[155], αλλά στην ουσιαστικά δεύτερη θέση και αξία της ως προς την τιμή απέναντι στη Ρώμη. Η χρονική προτεραιότητα εξ άλλου δεν εξηγεί τη δευτέρα θέση του θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως, προηγουμένου των άλλων θρόνων της Ανατολής, στους οποίους είχαν προγενέστερα ήδη δοθεί Πρεσβεία Τιμής από την ΑΟικουμενική Σύνοδο.

Αυτόν τον «υποβιβασμόν» του θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως απέναντι στη Ρώμη ως προς την αξία των Πρεσβείων έρχονται να άρουν ακολουθώντας την ήδη διαμορφωθείσα κανονική παράδοση οι πατέρες της Δ´ Οικουμενικής Συνόδου. Ο κη´ κανόνας της Χαλκηδόνας ερμηνεύοντας αυθεντικά τον γ´ κανόνα της Β´ Οικουμενικής Συνόδου, ακολουθώντας –όπως ήδη εσημειώθη– την ήδη διαμορφωθείσα κανονική παράδοση επισημαίνει ότι «οι εκατόν πεντήκοντα θεοφιλέστατοι επίσκοποι, τα ίσα πρεσβεία απένειμαν τω της νέας  Ρώμης αγιωτάτω θρόνω»[156].

Αυτό σημαίνει αφ᾽ ενός μεν ότι η Κωνσταντινούπολη αναβιβάζεται σε πρώτο θρόνο μαζί με τη Ρώμη, ενώ τάσσεται και παραμένει δευτέρα στην τάξη προκαθεδρίας, αφ᾽ ετέρου δε ότι η θέση του θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως ως προς τα Πρεσβεία (αυτονόητα δε και η θέση του θρόνου της Ρώμης) ήταν ανωτέρα των Πρεσβείων των άλλων Πατριαρχείων της Ανατολής. Είναι πρόδηλο ότι άλλο πράγμα είναι τα ίσα Πρεσβεία με τη Ρώμη και άλλο πράγμα η κατάταξη στη σειρά προκαθεδρίας. Αυτό προκύπτει και από ερμηνεία του Ζωναρά στον γ´ κανόνα της Β´ Οικουμενικής Συνόδου.  Η κατάταξη δε της Κωνσταντινουπόλεως στη δεύτερη θέση ήταν επιβεβλημένη, γιατί «Ανάγκη γαρ εν ταις αναφοραίς των ονομάτων αυτών, τον μεν πρωτεύειν, τον δε δευτερεύειν· και εν καθέδραις ότε συνέλθοιεν, και εν υπογραφαίς, ότε τούτων δεήσει»[157].

Ο ίδιος ερμηνευτής ερμηνεύοντας τα ίσα Πρεσβεία της Κωνσταντινουπόλεως με τη Ρώμη στο κη´ κανόνα της Χαλκηδόνας κάνει λόγο για εκκλησιαστικά προνόμια: «…ως η πάλαι Ρώμηδει αυτήν και εν τοις εκκλησιαστικοίς προνομίοιςως εκείνην τιμάσθαι, πασών των άλλων προτιμωμένων εκκλησιών…»[158]. Για προνόμια του Κωνσταντινουπόλεως κάνει λόγο στο ίδιο πνεύμα και ο Βαλσαμών στο δικό του σχόλιο: «…θέλω και εύχομαι έχειν τον Κωνσταντινουπόλεως ασκανδαλίστως πάντα τα παρά των θείων κανόνων επιφιλοτιμηθέντα αυτώ προνόμια»[159]. Πως όμως είναι δυνατόν να γίνεται λόγος για προνόμια, εάν τα Πρεσβεία απένειμαν απλά μια τιμητική διάκριση; Είναι πρόδηλο ότι τα αποδοθέντα υπό των ιερών κανόνων Πρεσβεία συνάπτονται με άσκηση εξουσίας και για τους πέντε θρόνους σε τοπικό επίπεδο, σε υπερτοπικό δε επίπεδο για τους θρόνους της Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως βάσει των εξαιρετικών προνομίων που τους απεδόθησαν.

Είναι βεβαίως αναντίρρητο ότι οι κανόνες θ´ και ιζ´ της Χαλκηδόνας απένειμαν στο θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως, όπως ήδη έχει μνημονευθεί, προνόμια εκτεινόμενα και έξω από τη δική του δικαιοδοσία (διοικήσεις Ασίας, Πόντου και Θράκης). Ο θ´ κανόνας[160] μεταξύ άλλων επισημαίνει: «Ει δε προς τον της αυτής επαρχίας μητροπολίτην, επίσκοπος η κληρικός αμφισβητοίη, καταλαμβανέτω τον έξαρχον της διοικήσεως, η τον της βασιλευούσης Κωνσταντινουπόλεως θρόνον, και επ᾽ αυτώ δικαζέσθω». Ο ιζ´ κανόνας[161] καθιερώνει τη δικαστική αρμοδιότητα του Κωνσταντινουπόλεως ευρύτερα και για μη κληρικούς: «Ει δε τις αδικοίτο παρά του ιδίου μητροπολίτου παρά τω εξάρχω της διοικήσεως η τω Κωνσταντινουπόλεως θρόνω δικαζέσθω, καθά προείρηται».

Το γεγονός ότι ο Κωνσταντινουπόλεως θρόνος είχε δικαστική αρμοδιότητα και έξω από τα όρια της δικαιοδοσίας του προκύπτει με απόλυτη σαφήνεια και από το ερμηνευτικό σχόλιο του Ζωναρά στον ιζ´ κανόνα της Χαλκηδόνας. Ο Ζωναράς επισημαίνει [162] ορθότατα ότι ο Κωνσταντινουπόλεως έχει αρμοδιότητα δικαστική για τους «υποκειμένους αυτώ» και προσθέτει: «Ου γαρ δη και τους της Συρίας μητροπολίτας η τους της Παλαιστίνης, και Φοινίκη, η τους της Αιγύπτου, άκοντας ελκύσαι δικάσασθαι παρ᾽ αυτώ· αλλ᾽ οι μεν της Συρίας, τω του Αντιοχείας υπόκεινται φόρω· οι δε της Παλαιστίνης, τω του Ιεροσολύμων· οι δε της Αιγύπτου, παρά τω Αλεξανδρείας δικάσονται, παρ᾽ ων και χειροτονούνται, και οις περ υπόκεινται».

Από αυτό το ερμηνευτικό σχόλιο αβίαστα προκύπτει επιπρόσθετα ότι ο θρόνος της Κωνσταντινουπόλεως είχε δικαστική αρμοδιότητα και έξω από τα όρια της δικαιοδοσίας του, όταν κάποια υπόθεσις υπήγετο στην κρίση του εκούσια από τον ενδιαφερόμενο η τα ενδιαφέροντα πρόσωπα. Του λόγου δε το αληθές απο-δεικνύουν ικανά παραδείγματα στις πηγές, μερικά εκ των οποίων ανεφέρθησαν ανωτέρω. Το γεγονός δε ότι μερικά από τα παραδείγματα αυτά ανάγονται σε χρόνο προ της συγκλήσεως της Δ´ Οικουμενικής Συνόδου καταδεικνύει ότι η ρύθμιση ουσιαστικά επικυρώνει προγενέστερη εθιμική πρακτική.

[Συνεχίζεται]

[153]. Ρ. Π., Β´, 174.

[154]. Ρ. Π. Β´, 175.

[155]. Ρ. Π., Β´, 176.

[156]. Ρ. Π., Β´, 281.

[157]. Ρ. Π., Β´, 174.

[158]. Ρ. Π., Β´, 282.

[159]. Ρ. Π., Β´, 286.

[160]. Ρ. Π., Β´, 237.

[161]. Ρ. Π., Β´, 285-259.

[162]. Ρ. Π., Β´, 260.