Ερμηνεία της εικόνας της Μεταμόρφωσης του Κυρίου: Η εμπειρία της «θέας Θεού»

7 Αυγούστου 2014

Σε αντιπαράθεση με τους δύο προφήτες που στέκονται ακίνητοι οι τρεις απόστολοι κάτω από τα πόδια του Χριστού, έντρομοι με όσα συμβαίνουν, απεικονίζονται πεσμένοι πρηνείς. Τυφλωμένοι από τη Θεοφάνεια, τη θεϊκή ενέργεια, αποδίδονται σε στάσεις έντονης κατάπληξης και διακατέχονται από μεγάλη ταραχή και αναστάτωση, εικονογραφώντας τη μαρτυρία του Ματθαίου: «Καί ἀκούσαντες οἱ μαθηταί ἔπεσον ἐπί πρόσωπον αὐτῶν καί ἐφοβήθησαν σφόδρα» (17:6). Στην Αγία Γραφή έχουμε ακόμα ένα παράδειγμα όπου ο άνθρωπος αδυνατεί να αντικρίσει τη θεϊκή παρουσία: το πρόσωπο του Μωυσή μετά την κάθοδό του από το Σινά ακτνοβολούσε το θείο φως, ώστε ο λαός των Ισραηλιτών δεν μπορούσε να τον αντικρίσει (Έξοδ. 34, 27-37).

transfigurationofsav2

Η ενέργεια του φωτός της θεϊκής φύσης του Χριστού μεταμορφώνει σε φως τους αποστόλους που έχουν χάσει κάθε δυνατή ανθρώπινη ισορροπία. Πραγματικά οι απόστολοι Πέτρος, Ιάκωβος και Ιωάννης εκλέγονται για τη ζωντάνια τους ως «ἐπόπται γενηθέντες τῆς ἐκείνου μεγαλειότητος… σύν αὐτῷ ὄντες ἐν τῷ ὄρει τῷ ἁγίῳ» (Β’ Πετρ. 1:16-18). Ο επιδέξιος τρόπος που αποδίδονται οι στάσεις των αποστόλων με τις τρομαγμένες εκφράσεις τους δημιουργεί μια δραματική εντύπωση σε σύγκριση με την ήρεμη μεγαλοπρέπεια και «άχρονη» στάση των μορφών που απεικονίζονται στο πάνω μέρος της σκηνής. Αν η ακινησία εκφράζει την ειρήνη του Θεού και την υπεράνθρωπη ζωή, η κινητικότητα αντίθετα μαρτυρεί την ατέλεια της πνευματικής ζωής, δηλαδή την αμαρτωλή κατάσταση του ανθρώπου. Άλλωστε η ίδια η έννοια της κίνησης και ταραχής ανήκει στο γήινο κόσμο, την κατώτερη επικράτεια και όχι στην ουράνια πολιτεία.

Οι ύμνοι που ακούγονται στις 6 Αυγούστου, την ημέρα που γιορτάζεται η Μεταμόρφωση τονίζουν ότι η θεϊκή δόξα φανερώνεται στους αποστόλους ανάλογα με τη δυνατότητα και το μέτρο δεκτικότητας του καθενός να τη δεχτεί. Οι στάσεις τους συμβολίζουν τους διαφορετικούς τρόπους που οι άνθρωποι αντιδρούν μπροστά στη θεία αποκάλυψη. Έτσι ο Ιωάννης , ο μικρότερος απ᾽ αυτούς, στη μέση, και ο Ιάκωβος δεξιά με το πράσινο ένδυμα πετιούνται στο έδαφος κρατώντας το πρόσωπό τους, μη μπορώντας να αντικρίσουν τη θεϊκή ακτινοβολία, ενώ ο Πέτρος αριστερά, ο μεγαλύτερος, κρατάει μεν με το αριστερό χέρι το πρόσωπό του, το έχει όμως στραμμένο προς τα επάνω. Ταυτόχρονα με αυτό τον τρόπο αποδίδεται και σεβασμός στο συμβολισμό των ηλικιών.

Η «θέα Θεοῦ» θεωρούνταν από τους πιστούς Ιουδαίους και χριστιανούς ως η ήψιστη εμπειρία και αρετή που θα μπορούσε να γνωρίσει ο άνθρωπος: «Ἐμφάνισόν μοι σεαυτόν», είπε ο Μωυσής στο Θεό (Εξοδ. 33:18). Η εμπειρία όμως αυτή φαίνεται και σαν κάτι το ακατόρθωτο: «Θεόν οὐδείς ἑώρακε πώποτε», γράφει ο Ιωάννης στο Ευαγγέλιό του (Ιωάν. 1:18). Εδώ στο Θαβώρ οι τρεις μαθητές γίνονται αδιάψευτοι μάρτυρες μιας στιγμιαίας εμφάνισης της θεϊκής δόξης: «θεασάμεθα τήν δόξαν αὐτοῦ» (Ιωάν. 1:14). Ο λόγος δεν ήταν τυχαίος: παραβρέθηκαν (σύμφωνα με το ιδιόμελο στιχηρό του εσπερινού της εορτής) στο λαμπρό εκείνο γεγονός, «ἵνα θεωρήσαντες τά θαυμάσια» του Ιησού «μή δειλιάσωσι τά παθήματα» αυτού αργότερα με τη σταύρωση. Άλλωστε ένας άλλος σκοπός της Μεταμόρφωσης του Χριστού ήταν και η προαγγελία «τῆς Ἀναστάσεως».

Ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς λέγει για τους τρεις μαθητές, μάρτυρες της σκηνής: «Οὐκοῦν οὐδέ τό φῶς ἐκεῖνο αἰσθητόν, οὐδέ οἱ ὁρῶντες αἰσθητικοῖς ἁπλῶς ὀφθαλμοῖς, ἀλλά μετασκευασθεῖσι τῇ δυνάμει τοῦ θείου Πνεύματος» (Migne P.G. 151, 433Β). Πιο κάτω λέει πάλι: Αυτός που θεωρεί το θείο φως, θεωρεί το μυστήριο του Θεού. Αυτό το υπερπηδημένο κατώφλι είναι η «ὑποστατική ὡραιότητα», ο θείος Μυσταγωγός, το Άγιο Πνεύμα. Να γιατί ο Μέγας Βασίλειος είπε ότι το φως που έλαμψε στο Θαβώρ κατά τη Μεταμόρφωση του Χριστού αποτελεί το προοίμιο της δόξας του κατά τη Δευτέρα Παρουσία.

Όταν ο Πέτρος είδε το Χριστό σε πλήρη δόξα και τους δύο προφήτες να στέκουν πλάι του, πρότεινε: «Ἐπιστάτα, καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι· καί ποιήσωμεν σκηνάς τρεῖς, μίαν σοί καί μίαν Μωυσεῖ καί μίαν Ἠλίᾳ». Καθώς μιλούσε, «…ἐγένετο νεφέλῃ καί ἐπεσκίασεν αὐτούς…καί φωνή ἐγένετο ἐκ τῆς νεφέλης λέγουσα· Οὗτός ἐστιν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός· αὐτοῦ ἀκούετε» (Λουκ. 9:33-35). Αποκαλύπτεται έτσι ο Πατέρας «ἐν φωνῇ» και το Άγιο Πνεύμα «ἐν νεφέλῃ». Ο Πατήρ μαρτυρεί για τη θεία γενεαλογία του Ιησού, για να καταλάβουν αργότερα οι μαθητές ότι το πάθος του ήταν εκούσιο: «Νῦν ἐδοξάσθη ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου, καί ὁ Θεός ἐδοξάσθη ἐν αὐτῷ» (Ιωάν. 13:31). Ταυτόχρονα η Μεταμόρφωση του «ἀναβαλλομένου τό φῶς ὡς ἱμάτιον» Σωτήρα αποκαλύπτει το πρόσωπο του Χριστού, του αγαπημένου και υπερβατικού Υιού, που κατέχει την ίδια δόξα με τον Πατέρα· παράλληλα θυμίζει ότι ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος «κατ᾽ εἰκόνα» Θεού.

Η εικόνα του αγιογράφου του δωδεκαόρτου της μονής Διονυσίου αποτελεί τη μοναδική εικονογραφική παραλλαγή του θέματος της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα. Ο τεχνίτης εικονογράφος ακολουθώντας επακριβώς τις ευαγγελικές διηγήσεις συμπεριλαμβάνει στη σύνθεσή του δίπλα στο κεντρικό θέμα τις σκηνές της ανόδου και καθόδου στο όρος Θαβώρ. Αριστερά βλέπουμε το Χριστό να προπορεύεται έχοντας στραμμένο το κεφάλι προς τους τρεις μαθητές και το αριστερό χέρι υψωμένο σε χειρονομία λόγου· στο δεξί χέρι κρατεί το θείο Νόμο. Φαίνεται να προετοιμάζει τους μαθητές για τη μοναδική εμπειρία που πρόκειται βιώσουν. Σκοπός του δεν είναι να τους εκπλήξει με τη Μεταμόρφωσή του, αλλά να τους αποκαλύψει τη θεϊκή του δόξα. Μετά το ουράνιο όραμα κατέρχονται από την άλλη πλευρά του βουνού· οι μαθητές στρέφουν ανήσυχοι το βλέμμα προς τον Κύριό τους που τους καθησυχάζει ευλογώντας τους. Ταυτόχρονα τους λέγει: «Μηδενί εἴπητε τό ὅραμα, ἕως οὗ ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ» (Ματθ. 17:9).

Η παραλλαγή αυτή συνηθίζεται ιδιαίτερα σε τοιχογραφίες, αλλά απαντάται κάποτε και σε φορητές εικόνες. Το γεγονός αυτό, να προστίθενται δηλαδή γύρω από μια κεντρική σκηνή διάφορα δευτερεύοντα επεισόδια, έχει στην αγιογραφική τέχνη καθαρά βυζαντινή προέλευση. Το βαθύτερο νόημα αυτής της πράξης απορρέει από τη σκέψη ότι πάνω στη «θεϊκή» επιφάνεια –εικόνα-, το διαρκές και αιώνιο παρόν λαμβάνει ταυτόχρονα χώρα, κάτι που σε μια «κοσμική» επιφάνεια-ζωγραφικός πίνακας- παρουσιάζεται ως μια αλληλουχία γεγονότων.

Στο παρελθόν κάθε αγιογράφος άρχιζε τη «θεία τέχνη» του με την εικόνα της Μεταμόρφωσης. Εδώ η παράδοση πίστευε ότι η σκηνή αγιογραφείται όχι τόσο με τα χρώματα του τεχνίτη, αλλά με το ίδιο το Θαβώριο Φως. Η οδηγός παρουσία του Αγίου Πνεύματος εκδηλώνεται στη φωτεινότητα και λάμψη της όλης σύνθεσης και αφαιρεί κάθε πιθανή κατευθυντική πηγή φωτός.

Το μήνυμα που εκπέμπει στους πιστούς η εικόνα είναι ότι αφού με το βάπτισμα έχουν γίνει μέτοχοι στο μυστήριο της Ανάστασης (που προεικονίζει η Μεταμόρφωση), καλούνται τώρα να μεταμορφώνονται ολοένα και περισσότερο με τη χάρη του Κυρίου (Β’ Κορινθ. 3:18).

Πηγή: Ιστότοπος Ιεράς Μητροπόλεως Καισαριανής, Βύρωνος και Υμητού  (www.imkby.gr)