Ενοχή και λύτρωση στο «Αμάρτημα της μητρός μου»

11 Ιανουαρίου 2016

Το «Αμάρτημα της μητρός μου» αποτελεί ένα από τα πιο εμβληματικά δείγματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Η μελέτη του φιλολόγου κ. Ηρακλή Ψάλτη σχετικά με τα θέματα της αμαρτίας και της λύτρωσης στο έργο του Γ. Βιζυηνού, από την άποψη της Ορθόδοξης Θεολογίας (προηγούμενη δημοσίευση:http://bitly.com/1YSnsuL), συνεχίζεται με την ηθική ανάλυση του συγκεκριμένου έργου.

enlytramart

Η μητέρα, επίσης, υποπίπτει και σ΄ένα άλλο σοβαρότατο αμάρτημα χωρίς να το συνειδητοποιεί· ζητά από τον Χριστό να της πάρει το ένα αγόρι της, για να ζήσει η ετοιμοθάνατη Αννιώ, διαπράττοντας έτσι ένα συμβολικό φόνο. Προηγείται, μάλιστα, αυτού ένας κρίσιμος, αλλά ατελέσφορος, διάλογος μητέρας και κόρης σε μια προσπάθεια να διευκολυνθεί η Δεσποινιώ η Μιχαλιέσσα στη «συναλλαγή» που ακολουθεί ενώπιον της εικόνας του Σωτήρος[308].

Ψέματα λέγονται πολλά. Η μάνα αποκρύπτει από τα παιδιά της για εικοσιοκτώ χρόνια ότι είχε και άλλη κόρη, την πρώτη Αννιώ. Με προτροπή, συμβουλή του άντρα της δεν γνωστοποιείται  ο πραγματικός λόγος του θανάτου της Αννιώς[309], για να αποφύγει η μάνα την κοινωνική κατακραυγή. Επίσης, η μητέρα λέει αργότερα εκ νέου ψέματα στα παιδιά της -σε μια προσπάθειά της να τα πείσει ευκολότερα να αποδεχτούν και τη νέα υιοθεσία της -ότι, δηλαδή, και με τη δεύτερη υιοθεσία είναι σύμφωνος ο Γιωργής[310]. Ο χοντρός κουρέας του χωριού, ο αγύρτης ψευτογιατρός, διαβεβαιώνει ψευδώς την μητέρα ότι η κατάσταση της άρρωστης βελτιώνεται χάρη στις «φροντίδες» του[311]. Κατά την διάρκεια, επίσης, του τελετουργικού της πρώτης πανηγυρικής υιοθεσίας, στην μεγαλόφωνη ερώτηση του πρωτόγερου του χωριού αν είναι κάποιος συγγενής του κοριτσιού περισσότερο από την Δεσποινιώ, οι παρόντες γονείς του σιωπούν[312] (αποτελούσε μέρος του τυπικού της υιοθεσίας). Και ο ίδιος ο ιερέας, χωρίς αυτό που λέει στην απαρηγόρητη μητέρα να είναι ψέμα –ν εναι γιά νά γιάν τό παιδί σου (ο Θεός) θά τό γιάν καί στό σπίτι σου- λειτουργεί, σύμφωνα με τον αφηγητή, λέγονται ως: ο τυπικοί λόγοι μέ τούς ποίους ο ερες ποπέμπουσι συνήθως τους  τοιμοθανάτους,  διά  νά  μή  κπνεύσουν  ν  τῇ ἐκκλησί και βεβηλωθ ερότης τοῦ τόπου.[313]
Η μαγεία παρούσα. Η μητέρα χρησιμοποιεί κάθε τεχνική, για να γιατρέψει την κόρη της, αξιοποιώντας τόσο τις «θεμιτές» όσο και τις «αθέμιτες». Βιώνει μια έντονη εσωτερική πάλη για τη λήψη της σχετικής απόφασης, αφού είναι χριστιανή και γνωρίζει ότι η μαγγανεία θεωρείται αμαρτία. Τελικά η μητρική στοργή θα νικήσει τον φόβο της αμαρτίας και θα «συμβιβαστεί» με τη δεισιδαιμονία, έτσι: Πλησίον ες τόν σταυρόν, πί το στήθους τς ννις, κρέμασεν ν «χαμαγλί» με μυστηριώδεις ραβικάς λέξεις. Τά γιάσματα διεδέχθησαν α γοητεαι, καί μετά τά εχολόγια τν ερέων λθον τά «σαλαβάτια» τν μαγισσν[314]. Βέβαια, η μητέρα δεν εγκαταλείπει τον Θεό, αφού στη συνέχεια οδηγεί την άρρωστη κόρη της στον ναό, ως έσχατη προσπάθεια σωτηρίας της.

            Η ζήλεια υφέρπει. Ο αφηγητής, με την οπτική της παιδικής ηλικίας, παρουσιάζει αρχικά μια, μάλλον, εξιδανικευμένη κατάσταση σχέσεων μεταξύ των μελών της οικογένειάς του. Η μάνα εστιάζει το ενδιαφέρον της σχεδόν αποκλειστικά στη μοναχοκόρη της, την (δεύτερη) Αννιώ, χωρίς αυτό να δημιουργεί τριβές με τα άλλα της παιδιά και με την ίδια, γιατί: λλ’ μες (τα παιδιά) γνωρίζαμεν, τι νδόμυχος τς μητρός μν στοργή διετέλει δέκαστος καί ση πρός λα της τά τέκνα[315]. Το περιστατικό όμως το οποίο συμβαίνει στην Εκκλησία, θα κινητοποιήσει την μνήμη του αφηγητή και θα «ανακαλύψει» ότι δεν έτυχε της στοργής και της αγάπης που επιθυμούσε, κάτι που επιβεβαιώνεται και από τα λεγόμενα του πατέρα του -τον αποκαλούσε «τό δικημένο του»- και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι: ! επον, μητέρα μου δέν μέ γαπ καί δέν μέ θέλει[316]. Η αιτία αυτής της συμπεριφοράς αποδίδεται στην Αννιώ και εμμέσως υποδηλώνεται κάποια ζήλεια γι’ αυτήν[317]. Η ίδια, μάλιστα, η μητέρα τού αποκαλύπτει στην εξομολόγησή της ότι τη ζήλευε πολύ την Αννιώ: Καί εχαμε πιά τήν ννιώ σάν τά μάτια μας. Καί ζούλευες σύ, καί γινες το θανατ πό τή ζούλια σου[318].

[Συνεχίζεται]

[308]Γ.Μ. Βιζυηνός, Νεοελληνικά Διηγήματα, όπ. παρ., σ.7: «Ποον πό τούς δύο θέλεις νά παίζετε μαζί; τήν ρώτησε τρυφερς μήτηρ μου – τόν Χρηστάκη, τό Γιωργί; σθενής ρριψε πρός τήν λαλοσαν πλάγιον λλ’ κφραστικόν βλέμμα, καί, ς άν πέπληττεν ατήν διά τήν πρός μς διαφορίαν, τ πήντησεν, ργά καί μετρημένα· – Ποον πό τούς δύο θέλω; Κανένα δέν θέλω χωρίς τόν λλο. Τά θέλω λα τά δέρφια μου, σα καί ν χω. μήτηρ μου συνεστάλη καί σιώπησεν».

[309]Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.23.

[310]Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.16.

[311]Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.5: «Ἡ μήτηρ μου, ν καί παυσε πλέον νά μεταχειρίζεται τά ατρικά του, ν τούτοις τόν πλήρωνε τακτικά καί γογγύστως. Τοτο μέν, διά νά μή τόν δυσαρεστήσ, τοτο δε, διότι πολύ συχνά διϊσχυρίζετο παρηγορν ατήν, τι πορεία τς σθενείας εναι καλή, καί κριβς τοιαύτη, ποίαν δικαιοτο νά τήν περιμέν επιστήμη πό τάς συνταγάς του».

[312]Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.15.

[313]Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.10.

[314]Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.5.

[315]Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.3, η συνέχεια: «μεθα βέβαιοι, τι α ξαιρέσεις κεναι δέν σαν παρά μόνον ξωτερικαί κδηλώσεις φειστικωτέρας τινός ενοίας πρός τό μόνον το οκου μας κοράσιον. Καί χι μόνον νειχόμεθα τάς πρός ατήν περιποιήσεις γογγύστως, λλά καί συνετελομεν πρός αξησιν ατν, σον δυνάμεθα. Διότι ννιώ, κτός τι τον μόνη μας δελφή, το κατά δυστυχίαννέκαθεν καχεκτική και φιλάσθενος».

[316]Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.10.

[317] Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σσ.9-10: «Ἀπεναντίας ερισκον, τι φ’ του γεννήθη ατή δελφή μας, γώ, χι μόνον δέν γαπήθην, πως θά τό πεθύμουν, λλά τοτ’ ατό παρηγκωνιζόμην λονέν περισσότερον».

[318] Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.24.