Ο Γ. Βιζυηνός ως καταγραφέας παθών και λύτρωσης της εποχής του

30 Μαρτίου 2016

Η μελέτη του φιλολόγου κ. Ηρακλή Ψάλτη σχετικά με τα θέματα της αμαρτίας και της λύτρωσης στο έργο του Γ. Βιζυηνού (προηγούμενη δημοσίευση:http://bitly.com/22k7Xzk), συνεχίζει με τη θεολογική εξέταση του διηγήματός του «Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως».

Ο εγωισμός διακρίνει,  κυρίως, τον κ. Π.˙ περιαυτολογεί, επιδεικνύεται, χρησιμοποιεί συχνά το α΄ πρόσωπο: -Ἀκριβῶς τὸ ἴδιο πρᾶμα κάμνω κ’ ἐγώ! (…) θὰ εἶμαι πολὺ εὐχαριστημένος ἐὰν ἔλθετε, (…) Ἔχω ἐπὶ τοῦ Γάγγου ἓν παλάτιον, (…) τὸ θέτω εἰς τὴν διάθεσίν σας[381]. Τα όρια του κόσμου του είναι ο εαυτός του, γι΄αυτό αδυνατεί να επικοινωνήσει με τους άλλους, είναι «αποκλεισμένος» στον εαυτό του, αφού: δὲν λαμβάνει τὸν κόπον νὰ σηκώσῃ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἀπὸ τοῦ ἄκρου τοῦ σιγάρου του[382] και ὅσον καὶ ἂν ἐταξείδευεν, δὲν εἶδε κυρίως ἄλλο τι παρὰ τὸ ἄκρον τοῦ σιγάρου του[383]. Αντιμετωπίζει τους άλλους ως μέσον για να ικανοποιήσει την ματαιοδοξία του, για παράδειγμα προσκαλεί ευγενικά τον αφηγητή στην Καλκούτα, για να γίνει ακροατής της απαγγελίας των στίχων του[384].

gvkatfe2

Ψέματα λέγονται. Ο κ. Π. προσκαλεί τον αφηγητή υποκρινόμενος ότι εκτιμά το ποιητικό του έργο –Δὲν ἠξεύρετε πόσον σᾶς ἐκτιμῶ, πόσον σᾶς ἐκτιμῶ διὰ τὸ «τάλαντό» σας![385]ενώ στην πραγματικότητα τον θέλει για ακροατή των δικών του ποιημάτων, όπως τον πληροφορεί αργότερα η κόρη του. Ο αφηγητής, επίσης, υπόσχεται ότι θα επισκεφθεί την Καλκούτα, ενώ δεν έχει την οικονομική δυνατότητα γι’ αυτό[386].

Οργή ηπίως εκδηλώνεται. Από οργή καταλαμβάνεται, κυρίως,  ο αφηγητής για τον άτεγκτο τρόπο με τον οποίο ο κ. Π. αντιμετωπίζει την κόρη του και σχεδιάζει το μέλλον της: Θὰ μείνῃ ἐν Παρισίοις (…) διὰ νὰ εἰσέλθῃ οἰκόσιτος εἰς ἓν παρθεναγωγεῖον (…) Δὲν τὸ γνωρίζει (η Μάσιγγα) Νὰ μάθῃ τοὺς τρόπους τῆς ὑψηλῆς κοινωνίας (…)  Τοὺς τρόπους τῶν βαρωνίδων καὶ τῶν κομησσῶν, εἰς τὴν τάξιν τῶν ὁποίων θὰ εἰσέλθῃ. Εἰς τὴν τάξιν τῶν ὁποίων εἰσέρχεται ὡς μελλόνυμφος τοῦ κόμητος Plumpsiun. Αυτή η έντονη συναισθηματική του φόρτιση θα συνδιαμορφώσει την οριστική του απόφαση, να μην επισκεφθεί τελικά την Καλκούτα[387]. Επίσης, οργίζεται και ψέγει τον εαυτό του για την ευπιστία που έδειξε στον κ. Π. και νιώθει μνησικακία για την ίδια την πραγματικότητα[388].

Η λύτρωση αναζητείται στην ποίηση, το γέλιο, τη φαντασία, τη φυγή και τα δάκρυα.

Η ποίηση καταφύγιο. Το επιλέγουν και οι τρείς πρωταγωνιστές. Ο αφηγητής είναι ποιητής που διαθέτει ταλέντο[389] -σύμφωνα με τον κ. Π.-, θαυμάζεται (;) από μεγάλας κυρίας[390] και μοιράζει ποιήματά του στα Θεραπειά στις «θαυμάστριές» του. Ο πατέρας με λογοτεχνικές ανησυχίες γράφει ποίηση και μάλιστα σε μεμβράνας. Καὶ τοῦτο δὲν εἶναι κυρίως τὸ κακόν, ὅσον εἶναι ἡ ἐπιθυμία του νὰ τ’ ἀναγινώσκῃ στοὺς ἄλλους[391]. Φαίνεται να διαθέτει και θεωρητική κατάρτιση γι΄αυτό, αφού ἀνέγνωσεν (ποίηση) εἰς πολλὰς γλώσσας, ὣς καὶ εἰς τὴν σανσκριτικήν[392], και έχει διαμορφώσει άποψη γι΄ αυτή[393]. Με την ποίηση εμπλέκεται και η Μάσιγγα, όχι όμως ως ποιήτρια, αλλά ως αναγνώστρια των  ποιημάτων του αφηγητή/ποιητή, τα οποία της αρέσουν, τα γνωρίζει απέξω, της τον θυμίζουν και την εκφράζουν[394]. Κανείς όμως δε λυτρώνεται.

[Συνεχίζεται]

[381]Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.39 και σ.43.

[382]Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.42, αλλά και σσ.29, 33, 39,41 και 42.

[383]Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.40.

[384]Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.52: «Καὶ τοῦτο δὲν εἶναι κυρίως τὸ κακόν, ὅσον εἶναι ἡ ἐπιθυμία του νὰ τ’ ἀναγινώσκῃ στοὺς ἄλλους. − Ὤ! συμφορά μου! ἐσκέφθην τότε. Τόσῳ μᾶλλον θὰ σᾶς ἐκτιμᾷ, τόσῳ μᾶλλον θὰ σᾶς ἀγαπήσῃ, ὅσῳ μᾶλλον θὰ εἶσθε ὁ μόνος ἀκροατής του» και σ.54: «Δὲν ἦτο πλέον ἀμφιβολία, ὅτι αἱ τρυφερότητες καὶ περιποιήσεις αὐτοῦ ἀπέβλεπον ἓν καὶ μόνον: νὰ μὲ σαγηνεύσῃ ὡς ἀκροατήν του. Πρὸς τὸν σκοπὸν τοῦτον, ὄχι μόνον τὸ παρὰ τὸν Γάγγην παλάτιον ἔθετεν εἰς τὴν διάθεσίν μου, ἀλλὰ καὶ ὅλα τὰ ὁδοιπορικά μου, καὶ ὅ,τι ἂν ἐζήτουν θὰ μ’ ἐπλήρωνεν, ἤρκει μόνον ν’ ἀκούσω τοὺς στίχους του. Καὶ τί στίχους! Καὶ πόσους στίχους!»

[385]Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.40.

[386]Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.44: «ἐγώ, ὅστις δὲν εἶχον εἰς τὸ βαλάντιόν μου οὐδὲ τὸ τέταρτον ἴσως τοῦ διὰ Καλκούτταν ναύλου, ἐδέχθην τὴν ἐπίσκεψιν».

[387]Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.59.

[388]Β. Αθανασόπουλος, «Αποτυχημένη δοκιμή φανταστικής ολοκλήρωσης του ματαιωμένου ταξιδιού» στο Oι μύθοι της ζωής και του έργου του Γ. Βιζυηνού, όπ. παρ., σσ.343-351, εδώ σ. 344.

[389]Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.34.

[390]Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.31.

[391]Γ. Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.52.

[392]Γ. Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.51.

[393]Γ. Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.41: «Καὶ ὅταν δὲν ὑπάρχῃ φύσις, εἶπεν ὁ κ. Π. μετ’ ἐμφάσεως δογματικῆς, δὲν ὑπάρχει ποίησις» και σ.59: «και τὸ πρῶτον ἥμισυ πάσης ἑπομένης προτάσεως, ἦτο τὸ δεύτερον ἥμισυ τῆς προηγηθείσης».

[394]Γ. Μ. Βιζυηνός, Νεοελληνικά Διηγήματα, όπ. παρ., σ.50.