Άγιος Ιγνάτιος (Μπριαντσιανίνωφ), ο ακούραστος Ποιμένας (30 Απριλίου)

30 Απριλίου 2016

Ο Άγιος Ιγνάτιος (Μπριαντσιανίνωφ) γεννήθηκε το έτος 1807 μ.Χ. στην κωμόπολη Ποκρόφσκ της επαρχίας Βολογκντά της Ρωσίας από οικογένεια της παλαιάς αριστοκρατίας. Στο βάπτισμα έλαβε το όνομα Δημήτριος. Από μικρός αποσυρόταν στην ερημιά για προσευχή και με λαχτάρα διάβαζε βίους Αγίων. Ο τόπος όπου μεγάλωσε ήταν γεμάτος από μονές και σκήτες και γι’ αυτό τον λόγο ονομαζόταν «Θηβαΐδα της Ρωσίας». Το πνευματικό αυτό περιβάλλον επέδρασε πολύ στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του και στην καλλιέργεια της ευσέβειάς του.

690254_12

Αφού έλαβε την εγκύκλια μόρφωση φοίτησε στην Στρατιωτική Σχολή Μηχανικού στην Αγία Πετρούπολη και οι επιδόσεις του ήταν εξαιρετικές, γι’ αυτό  τέθηκε υπό την προστασία του μελλοντικού τσάρου Νικολάου Α΄. Παρά την πρόοδό του στη σχολή, εκείνος επιθυμούσε να ακολουθήσει το δρόμο της μοναχικής πολιτείας.  Είχε μυστικές επαφές με πατέρες της Μονής Αγίου Αλεξάνδρου Νιέφσκι, οι οποίοι τον ενθάρρυναν στην αναζήτησή του. Μια σοβαρή ασθένειά του το έτος 1826 μ.Χ., όταν ήταν είκοσι ετών, τον έκανε να παραιτηθεί από την σχολή παρά τις αντιρρήσεις των αξιωματικών. Αμέσως εγκαταβιώνει στη μονή του Αγίου Αλεξάνδρου του Σβιρ στην Πετρούπολη. Εκεί συνδέεται πνευματικά με τον Στάρετς Λεωνίδα, της Όπτινα, ο οποίος διέμενε εκείνο τον καιρό στη μονή. Στην συνέχεια πήγε στη μονή του Αγίου Κυρίλλου Πετρουπόλεως, όπου γνώρισε τον Στάρετς Θεοφάνη. Εκεί έμεινε τέσσερα ακόμη χρόνια, για να καταλήξει κοντά στον γέροντά του Λεωνίδα στη μονή της Όπτινα.

Κείρεται μοναχός το 1831 μ.Χ. και ονομάζεται Ιγνάτιος. Λίγο καιρό αργότερα χειροτονείται διάκονος και πρεσβύτερος. Διορίσθηκε κατόπιν ηγούμενος της Μονής Λοπώφ, στην επισκοπική πε­ριφέρεια του Βολογκντά, η οποία βρισκόταν σε πλήρη ερήμωση. Αν και ήταν νέος και με εύθραυστη υγεία, επέδειξε αμέσως μεγάλη ικανότητα και στα διοικητικά και στην πνευ­ματική καθοδήγηση. Οι μοναχοί αυξήθηκαν, τα κτήρια αποκαταστάθηκαν και η μονή λειτουργούσε με ευταξία. Ο Ιγνάτιος μετά από νέα σκληρή ασθένεια, υποχρεώθηκε να μεταβεί σε άλλη μονή στην επισκοπή της Μόσχας. Όταν ο τσάρος άκουσε να γίνεται λόγος για τον προστατευόμενό του, τον διόρισε αρχιμανδρίτη και ηγούμενο της Μονής του Αγίου Σεργίου, κοντά στην Αγία Πετρούπολη. Μέσα σε σύντομο χρο­νικό διάστημα αναστήλωσε τα κτήρια, αποκατέστησε αυστηρή κοινοβιακή τάξη και πιστή τήρηση του Τυπικού λειτουργικού, με αποτέλεσμα να πολλαπλασιαστεί ο αριθμός των προσκυνητών καθώς και των υποψη­φίων για τον μοναχικό βίο. Παρά τις διαδοχικές αρρώστιες που τον εξαν­τλούσαν επέδειξε αξιόλογες αρετές και ικανότητες, ως προς την πνευματική καθοδήγηση των μοναχών του. Υπογράμμιζε ιδίως την σημασία της εξομολόγησης όλων των λογισμών στον πνευματικό πατέρα και του εσωτερικού πολέμου που διεξάγεται με όπλα την επαγρύπνηση, τη νήψη και την μονολόγιστο Ευχή. Τέσσερα χρόνια αργότερα, διορίστηκε επόπτης όλων των μονών της περιοχής της Αγίας Πετρούπολης και η επιρροή του έγινε πλέον αισθητή σε μεγάλη μερίδα νέων, του δημιούργησε όμως πολυάριθμους εχθρούς.

Το 1847, εξαντλημένος σωματικά, απαλλάχθηκε προσωρινά από τα καθήκοντά του και αποσύρθηκε στην Μονή Νικολάου Μπαμπάγεβο. Εκεί έγραψε πολυάριθμες πνευμα­τικές επιστολές και πραγματείες, που αναφέρονταν κυρίως στη νοερά προσευχή.

Ανέλαβε εκ νέου τα καθήκοντά του στην Μονή του Αγίου Σέργιου και το 1857, χειροτονήθηκε επίσκο­πος Σταυρουπόλεως, στην περιοχή τού Καυκάσου και του Ευξείνου Πόν­του και ανάλωσε τις δυνάμεις του διατρέχοντας την αχανή επισκοπική του περιφέρεια και συνέβαλε πολύ στην χριστια­νική μόρφωση των νέων. Το 1861, νέα σοβαρή αρρώστια καταρράκωσε οριστικά την υγεία του και ο άγιος έλαβε την έγκριση να αποσυρθεί στην Μονή Νικολάου Μπαμπάγεβο, όπου κοιμήθηκε ειρηνικά, στις 30 Απριλίου 1867, σε ηλικία 60 ετών, αφήνοντας πίσω του πλούσια πνευματική κληρονομιά. Μετά την μακαριστή εκδημία του, ο άγιος Ιγνάτιος εμφανίστηκε μέσα σε λαμπρό φως σε ένα από τα πνευ­ματικά του τέκνα, που υπέφερε τις επιθέσεις των δαιμόνων, λέγοντάς του: «Ό,τι έγραψα στα βιβλία μου είναι η αλήθεια!».