Ένας άνθρωπος του Θεού: π. Συμεών Κραγιόπουλος

28 Ιουνίου 2016

Με πολύ δισταγμό πιάνω την γραφίδα για να αποτυπώσω στο χαρτί -τι; Τι μπορεί να γράψει κανείς για μιά προσωπικότητα που κάλυψε με την αγιοσύνη και την εν πνεύματι σοφία του πολλές δεκαετίες, που εποίμανε χιλιάδες ψυχές, σώζοντάς τες από τον όλεθρο και οδηγώντας τες «εις τόπον χλόης»;

τ12

Για τον παρηγορητή, τον σύμβουλο, τον πατέρα, την καταφυγή κάθε πονεμένης ψυχής και κάθε μπερδεμένης σκέψης; Για τον τελευταίο συνοδοιπόρο και συνασκητή των άγιων πατέρων που ευδόκησε ο Θεός να χαρίσει στη γενιά μας, οι οποίοι θανόντες ζουν επειδή ζώντες απέθαναν για τον κόσμο, «ίνα ζήση ο κόσμος» διά του Χριστού, στον όποιον τον οδήγησαν με τη βιοτή και τη διδαχή και τις προσευχές τους; Τι να πει κανείς για τον συναγωνιστή του άγιου Παϊσίου στην ταπείνωση, του οσίου Πορφυρίου στη διάκριση, του πατρός Σωφρονίου στη σοφία και του Γέροντος Ιακώβου στην αγάπη;

Αναλογιζόμενος όλα τα παραπάνω, όταν μου ζητήθηκε από τα πνευματικά τέκνα και κληρονόμους της ιερής παρακαταθήκης του γέροντα Συμεών, να γράψω κάτι εις μνημόσυνον, αρνήθηκα, φοβούμενος ότι δεν θα κατορθώσω να ιστορήσω σωστά, με ο, τι κι αν πω, την εικόνα του και θα μικρύνω ένα πνευματικό ανάστημα, μη μπορώντας να αποδώσω, έστω και αμυδρώς, αυτό που ήταν ο μακαριστός πατήρ. Το αντεπιχείρημα, ότι τον έχω ζήσει σχεδόν μισόν αιώνα και ότι η σχέση μας δεν ήταν μόνον πνευματικής πατρότητος αλλά και στενής φιλίας, με οδήγησε στο να δεχθώ να γράψω, καταθέτοντας όμως προσωπικές μου εμπειρίες και μόνον. Ιδού λοιπόν:

Τον Σεπτέμβριο του 1969, μόλις είχα αναλάβει υπηρεσία στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, επισκέφθηκα το βιβλιοπωλείο του Πουρναρά, που εκείνη την εποχή ήταν, όχι μόνον τόπος πωλήσεως βιβλίων, αλλά και συναντήσεως συναδέλφων. Ήταν «σημείο αναφοράς», όπως θα έλεγε κάποιος. Περιεργαζόμενος τα καινούργια βιβλία που ήταν απλωμένα στον πάγκο, ακούω κάποιον να ρωτάει τον Παναγιώτη Πουρναρά: «Έμαθα ότι ήρθε ένας καινούργιος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο, ο κ. Γ. Μήπως τον ξέρεις;». Στράφηκα και είδα μιά συμπαθητική μορφή, έναν κληρικό με κόκκινη γενειάδα, γαλήνια όψη, καλωσυνάτα μάτια και φωτεινό χαμόγελο, την ίδια στιγμή που ο Παναγιώτης του έδειχνε εμένα, κάνοντας τις συστάσεις. Συζητήσαμε λίγο, και μου έκανε εντύπωση το ενδιαφέρον του για τα καινούργια βιβλία, αλλά και η ενημέρωσή του στα θεολογικά θέματα. Παρακολουθούσε την τρέχουσα Θεολογική κίνηση, πράγμα όχι πολύ συνηθισμένο για έναν κληρικό που είναι δοσμένος στο ποιμαντικό έργο.

Σύντομα ξαναείδα τον π. Συμεών στο Μητροπολιτικό Μέγαρο. Είχα ορισθεί μέλος της Εφορίας της Ιερατικής Σχολής, στην οποία εκείνος ήταν διευθυντής. Ο πρόεδρος της Εφορίας, υψηλά ιστάμενος κληρικός, με όλη την πληθωρικότητα που τον διέκρινε, φερόταν προς τον π. Συμεών με υπερβολική οικειότητα, με τα πειράγματά του και το ελαφρώς ειρωνικό και υποτιμητικό ύφος του, που εμένα τουλάχιστον με έφερνε σε δύσκολη θέση. Και όμως, ο π. Συμεών, ατάραχος, φερόταν εκείνη τη στιγμή σαν «παπαδάκι», έβαζε στρωτή μετάνοια και σιωπούσε. Η ενόχλησή μου γινόταν τότε θαυμασμός προς το μεγαλείο της ταπείνωσης.

Το γραφείο του π. Συμεών στην Άγια Θεοδώρα ήταν στη δεξιά πτέρυγα, στον πρώτο όροφο. Μου ζήτησε να τον επισκέπτομαι εκεί, πράγμα που έκανα συχνά και με πολλή ευχαρίστηση. Ερχόταν και εκείνος στο γραφείο μου, όχι πολύ τακτικά όμως, γιατί δεν έπρεπε να λείπει από τη Σχολή. Αναπολώ με νοσταλγία τις μακρές συζητήσεις μας επί όλων των θεμάτων: πνευματικών, θεολογικών, εκκλησιαστικών. Ήταν ο βαθύς ανατόμος της ψυχής και παράλληλα ο εμβριθής θεολόγος με σπάνια θεολογική μόρφωση, την οποία συνεχώς προσπαθούσε να διευρύνει. Καλός συζητητής, με καθαρό μυαλό, ευρύτητα πνεύματος και ιδιάζουσα ευφυΐα, έπιανε αμέσως το θέμα και εκινείτο άνετα ακόμη και στο χώρο της θύραθεν παιδείας.

Αργότερα άρχισε τις αγρυπνίες στην Άγια Θεοδώρα. Σε μία από αυτές είχε τη χαρά να τελέσει για πρώτη φορά την κουρά ενός πνευματικού του τέκνου. Μπορούμε να πούμε ότι ο π. Συμεών υπήρξε ο εισηγητής της νέας μορφής αγρυπνίας, που δεν είναι ολονυκτία, αλλά καλύπτει 2-3 ώρες προ του μεσονυκτίου και περίπου μία μετά, με μία ημίωρη ομιλία. ’Έτσι ο σύγχρονος εργαζόμενος άνθρωπος, που δεν μπορεί να παρακολουθήσει μία λειτουργία το πρωί και που μία ολονύκτια αγρυπνία θα ήταν πολύ μακρά γι’ αυτόν, έχει την δυνατότητα να μετάσχει στη λειτουργική ζωή, και μάλιστα έτσι όπως την πρόσφερε ο π. Συμεών. Η πρακτική αυτή βρήκε πολλούς μιμητές και σήμερα είναι πολύ δημοφιλής σε πολλά μέρη της Ελλάδας και του εξωτερικού.

[Συνεχίζεται]