Η εσχατολογική, μυστηριακή λύτρωση στο έργο του Γεώργιου Βιζυηνού

21 Αυγούστου 2016
[Προηγούμενη δημοσίευση: http://bitly.com/2aHZBBJ]

Τέλος ο αφηγητής, αναιρώντας τα παράπονα που διατυπώνει στην αρχή της αφήγησής του για την «άστοργη» μητέρα-Φύση, τώρα δοξάζει τον Θεό, γιατί προσφέρει στον άνθρωπο μοναδική παρήγορον ελπίδα, την μεταθανάτιο ζωή[466]. Έτσι, ο Βιζυηνός «οδηγεί» στο διήγημα αυτό τους δύο ήρωές του σε μια λύτρωση όχι ενδοκοσμική, αφού αυτή καθίσταται ανέφικτη, αλλά εξωκοσμική/υπερβατική, μυστηριακή, εσχατολογική και θεολογική, η οποία και φαίνεται να λειτουργεί εξαγνιστικά και καθαρτήρια και για τους δύο. Άρα, η εσχατολογική προοπτική της ζωής δίνει «απαντήσεις».

βυζγεωρ12

Η «συνάντηση» των ψυχών επιτυγχάνεται. Οι δύο ερωτευμένοι συναντώνται χωρίς προηγούμενη συνεννόηση, τυχαία, από μία μυστικ νταπόκρισις, μία περφυσικ συνεννόησις τν καρδιν![467] Συναντώνται,  επειδή το επιθυμούν ολόψυχα και οι καρδιές τους αποτελούν «δοχεία συγκοινωνούντα». Ο Πασχάλης στη συνέχεια την «βλέπει» με τη φαντασία του, το προτελευταίο βράδυ της ζωής του, στο γλυκύ φως του Παραδείσου, να  μεσιτεύει γι΄αυτόν στον Θεό . Συγχρόνως εκφράζει τη βεβαιότητα ότι η Κλάρα έχει πεθάνει, γιατί α ψυχαί μας συγκοινωνοσι κα δι τς λης κόμη[468]. Η επιστολή της επόμενης ημέρας θα επιβεβαιώσει στον αφηγητή τον θάνατο της Κλάρας· επισημαίνεται στην επιστολή ότι πέθανε μ τν λπίδα π τν χειλέων, τι πάγει ν ερ τν μελλόνυμφόν της, πεθαίνει, δηλαδή, την νύκτα, καθ’ ν δυστυχς Πασχάλης τν εδεν ν πτασί π τν ορανν[469].

Τέλος, και η αρχική δήλωση της Κλάρας, όταν βρίσκεται στο Ίδρυμα, ότι ο μέλλων σύζυγός της πγε ν σκάψ, ν βγάλ τ διαμάντια δι τ δακτυλίδια μας -τος ρραβνας μας[470], ενώ λέγεται στο φρενοκομείο από κάποια ψυχασθενή και εκλαμβάνεται συμβατικά ως αναληθής, τελικά μπορεί να «αναγνωσθεί» και ως αληθής και συνεπώς η επικοινωνία των ψυχών τους δεν διακόπτεται ποτέ. Ο αγαπημένος της είναι γεωλόγος, άρα σχετίζεται με τη γη και με το «σκάψιμό» της, επιζητεί -όπως λέει- να της προσφέρει τα μεγαλύτερα διαμάντια για τον αρραβώνα τους, και εδώ «επαληθεύεται», αφού δεν υπάρχει μεγαλύτερο «διαμάντι» για τον άνθρωπο από την ψυχή του· αυτήν προσπαθεί ο Πασχάλης -όπως αποκαλύπτει στην εξομολόγησή του- να εξαγνίσει, για να της τήν προσφέρει «απαστράπτουσα» και καθαρή. Η συνάντηση των ψυχών οδηγεί τον Πασχάλη και την Κλάρα σε μια μοναδική κοινωνία και επικοινωνία και τελικά στη συνταύτιση των «εγώ» τους και στη σωτηρία αμφοτέρων.

[Συνεχίζεται]

[466]Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.163: «Κα δν φθόνησα πλέον τ μηδαμιν πλεονεκτήματα τν ζωϋφίων κα κρυ­στάλλων, λλ’ νακαθήσας ν τ κλίν μου, δόξασα τν Θεόν, διότι προίκισε τν καρδίαν τν λογικν ατο πλασμάτων, μ τν γλυκεράν, τν παρήγορον λπίδα τς μετ θάνατον πάρξεως. Τίς οδεν, ἐὰν κα δυστυχς Κλάρα ες τς φωτεινς τς διανοίας τς στιγμς δν πελάμβανε τ εεργέτημα τς ατς παραμυθίας;».

[467]Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ.,  σ.150.

[468]Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.161.

[469]Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.166.

[470]Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.112.