Παράδοση: ένα απόσταγμα ήθους και ύφους

3 Δεκεμβρίου 2016
[Προηγούμενη δημοσίευση: http://bit.ly/2grMBht]

Δια­τη­ρώ­ντας και προ­βάλ­λο­ντας ό­λα τα ε­ξω­τε­ρι­κά γνω­ρί­σμα­τα και μορ­φο­λογι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, συ­ντη­ρεί­ται ι­κα­νο­ποι­η­τι­κά το σχή­μα του χτες, ε­νερ­γώ­ντας ως μνή­μο­νας, α­πέ­χο­ντας ό­μως πο­λύ α­πό την ε­πε­νέρ­γεια στο πα­ρόν και τη  συμ­βο­λή δη­μιουρ­γί­ας προ­ϋ­πο­θέ­σε­ων με­τε­ξέ­λι­ξής της. Για­τί βέ­βαια ό­ταν μι­λά­με για την πα­ρά­δο­ση μι­λά­με για έ­να κώ­δι­κα βί­ω­σης, που δη­μιουρ­γεί­ται μέ­σα στη ρο­ή του χρό­νου και του ο­ποί­ου η έ­κτα­ση και το βά­θος εί­ναι α­νά­λο­γο της διάρ­κειας του βί­ου του έ­θνους και του λα­ού στον ο­ποί­ο α­να­φέ­ρε­ται.

Ο κώ­δι­κας αυ­τός, ό­πως εύ­κο­λα μπο­ρεί να α­ντι­λη­φθεί κα­νείς δεν εί­ναι έ­να άθροι­σμα σχη­μα­τι­κών δε­δο­μέ­νων, αλ­λά μια αλ­λη­λου­χί­α  τρό­πων και συ­μπε­ρι­φορών που α­πο­κτή­θη­καν στο πέ­ρα­σμα του χρό­νου· ένα σύ­στη­μα α­γω­γής το ο­ποί­ο συ­ντέ­θη­κε και στοι­χειο­θε­τή­θη­κε α­πό την α­νά­γκη α­ντι­με­τώ­πι­σης των α­ντι­ξο­ο­τή­των του βί­ου και α­ντα­πό­κρι­σης στα αι­τή­μα­τα των και­ρών. Πρό­κει­ται μ’ άλ­λα λό­για για έ­να α­πό­σταγ­μα ή­θους και ύ­φους, που ο­ριο­θε­τεί τη στά­ση και τις α­ντι­δρά­σεις  α­πέ­να­ντι στο δι­η­νε­κώς με­τα­βαλ­λό­με­νο γί­γνε­σθαι το ο­ποί­ο δεν μέ­νει α­με­τάλ­λα­κτο, αλ­λά προ­ο­δευ­τι­κά με­τα­στοι­χειώ­νε­ται συμ­μορ­φού­με­νο με τις ε­πι­τα­γές της ε­πι­βί­ω­σης.

tradition

Αν έ­τσι, πά­νω κά­τω, μπο­ρού­με να σκια­γρα­φή­σου­με την πα­ρά­δο­ση, τό­τε εύ­κο­λα δια­πι­στώ­νου­με ό­τι ο ε­γκι­βω­τι­σμός και η πε­ρι­χα­ρά­κω­σή της σε σχή­μα­τα δεν εί­ναι πα­ρά ά­κα­μπτος συ­ντη­ρη­τι­σμός, ο ο­ποί­ος α­γκι­στρω­μέ­νος στο σχή­μα και ανυ­πο­ψί­α­στος α­πό την δυ­να­μι­κή των με­τα­σχη­μα­τι­σμών που ε­πι­φέ­ρει η αλ­λα­γή των ε­πο­χών, α­ντί να πα­ρα­δειγ­μα­τί­ζε­ται α­πό το πα­ρα­δε­δο­μέ­νο, δογ­μα­τί­ζει εν ο­νό­μα­τι και εξ ο­νό­μα­τός του, στρε­βλά προ­τεί­νο­ντας ως πρό­τυ­πα, πα­ρω­χη­μένους τύ­πους.

Κα­λού­πια δη­λα­δή τρό­πων και σχη­μά­των, τα ο­ποί­α κά­πο­τε υ­πήρ­ξαν τε­λέ­σφο­ρα και ε­πα­γω­γά, που συ­νει­σέ­φε­ραν στη δια­μόρ­φω­ση και συ­γκρό­τη­ση των κοι­νω­νιών μιας άλ­λης ε­πο­χής και των ο­ποί­ων  η ε­πί­κλη­ση και πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο η πρότα­ση για ε­πα­να­φο­ρά τους στην ση­με­ρι­νή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα μό­νο ως πα­ρω­δί­α μπορεί να χα­ρα­κτη­ρι­στεί. Για­τί ο τρό­πος, ως πα­ρεμ­βα­τι­κή ε­νέρ­γεια, δεν είναι πα­ρά ο συν­δυα­σμός ι­δε­ών, στο­χα­σμών και συλ­λο­γι­σμών, για τη δια­χεί­ρι­ση των κα­θη­μερι­νά α­να­κυ­πτό­ντων υ­πο­θέ­σε­ων και προ­βλη­μά­των· πράγ­μα που ση­μαί­νει ό­τι ο τρό­πος ε­ξαρ­τά­ται ευ­θέ­ως τό­σο α­πό τους με­τα­σχημα­τι­σμούς του α­ντι­κει­μέ­νου ό­σο και την α­ντί­δρα­ση σ’ αυ­τή του υ­πο­κει­μένου. Ό­ταν λοι­πόν ο τρό­πος συ­ντί­θε­ται γύ­ρο α­πό τον πυ­ρή­να του  πα­ρα­δε­δο­μέ­νου ή­θους μέ­σα α­πό την α­νά­λυ­ση και κρί­ση των φαι­νο­μέ­νων του και­ρού, ώ­στε το ύ­φος της α­ντι­με­τώ­πι­σης των προ­κλή­σε­ων να εί­ναι εύ­ψυ­χο και λυ­σι­τε­λές, εί­ναι ευ­νό­η­το ό­τι α­πο­φεύ­γε­ται η α­καμ­ψί­α  και η στε­ρε­ο­τυ­πί­α.

Νο­ού­με­νη λοι­πόν η πα­ρά­δο­ση ως μια ε­σω­τε­ρι­κή διαδι­κα­σί­α δια­μόρ­φω­σης τρό­πων υ­πό το πρί­σμα του κλη­ρο­νο­μού­με­νου  ή­θους και ύφους, δεν έ­χει σε τί­πο­τα να κά­νει με εμ­μονές και α­κι­νησί­ες, που της προσ­δί­δουν τον χα­ρα­κτή­ρα της  α­διαλ­λαξί­ας και της συ­ντή­ρη­σης.

Υ­πό αυ­τή την έν­νοια α­να­κα­λύ­πτου­με την πα­ρά­δο­ση στη συ­νέ­χεια της γλώσ­σας, στην ε­ξέ­λι­ξη της ο­ποί­ας εί­ναι εγ­γε­γραμ­μέ­νες τό­σο οι με­τα­μορ­φώ­σεις, οι με­ταλ­λα­γές και οι προ­σαρ­μο­γές της στο διαρ­κώς με­τα­βαλ­λό­με­νο πε­ρι­βάλ­λον της ε­πι­κοι­νω­νί­ας, ό­σο και οι κώ­δι­κες  του ή­θους και του ύ­φους που ρυθ­μί­ζουν τα ό­ρια των με­τα­σχη­μα­τι­σμών της και τον βη­μα­τι­σμό της μέ­σα στη ρο­ή του χρό­νου. Η α­νά­γκη της γλώσ­σας να ο­νο­μά­σει και να εν­σω­μα­τώ­σει το προ­κύ­πτον νέ­ο, αλ­λά ταυ­τό­χρο­να και να δια­φυ­λά­ξει την ε­μπει­ρί­α και τις κα­τα­κτη­μέ­νες δε­ξιό­τη­τες, που της πα­ρέ­χουν την δυ­να­τό­τη­τα να δια­λο­γί­ζε­ται, να στο­χά­ζεται και να κρί­νει, την υ­πο­χρε­ώ­νουν να συ­νται­ριά­σει την προ­σαρ­μο­γή στις νέ­ες συν­θή­κες με την κε­κτη­μέ­νη δό­κι­μη εκ­φρα­στι­κή ι­κα­νό­τη­τά της.

Τού­το εί­ναι ι­διαί­τε­ρα εμ­φα­νές στην δι­κή μας γλώσ­σα, στη  μα­κραί­ω­νη διαδρο­μή της ο­ποί­ας εί­ναι ι­διαί­τε­ρα εμ­φα­νής ο τρό­πος των με­τα­στοι­χειώ­σε­ων, προ­κει­μέ­νου να συλ­λά­βει τις ε­κά­στο­τε νέ­ες πραγ­μα­τι­κό­τη­τες σ’ έ­να ε­ξαιρε­τι­κά πλού­σιο α­πό το πα­ρελ­θόν και α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό στην δια­τύ­πω­ση υ­ψη­λών νο­η­μά­των όρ­γα­νο. Ολό­κλη­ρη η ι­στο­ρί­α της ελ­λη­νι­κής γλώσ­σας πι­στο­ποιεί ακρι­βώς αυ­τή τη λει­τουρ­γί­α της προ­σαρ­μο­γής του πα­ρε­δε­δο­μέ­νου στην α­να­γκαιό­τη­τα των δι­η­νε­κώς με­τα­βαλ­λό­μενων ε­ξω­τε­ρι­κών συν­θη­κών. Όλες οι πε­ρίο­δοι του ελ­λη­νι­κού λό­γου δεν εί­ναι τί­πο­τε άλ­λο, πα­ρά οι με­ταλ­λά­ξεις της γλωσ­σι­κής μας πα­ρά­δο­σης μπρο­στά στις α­παι­τή­σεις των και­ρών.

(συνεχίζεται)