Η σηµασία της Θρησκειολογίας για το Οµολογιακό Μάθηµα των Θρησκευτικών

3 Μαρτίου 2017

Το κείμενο που ακολουθεί και παρατίθεται σε συνέχειες, αποτελεί την εισήγηση του κ. Martin Rothgangel, Καθηγητή Θρησκευτικής Παιδαγωγικής και Κοσµήτορα της Προτεσταντικής Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστηµίου της Βιέννης, στην Συζήτηση Στρογγυλής Τραπέζης με θέμα «Μάθημα των Θρησκευτικών και Θρησκειολογία: Σχέση αντιπαράθεσης ή συνύπαρξη παιδαγωγικής αναγκαιότητας;«. Η συζήτηση πραγματοποιήθηκε στο Τμήμα Θεολογίας Α.Π.Θ. την Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2016. Η απόδοση της εισήγησης στα ελληνικά έγινε από τον Αθ. Στογιαννίδη, Επικ. Καθηγητή Σχολικής Παιδαγωγικής και Διδακτικής Μεθοδολογίας του Μαθήµατος των Θρησκευτικών – Τµήµα Θεολογίας Α.Π.Θ.

Είναι πραγµατικά αξιοσηµείωτο, αξιότιµοι κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, αξιότιµοι φοιτητές, το γεγονός, πως, όταν παρουσίασα τις βασικές σκέψεις αυτής της εισήγησης στον θρησκειολόγο, παλαιότερα συνάδελφό µου στο Πανεπιστήµιο του Göttingen, κ. Andreas Grünschloss, εκείνος προφήτεψε ότι οι συνάδελφοι της Θρησκειολογίας θα µε «κάψουν ζωντανό» ρίχνοντάς µε σ’ ένα ηφαίστειο. (Σε σχέση µε την πρώτη έκδοση αυτής της εισήγησης την οποίαν και παρουσίασα τότε στον Andreas Grünschloss, έχουν γίνει εν τω µεταξύ δύο τροποποιήσεις· έτσι ελπίζω…ότι θα µπορέσω να επιστρέψω στην πατρίδα µου σώος και αβλαβής). Στην πραγµατικότητα, υπάρχουν διαφορετικοί λόγοι για τους οποίους το παραπάνω θέµα είναι ιδιαιτέρως επίκαιρο και διακρίνεται για µία εξαιρετική ευαισθησία.

thriskeiologia

Φωτο: Σπύρος Δρόσος

Κατά πρώτον λόγο, η επιστήµη της Θρησκειολογίας θα µπορούσε να χαρακτηρισθεί ως ένας «υποβόσκων/κρυφός επιστηµονικός κλάδος» („hidden discipline“).[1] Αυτό σηµαίνει, ότι το γνωστικό της αντικείµενο όχι σπάνια παρεξηγείται, ή – µε διαφορετική διατύπωση – το ότι αποδίδονται στην επιστήµη αυτή εσφαλµένες αρµοδιότητες και παράλληλα εγείρονται εσφαλµένες αξιώσεις γι’ αυτήν.

Κατά δεύτερον λόγο, ο τρόπος µε τον οποίον αξιολογούν οι θρησκειολόγοι τη σχέση τους µε την επιστήµη της Θεολογίας παρουσιάζει µία ποικιλοµορφία.[2] Εν προκειµένω, δεν θα πρέπει να παραβλέψουµε την ανταγωνιστική σχέση µεταξύ Θεολογίας και Θρησκειολογίας, όπως επίσης και την «κυρίαρχη» θέση της Θεολογίας που παρατηρείται στις γερµανόφωνες χώρες. Αυτό οδηγεί τους θρησκειολόγους στο να είναι ιδιαιτέρως ευαίσθητοι όσον αφορά στη σχέση τους απέναντι στη Θεολογία. Πέρα από αυτό, ισχύει γενικότερα το γεγονός, πως δεν είναι καθόλου εύκολο να διακρίνουµε µε σαφήνεια τα όρια µεταξύ Θρησκειολογίας και Θεολογίας, καθώς – παραθέτοντας στο σηµείο αυτό τα λόγια του θρησκειολόγου Klaus Hock από το Rostock – «εδώ έχουµε να κάνουµε µε δύο στενά συνδεδεµένους και συναφείς επιστηµονικούς κλάδους οι οποίοι αλιεύουν στα ίδια θολωµένα νερά», [3] έχοντας µεταξύ τους πολλές αντιστοιχίες τόσο ως προς το γνωστικό αντικείµενο όσο και ως προς τα µεθοδολογικά εργαλεία.[4]

Τρίτον, υφίσταται επίσης ένα σηµείο ανταγωνισµού αναφορικά µε το Μάθηµα των Θρησκευτικών, ως προς το ότι τόσο η Θεολογία όσο και η Θρησκειολογία θεωρούνται ως επιστήµες, εκ των οποίων η Θρησκευτική Παιδαγωγική αντλεί τα περιεχόµενα που προορίζονται για τη διδακτική πράξη του Μαθήµατος των Θρησκευτικών. Και στην περίπτωση αυτή, η Θεολογία κατέχει στις γερµανόφωνες χώρες µία κυρίαρχη θέση. Εξαιρέσεις, όπως το οµοσπονδιακό κρατίδιο Brandenburg (Σηµείωση του Μεταφραστή – εις το εξής Σηµ. τ. Μετ: – στο οποίο δεν διδάσκεται το Οµολογιακό Μάθηµα των Θρησκευτικών, αλλά το µάθηµα Lebensgestaltung – Ethik – Religion (= Διαµόρφωση τoυ τρόπου ζωής – Ηθική – Θρησκεία), ή ακόµη και θρησκειοπαιδαγωγοί όπως ο Jürgen Lott, επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Ταυτόχρονα, εάν ρίξουµε µια µατιά στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, βλέπουµε ότι η Θρησκειολογία διαδραµατίζει έναν κεντρικό ρόλο εκεί όπου το Μάθηµα των Θρησκευτικών (Konfessioneller Religionsunterricht) δεν είναι Οµολογιακό αλλά ένα µάθηµα που απλώς πληροφορεί για τις θρησκείες (religionskundlicher Unterricht).

Εν τέλει, πρόκειται για ένα ζήτηµα που αφορά στο προφίλ και το περιεχόµενο του Μαθήµατος των Θρησκευτικών – δηλ. οµολογιακό, «οικουµενικό», πληροφοριακό – και ταυτόχρονα για ένα πρόβληµα το οποίο κατά τη δεκαετία του 1990 συζητήθηκε µέσα σ’ ένα κλίµα έντονων αντιπαραθέσεων. Παρόλο που η συζήτηση αυτή τα τελευταία χρόνια έχει καταλαγιάσει, θα µπορούσε να ξεκινήσει εκ νέου λόγω ζητηµάτων πρακτικής φύσεως: Και µόνο το γεγονός ότι το µαθητικό δυναµικό µίας συγκεκριµένης τάξης κατανέµεται σε διαφορετικά επιµέρους τµήµατα κατά τη διάρκεια του Μαθήµατος των Θρησκευτικών, καθιστά ευνόητο ότι το Οµολογιακό Μάθηµα έχει αναµφισβήτητα ορισµένα µειονεκτήµατα. Πέρα από αυτό, νοµίζω ότι είναι αναγκαίο να διαµορφωθεί το Μάθηµα των Θρησκευτικών µε τέτοιον τρόπο, ώστε να συνδυάζει αρµονικά ως βασικά δοµικά του στοιχεία τόσο µία συγκεκριµένη ερµηνευτική προοπτική (Positionalität) όσο και την ικανότητα διαλόγου (Dialogfähigkeit).[5]

Λαµβάνοντας υπόψη όλα τα παραπάνω, τίθεται το ερώτηµα, κατά πόσο η Θρησκειολογία ενέχει µία ιδιαίτερη σηµασία για το Οµολογιακό Μάθηµα των Θρησκευτικών ή – χρησιµοποιώντας µια άλλη διατύπωση – σε ποια σηµεία θα πρέπει να οριοθετήσουµε τον ρόλο και την αξία που µπορεί να έχει η Θρησκειολογία για το Οµολογιακό Μάθηµα των Θρησκευτικών.

1. Ψηλαφίζοντας τη σηµασία της Θρησκειολογίας για το Οµολογιακό Μάθηµα των Θρησκευτικών: Γενικές Οδηγίες για το Μάθηµα των Θρησκευτικών και τοποθετήσεις αναφορικά µε την εκπαίδευση των διδασκόντων.

Η Θρησκειολογία ως επιστήµη θα µπορούσε να οριστεί ως εξής: «είναι η εµπειρική, ιστορική και συστηµατική έρευνα του θρησκευτικού φαινοµένου και των θρησκειών». [6] Με αυτή την έννοια, το πεδίο έρευνας των θρησκειολόγων χαρακτηρίζεται από µία ποικιλία: Ιστορία των Θρησκευµάτων, Φαινοµενολογία της Θρησκείας, Κοινωνιολογία της Θρησκείας, Εθνολογία της Θρησκείας όπως επίσης και Ψυχολογία της Θρησκείας.[7] Μέσα από αυτή την προσέγγιση του γνωστικού της αντικειµένου, η σηµασία που µπορεί να έχει η Θρησκειολογία για το Οµολογιακό Μάθηµα των Θρησκευτικών είναι εν προκειµένω περισσότερο από εµφανής. Και τούτο για τον εξής λόγο: Μία Θρησκευτική Παιδαγωγική δεν θα µπορούσε να ανταποκριθεί στα σύγχρονα δεδοµένα χωρίς να λάβει υπόψη της επισηµάνσεις που προέρχονται από τον χώρο της Ψυχολογίας της Θρησκείας καθώς και της Κοινωνιολογίας της Θρησκείας. Στη συνέχεια θα ήθελα να εστιάσω την προσοχή µου περισσότερο στην ανάλυση του παρακάτω θέµατος: κατά πόσο και µε ποια έννοια η Διαθρησκειακή Μάθηση (interreligiöses Lernen) [8] δηλ. η πραγµάτευση του θρησκευτικού φαινοµένου και των θρησκειών διαδραµατίζει κάποιον ρόλο εντός του πλαισίου του Οµολογιακού Μαθήµατος των Θρησκευτικών. Το ενδιαφέρον µου αυτό υπαγορεύεται από την πεποίθησή µου ότι τα θέµατα αυτά δεν είναι δυνατόν να εξεταστούν χωρίς µία θρησκειολογική εµπειρογνωµοσύνη.

(συνεχίζεται)

 

[1] Όπως αναφέρει ο G. Löhr επικαλούµενος τον R.E. Wentz (πρβλ.: G. Löhr, „Vorwort“, στο: του ιδίου. (Hg.), Die Identität der Religionswissenschaft. Beiträge zum Verständnis einer unbekannten Disziplin (= Greifswalder theologische Forschungen 2), Frankfurt u.a. 2000, σσ. 7-9, εδώ: σελ. 8.
[2] Σχετικό παράδειγµα εν προκειµένω είναι οι αντιθετικές απόψεις του G. Sundermeier, Was ist Religion? Religionswissenschaft im theologischen Kontext. Ein Studienbuch, Gütersloh 1999, ιδιαίτερα: σελ. 214 κ.ε..) όπως επίσης πρβλ. και: H.-J. Greschat, Was ist Religionswissenschaft?, Stuttgart u.a. 1988, ιδιαίτερα σσ. 129 κ.ε..). Για την αντίστοιχη συζήτηση προσφέρει µία πολύ καλή εικόνα η µελέτη: G. Löhr, Identität….
[3] K. Hock, „Religionswissenschaft für Theologen? Oder: Was Theologen schon immer über Religion(en) wissen wollten (aber sich nie zu fragen trauten)“, στο: G. Löhr, Identität…, σσ. 35-77, εδώ: σελ. 36.
[4] Πρβλ. π.χ. A. Grünschloß, „Religionswissenschaft und Theologie – Überschneidungen, Annäherungen und Differenzen“, στο: G. Löhr, Identität…, σσ. 123-158, εδώ: σελ. 137 u.ö.
[5] Θα ήθελα στο σηµείο αυτό να διατυπώσω µε σαφήνεια την προσωπική µου τοποθέτηση: Δεν είµαι τόσο υποστηρικτής του Οµολογιακού Μαθήµατος των Θρησκευτικών· περισσότερο τάσσοµαι υπέρ ενός Οµολογιακού-Διαλογικού Μαθήµατος των Θρησκευτικών· δηλ. µε εκπροσωπεί εκείνη η θέση που πρεσβεύει υπέρ της δυνατότητας ενός Χριστιανικού-Διαλογικού Μαθήµατος των Θρησκευτικών, το οποίο εντάσσεται σε µία οµάδα επιµέρους διακριτών µαθηµάτων· τα µαθήµατα που συνθέτουν την οµάδα αυτή προσδιορίζονται από τα δεδοµένα της εκάστοτε κοινωνίας· έτσι µπορεί π.χ. η οµάδα αυτή να συντίθεται από το Χριστιανικό-Διαλογικό Μάθηµα των Θρησκευτικών, από το Μουσουλµανικό Μάθηµα των Θρησκευτικών και/ή από το Ιουδαϊκό Μάθηµα των Θρησκευτικών, όπως επίσης και από το Μάθηµα της Ηθικής ή της Φιλοσοφίας.
[6] K. Hock, Einführung in die Religionswissenschaft, Darmstadt 2002, 7 (η υπογράµµιση δεν βρίσκεται στο πρωτότυπο).
[7] Πρβλ.: ό.π.., σελ. 5κ.ε.
[8] Η θρησκειοπαιδαγωγική συζήτηση στη Γερµανία γύρω από τη διαθρησκειακή αγωγή ξεκινά περίπου στη δεκαετία του 1990 και οδηγεί ένα βήµα παραπέρα το ζήτηµα της αναφοράς σε άλλες θρησκείες, µε το να εντάσσει την οικεία θρησκευτική παράδοση µέσα στο πλαίσιο της µαθησιακής διαδικασίας. Πρβλ. για το θέµα αυτό: Chr. Bochinger, Interreligiöses Lernen in religionswissenschaftlicher Perspektive, στο: Praktische Theologie 38 (2003), σσ. 86-96, και κυρίως: P. Schreiner / U. Sieg / V. Elsenbast, Handbuch interreligiöses Lernen, Gütersloh 2005.