Η σημασία της Θρησκειολογίας για τη Διδακτική του μαθήματος των Θρησκευτικών

22 Απριλίου 2017
[Προηγούμενη δημοσίευση: https://www.pemptousia.gr/?p=155062]

Η δυσπιστία είναι απόλυτα κατανοητή, παρ’ όλο που τα επιχειρήµατα τα οποία χρησιµοποιήθηκαν για να ανασκευαστεί η θέση του Sundermeier και του Feldtkeller, κατά τη γνώµη µου, δεν είναι πειστικά. Χωρίς να θέλω να υπεισέλθω περαιτέρω στο θέµα αυτό στο πλαίσιο της παρούσας εισήγησης, οφείλω να τονίσω ότι οι θέσεις του Sundermeier, σαφέστατα, αναπτύχθηκαν µε βάση τις εκπαιδευτικές ανάγκες των φοιτητών της Θεολογίας. Μέσα από τη δική µου θεολογική- θρησκειοπαιδαγωγική προοπτική, θα πρέπει κανείς να συµφωνήσει µε τον Feldtkeller, θρησκειολόγο από το Βερολίνο, όταν αυτός διαπιστώνει ότι: «Εξαιρετικής σηµασίας είναι, απεναντίας, η διατήρηση µίας Θρησκειολογίας µε θεολογικά κριτήρια για εκείνους τους φοιτητές (τέτοιου είδους φοιτητές θα υφίστανται πάντα), οι οποίοι προετοιµάζονται για το έργο του εφηµέριου ή του εκπαιδευτικού».[32] Ουσιαστικά, µε τη θέση αυτή του Feldtkeller τίθενται υπό αµφισβήτηση δύο προϋποθέσεις: πρώτον, ότι «νοµιµοποιηµένη θεωρείται η Θρησκειολογία µόνο όταν διαθέτει το δικό της ιδιαίτερο ερευνητικό προφίλ», και δεύτερον, «ότι η επιστηµολογία µιας Θρησκειολογίας που οριοθετείται απέναντι στη Θεολογία, θα πρέπει να αποκλείει τη δυνατότητα να υλοποιείται µέσα στο ίδιο εννοιολογικό πλαίσιο η έρευνα και η διδασκαλία της, έχοντας θετική στάση και στενή σχέση µε τη Θεολογία».[33] Παρά ταύτα, η θέση αυτή εκφράζει στον χώρο της θρησκειολογικής έρευνας είναι κάπως περιθωριοποιηµένη και πολύ αµφίβολη, και επίσης αντιπροσωπεύεται από µία µειοψηφία στον χώρο αυτό.

athos_stayros small

Αξιοποιώντας τα όσα προαναφέρθηκαν, θα ήθελα στη συνέχεια να εκφράσω την ακόλουθη δική µου θεµελιώδη θέση: Η Θρησκειολογία σε κάθε περίπτωση έχει µεγάλη σηµασία για τη Διδακτική των Θρησκευτικών, και τούτο διότι µία περιγραφική και συγκριτική κατανόηση των θρησκειών και των θρησκευτικών φαινοµένων συνιστά ένα απαραίτητο παιδαγωγικό έργο και ευθύνη ακόµα και για το Οµολογιακό Μάθηµα των Θρησκευτικών.[34] Μία Θρησκειολογία µε συγκεκριµένες τοποθετήσεις ως ερµηνευτικά εργαλεία (Σηµ. τ. Μετ. στο πρωτότυπο απαντάται ο όρος „engagierte Religionswissenschaft“), και ως κλάδος των επιστηµών του πολιτισµού ενέχει µεγαλύτερη παιδαγωγική σηµασία απ’ ό,τι µία καθαρά “περιγραφική” Θρησκειολογία. Αυτό συµβαίνει διότι στο επίπεδο της διδακτικής πράξης του Μαθήµατος των Θρησκευτικών µπορεί κανείς να διαλεχθεί πιο αποτελεσµατικά, όταν έχει µπροστά του µία συγκεκριµένη τοποθέτηση. Μία Θρησκειολογία που κατανοεί τον εαυτό της µε τέτοιον τρόπο (Σηµ. τ. Μετ.: δηλ. ως επιστήµη που έχει ένα συγκεκριµένο ερµηνευτικό πλαίσιο), µπορεί να συµβάλει στην ανάπτυξη της διαλογικής και κριτικής ικανότητας των µαθητών.

Η παιδαγωγική και διδακτική σηµασία της Θρησκειολογίας για το Οµολογιακό Μάθηµα των Θρησκευτικών επεκτείνεται στην περίπτωση αυτή ακόµη περισσότερο, όπως επίσης και για την καθηγητική κατεύθυνση σπουδών των Θεολογικών Σχολών, όταν η Θρησκειολογία αντιλαµβάνεται τον ρόλο της όχι µόνο ως κλάδος των επιστηµών του πολιτισµού – και ως εκ τούτου, ως κλάδος που διαθέτει συγκεκριµένες αξιακές τοποθετήσεις ως ερµηνευτικά εργαλεία (Σηµ. τ. Μετ. στο πρωτότυπο απαντάται ο όρος „engagierte Religionswissenschaft als Kulturwissenschaftliche Disziplin“), αλλά παράλληλα και ως θεολογικός κλάδος σε συνάρτηση µε τον κλάδο της Διαπολιτισµικής Θεολογίας/Ιεραποστολικής: αυτός ο συνδυασµός διακριτών µαθηµάτων και ερευνητικών περιοχών µπορεί να συµβάλει, µέσα από µία χριστιανική-θεολογική µατιά, στην ανάπτυξη της ικανότητας του διαλόγου µε άλλες θρησκείες καθώς και στην καλλιέργεια της κριτικής σκέψης κατά την πραγµάτευση θρησκευτικών φαινοµένων. Και τα δύο, λαµβάνοντας υπόψη τα σύγχρονα δεδοµένα αναφορικά µε το θρησκευτικό φαινόµενο κρίνονται ως αναπόσπαστα µέρη του εκπαιδευτικού έργου που έχει να επιτελέσει το Μάθηµα των Θρησκευτικών.

4. Προοπτική έσωθεν και προοπτική έξωθεν: Θεολογία και Θρησκειολογία ως βασικά ερµηνευτικά εργαλεία της θρησκευτικής εκπαίδευσης

Κατά τον Bernhard Dressler, θρησκειοπαιδαγωγό από το Marburg, είναι θεµελιώδους σηµασίας «η δυνατότητα να εναλλάσσει κανείς τις προοπτικές µέσα από τις οποίες ερµηνεύει τα πράγµατα».[35] (Σηµ. τ. Μετ.: στο πρωτότυπο απαντάται ο όρος „die Möglichkeit des Perspektivenwechsels“ δηλ. η δυνατότητα να εναλλάσσονται οι προοπτικές). «Ειδικά για τις εκπαιδευτικές διαδικασίες µέσα από τις οποίες αναπτύσσεται η θρησκευτική µόρφωση, µία εξέχουσας σηµασίας εναλλαγή των προοπτικών είναι και εκείνη που αναφέρεται στην προοπτική έσωθεν και στην προοπτική έξωθεν. (Σηµ. τ. Μετ.: δηλ. στη δυνατότητα να βλέπει κανείς µέσα από την χριστιανική προοπτική τα άλλα θρησκεύµατα, καθώς και τη δυνατότητα να βλέπει κανείς τον Χριστιανισµό µέσα από τα µάτια των άλλων θρησκειών). Όταν αναφερόµαστε στις εκπαιδευτικές διαδικασίες της θρησκευτικής µόρφωσης, έχει βαρύνουσα σηµασία για τους εκπαιδευτικούς η δυνατότητα να διαµορφώνουν το Μάθηµα των Θρησκευτικών µε τέτοιον τρόπο, ώστε να υλοποιείται µεθοδικά η εναλλαγή ανάµεσα στον θρησκευτικό λόγο που εκφράζουν οι µαθητές βάσει των εµπειριών και των γνώσεων που έχουν για την οικεία τους παράδοση (= η προοπτική έσωθεν) και τον θρησκειολογικό-θεωρητικό λόγο που οι ίδιοι διατυπώνουν περί της θρησκείας (= προοπτική έξωθεν). Με αυτή την µεθοδολογία δεν υποδηλώνεται ότι υφίστανται δύο διαφορετικές πραγµατικότητες, αλλά εκφράζεται η ανάγκη πολυδιάστατης προσέγγισης της µίας και αυτής πραγµατικότητας».[36]

(συνεχίζεται)

 

[32] A. Feldtkeller, „Religionswissenschaft…“, σελ. 89.
[33] A. Feldtkeller, „Religionswissenschaft…“, σελ. 80.
[34] Ο Löhr εκτός από αυτό τονίζει και ένα άλλο σηµείο, στο οποίο φαίνεται ποια επιπλέον παιδαγωγική σηµασία µπορεί να προκύψει από έναν καθαρά “περιγραφικό” θρησκειολογικό διάλογο: „ein Religionswissenschaftler vertritt zwar nicht selber einen Standpunkt, […] aber er hilft anderen dazu, sich eine Meinung zu bilden oder einen anderen Standpunkt zu vertreten.“ (G. Löhr, Die Bedeutung der Religionswissenschaft für die Religionspädagogik, στο: J. Ohlemacher (Hrsg.), Profile des Religionsunterrichts (= Greifswalder theologische Forschungen 6), Frankfurt 2003, σσ. 251-256, εδώ: σελ. 252). Αυτή η διάσταση θα πρέπει να διερευνηθεί περαιτέρω στο πλαίσιο της έρευνας πάνω στη σχολική και πανεπιστηµιακή διδασκαλία, και ιδιαίτερα διερευνώντας εάν και κατά πόσον οι συγκεκριµένες ερµηνευτικές θέσεις ενός εκπαιδευτικού συµβάλλουν ή όχι στην οικοδόµηση µιας τεκµηριωµένης άποψης από την πλευρά του µαθητή.
[35] B. Dressler, Unterscheidungen. Religion und Bildung (ThLZ.F 18/19), Leipzig 2006, σελ. 135.
[36] Ό.π., σελ. 135.