Θεολογία & Θρησκειολογία: συμπληρωματικές προοπτικές της Θρ. Εκπαίδευσης

12 Μαΐου 2017
[Προηγούμενη δημοσίευση: https://www.pemptousia.gr/?p=156508]

Δεδοµένης της συνάφειας µιας θρησκευτικώς και κοσµοθεωρητικώς πλουραλιστικής κοινωνίας, εντάσσεται στους σκοπούς της γενικής παιδείας και η ικανότητα για εναλλαγή των προοπτικών, δηλ. «η ικανότητα να προσεγγίζει κανείς την ίδια θρησκεία […] µέσα από τα δικά της µάτια […[ και µέσα από τα µάτια των άλλων».[37] Ως εκ τούτου, το έργο της θρησκευτικής εκπαίδευσης δεν εξαντλείται απλώς και µόνο στο να καθιστά τους µαθητές ικανούς «να συµµετέχουν στη δηµόσια συζήτηση περί θρησκευτικών ζητηµάτων».[38] Αυτό σηµαίνει ότι µία τέτοιου είδους εκπαιδευτική διαδικασία είναι ανεπαρκής, µε το σκεπτικό ότι η θρησκεία είναι κάτι που βιώνεται στην πράξη και ότι η θρησκευτική εκπαίδευση, ανάµεσα στα άλλα, θέτει και ως στόχο να συµµετέχει ο µαθητής στη θρησκευτική πράξη, και µάλιστα µε τέτοιον τρόπο που να του προσφέρεται η δυνατότητα για καλλιέργεια της κριτικής του σκέψης·[39] […] ταυτόχρονα η θρησκευτική εκπαίδευση επιδιώκει να καταστήσει τον µαθητή ικανό «να τεκµηριώνει µε επιχειρήµατα, και όχι απλώς επιδεικνύοντας ένα αίσθηµα δυσφορίας, την απόφασή του για µη συµµετοχή του στις θρησκευτικές πρακτικές».

ithiki

Ο Dressler χαρακτηρίζει ως αποφασιστικό κριτήριο της θρησκευτικής µόρφωσης «την ικανότητα να συσχετίζει κανείς δύο πράγµατα: την προοπτική έσωθεν, η οποία στηρίζεται στα βιώµατα που δηµιουργούνται µέσα από τη συµµετοχή στις λατρευτικές εκδηλώσεις µιας θρησκείας, και την προοπτική έξωθεν, η οποία στηρίζεται στον στοχασµό για τη θρησκεία, ο οποίος διενεργείται λαµβάνοντας µία απόσταση από αυτήν. Και όλα αυτά, χωρίς η µία προοπτική να παραβλέπει την άλλη.[40] Συµπληρωµατικά, θα πρέπει κατά τη γνώµη µου να αναλογιστούµε ότι στον Χριστιανισµό τα όρια µεταξύ της προοπτικής έσωθεν και της προοπτικής έξωθεν είναι κάπως ρευστά: Μέσα από την Προς Ρωµαίους Επιστολή του Αποστόλου Παύλου καθίσταται υποδειγµατικά σαφές, ότι ο θεολογικός στοχασµός (Σηµ. τ. Μετ.: δηλ. ο στοχασµός µέσω της αποστασιοποίησης από την θρησκεία και άρα η προοπτική έξωθεν) είναι επίσης µία διάσταση του θρησκευτικού λόγου, (Σηµ. τ. Μετ.: δηλ. µία διάσταση του λόγου που προκύπτει µέσα από τη βίωση της θρησκευτικής ζωής, και άρα του λόγου που οικοδοµείται στην προοπτική έσωθεν). Συνεπώς, θα πρέπει να εντάξουµε την ίδια τη Θεολογία τόσο στον χώρο της προοπτικής έσωθεν όσο και σ’ εκείνον της προοπτικής έξωθεν.

Όλοι αυτοί οι θεωρητικοί παιδαγωγικοί συλλογισµοί, σύµφωνα µε τους οποίους η ικανότητα διαφοροποίησης µεταξύ προοπτικής έσωθεν και έξωθεν συνιστά ζήτηµα θεµελιώδους σηµασίας για τη θρησκευτική µόρφωση, συνδέονται µε τις επιστηµολογικές θεωρήσεις του µακαριστού θρησκειολόγου Fritz Stolz· ο εν λόγω θρησκειολόγος επιχειρεί την ακόλουθη διάκριση: από τη µια πλευρά υφίσταται ο στοχασµός περί θρησκείας εκ των έσω (και εδώ συγκαταλέγονται η Θεολογία, η Ιεραποστολική, η Θεολογία του Διαλόγου, η Θεολογία των Θρησκειών)· από την άλλη πλευρά υφίσταται ο στοχασµός περί θρησκείας µε σηµείο αναφοράς έξω από τη θρησκεία (και εδώ συγκαταλέγεται η Θρησκειολογία).[41] Εδώ οφείλουµε να αντιληφθούµε τη διαφορά µεταξύ Dressler και Stolz: ο πρώτος µε την έξωθεν προοπτική έχει υπόψη του τη Θεολογία, ενώ ο δεύτερος (Σηµ. τ. Μετ.: επειδή ακριβώς κάνει λόγο µόνο για δύο είδη στοχασµού περί θρησκείας) κατ’ ουσίαν κάνει λόγο για δύο είδη έξωθεν προοπτικών.

Η Θρησκειολογία ως κλάδος των επιστηµών του πολιτισµού είναι επιστηµολογικά συνεπής καθώς ασκεί το ερευνητικό της έργο ακολουθώντας την προοπτική έξωθεν· η Θρησκειολογία σε σχέση µε τη Θεολογία λαµβάνει µία µεγαλύτερη απόσταση από τον λόγο και τις εκφράσεις που θεµελιώνονται στα θρησκευτικά βιώµατα.[42] Με βάση τις επισηµάνσεις από την πλευρά της Θεωρίας της Παιδείας, καθίσταται ευνόητο ότι η σηµασία της Θρησκειολογίας για τις εκπαιδευτικές διαδικασίες που προάγουν τη θρησκευτική µόρφωση συνίσταται στο εξής: εγκαινιάζει µία περαιτέρω, δηλ. περισσότερο αποστασιοποιηµένη προοπτική εκ των έξω για την ανάγνωση του θρησκευτικού φαινοµένου, και όπως άλλωστε και η Θεολογία, προσφέρει τη δυνατότητα για τη διαµόρφωση ενός µαθησιακού, στο οποίο οι µαθητές µαθαίνουν περί της θρησκείας (learning about religion).

Με άλλα λόγια, η Θεολογία και η Θρησκειολογία θα µπορούσαν να θεωρηθούν ως δύο συµπληρωµατικές προοπτικές της θρησκευτικής εκπαίδευσης, οι οποίες προέρχονται εκ των έξω (Σηµ. τ. Μετ.: δηλ. ως δύο συµπληρωµατικές προοπτικές της θρησκευτικής εκπαίδευσης οι οποίες στηρίζονται στην προοπτική εκ των έξω).

Εµπειρίες από το Μάθηµα των Θρησκευτικών στη Μεγάλη Βρετανία σε συνδυασµό µε τις παραπάνω θεωρητικο-παιδαγωγικές τοποθετήσεις σχετικά µε την αναγκαιότητα µίας θρησκευτικής προοπτικής εκ των έσω, καθιστούν περισσότερο από εµφανή την ανάγκη να παρέχεται στους µαθητές ταυτόχρονα και η δυνατότητα άρθρωσης θρησκευτικού λόγου (Σηµ. τ. Μετ.: δηλ. λόγου που πηγάζει από τα βιώµατα της θρησκευτικής ζωής) καθώς και ένα περιβάλλον µαθητείας, στο οποίο οι µαθητές µαθαίνουν µέσα από τη θρησκεία (learning from religion).

Με µία προσεκτικότερη µατιά, όλη αυτή η εν κατακλείδι επιχειρηµατολογία µας οδηγεί στη διαπίστωση ότι τα όρια είναι ρευστά ανάµεσα στον θρησκευτικό λόγο που πηγάζει από το θρησκευτικό βίωµα και στον λόγο που λαµβάνει αποστάσεις και διατυπώνει στοχασµούς περί της θρησκείας, όπως επίσης και ανάµεσα στη Θεολογία και τη Θρησκειολογία. Ταυτόχρονα καθίσταται ευνόητο, ότι, όσον αφορά στη θρησκευτική µόρφωση, η χοντροκοµµένη εναλλακτική “Θεολογία ή Θρησκειολογία” είναι εντελώς εσφαλµένη· µάλλον θα πρέπει να κλίνουµε προς το συµπληρωµατικό σχήµα «Θεολογία και ταυτόχρονα Θρησκειολογία».

Η Θρησκειολογία έχει σε κάθε περίπτωση µία εξαιρετική παιδαγωγική σηµασία για το Οµολογιακό Μάθηµα των Θρησκευτικών. Το µέγεθος και η εµβέλεια της σηµασίας αυτής καθίσταται εµφανές, αν λάβει κανείς υπόψη του απλώς και µόνο το πλαίσιο µέσα στο οποίο η Θρησκειολογία κατανοεί επιστηµολογικά τον ίδιο της τον εαυτό: είτε διεκδικώντας την αποκλειστικότητα ως αυτόνοµος και ξεχωριστός κλάδος των επιστηµών του πολιτισµού, είτε µε µία διάθεση ένταξης και συµπερίληψης ως κλάδος συνεργαζόµενος µε τη Διαπολιτισµική Θεολογία/Ιεραποστολική ή ακόµα και ως θεολογικός κλάδος.

Σας ευχαριστώ πολύ για την προσοχή σας!

*Η απόδοση της εισήγησης στα ελληνικά έγινε από τον Αθ. Στογιαννίδη, Επίκ. Καθηγητή Σχολικής Παιδαγωγικής και Διδακτικής Μεθοδολογίας του Μαθήµατος των Θρησκευτικών – Τµήµα Θεολογίας Α.Π.Θ.

[37] Ό.π., σελ. 145.
[38] Ό.π., 147.
[39] Ό.π., σελ. 147.
[40] Ό.π., σελ. 148.
[41] Πρβλ.: F. Stolz, Grundzüge der Religionswissenschaft, Göttingen 21997, σσ. 36-44.
[42] Πρβλ.: ό.π., σελ. 43 κ.ε. Ανάλογες προσεγγίσεις εντοπίζονται και στον Hock, ο οποίος κινείται πέρα από µία κατανόηση των θρησκεικών ως συστηµάτων προσανατολισµού, ως σηµειωτικών και ως συµβολικών συστηµάτων (πρβλ.: του ιδίου, „Religionswissenschaft…“, σελ. 48) και σε σύνδεση µε τα όσα υποστηρίζει ο Waardenburg, διαπιστώνει ότι: „Die Religionen wären dann Sondersprachen, die es zu erlernen gilt.“ (ό.π., σελ. 48). Δίπλα σ’ αυτήν την σηµαντική για τη Θρησκευτική Παιδαγωγική προοπτική εκ των έσω, εµφανίζεται η επίσης σηµαντική προοπτική εκ των έξω: „Die unterschiedlichen Formen des Religiösen kommen dann allerdings auf einer Sprachebene zur Darstellung, die sich nicht unmittelbar aus der Sprachebene der Religion ergibt: Religionswissenschaft ist Abstraktion […] und bringt damit auch einen bewussten Abstand vom religiösen Leben mit sich.“ (σελ. 49)