Από την ποίηση στην οικονομική ηθική

22 Ιουνίου 2017

(Προηγούμενη δημοσίευση: https://www.pemptousia.gr/?p=162239)

Όλη αυτή η διδασκαλία δεν είναι καθόλου άσχετη με την οικονομική κρίση της εποχής μας. Η αμετροεπής κατανάλωση αγαθών και ο άνισος καταμερισμός του πλούτου στις κοινωνικές τάξεις συνιστά προφανώς αποσταθεροποιητικό παράγοντα της κοινωνίας και αίτιο κοινωνικής έκρηξης και οικονομικής κρίσης (Ταμουραντζής, 2013). Οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στη διαμόρφωση κοινωνικών χασμάτων μεταξύ αυτών που έχουν και κατέχουν και αυτών που βρίσκονται συνεχώς σε μια διογκώμενη κατάσταση εξαθλίωσης (Τsironis, 2013, σ. 49). Η πρόκληση κρίσεων και επαναστάσεων φαντάζει σαν ένα πολύ πιθανό ενδεχόμενο. Ταυτόχρονα, αποδεικνύει τον ιδιοτελή τρόπο σκέψης του σύγχρονου ανθρώπου, ο οποίος αποθεώνει το είδωλό του και εξοστρακίζει τον συνάνθρωπό του από το πεδίο δράσης του, στον βαθμό που δεν εξυπηρετούνται οι εγωιστικές εμμονές του.

Ας γυρίσουμε όμως, στην εποχή του αγίου. Σε μια ιδιαίτερη χρονική συγκυρία, κατά την οποία οι άνθρωποι έπρεπε να αντιπαρέλθουν τα οικονομικά και λοιπά προβλήματα εκείνης της εποχής, το ζήτημα της ολοένα και περισσότερο συγκέντρωσης πλούτου σε μια μειοψηφία ανθρώπων εις βάρος των περισσοτέρων φαίνεται ότι ήταν τόσο επίκαιρο, όσο και σήμερα. Οι ιστορικές πηγές μας πληροφορούν πράγματι, ότι ο 4ος αιώνας, εποχή δηλαδή κατά την οποία έζησε, έδρασε και έγραψε ο Γρηγόριος, ήταν μια εποχή αύξησης της δύναμης των μεγαλοκτημόνων. Οι μικροκαλλιεργητές συχνά αδυνατούσαν να πληρώσουν τους φόρους στο κράτος και αναγκάζονταν να αφήσουν τα χωράφια τους, ζητώντας προστασία από τους μεγάλους γαιοκτήμονες, με αντάλλαγμα την προσωπική εργασία ή τη γη τους. Και δεν είναι διόλου τυχαίο το γεγονός ότι ο άγιος Γρηγόριος γίνεται αποδέκτης όλων των παραπάνω δυσχερειών του ποιμνίου του και εκφράζει στα ποιήματά του την αγωνία του και ταυτόχρονα την απαίτησή του προς τον ίδιο τον αυτοκράτορα Ιουλιανό[1] αλλά και τον Ελλήνιο[2], εφοριακό της εποχής, για δίκαιη και  φιλάνθρωπη κατανομή των φόρων. Ως αποτέλεσμα όλων των παραπάνω καταστάσεων, οι μεγάλοι γαιοκτήμονες γίνονταν όλο και πιο δυνατοί, η γη τους αυξανόταν, ενώ οι μικροκαλλιεργητές γίνονταν όλο και πιο φτωχοί.

Η μικρή ιδιοκτησία γης δεν εξαφανίστηκε εντελώς, αλλά μειώθηκε, αλλού λιγότερο και αλλού περισσότερο. «Τη ζωή της υπαίθρου κρατούσαν πια σταθερά στα χέρια τους οι πολύ μεγάλοι γαιοκτήμονες με το patrocinium πάνω στους κολόνους και καμιά επιστροφή στο παρελθόν δεν ήταν πια δυνατή» (Λουγγής, 2003). Σ’ αυτό το οικονομικό και κοινωνικό πλαίσιο που διαμορφώθηκε, η εκμετάλλευση των φτωχών από τους πλουσίους διογκώνονταν σταδιακά ενώ παράλληλα η προσκόλληση των ανθρώπων σε μια συνεχή προσπάθεια αύξησης των υλικών αγαθών φαίνεται πως συνιστούσε μια αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα.

[1] Γρηγορίου Θεολόγου, Βίβλος Β´, ἔπη ἱστορικά, τ. Β´, ἔπη εἰς ἑτέρους, ποίημα Β´ πρὸς  Ἰουλιανόν, PG 37, 1478-1479. Βλ. σχ. Ε.Π.Ε., τ. 11, 5-24, σσ. 35-37:

Σοὶ δὲ Θεὸς χείρεσσι φόρων ἐνέθηκε τάλαντον,

Κύδιμ’ Ἰουλιανὲ, ὡς τοπάροιθε δίκης,

Ἄῤῥοπον, ἄκλοπον, ἶσον, ἀοίδιμον. Ἀλλὰ, φέριστε,

Φείδεό μοι πτωχῶν, φείδεο σῇ γραφίδι,

Οὓς νόσος ἠΐστωσε φαγοῦσ’ ἀπὸ σάρκα τάλαιναν·

Φείδεο, καὶ σὺ γράφῃ οὐρανίαις σελίσι.

Τοῖα διδοῖ μερόπεσσι Θεὸς μέγας ἀντιτάλαντα,

Οἷά περ ἀνθρώποις ἐνθάδε μετρέομεν.

Τῷ βροτέῳ συνάρηξον, ἐπεὶ δέμας ἐστὶν ἅπασι·

Λάζαρος ἐν προθύροις, δὸς ψίχας ἀλλοτρίας.

Καὶ Χριστὸς μερόπεσσι, φόρου παρεόντος, ἐμίχθη.

Ἅζεο τὴν Χριστοῦ ἥλικ’ ἰσογραφίην.

Ἅζεο μητέρα σὴν πτωχοτρόφον, εὐσεβὲς αἷμα,

Καὶ δόμον, ὃς μελέοις εὐμενέειν ἐδάη.

Ἅζεο καὶ τὸν ἐμὸν πλοῦτον, φίλος, ὅν ῥα πένησι

Πάντ’ ἀπέδωκα φέρων, σταυροφόροισι πόθοις.

Ξυνὸς ποντοπόροισι λιμὴν, ξυνὴ δέ τ’ ἀρωγὴ

Τοῖς ἐπιδευομένοις, ἠδὲ μερὶς κτεάνων.

Ἡμετέρη κτῆσις, σὴ δὲ γραφίς. Ἶσον ἔχοιμεν

Τῆς πτωχοτροφίης μισθόν. Ἄναξ γραφέτω.

[2] Γρηγορίου Θεολόγου, Βίβλος Β´, ἔπη ἱστορικά, τ. Β´, ἔπη εἰς ἑτέρους, ποίημα Β´ πρὸς  Ἑλλήνιον περὶ τῶν μοναχῶν προτρεπτικόν, PG 37, 1475-1477. Βλ. σχ. Ε.Π.Ε., τ. 11, 31-33, σσ. 35-37:

Ἅζεο τὴν Χριστοῖο χάριν, καὶ φείδεο λαῶν·

Ἅζεο, καὶ σὺ γράφῃ βίβλον ἐς οὐρανίην

Ἐσθλὴν, ἐσθλὰ γράφων· εἰ δ’ ἔμπαλιν, ἄλλος ἐνίσποι·

Ἔμπα γε μὴν ὁσίως λώϊόν ἐστι γράφειν.

Οὐχ ἅλις, ὅττι βροτοῖσι βαρὺν ζυγὸν ἤγαγε πρώτη

Ἀρχεγόνου κακίη, καὶ φυτὸν ἀνδροφόνον,

Βασκανίη τε δράκοντος, ἀτασθαλίη τε γυναικὸς,

Γεῦσίς τ’ οὐλομένη γνώσιος ἀντιπάλου,

Ἥ με θνητὸν ἔθηκε, καὶ ἐς χθόνα, ἔνθεν ἐτύχθην,

Αὖθις ἀπωσαμένη, λυπρὸν ἔθηκε βίον,

Ὠδῖνάς τε μόθους τε καὶ ἐς πλατὺ νῶτον ἀρούρης

Κύπτοντα ζώειν, τειρόμενον καμάτοις;

Ἀλλά με καὶ πλεόνεσσιν ἀδελφεὸς ἄλγεσι δώσει,

Χοῦς εἷς, ἔν τε ἰῇ κείμενος ἀμπλακίῃ;

Οὐ θέμις, οὐδ’ ἐπέοικεν, ἐπεὶ πολὺ λώϊόν ἐστι

Φάρμακον, ἠὲ πόνον, τοῖς νοσέουσι φέρειν.

Τοῦτό σοι ἡμετέρη ξεινήϊον, ὦ πανάριστε,

Πέμπει ὁμηλικίη, ὃ χρόνος οὐ δαμάσει,

Εὖχος Ἀρμενίης, Ἑλλήνιε, ὃς λάχες αἴῃ

Στῆσαι ἡμετέρῃ μέτρα δίκαια φόρων.

Καὶ στήσαις μεγάλοιο Θεοῦ σὺν ἀμύμονι χειρὶ,

Ὥς κεν ἁγνῶς στήσαις, μηδ’ ἑτεροκλινέα,

Κέρδεσιν οὐχ ὁσίοισι δαμεὶς φρένας. Εἰ γὰρ ἅπασιν

Ἶσα ταλαντεύσαις, ὄμμα μέγα τρομέων,

Τυτθὴ μὲν πόλις ἐσμὲν, ἀτὰρ πολὺ σεῖο, φέριστε,

Δώσομεν ἀνθρώποις, ἡ ∆ιοκαισαρέων,

Οὕνομα, καὶ πινάκεσσι χαράξομεν· «οὗτος ἄριστος,

Οὗτος ὁ καὶ Μώμου κρείσσονα μέτρα φέρων.».