Ελληνισμός και Παλαιά Διαθήκη

24 Ιουνίου 2017

(Προηγούμενη δημοσίευση:https://www.pemptousia.gr/?p=162618)

Μεταξύ των συγχρόνων ειδωλολατρικών κύκλων έχουν διαμορφωθεί κάποιες μετριοπαθέστερες ομάδες οι οποίες αν και αναγνωρίζουν ότι ο Χριστιανισμός αποτελεί ένα αγαθό της ελληνικής παράδοσης, όμως αρνούνται να αποδεχτούν το ιουδαϊκό υπόβαθρό του και απορρίπτουν την ιουδαϊκή παράδοση από την οποία γεννήθηκε. Μάλιστα καταφέρονται εναντίον της Παλαιάς Διαθήκης υποστηρίζοντας ότι πρέπει ο Χριστιανισμός ν’ αποκοπεί από την Ιουδαϊκή παράδοση καθώς πρεσβεύουν έναν εξελληνισμένο Χριστιανισμό.

Οι Πατέρες μας, και ειδικότερα ο άγιος Επιφάνιος, στην αντιγνωστική του πολεμική, τονίζει έντονα την ενότητα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Η ενότητα εκφράζεται μέσα από το γεγονός ότι ο ίδιος Θεός αποκαλύφθηκε στην εποχή του Νόμου και της Χάριτος, στην εποχή της Παλαιάς και στην εποχή της Καινής Διαθήκης. Ο άσαρκος Θεός Λόγος ήταν αυτός που φανερώθηκε στους αγίους άνδρες του Ισραήλ και ενσαρκώθηκε κατά τους χρόνους της Καινής Διαθήκης. Ο Ιησούς Χριστός είναι η εκπλήρωση των προφητικών προρρήσεων, το τέλος των παλαιοδιαθηκικών προφητειών. Ο ίδιος ο άσαρκος Λόγος μίλησε στους ανθρώπους δια των προφητών και των αγίων ανδρών του Ισραήλ, του οποίου την άκτιστη δόξα είδε ο προφήτης Ησαϊας. «ταῦτα εἶπεν ῾Ησαΐας ὅτε εἶδε τὴν δόξαν αὐτοῦ καὶ ἐλάλησε περὶ αὐτοῦ», αναφέρει ο ευαγγελιστής Ιωάννης(Ιωάν. 12,41). Ο Ιησούς Χριστός, αν και στιγμάτισε με έντονο και καυστικό τρόπο την υποκρισία των Φαρισαίων και των άλλων εκπροσώπων του Νόμου (Ματθ.23,1-7) δεν απαίτησε από τους ανθρώπους ν’ απορρίψουν το Νόμο και τη διδασκαλία των προφητών, αλλά να τον τηρούν (Λουκ. 10,27-28). Όμως ερμήνευσε εκ νέου το Νόμο της Παλαιάς Διαθήκης, τόνισε τις παρερμηνείες που είχαν γίνει από εκπροσώπους του Ιουδαϊκού κατεστημένου, και υπογράμμισε το ουσιώδες στοιχείο του Νόμου που είναι η αγάπη.

Η Παλαιά Διαθήκη έγινε Αγία Γραφή για την πρώτη Εκκλησία, στηριζομένη στην αυθεντία του Κυρίου ο οποίος μας προτρέπει: «ἐρευνᾶτε τὰς γραφάς, ὅτι ὑμεῖς δοκεῖτε ἐν αὐταῖς ζωὴν αἰώνιον ἔχειν· καὶ ἐκεῖναί εἰσιν αἱ μαρτυροῦσαι περὶ ἐμοῦ» (Ιωάν. 5, 39). Η αγάπη και η Χάρη της Καινής Διαθήκης συμπληρώνει αλλά και υπερβαίνει το Νόμο της Παλαιάς Διαθήκης. Η Καινή Διαθήκη αποτελεί την συνέχεια της Παλαιάς, ως εκπλήρωση των παλαιών προσδοκιών και ως πρόδρομος της εσχατολογικής εκπλήρωσης. Ο Νόμος της Παλαιάς Διαθήκης είναι η σκιά της νέας εποχής που ανέτειλε με την έλευση του Ιησού Χριστού στον κόσμο. Εάν αρνούμεθα την Παλαιά Διαθήκη, αρνούμεθα τις ρήσεις των προφητών περί του Κυρίου μας και το βαθύτερο νόημα του σωτηριώδους έργου του Ιησού Χριστού. Ο Ιησούς είναι ο ενσαρκωμένος Λόγος, Αυτός που έρχεται να εκπληρώσει τις προσδοκίες των προφητών.

Μία άλλη κατηγορία που εκτοξεύεται εναντίον της Εκκλησίας είναι ότι ο Χριστιανισμός κατέστρεψε τα αρχαία ιερά. Η κατηγορία αυτή δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, διότι οι χριστιανοί δεν κατέστρεψαν τα αρχαία ιερά αλλά τα μετέπλασσαν και τα διαμόρφωσαν ώστε να υποδεχθούν τη λατρεία της χριστιανικής πίστης. Ασφαλώς υπάρχουν και οι εξαιρέσεις ακραίων πράξεων, που κι αυτές εντάσσονται στο ψυχολογικό κλίμα της εποχής, στις εντάσεις, στις αντιπαλότητες και τους ανταγωνισμούς, ακόμη και στο φανατισμό. Εκείνη την εποχή υπήρχε μια έντονη αντιπαλότητα η οποία τροφοδοτήθηκε από το μένος των ειδωλολατρών εναντίον των χριστιανών κατά την περίοδο των διωγμών καθώς επί τρεις αιώνες οι ειδωλολάτρες εδίωξαν, βασάνισαν, εφόνευσαν τους χριστιανούς. Η χορεία των μαρτύρων αποτελεί αδιάψευστο μάρτυρα. Κατά συνέπεια, ανθρώπινο ήταν ορισμένοι χριστιανοί να προβούν σε ορισμένες ακρότητες. Αυτό όμως αποτελεί την εξαίρεση ενώ κατά κανόνα η χριστιανική εκκλησία επιλέγει άφοβα, θα λέγαμε το επιδιώκει κιόλας, να τελέσει το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας μέσα σε αρχαίους ειδωλολατρικούς ναούς ή και σε αρχαία ιερά και Ασκληπιεία, επιφέροντας τις απαραίτητες τροποποιήσεις και αναπλάσεις κάθε φορά. Εφόσον ο αριθμός των ειδωλολατρών μειώθηκε αισθητά, κατά συνέπεια δεν υπήρχε λόγος ύπαρξης τόσο πολλών ειδωλολατρικών ιερών. Αναφέρουμε ένα χαρακτηριστικό περιστατικό: Η Αντιόχεια ήταν το πιο ισχυρό κέντρο της ειδωλολατρίας στην Ανατολή. Η θεαματική πρωτοβουλία του αυτοκράτορα Ιουλιανού του Παραβάτη, ο οποίος προσπάθησε ανεπιτυχώς να επαναφέρει την ειδωλολατρία, να προσφέρει θυσίες στον περίφημο για το χρυσελεφάντινο άγαλμα ναό του Απόλλωνα στο προάστιο της Δάφνης, στην Αντιόχεια, τον έφερε αντιμέτωπο με τη σκληρή πραγματικότητα. Τον υποδέχθηκε στον έρημο από ειδωλολάτρες ναό, ένας ειδωλολάτρης ιερέας με ισχνή χήνα στα χέρια του για τη θυσία, πληρωμένη από το πενιχρό του βαλάντιο, χωρίς καμιά συμμετοχή των κατοίκων της πόλεως, και μάλιστα σε αντίθεση προς την πάνδημη συμμετοχή του λαού στη «γενέθλιο ημέρα» του μάρτυρα Βαβύλα, ο οποίος είχε ταφεί στο ιερό άλσος του ναού αυτού. Η νέα πραγματικότητα που διαμορφωνόταν λοιπόν και όχι μια δήθεν κακότητα των χριστιανών προσδιόρισε την μετάπλαση των ειδωλολατρικών ναών σε χριστιανικούς.

 

(Συνεχίζεται)