«..να μην ταπεινώσω και να μην εξουθενώσω ποτέ κανέναν άνθρωπο»

26 Οκτωβρίου 2017
[Προηγούμενη δημοσίευση: https://www.pemptousia.gr/?p=173739]

Αλλά αξίζει να αναφέρουμε και το περιστατικό με τον Μητροπολίτη Εφέσου Χρυσόστομο (+), ο οποίος και αυτός, Διάκονος τότε, ήθελε να επικοινωνήσει με τον Γέροντα ώστε να διαπιστώσει προσωπικά θέτοντας τον δάκτυλον «επί τον τύπον των ήλων», εάν πραγματικά ο Γέροντας Γαβριήλ ήταν άξιος της φήμης και του σεβασμού που του απέδιδε ο Πατριάρχης, αλλά και άλλοι καταξιωμένοι εκκλησιαστικοί άνδρες. Ξεκίνησε, λοιπόν, η συζήτηση σχετικά με την εξομολόγηση και ο Διάκονος Χρυσόστομος άρχισε να κάνει στον Γέροντα διερευνητικές ερωτήσεις με ύφος επιστημονικό, μια και ήταν λόγιος, κάποτε ακόμα και ειρωνικές, όπως αργότερα παραδέχτηκε ο ίδιος και αυτό για να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα για τον Γέροντα Γαβριήλ, παρά για να μάθει το τί σημαίνει εξομολόγηση και πόσο αυτή είναι αναγκαία για ένα άγαμο και νέο κληρικό όπως ήταν αυτός

Σημειώνει ο ίδιος: «Τον ρώτησα πολλά πράγματα τον Γέροντα, αλλά κάποια στιγμή νομίζω πέρασα τα όρια. Τόλμησα αφού τον είχα φέρει πολλές φορές σε δύσκολη θέση με τις αδιάκριτες ερωτήσεις μου, να τον ρωτήσω το εξής· “εσείς έχετε κάτι που σας απασχολεί; Εάν δηλαδή πάτε τώρα να εξομολογηθείτε, τί θα ήταν αυτό που θα καταθέτατε πρώτα στον Πνευματικό σας;”. Η απάντηση του Γέροντα ήταν άμεση, ειρηνική και αποστομωτική θα λέγαμε: “Έχω βάλει ένα στόχο στη ζωή μου, αλλά πολλές φορές αποτυγχάνω. Να μην ταπεινώσω και να μην εξουθενώσω ποτέ κανέναν άνθρωπο”». Όπως αντιλαμβάνεται κανείς, ο Διάκονος εκείνη τη στιγμή διελύθη, συνετρίβη, διότι η φιλοσοφία αυτή δεν ήταν στη σκέψη του και στον τρόπο ζωής του, αλλά και οπωσδήποτε δεν ήταν η απάντηση που περίμενε. Ο Διάκονος αλλοιώθηκε. Συνειδητοποίησε μόνο με αυτή τη φράση του Γέροντα, ότι απέναντί του στεκότανε ένας γνήσιος εκφραστής του μοναχικού ήθους, αλλά και ότι η στάση μας απέναντι στους ανθρώπους θα πρέπει νά ’ναι πολύ λεπτή, διακριτική και σίγουρα πολύ διαφορετική απ’ ό,τι είχε ο ίδιος ο Διάκονος.

Μετά από αυτόν τον διάλογο, ο μετέπειτα Εφέσου Χρυσόστομος, ομολόγησε ότι, κάθε φορά που επρόκειτο να βαθμολογήσω ένα βαθμό με 5 ή με 6, άκουγα τη φωνή του Γέροντα και έβαζα 6. Κάθε φορά που ερχόταν θέμα στη Σύνοδο για κάποιο πρόσωπο το οποίο έπρεπε να τιμωρηθεί και έτεινα προς την αυστηρότερη τάση, άκουγα τη φωνή του Γέροντα και γινόμουν πιο επιεικής. Τόσο πολύ τον άγγιξε η συζήτηση εκείνη, ώστε έφτασε στο σημείο να πει κάποτε· «Περιμένω την οσονούπω πρόταση της αγιοκατατάξεως του Γέροντος Γαβριήλ προς την Αγία και Ιερά Σύνοδο κι εγώ πρώτος θα την ψηφίσω και θα την υποστηρίξω».

Έτσι επηρέαζε, λοιπόν, ο Γέροντας τους ανθρώπους. Τους αλλοίωνε, τους έβαζε στη διαδικασία να μην βλέπουν μόνο τα άκρα, το άσπρο ή το μαύρο, αλλά διά μέσου της αγάπης να μαλακώνει η καρδιά τους και να αντιμετωπίζουν τα πάντα υπό το πρίσμα της αιωνιότητος.

«Ο χριστιανός, τόνιζε ο Γέροντας, είναι ο άνθρωπος της αγάπης και της διάκρισης. Δεν χρειάζεται φανατισμός και να λέμε παντού ή να φωνάζουμε ότι εμείς έχουμε την αλήθεια και κανείς άλλος. Να το καταλαβαίνουν οι άλλοι, δίχως εμείς να το λέμε, να το καταλαβαίνουν με τη συμπεριφορά μας, με το βλέμμα μας, με την παρουσία μας».

Τέτοιος ήταν ο σεβασμός του προς το Σεπτό Πατριαρχείο μας, ώστε να λέγει ότι είναι ο αγιώτερος τόπος της Ευρώπης, το Κέντρο της Ορθοδοξίας μας. Και αυτό το έλεγε ένας Μοναχός που πέρασε σχεδόν όλη του τη ζωή στο Άγιον Όρος. Όλα, έλεγε, να περνούν από την Κωνσταντινούπολη, να έχουμε δηλαδή την ευλογία του Πατριαρχείου, της ανώτερης Εκκλησιαστικής Αρχής στην οποία ανήκουμε. Στο Πατριαρχείο, έλεγε, όλοι αγωνίζονται για το συμφέρον της Εκκλησίας. Και αυτό το ανέφερε, διότι έβλεπε ότι υπήρχε θυσιαστικό πνεύμα στο Φανάρι. Διέκρινε ότι υπήρχε μιας άλλης μορφής μαρτύριο, διαφορετικό από το μαρτύριο της ασκήσεως που ο ίδιος ζούσε στο Άγιον Όρος, αλλά εξ’ ίσου σημαντικό. Στο Φανάρι διαπίστωνε ότι υπήρχε μαρτυρία Χριστού, μαρτυρία ορθοδόξου φρονήματος, μέσα σε ένα αλλόθρησκο εχθρικό καθεστώς και αυτό ο Γέροντας το θαύμαζε και το επαινούσε πολύ.

Ο μακαριστός Γέροντας Γαβριήλ Διονυσιάτης και αγάπησε και αγαπήθηκε από το Πατριαρχείο, τίμησε και τιμήθηκε από αυτό, έδωσε από το απόθεμα της αγιοπνευματικής του σοφίας και από το άρωμα της Αναστάσεως που μετέδιδε. Γλύκανε τις πονεμένες και λαβωμένες ψυχές της Πόλης και ονομάστηκε, όχι άδικα, ο Πνευματικός των Πατριαρχείων. Στήριξε, αλλά και συγχρόνως παραδειγματίστηκε από τους ανθρώπους της Πόλης. Συνδέθηκε με τα πρόσωπα του Πατριαρχείου, όχι επιφανειακά, αλλά ουσιαστικά. Ξεκλείδωσε με την αγάπη του τις καρδιές των ανθρώπων, από του Πατριάρχου μέχρι και του πιο απλού κλητήρα. Έγινε ο πνευματικός πατέρας μεγάλων εκκλησιαστικών ανδρών και ταπεινός σύμβουλος για μεγάλα εκκλησιαστικά θέματα. Συμβούλεψε, νουθέτησε, έγραψε, έκανε τις παρεμβάσεις του όποτε του ζητήθηκε, πάντοτε όμως με διάκριση, πάντα με πνεύμα ομόνοιας και κατανόησης. Η αγάπη του, η λεπτότητα της ψυχής του, όλα μαρτυρούσαν το ταπεινό του ήθος, την καθαρή και άδολη σκέψη του. Ο Γέροντας Γαβριήλ είναι μια μεγάλη μορφή του Όρους, είναι μια μαρτυρία ότι όταν ζεις το γεγονός ότι «η βασιλεία του Θεού εντός ημών εστί» δεν φοβάσαι τους άλλους, όποιοι κι αν είναι αυτοί. Θέλεις να τους αγκαλιάσεις όλους, θέλεις να τους συγχωρέσεις, διότι η εν Χριστώ αγάπη σ’ έχει κατακλύσει, σε αναγεννά μέσα στην βεβαιότητα της ζωής, μετά τη ζωή.

Ο Γέροντας φεύγοντας κάθε φορά από την Πόλη έπαιρνε μαζί του τα δάκρυα των κρυπτοχριστιανών αδελφών του που συναντούσε, τα στίγματα του πόνου και της βαρβαρότητος στις μαρτυρικές ψυχές των Ελλήνων της Πόλης και τα έκανε όλα αυτά προσευχή. Θεωρούσε μικρό αντίδωρο αυτό που προσφέρει στην Πόλη σε σχέση με αυτό που έπαιρνε. Εάν, λοιπόν, ρωτούσε κάποιος ποιά είναι η σχέση του Γέροντα Γαβριήλ με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, θα του απαντούσαμε με δύο σειρές. Μια σχέση εμπιστοσύνης, μια σχέση ανιδιοτελούς αγάπης και σεβασμού, όχι μόνο στο θεσμό του Πατριαρχείου αλλά και στα πρόσωπα που το αποτελούσαν. Ευχαριστώ.

 

(Πηγή: Σύγχρονες Οσιακές Μορφές, Έκδοσις Ιεράς Μητροπόλεως Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας, 2017, σ. 479-485, Χορηγία της Ι.Μ.Μ. Βατοπαιδίου)