Λόγος A’ Ερμηνεία στην εξαήμερη Δημιουργία

23 Δεκεμβρίου 2017

Αναφέρεται στην δημιουργία των αγγέλων και των υπολοίπων δημιουργημάτων του Θεού κατά την πρώτη ημέρα.

Θα διηγηθεί κάποιος τη σειρά των γεγονότων με την προϋπόθεση πως έχει απολαύσει κι εκείνος με αφθονία τέτοια χάρη. Διότι δεν θα μπορούσε να φανερώσει με ευκολία δημιουργήματα, που έγιναν χιλιάδες χρόνια πριν τη γέννησή του, και να τα εκθέσει με σαφήνεια και να πει: «Εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην» (Γεν. α’, 1).

Ερώτηση: Και γιατί δεν μίλησε πρώτα για τη δύναμη, που δημιουργήθηκε πρώτη, ότι στην αρχή δημιούργησε ο Θεός τα πλήθη των αγγέλων, αλλ’ αρχίζει τη διήγηση από τα υλικά δημιουργήματα, τον ουρανό και τη γη;

Απάντηση: Εγώ βλέπω εδώ δύο αιτίες: Διότι αρχίζει τη διήγηση από την υλική δημιουργία, την οποία βλέπει κανείς, απευθυνόμενος προς χοντροκέφαλους Ιουδαίους, οι οποίοι δεν είχαν τη δύναμη ν’ ακούσουν για άυλη δημιουργία, και διότι ο Θεός δημιούργησε πολύ παλαιότερα από την υλική δημιουργία το άυλο πλήθος των αγγέλων και ο χρόνος ανάμεσα στις δύο δημιουργίες είναι πολύς, με αποτέλεσμα να γίνει η παράταξη των αγγέλων υμνωδός του Θεού και δεύτερα φώτα της ουράνιας λαμπρότητας και παλαιότερη δημιουργία, όπως αποκαλεί τους αγγέλους ο Μέγας Βασίλειος. Παρομοίως τους αποκαλεί και ο θείος Χρυσόστομος στον τέταρτο λόγο του περί ακαταλήπτου φωνής. Διότι ούτε οι άγγελοι χρειαζόντουσαν αυτή τη δημιουργία. Διότι πώς θα τη χρειαζόντουσαν αυτοί, που είχαν δημιουργηθεί προηγουμένως, εφόσον είναι παλαιότεροι απ’ αυτήν, έστω κι αν μερικοί νομίζουν ότι οι άγγελοι δημιουργήθηκαν κατά την πρώτην ημέρα της δημιουργίας. Το πράγμα αυτό είναι απρεπές, δηλαδή ν’ ανακατεύει κανείς την άυλη με την υλική δημιουργία. Αλλά να φοβηθείς να προσθέσεις στα έργα του Θεού παλαιότερη και νεώτερη ομάδα ταυτόχρονων δημιουργημάτων. Και ποιά, πες μου, ομάδα είναι κατάλληλη γι’ αυτόν που σκέφτεται μόνος του και κάνει έργο τη σκέψη και στερεώνει τη γη, «ήτις ου σαλευθήσεται»; (Ψαλμ. 92′, 1). Αλλά πάλι να φοβηθείς ν’ αποκαλέσεις αρχαιότερες της δημιουργίας τις δυνάμεις εκείνες, μήπως και τις ονομάσεις από κοινού άρχουσες με την προάναρχη Θεϊκή φύση. Αλλ’ ούτε αυτό χρειάζεται να το διανοηθείς καθόλου. Διότι, όσο κι αν εννοήσεις αρχαιότερη από την υλική δημιουργία την αόρατη, δεν μπορεί αυτή να πλησιάσει στη θεία φύση, που είναι η αρχή και η αιτία των πάντων, διότι κάθε κτίσμα είναι δούλος του Δημιουργού, «ότι τα σύμπαντα δούλα σα» (Ψαλμ. ριη’ 91), και είναι τολμηρό και ανωφελές να αμιλλώνται με το Δημιουργό. Διότι έχουμε πάρει θεοπνεύστως νόμους να ομολογούμε και να πιστεύουμε στον άκτιστο και ομοούσιο και συνάναρχο Πατέρα, Υιό και Άγιο Πνεύμα, και τ’ άλλα όλα είναι δημιουργήματα, που υπακούουν σ’ αυτόν. Και είναι αναγκαία όλ’ αυτά σχετικά με την παράταξη των θείων ασωμάτων, που δημιουργήθηκε στην αρχή. Αν κάποιος δεν τα παραδέχεται αυτά, ούτ’ εμείς προτιμούμε να ερίζουμε και να καινοτομούμε, θα πούμε δε τα πιο κάτω: «Εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανό και την γην» (Γεν. α’, 1), δηλαδή τον ουρανό τον αρχικό, χωρίς αστέρια, που δημιουργήθηκε πριν από τη γη, του οποίου τα ανώτερα στρώματα είναι φως ανέσπερο, επειδή είναι χώρα αναμάρτητη, απρόσιτη στην αδικία, χώρος ιερός, κατοικία του παντοκράτορα Θεού και των θείων αγγέλων. «Εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην» (Γεν. α’, 1). Η δημιουργία ακολουθεί πορεία αντίθετη με τις συνήθειές μας, διότι και η δύναμη και σοφία του Δημιουργού είναι απαράμιλλη, συγκρινόμενη με τη δική μας. Γι’ αυτό αφού άπλωσε πρώτα την οροφή, ύστερα στερεώνει τα θεμέλια και το καθένα απ’ αυτά λόγω της μεγάλης του δύναμης δεν το θεμελίωσε σε τίποτε, αλλά τον ουρανό «εξέτεινεν ωσεί δέρριν» (Ψαλμ. ργ’, 2) και τη γη, που είναι τόσο βαριά και δυσβάστακτη, τη στερέωσε πάνω στη φύση των νερών, που διαχέεται εύκολα, με σκοπό και από δω να θαυμάζουμε με το παραπάνω την άπειρή Του δύναμη όσοι μιλούμε με ευγλωττία.

«Η δε γη ην αόρατος και ακατασκεύαστος και σκότος επάνω της αβύσσου» (Γεν. α’, 2), διότι μετά τη δημιουργία της γης την άφησε εν τω μεταξύ αόρατη να σκεπάζεται από τα νερά και κατά τον ίδιο τρόπο άφησε τα νερά να καλύπτονται από το σκοτάδι, για να διακοσμήσει, σαν διακοσμητής, αυτή την ακοσμία μετά από λίγο και να διαδεχθεί τα νερά η χέρσα γη, και να διαδεχθεί το σκοτάδι το φως. «Και πνεύμα Θεού εφέρετο επάνω του ύδατος» (Γεν. α΄, 2) Πνεύμα Θεού, διότι πνεύματα είναι και οι πνοές των ανέμων. «Εκάλυψε όρη η σκιά αυτής και οι αναδεντράδες, λέγει, αυτής τας κέδρους του Θεού» (Ψαλμ. οθ’, 11). Έτσι κι εδώ «πνεύμα Θεού εφέρετο επάνω του ύδατος» εννοεί κάποιον από τους ανέμους, ο οποίος διατάρασσε το νερό και το μετακινούσε, ώστε να μην κείτεται ακίνητο, σαν νεκρό, και σίγουρα δεν εννοεί ότι το Πνεύμα το Άγιο, που ως Θεός, πληροί τα σύμπαντα, είχε την κατοικία του πάνω στα νερά.

«Και είπεν ο Θεός γεννηθήτω φως και εγένετο φως» (Γεν. α’, 3). Τί ανέκφραστη δύναμη, τί θεία και ακατάληπτη εξουσία, η οποία διευθύνει με το λόγο και τη σκέψη μόνη της τα σύμπαντα! Διότι, αμέσως μετά τη διαταγή του Κτίστη, το σκοτάδι εκείνο το βαθύτατο, που απλωνόταν παντού, γρήγορα υποχωρεί και μαζεύεται, και με πολλή γρηγοράδα καταλαμβάνει τη θέση του το φως. «Και είδεν ο Θεός ότι καλόν» (Γεν. α΄,4). Διότι και τί δεν είναι καλό, Δέσποτα, το οποίο έχει δημιουργηθεί από Σένα, που ξεπερνάς κάθε κάλλος και δέχθηκες τον έπαινο; «Και διεχώρισεν ο Θεός αναμέσον του φωτός και αναμέσον του σκότους» (Γεν. α΄, 4), δηλαδή, αφού διάλεξε το καθένα απ’ αυτά το δικό του μέρος.

Και ταιριαστά με τα ονόματα αυτά τη δεύτερη μέρα λαμβάνει χώρα ο τίμιος τόκος του Χριστού, αντί του στερεώματος του ουρανού. Την τρίτη μέρα, αντί της συγκεντρώσεων των νερών, καταδέχεται το βάπτισμα, για να καθαρίσει τον κόσμο από την αμαρτία, όπως τότε καθάρισε τον κόσμο από τα νερά. Και την τέταρτη ημέρα διώχνει μακριά αυτούς, που καπηλεύονται τα θεία με εξουσία και κατακοσμεί το ναό του, όπως τότε κατακόσμησε τον ουρανό μετ’ αστέρια. Και την πέμπτη μέρα ευλογεί το μυστικό δείπνο και την καινή διαθήκη και τα μέγιστα μυστήρια της θείας μεγαλοπρέπειας, όπως την πέμπτη μέρα κατά την παλαιά εποχή, αφού δημιούργησε τα μεγάλα κήτη κι όλα τα ζώα της θάλασσας και τα ευλόγησε, λέγοντας, «αυξάνεσθε και πληθύνεσθε» (Γεν. α΄,22) και τα υπόλοιπα. Και την έκτη σταυρώνεται από απάνθρωπα θηρία μαζί με ληστές, ως άνθρωπος, αυτός που με πολλή δόξα την παλαιά έκτη μέρα δημιούργησε τα θηρία και τον άνθρωπο, και ολοκληρώνει με τρόπο πανευτυχή το μυστήριο της οικονομίας, όπως και την πρώτη έκτη ημέρα τα δημιουργήματα και κατά την έβδομη, όπως στην παλαιά εποχή, αναπαύεται οπό τα έργα του μέσα στο μνήμα, αφού ευλόγησε και ευλογεί πολλές φορές με ολοκληρωμένη ευλογία εμάς, που πιστεύουμε σ’ Αυτόν. Και κατά την ογδόη, την πρώτη και τελευταία, αφού νίκησε τις ωδίνες του θανάτου, ανίσταται από τους νεκρούς, ανιστώντας μαζί του και τους προπάτορες.

Αυτά, αφού τα παρουσίασα έτσι περιληπτικά κι εγώ, σίγουρα δεν λέγω πως ο Χριστός συνεπλήρωσε απ’ άκρου εις άκρον το μυστήριο της οικονομίας, αλλά κατά το πρότυπο της εξαήμερης δημιουργίας όλου του κόσμου κατά παρόμοιο τρόπο την εποχή της επί γης παρουσίας του ο Χριστός ολοκληρώνει την προσφορά του. Αυτά, αγαπητοί αδελφοί κι όλοι οι φιλόχριστοι να μην τ’ ακούμε αδιάφορα, ούτε ν’ αγνοούμε την ανέκφραστη εύνοια του Θεού, που έγινε για χάρη μας, διότι για μας και τη σωτηρία και την ανάπαυσή μας και δημιούργησε τον παλαιό κόσμο και με θαυμαστό τρόπο πραγματοποίησε την ένσαρκο οικονομία στις έσχατες μέρες. Γι’ αυτό και τότε μεν, ενώ νομοθετούσε την κατοχή της γης και όλων όσα βρίσκονται πάνω σ’ αυτήν, έλεγε στους προπάτορες «αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και πληρώσατε την γην και κατακυριεύσατε αυτής». (Γεν. α’, 28), τώρα δε, όχι απλώς τη γη, αλλά τον ουρανό και την ουράνια βασιλεία υποσχέθηκε να δώσει σ’ αυτούς, που ζουν με τρόπο καλό. Γι’ αυτό ας σπεύσουμε, παρακαλώ, ώστε να μη φανούμε αχάριστοι προς τον ευεργέτη, ούτε ν’ αλλάξουμε τη βασιλεία των ουρανών με τη γη, ούτε τα αθάνατα, που βρίσκονται εκεί, με τα θνητά, που βρίσκονται εδώ, όπως κάνουν αυτοί, που ανταλλάσσουν ανόητα το χρυσάφι με τον πηλό και διαλέγουν αντί του φωτός το σκοτάδι κι αντί της υγείας επιλέγουν την αρρώστια και αντί της ζωής προτιμούν το θάνατο. Μ’ αυτές τις εικόνες κι αυτές, που τους μοιάζουν, εξομοιώνονται αυτοί, που έρπουν, συστρεφόμενοι εμπαθώς στον κόσμο και τα πάθη του σώματος, και υποδουλώνονται στην ανομία λόγω της ανομίας και της αμαρτίας. «Ουαί οι επισπώμενοι τας αμαρτίας ως σχοινίω μακρώ και ως ζυγού ιμάντι δαμάλεως τας ανομίας», λέγει ο προφήτης (Ησ. ε΄, 18)

Ας παρακαλέσουμε τον Κύριο να μας κάμει ν’ αποξενωθούμε από τη μίμησή τους και να μας επιστρέφει προς το βραβείο της επουράνιας κλήσεως και να μας αναδείξει κοινωνούς των εκλεκτών του, στη βασιλεία του, με το έλεος και τη φιλανθρωπία της αγαθότητάς του, διότι σ’ αυτόν αρμόζει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνηση, τον Πατέρα και τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα πάντοτε και τώρα και συνεχώς και σ’ όλους τους αιώνες. Αμήν.

 

Μετάφραση: ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ, Θεολόγος, Εκπαιδευτικός