Λόγος Γ΄ Ερμηνεία στην εξαήμερη Δημιουργία

23 Δεκεμβρίου 2017

Σχετικός με τη συγκέντρωση των υδάτων, των οποίων το πλήθος έφθανε ως τα ύψη τ’ ουρανού, τη διακόσμηση της γης μ΄ αυτά, τα οποία βλάστησαν στην επιφάνειά της, καθώς και την αιτία της συγγραφής του βιβλίου αυτού.

Ο δεύτερος Λόγος, αφού μόλις και μετά βίας διασώθηκε από την πολλή ελκτική δύναμη των υδάτων, καίτοι ήταν περιβεβλημένος με πολλή συντομία και δεν καταδυόταν στα βαθύτερα απ’ αυτά, φοβούμενος τον πνιγμό, και κολυμπούσε επιφανειακά, σαν να βρισκόταν σε κάποια βάρκα κι έσπευδε ν’ αράξει σε κάποιο λιμάνι, μόλις μπόρεσε να περάσει μέσ’ από εκείνες τις αβύσσους, αφού είπε λίγα πράγματα για το στερέωμα, έχει περατωθεί. Ο τρίτος θα σχολιάσει αυτά, που δημιουργήθηκαν από το Θεό κατά την τρίτη ημέρα, όσο του αποκαλύψει η χάρη του Παναγίου Πνεύματος κι όσο φωτίσει το νου του αυτός, που φώτισε και τον μέγα Μωυσή, ώστε να διηγηθεί αυτά τα οποία ήσαν προγενέστερά του κατά πολλές γενεές. «Και είπεν ο Θεός· συναχθήτω το ύδωρ το υποκάτω του ουρανού εις συναγωγήν μίαν, και οφθήτω η ξηρά» (Γεν. α’, 9). Και πού θα συναχθεί, Δέσποτα, και πού θα περιοριστεί το νερό, το οποίο φτάνει μέχρι το στερέωμα; Έγιναν, λέγει, με την προσταγή μου δοχεία και χάσματα στη γη, τα οποία δεν υστερούν όσον αφορά το βάθος, από το ύψος του ουρανού κι εκεί θα συναχτούν, και τα επιφανειακά ύδατα θα φτάσουν στο ίδιο επίπεδο με την επιφάνεια της γης.

«Και εγένετο ούτως. Και συνήχθη το ύδωρ το υποκάτω του ουρανού εις τας σιναγωγάς αυτών, και ώφθη η ξηρά» (Γεν. α’, 9). Και το θέαμα ήταν παράξενο να το βλέπει κανείς, και γέμιζε το θεατή με πολλή έκπληξη, πώς δηλαδή τα ύδατα, τα οποία υψώνονταν ως τον ουρανό, περιορίζονται με πολλή ταχύτητα· διότι, μόλις δόθηκε η διαταγή, αμέσως έγινε η συγκέντρωσή τους, αμέσως η απογύμνωση της γης απ’ αυτά, «και ώφθη η ξηρά. Και εκάλεσεν ο Θεός την ξηράν γην, και τα δε συστήματα των υδάτων εκάλεσε θαλάσσας» (Γεν. α, 10). Ορισμένοι λένε, πολύ απερίσκεπτα, ότι ουρανός έγινε πιο χαμηλά και μετά την υποχώρηση των υδάτων, που ήσαν κάτω απ’ αυτόν, σήκωσε αυτά που ήταν στη ράχη του, κι ανυψώθηκε. Πώς είναι δυνατόν να είναι αληθινή η άποψη αυτή; Διότι ο Θεός διέταξε να γίνει το στερέωμα στο μέσο του ύδατος κι αν έγινε κάπου χαμηλότερα κι υστέρα υψώθηκε έτσι, άρα δεν έγινε, όπως διατάχθηκε, στο μέσο του ύδατος, αλλά στα κατώτερα μέρη, αφήνοντας στα ανώτερα μέρη τα περισσότερα από τα ύδατα, κι αν ανυψώθηκε, κρατώντας τα στην πλάτη του, πώς χώρεσαν όλ’ αυτά μεταξύ του και του πρώτου ουρανού; (αυτού δηλαδή, που δημιουργήθηκε κατά την πρώτη μέρα της δημιουργίας). Πώς, εκείνος που διατάχθηκε μια για πάντα να στερεωθεί σ’ ένα τόπο μετακινείται σε άλλο; Η σκέψη αυτή είναι περιττή και απερίσκεπτη.

«Και εκάλεσεν ο Θεός την ξηράν γην και τα συστήματα των υδάτων εκάλεσε θαλάσσας» (Γεν. α’, 10). Όχι απλώς μια θάλασσα, αλλά πολλές θάλασσες λόγω της πληθώρας των υδάτων και, όπως ο κόσμος είναι ένας και δίνονται ονόματα σε πολλές χώρες και νησιά, έτσι και η θάλασσα, που είναι μία, λόγω του μεγέθους της λέγεται «θαλάσσας», διότι χωρίζει χώρες και συμπλέγματα και συστάδες πολλών νησιών, μικρών και μεγάλων. Έχουν το δικό τους όνομα και διάφορα πελάγη σύμφωνα μ’ αυτούς που έχουν πολλές γνώσεις πάνω στο θέμα αυτό, όπως ο Ατλαντικός, ο Ινδικός, ο Εύξεινος Πόντος, η Κασπία, το Τυρρηνικό πέλαγος, το Ιόνιο, το Αιγαίο, ο Ελλήσποντος και η Προποντίδα, και πολύ ευλόγως ο Δημιουργός «τα συστήματα των υδάτων εκάλεσε θαλάσσας. Και είδεν ο Θεός, ότι καλόν» (Γεν. α’, 10), διότι ο Θεός, και πριν να το δημιουργήσει, «είδεν ότι καλόν» αυτό, το οποίο δημιουργήθηκε απ’ αυτόν, αλλά και για να μάθουμε να κάνουμε το καλό και διότι ο Θεός δεν δημιούργησε τίποτε το κακό.

«Είδεν ο Θεός, ότι καλόν. Και είπεν ο Θεός βλαστησάτω η γη βοτάνην χόρτου σπείρον σπέρμα κατά γένος και καθ’ ομοιότητα, και ξύλον κάρπιμον ποιούν καρπόν, ού το σπέρμα αυτού εν αυτώ κατά γένος επί της γης» (Γεν. α’, 11)· διότι η γη, αφού καθαρίστηκε από το πλήθος των υδάτων, φαινόταν σαν έρημη πέρα για πέρα κι αστόλιστη, αφού μάλιστα δέχθηκε το νόμο και το λόγο του Δημιουργού, σαν γονιμότατο σπόρο, κοιλοπόνεσε και γέννησε αμέσως ένα πλήθος από παιδιά, χλόη, φυτά, λειβάδια, άνθη, λαμπρούς καρπούς, και διακοσμήθηκε σαν νύμφη, εξωραϊσμένη με όμορφα στολισμένη ενδυμασία, αυτή, που μόλις πριν από λίγο είχε καθαριστεί. Μόλις ρίχτηκε εκείνος ο θείος λόγος στα σπλάχνα της γης, σαν γόνιμος σπόρος, αμέσως έλαβε χώρα η οδύνη των βλαστών μαζί με τη γέννησή τους. «Και είδεν ο Θεός ότι καλόν» και κανένα δεν είναι κακό, «και εγένετο εσπέρα και εγένετο πρωί, ημέρα τρίτη» (Γεν. α’. 13)· διότι ο Τριαδικός Θεός έκαμε τρία έργα κατά την τρίτη ημέρα, τη συγκέντρωση των υδάτων, τη βλάστηση του χόρτου και την εμφάνιση κάθε δένδρου, τα οποία, επειδή τα φροντίζει ο Δημιουργός, γίνονται αιτία να υπάρχει πάντοτε διακόσμηση της γης. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ούτε το χορτάρι, ούτε τα δένδρα να εξαφανιστούν ποτέ από τη γη κι αν καταστραφούν από το χρόνο, πάλι η καρπερή μητέρα τους, η γη, γεννά με ευκολία άλλα περισσότερα. Όχι μόνο αυτή, αλλά και η θάλασσα διότι ούτε λόγω της πολυκαιρίας εξαφανίστηκε, ούτε αυξήθηκε λόγω των πηγών, που γεννούν τις αβύσσους, οι οποίες αναβλύζουν σ’ αυτή· διότι, αν η γη, η οποία έχει ένα ορισμένο βάθος, αναβλύζει τόσο μεγάλο πλήθος μεγάλων ποταμών και πηγών, τί λοιπόν να πούμε για το τόσο μεγάλο θαλάσσιο χάσμα, που συναγωνίζεται τα ύψη τ’ ουρανού με το βάθος του; Διότι είναι φανερό ότι η θάλασσα δέχεται όχι μόνο αναβλύσεις, που προέρχονται από την άβυσσο, αλλά και σε μερικούς τόπους, όπως μου φαίνεται, ο βυθός της είναι χωρίς πυθμένα, και είναι ενωμένη με την κατώτερη άβυσσο. Αλλά δεν αυξήθηκε από την πολυκαιρία, ώστε να σκεπάσει το πρόσωπο της γης. Σαν να είναι κλειδωμένη κι εμποδίζεται από κάποιο κλειδί, θα έλθει μέχρις αυτό το επίπεδο και δεν θα το ξεπεράσει, κι εμείς για δύο πολύ καλές και ωφέλιμες αιτίες τα λέμε όλ’ αυτά, πρώτο από τα δημιουργήματα να γνωρίσουμε τη σοφία και την ανεκλάλητη δύναμη του Δημιουργού και να φωνάξουμε μαζί με το Δαυίδ: «ως εμεγαλύνθη τα έργα σου Κύριε πάντα εν σοφία εποίησας» (Ψαλμ. ργ’, 24) και δεύτερο να ντραπούμε κι εμείς και να εννοήσουμε ότι η μεν άλογη και αναίσθητη φύση εξακολουθεί να παραμένει στην προσταγή του Θεού, «εθεμελίωσας», λέγει, «την γην και διαμένει τη διατάξει σου» (Ψαλμ. ριη’, 90-91), εμείς δε, που αποτελούμε τη λογική κτίση, αμαρτάνουμε διότι δεν υπακούσουμε στην προσταγή του Δημιουργού, ούτε Τον φοβόμαστε, ως Δεσπότη, ώστε να πει δικαίως και σε μας: «υιούς εγέννησα και ύψωσα, αυτοί δε με ηθέτησαν» (Ησ. α’, 2). Γι’ αυτό ας απομακρυνθούμε από την κακία κι ας προχωρήσουμε προς την αρετή, ώστε, όταν έλθει ο Δημιουργός ως κριτής, για να μας δικάσει, να μην εμφανισθούμε ενώπιον Του στιγματισμένοι με τις αμαρτίες, αλλά μάλλον δοξασμένοι με τις αρετές και συμπράττοντας με τους αγίους «εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών» (Ρωμ. στ’, 11).

Μου φαίνεται καλύτερο ν’ αναμείξω με το λόγο, σαν γλύκυσμα, και την αιτία, για την οποία προχωρήσαμε στη σύνταξη του βιβλίου αυτού· διότι έχει η διήγηση κάτι το χαριτωμένο και ωφέλιμο γι’ αυτούς, που δίνουν προσοχή, χάριν του οποίου μου φάνηκε καλό να φανερώσω, συν Θεώ, αυτό, που έχει διαφύγει την προσοχή. Τα πράγματα έχουν ως εξής: Όταν μ’ επισκέφθηκε κάποια θεία «ανατολή εξ ύψους» (Λουκ. α’, 78) με αποτέλεσμα να παραιτηθώ από τη ματαιότητα της ζωής και να κατευθύνω τα ταπεινά μου πόδια προς «τρίβους ευθείας» (Ψαλμ. κς’, 11) και εις «οδόν ειρήνης» (Ησ. νθ’, 8), δηλαδή προς το μοναχικό βίο, ξέφυγα λαθραία από τους γονείς μου και τους επτά μου αδελφούς, αρσενικούς και θηλυκούς, κι έφτασα σε κάποια ιερά μονή, στην οποία έτυχε ν’ ακούσω το ανάγνωσμα, που έλεγε:«Εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην» (Γεν. α’, 1), και τη συνέχεια, ακούοντας όλ’ αυτά, θαύμασα πάρα πολύ· διότι ούτε είχα προφθάσει ν’ ακούσω καμμιά φορά, τέτοια λόγια, επειδή ήμουν τόσο αμαθής, που δεν γνώριζα ούτε το άλφα, αν και ήμουν νέος, περίπου δεκαοκτώ ετών στην ηλικία. Τόσο είχα εκπλαγεί από τα λόγια αυτά «και η ψυχή μου ηγάπησεν αυτά οφόδρα» (Ψαλμ. ριη’, 168), ώστε έλεγα, μακάρι να διάβαζα κάθε μέρα αυτά τα αναγνώσματα και να τ’ ακούω καθημερινά, αν και δεν καταλάβαινα τίποτε από τη σημασία των λεγομένων εκτός από το «εν αρχή εποίησεν ο Θεός», «και είδεν ο Θεός, ότι καλά λίαν», τίποτε παραπάνω απ’ αυτά δεν καταλάβαινα, αλλ’ ούτε προτίμησα να πληροφορήσω κανένα για όλ’ αυτά.

Το θαυμαστό αυτό γεγονός το κρατούσα στον κρυφό χώρο της καρδιάς. Όταν από τους υπεύθυνους αποφασίστηκε να καλλιεργώ αμπέλια και ν’ αρχίσω να κάνω λίγα μαθήματα, φάνηκε καλό στο Θεό και σ’ εμένα να συνδεθώ με το ημερονύκτιο το συνηθισμένο στους μοναχούς, μέχρι να στερεωθώ στη μοναχική ζωή. Η θεία χάρις όμως μου χάρισε κάτι περισσότερο από τη σύνδεση αυτή, ώστε να μάθω τελείως ν’ απαγγέλλω απ’ έξω το Ψαλτήριο. Όταν πάλι μου έτυχε κάποια θεία επίσκεψη με αποτέλεσμα ν’ απομακρυνθώ από τους κοινοβιακούς θορύβους προς το λιμάνι της ησυχίας — είχε γίνει ήδη κι αυτό με την ευδοκία του Θεού— τότε λοιπόν, αφού βρήκα ευκαιρία για ερμητική ζωή και επειδή είχα διατηρήσει στη μνήμη μου τα προαναφερθέντα θεία λόγια, πριν από κάθε άλλο βιβλίο ζητούσα εκείνα τα προφητικά λόγια, τα οποία, αφού τα διάβασα, αποστήθισα, συν Θεώ, με πόθο το περιεχόμενό τους, όχι μόνο την εξαήμερη δημιουργία του κόσμου, αλλά κι αυτά, που αναφέρονται στον παράδεισο, και την παράβαση, και τον κατακλυσμό, και την κατασκευή του πύργου της Βαβέλ, μέχρι και του φιλόθεου Αβραάμ, και θεωρούσα πολύ θαυμαστά τα θεία λόγια του βιβλίου αυτού. Βρήκα επίσης και την «Εξαήμερο» του θείου Χρυσοστόμου και ποθούσα να βρω και την «Εξαήμερο» του Μεγάλου Βασιλείου και δεν την βρήκα. Σαν πέρασαν τριάντα εφτά χρόνια, αφού παρακινήθηκα και πάλι από την ανάγκη περισσότερης ησυχίας και κατοίκησα στη «Νέα Σιών», πάλι ζητούσα με επιμέλεια να διαβάσω την «Εξαήμερο» του Μεγάλου Βασιλείου και, όταν την αναζήτησα, δεν τη βρήκα στα μοναστήρια των δύο επισκοπών Πάφου και Αρσινόης και φυσικά λυπόμουνα. Σαν ήλθαν ήδη οι άγιες ημέρες της άμωμης νηστείας, άρχισε ο νους μου να σκέφτεται τα σχετικά με την εξαήμερο, επειδή είχε στο στόμα του τα λόγια της. Και μετά από μερικές μέρες με πρόσταξε ο λογισμός ν’ αρχίσω να γράφω. Κι εγώ σκέφτηκα πως αυτό είναι απάτη, το να τολμά δηλαδή κανείς τα ανέφικτα. Ο λογισμός ισχυριζόταν ότι θα είναι σύντομος και υποσχόταν να μιλά λακωνικά, κι’ επειδή ούτε ο λογισμός σταματούσε από του να μ’ ενοχλεί, πείθομαι με άλλο τρόπο και παίρνω χαρτί, για να γράψω πέντε ή έξι γραμμές και να ικανοποιήσω την ένταση του λογισμού και να σταματήσω. Όταν όμως άρχισα, ούτε ο ειρμός του λόγου είχε διακοπή, ούτ’ εγώ άφησα τον κάλαμο, μέχρις ότου συμπληρώθηκε, συν Θεώ, ο πρώτος Λόγος,

Επειδή λοιπόν και πάλι με έσπρωχνε προθυμία για τα γράψιμο δεύτερου Λόγου, ενώ εγώ ήμουνα διατακτικός για το εγχείρημα αυτό, εκλιπαρούσα με δάκρυα τη θεία εύνοια, ώστε να μην επιτρέψει να πλανηθεί ο νους μου μακριά από το σωστό νόημα της θεόπνευστης Γραφής, αλλά να φωτιστεί με εκείνη τη θεοπνευστία, με την οποία μιλούσε και ο μέγας εκείνος Μωυσής.

Έπειτα είδα σε όραμα κατά τη νύκτα εκείνη ότι είχα πιάσει στα χέρια μου παλαιό χάρτινο γραμμένο βιβλίο, στο οποίο υπήρχε και κάποιο άγραφο τμήμα, κι άρχισα να γράφω στο άγραφο τμήμα, περιγράφοντας τα γεγονότα της εξαημέρου. Κι ενώ έγραφα, δεν ξέρω με ποιό τρόπο, κάποιος, αφού έφερε ένα μεγάλο και πολύ ευπρεπές βιβλίο, τοποθέτησε στο πλάι μου κι ένα μανουάλι με αναμμένη λαμπάδα πάνω στο βιβλίο αυτό. Σαν είδα το βιβλίο χάρηκα και είπα πως αυτό το βιβλίο, όπως φαίνεται, είναι του Θεολόγου και διερωτήθηκα πότε θα βρω ευκαιρία να το διαβάσω. Και αφού ξύπνησα, αμέσως είπα ότι το χαρτί είναι κάποια θεία επίσκεψη και όχι απάτη του απατεώνας εχθρού και έχει σκοπό να με διδάξει να συμπληρώσω το έργο αυτό.

Τη διήγηση αυτή την αφηγήθηκα περιληπτικά όχι χάριν φιλοδοξίας, αλλά χάριν ωφελείας και για να δοξασθεί ο Θεός. Σκοπός μου είναι να δοξάσετε μαζί μου οι ακροατές το Θεό, του οποίου το έλεος είθε να είναι μαζί με όλους σας. Σ’ αυτόν τον Τρισάγιο Θεό ανήκει η δόξα αιωνίως. Αμήν.

 

Απόδοση: ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ Θεολόγος, Εκπαιδευτικός