Ο ρόλος της αγωγής στην προεπαναστατική προετοιμασία του Γένους

27 Ιανουαρίου 2018

Η αγωγή (σχολική, στρατιωτική, αθλητική, θρησκευτική), ως μέσο πραγμάτωσης του προεπαναστατικού αλυτρωτισμού των Ελλήνων

Περίληψη

Η Ανάσταση-Λαμπρή, τα πανηγύρια και οι αθλητικοί αγώνες, πέρα από το γεγονός ότι ήταν κυρίαρχα πατροπαράδοτα θρησκευτικά, πολιτιστικά και αθλητικά στοιχεία των κλεφταρματολών και γενικότερα των Ελλήνων είχαν κατά τους προεπαναστατικούς χρόνους και μια σημαντική αλληγορική σημασία, αφού το υπόδουλο Γένος τα ταύτιζε με τον αγώνα και τη χαρά για την απελευθέρωσή του. Η σωματική ρώμη, τα πολεμικά παιχνίδια, η αντοχή, το θάρρος, η σκληραγώγηση και η τήρηση των πατροπαράδοτων ηθών και εθίμων αποτελούσαν τα βασικά στοιχεία της αγωγής των παιδιών, αφού πίστευαν ότι κυρίως με αυτά τα μέσα θα πετύχαιναν την εθνική τους αναγέννηση και ανεξαρτησία.

Σκοπός της εργασίας αυτής ήταν να μελετηθούν, να καταγραφούν και να αναδειχθούν τα εκπαιδευτικά, πολιτιστικά, αθλητικά και στρατιωτικά στοιχεία, τα οποία χρησιμοποίησαν οι αλύτρωτοι Έλληνες ως μέσα για την απελευθέρωσή τους.

Λέξεις κλειδιά: Κλεφταρματολοί, Ανάσταση, απελευθέρωση, σωματική άσκηση, Ολυμπιακοί Αγώνες, αγωγή, πολεμικά παιχνίδια, ήθη και έθιμα.

 

Μέθοδος

Η παρούσα μελέτη επιχειρεί να συνδέσει τη σχολική, στρατιωτική, αθλητική και θρησκευτική αγωγή των προεπαναστατικών Ελλήνων με το αλυτρωτικό όραμα. Η μέθοδος που χρησιμοποιείται είναι αυτή του πεδίου αναζήτησης, ενώ η συλλογή των δεδομένων έγινε με βάση την αρχειακή ιστορική έρευνα. Ο συγγραφέας επικεντρώθηκε κυρίως στις συνήθειες των κλεφταρματολών, αλλά και στη στρατιωτική, αθλητική και εθνοκεντρική αγωγή των παιδιών. Επίσης γίνεται προσπάθεια να ερμηνευτεί η αλληγορική σημασία και αξία πολλών ηθών και εθίμων, αλλά και η ανάδειξη της προσφοράς των απόδημων Ελλήνων λογίων στη Δύση.

Προκειμένου να δοθούν σωστές και αντικειμενικής απαντήσεις πραγματοποιήθηκε συνοπτική αναφορά στο κλίμα της εποχής και στο ιδεολογικό υπόβαθρο του προεπαναστατικού Ελληνισμού.

Πολλές από τις πηγές που χρησιμοποιήθηκαν είναι πρωτογενείς, όπου διατυπώνουν τις απόψεις και μας δίνουν πληροφορίες αυτόπτες μάρτυρες, ενώ παρατίθενται και απόψεις έγκυρων σύγχρονων συγγραφέων.

Με ειδικά θέματα που αφορούν τους κλεφταρματολούς, την αγωγή των προεπαναστατικών Ρωμιών και τους Διαφωτιστές του Γένους ασχολήθηκαν αρκετοί Έλληνες και ξένοι συγγραφείς, κάποιοι εκ των οποίων παρατίθενται[1].

Η σωματική ρώμη και τα πατροπαράδοτα ήθη και έθιμα των κλεφταρματολών αποτέλεσαν την κινητήριο δύναμη του απελευθερωτικού αγώνα

Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης πολλοί Έλληνες κατέφυγαν στα βουνά και σε απρόσιτα μέρη, όπου στη συνέχεια ζούσαν και δραστηριοποιούνταν σε μικρές ή μεγαλύτερες κοινωνίες. Εκεί, σύμφωνα και με τον Κοσμά τον Αιτωλό, το δούλο Γένος εναπόθεσε τις ελπίδες, αφού εκεί έμελλε να σωθεί, να συντηρηθεί και να κρατήσει την ιδέα της ελευθερίας[2].

Κάποιοι νέοι που δεν μπορούσαν να αντέξουν άλλο το ζυγό των Οθωμανών, έχοντας βαθιά πίστη στις αξίες της φυλής (πίστη στο θεό, ελευθερία, ισονομία) έβγαιναν στην παρανομία «στο κλαρί», δηλαδή αντάρτες στα βουνά και τα απρόσιτα μέρη. Για να αντεπεξέλθουν στις ακραίες συνθήκες διαβίωσης, αλλά και να είναι ετοιμοπόλεμοι, εκπαιδεύονταν σκληρά και πολύπλευρα για κάθε περίπτωση.

Ιδιαίτερα από τα μέσα του 18ου αιώνα και μετά αυτοί οι κλέφτες, αλλά και οι αρματολοί έδιναν στους Ρωμιούς «κρυφή ελπίδα για καλύτερη ζωή», λευτεριά και αυτοδιάθεση[3].

Στις απομονωμένες κοινωνίες των Ρωμιών, δεν έλειπαν και οι διάφορες κοινωνικές εκδηλώσεις, όπως οι γάμοι, τα πανηγύρια και οι διάφορες χριστιανικές γιορτές. Με την ευκαιρία αυτών των εκδηλώσεων λάμβαναν χώρα και πατροπαράδοτοι χοροί, λαϊκά παιχνίδια, και διάφορα αγωνίσματα. Ως τόπος διεξαγωγής αυτών αναφέρονται οι αυλές ή ο περίγυρος των εκκλησιών, οι βρύσες, τα «μαρμαρένια» αλώνια, τα λαγκάδια, ακόμη και τα λημέρια των κλεφτών[4].

Τις περισσότερες φορές η αφορμή για όλα αυτά δινόταν από ένα θρησκευτικό γεγονός, αφού κυρίως αυτό ένωνε τους Ρωμιούς.

Σε ψηλό βουνό σε χαμηλό λαγκάδι

πήγε να κάνει τη λαμπρή και το Χριστός Ανέστη,

να ψήσει το σφαχτάρι του, κόκκι’ αυγό να φάει,

και να χορέψουν τα παιδιά, να ρίξουν στο σημάδι…»[5].

Σήμερα ν’ Δήμο Πασχαλιά, σήμερα ν’ πανηγύρι

τα παλικάρια χαίρονται και ρίχνουν στο σημάδι…»[6].

Η Ανάσταση-Λαμπρή, το πανηγύρι και οι αθλητικοί αγώνες, πέρα από το γεγονός ότι ήταν κυρίαρχα πατροπαράδοτα θρησκευτικά, πολιτιστικά και αθλητικά στοιχεία του Ελληνισμού, είχαν την εποχή αυτή και μια σημαντική αλληγορική σημασία, αφού το υπόδουλο Γένος τα ταύτιζε με τον αγώνα, αλλά και τη χαρά για την απελευθέρωσή του.

Όπως προαναφέρθηκε, στα απρόσιτα βουνά και στην άγρια φύση, κατέφυγαν, οργανώθηκαν, εκπαιδεύτηκαν και δραστηριοποιήθηκαν και οι απελευθερωτές του Γένους, δηλαδή οι κεφταρματολοί[7].

Σε όλα σχεδόν τα δημοτικά τραγούδια η αγάπη των λαϊκών αυτών ηρώων για την ελευθερία, την πατρίδα, τη θρησκεία και τα πατροπαράδοτα αγωνίσματα κυριαρχούν. Μάλιστα η σωματική τους ρώμη και οι αθλητικές τους επιδόσεις μυθοποιούνται και μεγιστοποιούνται τόσο πολύ από τον απλό λαό, ώστε να «παρομοιάζονται με την ορμή και τη βία των άγριων και ήμερων ζώων, με την ταχύτητα του σταυραετού, αλλά και με την αδάμαστη δύναμη των φυσικών φαινομένων»[8].

Στο γλάκιο πιαν’ ο νιος λαγό, στον πήδο πιαν’ αγρίμι,

την πέρδικα την πλουμιστή οπίσω την αφήνει…»[9].

Πέταγε σαν αετός και σαν λαγός περπάτει…»[10].

Τα όρη εδασκέλιζε, βουνού κορφές επήδα,

στο βίτσισμα ‘πιανε πουλιά, στο πέταγμα γεράκια

στο γλάκιο και στο πήδημα τα ‘λάφια και τ’ αγρίμια…»[11].

Η παράδοση αναφέρει ότι ο Οδυσσέας Ανδρούτσος έτρεξε σε ανηφόρα με το άλογο του Αλή Πασά, το οποίο «έσκασε» από την υπερκόπωση και έτσι κέρδισε το στοίχημα[12]. Επίσης ο Κατσαντώνης έμεινε στην ιστορία για τις ιδιαίτερες αλτικές του ικανότητες, ενώ ο Νικοτσάρας πηδούσε επτά άλογα στη σειρά (κατά μέτωπο) και παράβγαινε στο τρέξιμο με το πιο γρήγορο απ’ αυτά[13].

Για την αντοχή και το χαρακτήρα των προεπαναστατικών κλεφτών ο Ανώνυμος το 1806, μεταξύ άλλων σημειώνει: «Αυτοί οι ήρωες (κλέφτες) πολλάκις, απαντώντες εχθρούς, δια να λάβωσι με την νίκην τα όσα τους είναι αναγκαία, ζώσι δυο και τρεις ημέρας με νερόν και χόρτα, και ούτως δεν ενοχλούσι τους χωριάτας εις το ουδέν…..Είναι άξιον θαυμασμού. Οπού ένας από αυτούς τους ήρωας με μόνον δέκα έξι συντρόφους εφυλάχθη πολλούς χρόνους ελεύθερος εις μέρη του Ξηρομερίου, και συνεκρότησεν μυρίους πολέμους εναντίον πολλών εκατοντάδων εχθρών»[14].

Ο Μακρυγιάννης, που ήταν και ο ίδιος προεπαναστατικός κλέφτης γράφει[15]: «… ήταν αετοί στα ποδάρια και λιοντάρια στην καρδιά».

Τα κυριότερα αγωνίσματα που καλλιεργούσαν οι κλεφταρματολοί ήταν το σημάδι, η ιππασία και περίπου όλα αυτά του αρχαίου πεντάθλου, εκτός του ακοντίου (πάλη, άλμα, δρόμος, λιθάρι)[16].

Οι σημαντικότερες αρετές των κλεφταρματολών ήταν η πολεμική τέχνη, η σωματική ρώμη και η υπεροχή στα λαϊκά παιχνίδια και τους χορούς. Με άλλα λόγια είχαν τη λεγόμενη «Λεβεντιά». Όλα αυτά δεν θα είχαν ιδιαίτερη αξία, κυρίως συναισθηματική και ηθική, εάν οι κλεφταρματολοί δεν είχαν την αγάπη για την πατρίδα, τις θρησκευτικές παραδόσεις και γενικότερα την τήρηση των αξιών του Γένους.

«Το σέβας των (των Ελλήνων) προς τους γέροντας και η αγάπη των δια την δόξαν είναι ομοίαι με των Σπαρτιατών. Είναι λίαν εύστροφοι , αγαπούσι κατά πολλά να επιχειρίζονται κάθε δύσκολον υπόθεσιν, και είναι περισσότερο ριψοκίνδυνοι, παρά δειλοί……», σημειώνει ο «Ανώνυμος του Έλληνος»[17].

Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση ένας προεπαναστατικός κλέφτης έπρεπε να έχει τέτοια αντοχή και ταχύτητα, ώστε σε μια νύχτα να μπορεί να περιδιαβεί 42 χωριά. Να σημειωθεί ότι μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, την εποχή που η ελληνική ύπαιθρος μαστιζόταν ακόμη από τους κλέφτες-ληστές της υπαίθρου, ο λαός πίστευε ότι ένας τέτοιος κλέφτης έπρεπε να έχει τεράστιες ψυχοσωματικές αντοχές για να ανταποκριθεί στις ακραίες συνθήκες διαβίωσης και δράσης[18].

Η πάλη, το άλμα, ο δρόμος, η άρση ανθρώπου με ένα χέρι, ή «μακριά γαϊδούρα» η «καμήλα» κ.α., είχαν επικρατήσει, ως πατροπαράδοτα παιχνίδια-αγώνες και μεταξύ των τσοπάνηδων, μέχρι το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, ως μέσα διασκέδασης, αλλά και απόκτησης σωματικής ρώμης και επιδεξιότητας[19].

Οι λαϊκοί αγώνες, οι χοροί και τα πανηγύρια των σκλαβωμένων Ρωμιών ήταν συνυφασμένα- όσο αυτό το επέτρεπαν οι περιστάσεις- με τους τοπικούς Αγίους και τις θρησκευτικές γιορτές. Άλλωστε είναι γνωστό ότι η αρχαιοελληνικοί αθλητικοί αγώνες που τελούνταν κοντά στα ιερά του 12θεου, μεταφέρθηκαν στις αυλές των ορθόδοξων ναών απαλλαγμένοι όμως από τα παγανιστικά στοιχεία[20].

«Στον Αι Λιά στον πλάτανο, που ’ναι μια κρύα βρύση,

πόχουν οι κλέφτες μάζωξη, πόχουν το συναγώγι (αγώνες)»[21].

«Στ’ Αι Γιώργη τον πλάτανο γίνεται πανηγύρι

τέσσερα μόδια είν’ ο χορός και δεκαπέντε ο τόπος…»[22].

Η λαϊκή μούσα θέλει τους κλεφταρματολούς τόσο γενναίους αγωνιστές-παλαιστές, ώστε να τα βάζουν ακόμη και με το χάρο, προκειμένου να μη του παραδώσουν την ψυχή:

«Λεβέντη μ’ έστειλε ο θεός να πάρω την ψυχή σου.

Χωρίς ανάγκη κι αρρωστιά ψυχή δεν παραδίδω,

Μον’ έβγα να παλέψουμε σε μαρμαρένιο αλώνι…»[23].

Όπως τόσα άλλα, έτσι και τα παραπάνω δύστυχα είχαν για τους Ρωμιούς- ιδιαίτερα για την διαπαιδαγώγηση των παιδιών και νέων- και την αλληγορική τους σημασία. Δηλαδή, όποιος και εάν είναι αυτός που επιβουλεύεται τη σωματική μας ακεραιότητα και τα ιερά και όσια του Γένους, όχι μόνο δεν καταθέτουμε τα όπλα, αλλά παλεύουμε, έχοντας πίστη στο θεό και εμπιστοσύνη στις δυνάμεις μας. Με άλλα λόγια, αφού δεν παραδινόμαστε στον ίδιο τον χάρο, γιατί να παραδοθούμε στην Τουρκιά;

Τέλος για τη σχέση των Ρωμιών με τα άρματα, την πολεμική και κυνηγητική τέχνη ο «Ανώνυμος του Έλληνος» στην «Ελληνική Νομαρχία» σημειώνει, μεταξύ άλλων[24]: «Όλοι οι Έλληνες, και μάλιστα οι χωρικοί, έχουσι μεγαλωτάτην κλίσιν εις τα άρματα. Σχεδόν καθείς απ’ αυτούς έχει δυο και τρία άρματα και είναι αξιοθαύμαστοι κυνηγοί…».

Η καλλιέργεια αξιών μέσα από το παιχνίδι και τα ήθη και έθιμα.

Άμεση και έμμεση προετοιμασία των παιδιών για το αλυτρωτικό όραμα

Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας, το παιχνίδι, ο χορός και οι αγωνιστικές δραστηριότητες στη φύση, αποτελούσαν το σημαντικότερο μέρος του ελεύθερου χρόνου των παιδιών. Βέβαια την εποχή αυτή τα παιδιά της υπαίθρου, ανάλογα με την ηλικία τους, συμμετείχαν και στις διάφορες γεωργοκτηνοτροφικές δουλειές των γονέων[25].

Όπως προαναφέρθηκε, τα κυριότερα μέσα που διέθεταν οι Έλληνες για την εθνική τους αναγέννηση και την απελευθέρωση ήταν η πίστη στη θρησκεία τους, στις πατροπαράδοτες αξίες του Γένους, αλλά και στη σωματική ρώμη και γενικά στις πολεμικές αρετές[26]. Ο λαός θεωρούσε τους κλεφταρματολούς λαϊκούς ήρωες, άξιους πολεμιστές, αλλά και γνήσιους αθλητές, στα πρότυπα των ομηρικών ηρώων και των Σπαρτιατών. Γι’ αυτό στην εκπαίδευση των παιδιών έθεταν σε προτεραιότητα τη σωματική ρώμη, την αντοχή, τη σκληραγώγηση και τη διατήρηση των πατροπαράδοτων αξιών. Αλλά και αυτοί, οι πολύ λίγοι, που έστρεφαν τα παιδιά τους στα γράμματα και στις τέχνες πίστευαν ότι και μέσα από αυτόν τον χώρο θα φανούν ιδιαίτερα χρήσιμοι στην πατρίδα.

Για την ανατροφή, τις συνήθειες και τη γενικότερη αγωγή των προεπαναστατικών παιδιών του σκλαβωμένου Γένους, αρκετές πληροφορίες μας δίνει με τα παρακάτω και ο «Ανώνυμος του Έλληνος»[27]: «…Το μικρόν παιδάριον ενός ήρωος Σουλιώτου, όπου ο τύραννος Αλή ως αιχμάλωτον εφύλαττε εις την Μητρόπολην των Ιωαννίνων μαζί με τη μητέρα του και αδελφάς του, δεν υπόφερνε τοιαύτην φυλακήν, και αλλέως δεν ημπόρεσαν να το ημερώσουν, παρά δίδοντας του τα πολεμικά άρματα, με τα οποία παίζοντας ησύχασεν».

Σχετική με τα παραπάνω είναι και η άποψη της Μαυρομάτη, η οποία σημειώνει[28]: «Οι νέοι Σουλιώτες γυμνάζονταν στα όπλα από πολύ μικροί. Δεν είχαν σχολεία και δεν μάθαιναν γράμματα…».

Να σημειωθεί ότι πολλές φορές ήδη στην ηλικία των 14-18 χρονών τα παιδιά ακολουθούσαν «στο κλαρί» τους κλεφταρματολούς, κάτι που τους γέμιζε υπερηφάνεια, τόσο τους γονείς τους, όσο και τους ίδιους. Η λαϊκή μούσα τραγούδησε και ύμνησε τα λεγόμενα «κλεφτόπουλα», τα οποία επίσης θαυμάστηκαν και μυθοποιήθηκαν από το λαό. «Κώστα ο γιος μεγάλωσε, τρέχει στα δεκαπέντε ζητά στον πόλεμο ναρθεί...».

Το παρακάτω δίστιχο μας παραπέμπει στη μάνα Σπαρτιάτισσα, που το όνειρό της ήταν να δει το παιδί της άξιο πολεμιστή και υπερασπιστή της πατρίδας: «Παιδί μου πότε να σε δω να γένεις παλικάρι, να σέρνεις εις τον ώμο σου, ντουφέκι, καριοφίλι, κουμπούρια εις τη μέση σου, σπαθί τουρκοβαμμένο, να πάρεις ράχες και βουνά, δρόμους και μονοπάτια».

Το επόμενο δύστυχο μας θυμίζει το ανυπότακτο του νέου Έλληνα, ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της ελληνικής φυλής από την εποχή του Ομήρου μέχρι τη σύγχρονη εποχή: «Μάνα σου λέγω δε μπορώ τους Τούρκους να δουλεύω, δεν ημπορώ, δε δύναμαι, θα πα να γίνω κλέφτης…» [29]. Η παρακάτω περιγραφή του «Ανώνυμου του Έλληνος» για τα πολεμικά παιχνίδια, την αντοχή και την ιδιαίτερη σκληρότητα των παιδιών των Ρωμιών αποτελεί επίσης μια σημαντική πηγή πληροφόρησης και ενημέρωσης για τις συνήθειες και τη γενικότερη αγωγή της εποχής[30]:

«Όποιος παρατηρήση τα παιχνίδια των παίδων και νέων εις την Ελλάδα, ευκόλως ημπορεί να εννοήση το ηρωικόν πνεύμα των, ωσάν όπου η τύχη δεν έχει το παραμικρόν μέρος εις αυτά, αλλά μόνον η ανδρεία, και μάλλον η αγχίνοια.

Προς τούτοις τα παιδάρια συγκροτούν πολέμους αναμεταξύ των, τόσον εις όλα τα χωρία σχεδόν, καθώς και εις διαφόρους πόλεις  (εις τας οποίας των Οθωμανών τα παιδιά είναι δια παραπλήρωσιν και φεύγουν τα πρώτα εις την παραμικράν στενοχώριαν). Τα άρματά των είναι τόσα ξύλα, και πολλάκις μεταχειρίζονται και πέτρας. Τόσον τακτικά και στοχαστικά διαυθεντεύονται και πολεμούσι, οπού είναι όντως άξια θαυμασμού.

Πολλάκις ο πόλεμος και η αδιάκοπος συγκρότησης βαστά έως τρείς ώρας. Φυλάτουσι με πάσα ακρίβεια τους πολεμικούς τους νόμους, και εάν κανένας δεν υπακούση ευθύς οι λοιποί τον εκβάλλουν από τον κατάλογον των πολεμούντων. Υποδέχονται τους αιχμαλώτους με κάθε καλοσύνην, αγκαλιά και να τους παρηγορούσι ειρωνικώς».

Σε τέτοια σκληρά παιχνίδια δεν είχαν καμία θέση δειλοί, αδύνατοι, αδέξιοι και «κιοτήδες». Οι συμμετέχοντες προτιμούσαν να τραυματιστούν άσχημα ή να κακοποιηθούν από τους αντιπάλους, παρά να παραδοθούν και να δείξουν αδυναμία ή δειλία.

Είναι αυτονόητο ότι πολλές από τις παιδικές αυτές δραστηριότητες-παιχνίδια, τις χρησιμοποιούσαν αργότερα στον πόλεμο. Μερικά από τα παιχνίδια, όπως «Σκλάβοι και Απελευθερωτές», «Τούρκοι και Έλληνες» με τα οποία μεγάλωσαν τα παιδιά της επαρχίας, μέχρι και τη δεκαετία του 1970, είναι παρόμοια με τα παραπάνω[31].

Αξιοσημείωτη είναι και η παρακάτω πληροφορία του Finlay για την ηρωική συμμετοχή- στάση των παιδιών στην πολιορκία του Μεσολογγίου: «Σχεδόν όλα τα παιδιά είχαν στα ζωνάρια τους γεμάτες πιστόλες και είχαν μάθει κιόλας να τις μεταχειρίζονται»[32].

Τα παιδιά και οι νέοι έπαιρναν τα πολεμικά παιχνίδια τόσο σοβαρά, ώστε, σύμφωνα με τον «Ανώνυμο του Έλληνος» κάποιες φορές υπήρξαν και θάνατοι[33]: «Αυταί αι γυμνάσεις ακολουθούν εις τας εορτάς, και πάντοτε κρυφίως, επειδή ο Οθωμανός κυβερνήτης δεν τους το συγχωρεί ή από αμάθειαν ή από φθόνον. Πολλάκις ακολουθεί και θάνατος εις αυτάς τας γυμνάσεις. Μ’ όλον τούτον η φυσική κλίσης εις τα άρματα δεν ψηφεί ούτε φοβερισμούς, ούτε κίνδυνον, και σχεδόν εις όλην την Ελλάδα ευρίσκεται αυτή η συνήθεια».

Στα παραπάνω πολεμικά παιχνίδια και στις αξίες που ενσαρκώνονται μέσα από αυτά μας παραπέμπει και το παλιό πρωτοχρονιάτικο έθιμο του καρναβαλιού κάποιων παρολύμπιων Κεφαλοχωρίων[34]: Σύμφωνα με το έθιμο οι νέοι που ντυνόταν καρναβάλια (Αράπηδες) έπρεπε να ήταν δυνατοί, γρήγοροι και τολμηροί. Φορούσαν βαριά δέρματα οικόσιτων και άγριων ζώων, φοβερές δερμάτινες προσωπίδες, ενώ κουβαλούσαν και μεγάλα κουδούνια. Αν τύχαινε να συναντηθούν με άλλα καρναβάλια έπρεπε οι πιο αδύνατοι να υποκύψουν και να φιλήσουν το σπαθί των πιο δυνατών, ως ένδειξη υποταγής.

Πολλές φορές καμία από τις ομάδες ή τα μεμονωμένα καρναβάλια δεν υπέκυπτε και έτσι επακολουθούσε πάλη με άσχημα κάποιες φορές αποτελέσματα.

Διαπιστώνεται ότι τα νέα παλικάρια προτιμούσαν την πάλη και τη σύγκρουση μέχρι τελικής πτώσης, παρά το φίλημα του σπαθιού, αφού αυτό θα σήμαινε προσωπική και ομαδική αδυναμία, δειλία, υποταγή και ατίμωση του χωριού τους[35].

Ας σημειωθεί ότι την παραμονή της Πρωτοχρονιάς το σπαθί το τοποθετούσαν στο εικόνισμα και την άλλη μέρα το έδινε στο καρναβάλι η γιαγιά ή η μάνα, λέγοντάς του κάποιες ευχές. Είναι φανερό ότι στα παγανιστικά- διονυσιακά κατάλοιπα του καρναβαλιού εισέρχεται το χριστιανικό εικόνισμα και η χριστιανή μάνα, η οποία ως άλλη Σπαρτιάτισσα του λέει περίπου το γνωστό «ή τάν, ή επί τάς». Επομένως το καρναβάλι είχε και αλληγορική σημασία, αφού ήταν η ενσάρκωση του ήρωα, του αθλητή, του πολεμιστή, αλλά και του υπερασπιστή των ιερών και των οσίων του Γένους.

Όλα αυτά τα σκληρά πολεμικά παιχνίδια (ήθη και έθιμα) και η αθλητική αγωγή των σκλαβωμένων παιδιών, μας παραπέμπουν στη σπαρτιατική αγωγή και ιδιαίτερα στη «Μάχη του Πλατανιστά», η οποία με λίγα λόγια διεξάγονταν ως εξής[36]:

Δυο ομάδες νέων έμπαιναν από διαφορετικές γέφυρες σε ένα μικρό νησί, το οποίο βρισκόταν σε ποτάμι και ήταν γεμάτο από πλατάνια. Η μία έφερε το όνομα του Λυκούργου και η άλλη του Ηρακλή. Μόλις συναντιόντουσαν έπεφτε η μια επάνω στην άλλη με ιδιαίτερη σκληρότητα, ενώ προσπαθούσαν με οποιοδήποτε τρόπο να ρίξει η μία την άλλη στο ποτάμι. Το μόνο παρήγορο σε αυτό το άγριο πολεμικό παιχνίδι ήταν ότι οι νέοι δεν έφεραν όπλα[37].

Οι Δάσκαλοι του Γένους που ζούσαν στη Δύση διαπαιδαγώγησαν και αφύπνισαν με τα συγγράμματά τους  τον προεπαναστατικό αλύτρωτο  Ελληνισμό

Οι λεγόμενοι Δάσκαλοι- Φωτιστές του Γένους που ζούσαν και δραστηριοποιούνταν στις διάφορες ελληνικές παροικίες της Δύσης συνέβαλαν καθοριστικά στη διαπαιδαγώγηση και αφύπνιση των αλύτρωτων αδελφών της οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Αυτό επιτεύχθηκε με τη διδασκαλία και την έκδοση βιβλίων και περιοδικών που ήταν επηρεασμένα από τον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό, αλλά και με τις διασυνδέσεις που είχαν με τους κατά τόπους άρχοντες της Δύσης[38]. Αυτή η επιστροφή στους Έλληνες των γνώσεων, που πριν αιώνες είχαν πάρει οι Δυτικοί από τους προπάτορές τους (αρχαίους Έλληνες) έμεινε στην ιστορία ως «Μετακένωση»[39].

 Οι Διαφωτιστές στράφηκαν κυρίως στην καλλιέργεια της αυτοσυνειδησίας των Ελλήνων, αλλά και τη σύνδεσή τους με τον πολιτισμό των αρχαίων προπατόρων τους. Κυρίαρχη άποψή τους ήταν ότι οι Έλληνες έπρεπε πρώτα να ανυψωθούν πνευματικά για να μπορέσουν στη συνέχεια να αποκτήσουν την πολιτική ανεξαρτησία[40]. Τα θέματα που τους απασχολούσαν ήταν κυρίως εθνικά, πολιτιστικά, θρησκευτικά, στρατιωτικά, αθλητικά, επιστημονικά  και ιστορικά.

Ενδεικτικά παρατίθενται στη συνέχεια κάποιες απόψεις του Ρήγα, του Κοραή και του Κούμα, που έχουν σχέση με τη στρατιωτική και την αθλητική αγωγή των παιδιών και των νέων.

Στο σύνταγμά του ο πρώτος πρότεινε και στρατιωτική εκπαίδευση για να καταστούν τα Ελληνόπουλα ετοιμοπόλεμα και άξια για την υπεράσπιση της πατρίδας, όμως ισάξια και ισότιμα άρρενες και θήλεις, τόσο στην εκπαίδευση όσο και στις αμυντικές υποχρεώσεις. «Όλοι οι Έλληνες είναι στρατιώται, όλοι πρέπει να γυμνάζονται εις τα άρματα και να ρείχνουν εις το σημάδι. Όλοι πρέπει να μανθάνουν την τακτικήν, ως και αι Ελληνίδες βαστούν μιζράκια (τόξα) εις το χέρι, αν δεν είναι επιτείδιαι εις το τουφέκι…»[41].

  Επίσης, ο Ρήγας προσπάθησε να διαπαιδαγωγήσει και να προετοιμάσει το Γένος αθλητικά και πολιτιστικά, προβάλλοντας τον αρχαιοελληνικό θεσμό των Ολυμπιακών Αγώνων[42], αλλά και τους άλλους πανελλήνιους αγώνες, αφού σκοπός του ήταν «να διαφωτίσει τους Έλληνες περί του ποιοι ήσαν άλλοτε και ποιοι είναι σήμερα»[43].

Η προσφορά  του πολυγραφότατου και πολύγλωσσου Αδαμάντιου Κοραή  (1748-1833), στην επιστήμη και κυρίως στη διαφώτιση και τη διαπαιδαγώγηση του Γένους είναι πανελληνίως γνωστή[44]. Άγνωστο όμως είναι στον πολύ κόσμο ότι ο Κοραής που είχε και ασθενική κράση, παραθέτει, προβάλει και συνιστά σε αρκετά γραπτά τη σωματική άσκηση και τη δίαιτα για άνδρες και γυναίκες[45].

Το 1819 ο Κούμας Κων. (1777-1836), δημοσιεύει στο περιοδικό «Ερμής ο Λόγιος» άρθρο με τίτλο «Παιδαγωγία ή περί παιδείας και σχολείων», όπου προβάλει την ισόρροπη ψυχική, πνευματική και σωματική αγωγή των παιδιών και των νέων[46].

Ας σημειωθεί ότι το παραπάνω περιοδικό, το οποίο εκδιδόταν στη Βιέννη, από το 1811 έως το 1821 ήταν το σημαντικότερο ελληνόγλωσσο, όπου έγραφαν διαπρεπείς Έλληνες διανοούμενοι. Δημοσιεύονταν θέματα παιδαγωγικού, φιλολογικού, φιλοσοφικού, μαθηματικού κτλ. ενδιαφέροντος, αλλά και θέματα που αφορούσαν άμεσα τους αλύτρωτους Έλληνες της τουρκοκρατίας και της διασποράς. Σε πολυάριθμα τεύχη δημοσιεύθηκαν και θέματα που είχαν σχέση με τους αρχαίους αγώνες -ιδιαίτερα τους Ολυμπιακούς- τη γυμναστική των αρχαίων, αλλά και τα οφέλη που προκύπτουν γενικότερα από τη σωματική άσκηση και τη σωστή ανατροφή των παιδιών[47].

Συμπέρασμα

Η Ανάσταση- Λαμπρή, τα πανηγύρια και οι αθλητικοί αγώνες ήταν κυρίαρχα πατροπαράδοτα θρησκευτικά, πολιτιστικά και αθλητικά στοιχεία των προεπαναστατικών Ρωμιών, αλλά και αλληγορικά στοιχεία, τα οποία ταύτιζαν με τον αγώνα για την ελευθερία.

Η σωματική ρώμη, τα πολεμικά παιχνίδια, το θάρρος, η σκληραγώγηση και η τήρηση των πατροπαράδοτων ηθών και εθίμων αποτελούσαν τα βασικά στοιχεία της αγωγής των παιδιών, αλλά και τα κυριότερα μέσα για την εθνική τους αναγέννηση και λύτρωση.

Οι φωτιστές του Γένους και κυρίως ο Ρήγας, ο Κοραής, ο Κούμας και το περιοδικό «Ερμής ο Λόγιος» ενισχύουν και προβάλλουν όλα τα παραπάνω στοιχεία, αφού και αυτοί πίστευαν ότι το Γένος και κυρίως τα παιδιά και οι νέοι, πέρα από την πνευματική ανόρθωση, χρειαζόταν ένα ηθικό, ελληνοκεντρικό και στρατιωτικό υπόβαθρο.

Βιβλιογραφία

– Decker W., Die Wiederbelebung der Olympischen Spiele, Verl. F. P. Rutzen, Mainz und Ruhpolding 2008.

 -Fauriel C., Δημοτικά τραγούδια της σύγχρονης Ελλάδος, τόμ. Ι, Παρίσι 1824, τομ. ΙΙ 1825 (Μτφρ. Μ. Βέη, Αθήνα 1956).

 -Βακαόλπουλος Απ., Ιστορία του Νέου  Ελληνισμού. Οι ιστορικές βάσεις της Νεοελληνικής Κοινωνίας και Οικονομίας, Θεσσαλονίκη 1964.

-Finlay G., Ιστορία της ελληνικής επαναστάσεως, μετ. Α. Γεωργούλη/ Ε. Γαρίδη, Ι-ΙΙ, Αθήνα αχρ.

-Passow Α., Τραγούδια Ρωμαϊκά, Λειψία 1860.

-Vryonis S., «The Panegyris of the Byzantine saint. A study in the nature of a mediaval institution, its origins and fate”, ed S. Hagek, foutteenth spring symposium of Byzantine studiews: The Byzantine Saint, London 1981.

Ανωνύμου του Έλληνος, Ελληνική Νομαρχία ήτοι λόγος περί ελευθερίας, Εν Ιταλία 1806 (επανέκδοση εκδ. Αλμωπός, Αθήνα).

-Αραβαντινός Ε., Συλλογή δημοτικών ασμάτων της Ηπείρου, Αθήνα 1880.

-Βασδραβέλλης Ι., Αρματολοί και κλέφτες εις την Μακεδονίαν, Θεσσαλονίκη 1964.

 -Βλαχογιάννης Γ., Κλέφτες του Μοριά, Αθήνα 1935.

 -Γιάτσης Σ., Ιστορία της άθλησης και των αγώνων στον ελληνικό κόσμο κατά τους ελληνορωμαϊκούς, τους Βυζαντινούς και τους νεότερους χρόνους, Θεσσαλονίκη.

-Θέρου Α., Δημοτικά τραγούδια, Αθήνα 1909.

-Καϊμακάμης Β., «Αναβίωση παραδοσιακών παιχνιδιών», Ολύμπιο Φως 5(1988)25.

-Καϊμακάμης Β., «Αράκλοι (Αράπηδες) Το έθιμο του Καρναβαλιού στον Κοκκινοπλό τα παλιά χρόνια», Ολύμπιο Φως, 6(1989)7-10.

-Καϊμακάμης Β., Απαγωγή και ομηρία στον Όλυμπο, Θεσσαλονίκη 2007.

-Καϊμακάμης Δ. & αλ. «Τα Αγωνίσματα και το Φυσικό Περιβάλλον των Κλεφταρματολών μέσα από τα Δημοτικά Τραγούδια», Αθλητική Ιστορία και φιλοσοφία, 3(2010)188.

-Καραμπελιάς Γ., «Μετακένωση»- Μεταφορά – Δημιουργία» Άρδην τ. 27.

-Κιτρομηλίδης Π., Νεοελληνικός διαφωτισμός, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 1999., σσ. 16-19.

 -Κοραής Α. Βίος Αδαμαντίου Κοραή συγγραφής παρά του ιδίου, εκ της τυπογραφίας του Εβεράρδου, εν Παρισίοις 1833.

-Κουκουλές φ., Βυζαντινών βίος και πολιτισμός, Ι-V, Αθήνα 1949-1952, ΒΒΠ, Ι(1).

-Κουλούρη Χ., Αθλητισμός και όψεις της αστικής κοινότητας, Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών Ε.Ι.Ε., Αθήνα 1997.

-Κούμας Κ., «Παιδαγωγία ή περί παιδείας και σχολείων», Ερμής ο Λόγιος, Θ΄(1819)730-788.

-Μακρυγιάννης, Ι., Στρατηγού Μακρυγιάννη απομνημονεύματα. Σ. Ασδραχά, εκ. Καραβία, Αθήνα.

-Μαυρομάτη Ε., Το Γένος βουλιαγμένο στον αιώνα, εκδ., Μαίανδρος, Θεσσαλονίκη 2005.

 -Μεταλληνός Γ., Σχέσεις και Αντιθέσεις. Ανατολή και Δύση στην πορεία του νέου ελληνισμού, Εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1998.

-Μουρατίδης Ι., Ιστορία φυσικής αγωγής και αθλητισμού του αρχαίου χρόνων, εκδ. Πλάτων, Θεσσαλονίκη 2008.

-Μπάρτας Τ., Αναμνήσεις φιλοπάτριδος, ήτοι ποίησις εις άσματα τρία μετά διαφόρων άλλων ποιημάτων και συλλογής τινός δημοτικών ασμάτων, Παρίσι 1861.

-Νημάς Θ., «Αθλητικές δραστηριότητες στο Ελληνικό δημοτικό τραγούδι», Τρικαλινά 22(2002)136-188.

 -Παχτίκος Γ., Ολυμπιακοί Αγώνες εν Βιθυνία, Αθήνα 1893, (επανέκδοση 1995-1996).

-Πετρόπουλος Δ., Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια, Αθήνα 1958, σ. 206.

 -Πολίτης Ν., Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού, Αθήνα 1914.

 -Σπανδωνίδη Ε., Τραγούδια της Αγόριανης, Αθήνα 1936.

-Σπηλιωτόπουλος Α., Οι Ολυμπιακοί Αγώνες δια των αιώνων. Οι αγώνες παρ’ Έλλησι, Ρωμαίοις, Βυζαντίνοις και Φράγκοις. Αρματωλικοί και νεώτεροι χρόνοι, Αθήνα 1906 β΄ εκδ., (α’ εκδ. 1896).

 -Στάθης Ε.Σ., Το Σύνταγμα και Θούριος του Ρήγα, εκδ. Αρμός, Αθήνα 1996, σ. 219.

Το Άγιον Όρος και η παιδεία του Γένους μας, Άγ. Όρος 1984.

 -Τσιαντάς Κ., Τα αγωνίσματα των κλεφταρματολών και η εθνεγερσία, Ιωάννινα 1980.

-Φανιόπουλος Χ., Οι απόψεις περί κίνησης και σωματικών ασκήσεων στους Έλληνες Διαφωτιστές, Διδακ διατριβή-ΤΕΦΑΑ-ΑΠΘ, 2008.

-Χασιώτης Γ., Συλλογή των κατά την Ήπειρον Δημοτικών ασμάτων, Αθήνα 1866.

-Παυσανίας, Ελλάδος περιηγήσεις, 3.14.8.

 -Λουκιανός, Ανάχαρσης, 38΄.

-Πλούταρχος, Ερωτ. Ρωμ. 290΄.

 

 

 [1] Νημάς Θ., «Αθλητικές δραστηριότητες στο Ελληνικό δημοτικό τραγούδι», Τρικαλινά 22(2002)136-188/. Βασδραβέλλης Ι., Αρματολοί και κλέφτες εις την Μακεδονίαν, Θεσσαλονίκη 1964./ Βλαχογιάννης Γ., Κλέφτες του Μοριά, Αθήνα 1935./ Πολίτης Ν., Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού, Αθήνα 1914, σσ. 104, 105./ Χασιώτης Γ., Συλλογή των κατά την Ήπειρον Δημοτικών ασμάτων, Αθήνα 1866./ Θέρου Α., Δημοτικά τραγούδια, Αθήνα 1909./ Τσιαντάς, Τα αγωνίσματα των κλεφταρματολών και η εθνεγερσία, Ιωάννινα 1980, σ. 36./ Φανιόπουλος Χ., Οι απόψεις περί κίνησης και σωματικών ασκήσεων στους Έλληνες Διαφωτιστές, Διδακ διατριβή-ΤΕΦΑΑ-ΑΠΘ, 2008, σ, 30.

[2] Το Άγιον Όρος και η παιδεία του Γένους μας, Άγ. Όρος 1984, σ.σ. 39,40./ Μαυρομάτη Ε., Το Γένος βουλιαγμένο στον αιώνα, εκδ., μαίανδρος, Θεσσαλονίκη 2005, σσ. 40,41.

[3] Γιάτσης Σ., Ιστορία της άθλησης και των αγώνων στον ελληνικό κόσμο κατά τους ελληνορωμαϊκούς, τους Βυζαντινούς και τους νεότερους χρόνους, Θεσσαλονίκη, σ. 207.

[4] Νημάς, ο.π.,136-188./ Vryonis S., «The Panegyris of the Byzantine saint. A study in the nature of a mediaval institution, its origins and fate”, ed S. Hagek, foutteenth spring symposium of Byzantine studiews: The Byzantine Saint, London 1981, 196-228.

[5] Μπάρτας Τ., Αναμνήσεις φιλοπάτριδος, ήτοι ποίησις εις άσματα τρία μετά διαφόρων άλλων ποιημάτων και συλλογής τινος δημοτικών ασμάτων, Παρίσι 1861./ Νημάς, ό.π., σ. 169.

[6] Passow Α., Τραγούδια Ρωμαϊκά, Λειψία 1860, ό.π., σ. 61./ Σπανδωνίδη Ε., Τραγούδια της Αγόριανης, Αθήνα 1936, ο.π., σ. 215.

[7] Καϊμακάμης Δ. & αλ. «Τα Αγωνίσματα και το Φυσικό Περιβάλλον των Κλεφταρματολών μέσα από τα Δημοτικά Τραγούδια», Αθλητική Ιστορία και φιλοσοφία, 3(2010)188.

[8] Καϊμακάμης, & αλ., ο.π., σσ. 188- 191.

[9] Νημάς, ό.π.

[10] Αραβαντινός Ε., Συλλογή δημοτικών ασμάτων της Ηπείρου, Αθήνα 1880, σ. 56.

[11] Πολίτης, ο.π., σσ. 104, 105.

[12] Τσιαντάς Κ., Τα αγωνίσματα των κλεφταρματολών και η εθνεγερσία, Ιωάννινα 1980, σ. 36.

[13] Fauriel C., Δημοτικά τραγούδια της σύγχρονης Ελλάδος, τόμ. Ι, Παρίσι 1824, τομ. ΙΙ 1825 (Μτφρ. Μ. Βέη, Αθήνα 1956), σσ. 35, 147.

[14] Ανωνύμου του Έλληνος, Ελληνική Νομαρχία ήτοι λόγος περί ελευθερίας, Εν Ιταλία 1806 (επανέκδοση εκδ. Αλμωπός, Αθήνα), σ. 186.

[15] Μακρυγιάννης  Ι., Στρατηγού Μακρυγιάννη απομνημονεύματα, Σ. Ασδραχά, εκ. Καραβία, Αθήνα αχρ., σ. 48.

[16] Νημάς, ο.π./ Fauriel, ο.π./ Βακαλόπουλος Απ., Ιστορία του Νέου  Ελληνισμού. Οι ιστορικές βάσεις της Νεοελληνικής Κοινωνίας και Οικονομίας, Θεσσαλονίκη 1964.

[17] Ανωνύμου του Έλληνος…ο.π. σ. 188.

[18] Καϊμακάμης Β., Απαγωγή και ομηρία στον Όλυμπο, Θεσσαλονίκη 2007, σσ. 180-195.

[19] Καϊμακάμης Β., «Αναβίωση παραδοσιακών παιχνιδιών», Ολύμπιο Φως 5(1988)25.

[20] Παχτίκος Γ., Ολυμπιακοί Αγώνες εν Βιθυνία, Αθήνα 1893, (επανέκδοση 1995-1996), σ. 6,7./ Decker W., Die Wiederbelebung der Olympischen Spiele, Verl. F. P. Rutzen, Mainz und Ruhpolding 2008, s.s. 100,101./ Κουλούρη Χ., Αθλητισμός και όψεις της αστικής κοινότητας, Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών Ε.Ι.Ε., Αθήνα 1997, σσ. 84, 85.

[21] Νημάς, ό.π., σ. 186.

[22] Νημάς, ό.π., σ. 139.

[23] Νημάς, ό.π., 161./ Πετρόπουλος Δ., Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια, Αθήνα 1958, σ. 206.

[24] Ανωνύμου του Έλληνος… ο.π., σ. 188.

[25] Κουκουλές Φ., Βυζαντινών βίος και πολιτισμός, Ι-V, Αθήνα 1949-1952, ΒΒΠ, Ι(1), 161-224./ Γιάτσης, ο.π., σ. 204.

[26]  Σπηλιωτόπουλος Α., Οι Ολυμπιακοί Αγώνες δια των αιώνων. Οι αγώνες παρ’ Έλλησι, Ρωμαίοις, Βυζαντίνοις και Φράγκοις. Αρματωλικοί και νεώτεροι χρόνοι, Αθήνα 1906 β΄ εκδ., (α’ εκδ. 1896), σ. 182-203.

[27] Ανώνυμος του Έλληνος…, ο.π., σ. 187.

[28] Μαυρομάτη Ε., Το Γένος βουλιαγμένο στον αιώνα, εκδ., Μαίανδρος, Θεσσαλονίκη 2005, σ. 94.

[29] Τσιαντάς, ο.π., σ. 28./ Γιάτσης, ο.π., σ. 204.

[30] Ανώνυμος του Έλληνος, ο.π., σ. 188.

[31] Εάν περιδιαβεί κανείς τη σημερινή ελληνική επαρχία και κυρίως τα απομονωμένα παλιά κεφαλοχώρια θα διαπιστώσει ότι ακόμη υπάρχουν κατάλοιπα των παραπάνω πατροπαράδοτων πολεμικών παιχνιδιών.

[32] Finlay G., Ιστορία της ελληνικής επαναστάσεως, μετ. Α. Γεωργούλη/ Ε. Γαρίδη, Ι-ΙΙ, Αθήνα αχρ.

[33] Ανώνυμος του Έλληνος.., ο.π., σ. 188.

[34] Καϊμακάμης Β., «Αράκλοι (Αράπηδες) Το έθιμο του Καρναβαλιού στον Κοκκινοπλό τα παλιά χρόνια», Ολύμπιο Φως, 6(1989)7-10.

[35] Καϊμακάμης, Ολύμπιο Φως, ο.π., 6(1989)7-10.

[36] Παυσανίας, Ελλάδος περιηγήσεις, 3.14.8./ Λουκιανός, Ανάχαρσης, 38΄./ Πλούταρχος, Ερωτ. Ρωμ. 290΄.

[37] Μουρατίδης Ι., Ιστορία φυσικής αγωγής και αθλητισμού του αρχαίου χρόνων, εκδ. Πλάτων, Θεσσαλονίκη 2008, σ. 125.

[38] Καραμπελιάς Γ., «Μετακένωση»- Μεταφορά – Δημιουργία»,  Άρδην τ. 27./ Κιτρομηλίδης Π., Νεοελληνικός διαφωτισμός, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 1999., σσ. 16-19.

[39] π. Μεταλληνός Γ., Σχέσεις και Αντιθέσεις. Ανατολή και Δύση στην πορεία του νέου ελληνισμού, Ακρίτας, Αθήνα 1998, σσ. 14-15 3./ Φανιόπουλος Χ., Οι απόψεις περί κίνησης και σωματικών ασκήσεων στους Έλληνες Διαφωτιστές, Διδακ διατριβή-ΤΕΦΑΑ-ΑΠΘ, 2008, σ, 30

[40] Κοραής Α., Βίος Αδαμαντίου Κοραή συγγραφής παρά του ιδίου, εκ της τυπογραφίας του Εβεράρδου, εν Παρισίοις 1833, σ. 39.

[41] Στάθης Ε.Σ., Το Σύνταγμα και Θούριος του Ρήγα, εκδ. Αρμός, Αθήνα 1996, σ. 219.

[42] Ο Ρήγας, μεταξύ άλλων, μετέφρασε το  1797 το δραματουργικό έργο «Ολύμπια» του Ιταλού Πιέτρο Μεταστάσιο, όπου παρέθεσε, ως παραπομπές και αρκετά δικά του στοιχεία.

[43] Πλωρίτης, ο.π.

[44] Κοραής (1833), σ. 8./ Φανιόπουλος, ο.π., 44.

[45] Φανιόπουλος, ο.π., σ. 68.

[46] Κούμας Κ., «Παιδαγωγία ή περί παιδείας και σχολείων», Ερμής ο Λόγιος, Θ΄(1819)730-788.

[47] Φανιόπουλος, ο.π. σσ. 69-70.