Η Κανονική αποτροπή της Ιεροσυλίας

24 Απριλίου 2018

Ελένη Γρ. Κατσαρά, Η Κανονική αποτροπή της Ιεροσυλίας, (σειρά: Νομοκανονικά Ανάλεκτα, αρ. 8), εκδ. Γρηγόρη , Αθήνα 2018.

Το παρόν πόνημα αναφέρεται στην κανονική αποτροπή της Ιεροσυλίας, και κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Γρηγόρη. Όπως κάθε επιστημονική εργασία αποτελεί έναυσμα για έρευνα και περαιτέρω μελέτη, έτσι και εδώ αυτή η, αρχικά, μεταπτυχιακή θεολογική μελέτη κινείται που μετεξελίχθηκε σε αυτόνομο εκδοτικά έργο, στο πεδίο του Κανονικού Δικαίου. Έχοντας, λοιπόν, ως αρχή το γνωστό αξίωμα του Αντισθένη του Κυνικού «Αρχή παιδεύσεως η των ονομάτων επίσκεψις» (Επίκτητου Διατριβαί, 1,17,22), η συγγραφέας μας προβαίνει αρχικά στον ορισμό των όρων, πριν μας εισάγει στην μελέτη του. Σκοπός του πονήματος τούτου είναι να εξετασθούν οι εκφάνσεις της ιεροσυλίας καθώς και η διάκριση μεταξύ της οντολογικής προοπτικής των κανονικών επιτιμίων, σε σύγκριση με το κοσμικό δίκαιο.

Το Πρώτο Κεφάλαιο φέρει τον τίτλο «Η Έννοια της ιεροσυλίας στην ιερά παράδοση και στην χριστιανική γραμματεία» (σ. 17-32), όπου η συγγραφέας μας εξετάζει την έννοια της ιεροσυλίας, όπως αυτή απαντάται στην Χριστιανική Γραμματεία και την Ιερά Παράδοση. Ειδικότερα, επιχειρεί την αποσαφήνιση της κατανόησης των όρων ιεροσυλίας και ιερόσυλου, την ύπαρξη ή μη αυτών και την αντίληψη που επικρατούσε στους υπό εξέταση χρόνους της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης. Επιπροσθέτως, επιχειρείται την ανάδειξη των Κανόνων ως πνευματικά ιάματα μέσα από τα έργα των θεοφόρων Πατέρων.

Το Δεύτερο Κεφάλαιο έχει τίτλο «Οι ιεροί Κανόνες περί ιεροσυλίας (ανάλυση και ερμηνεία)» (σ. 33-70). Αναλύει και ερμηνεύει τους Ιερούς Κανόνες περί ιεροσυλίας (κ. 71, 72, 73/Αποστολικοί, κ. 10/Πρωτοδευτέρας, κ. 44/Βασιλείου, κ. 6, 8/Νύσσης, κ. 29/Δ’) σύμφωνα με τις πηγές αλλά και τους σύγχρονους ερμηνευτές. Οι κανόνες παρατίθενται όχι με χρονική σειρά αλλά ακολουθώντας ένα νοηματικό μοτίβο αλληλοσυμπλήρωσης ως βοήθεια του αναγνώστη.

Ακολουθεί το Τρίτο Κεφάλαιο με τίτλο «Οι ιεροί Κανόνες περί τυμβωρυχίας (ανάλυση και ερμηνεία)» (σ. 71-81), όπου προβαίνει σε λεπτομερή εξέταση των Ιερών Κανόνων περί τυμβωρυχίας (κ. 7/Νύσσης, κ. 66/Βασιλείου). Η ερμηνεία και η ανάλυση αυτών και η φύση της καταδικασθείσας αυτής πράξης εμπίπτει στην ιεροσυλία.

Το Τέταρτο Κεφάλαιο αυτού του πονήματος έχει τον τίτλο «H ιερότητα του σώματος και η πρακτική της καύσεως» (σ. 83-88). Ερμηνεύει την ιερότητα του σώματος και την πρακτική της μετά κοιμήσεως καύσεως αυτού ως μορφή ιεροσυλίας σύμφωνα με την φιλοσοφία αλλά και την πατερική εμπειρία.

Στο Πέμπτο Κεφάλαιο με τίτλο «Ο όρος ιεροσυλία ως μορφή διακεκριμένης κλοπής (ο όρος στην σύγχρονη εποχή, η επικράτηση του όρου στον ποινικό κώδικα άρθρο 374 περ. α΄)» (σ. 89-107), προσπαθεί να προσεγγίσει τον όρο της ιεροσυλίας ως ποινικό αδίκημα και δη ως μορφή διακεκριμένης κλοπής σύμφωνα με το άρθρο 374 Π.Κ. περ. α’.

Την έρευνα του κλείνει με το Έκτο Κεφάλαιο με τίτλο «Η ιεροσυλία ως εκκλησιο-κανονικό αδίκημα» (σ. 109-115), μελετά την περίπτωση της ιερόσυλης πράξης ως εκκλησιο-κανονικό αδίκημα.

Ακολουθούν τα «Συμπεράσματα» (σ. 127-129) της ερευνήτριας καθώς και η «Βιβλιογραφία» που χρησιμοποίησε, ελληνική και ξενόγλωσση, για την παρούσα ιστορικο-κανονική μελέτη (σ. 131-138). Επίσης, στην δημοσιευμένη αυτή μελέτη προβλέφθηκε να περιλαμβάνονται αναλυτικά περιεχόμενα (σ. 7-8), τα οποία καθιστούν εύκολη και ταχεία την εύρεση συγκεκριμένων θεμάτων, γεγονός που την καθιστά ευρύτατα χρηστική στους ενδιαφερόμενους, και πλήρης πίνακας συντομογραφιών (σ. 11-12).

Καταληκτικώς, οφείλουμε να επισημάνουμε την πληρότητα αυτού του έργου. Το βιβλίο αυτό αποτελεί δώρο γνώσης για όποιον θέλει να ασχοληθεί ή να ενημερωθεί για το εκκλησιο-κανονικό αδίκημα της ιεροσυλίας. Τονίζεται το σπουδαίο έργο των Ιερών Κανόνων καθώς και η διάκριση του Κανονικού δικαίου έναντι του Κοσμικού Δικαίου.