Η Αναγκαιότητα Λήψης Αποφάσεων στο Έργο του Μάνατζερ και του Ποιμένα

28 Μαΐου 2018

Η αναγκαιότητα λήψης αποφάσεων προσδιορίζει τις συντεταγμένες του ρόλου τόσο του ποιμένα, όσο και του μάνατζερ. Καθημερινά οι μάνατζερ των επιχειρήσεων λαμβάνουν αποφάσεις. Η λέξη μάνατζερ φέρνει στο μυαλό εικόνες ανθρώπων που καθορίζουν τι πρέπει να γίνει, ποιος θα το κάνει, πότε, πού και, ενίοτε, πώς. Με άλλα λόγια, η λήψη αποφάσεων είναι η κυριότερη δουλειά που κάνουν οι μάνατζερ. Από την ορθολογικότητα των αποφάσεών τους κρίνεται η επιβίωση της εταιρείας τους αλλά και η εργασιακή ποιότητα ζωής των υφισταμένων τους. Οι αποφάσεις διακρίνονται σε δυο γενικές κατηγορίες. Στις προγραμματισμένες (programmed decisions) και τις μη προγραμματισμένες (nonprogrammed decisions). Οι πρώτες αναφέρονται σε προβλήματα ρουτίνας όπου οι αποφάσεις λαμβάνονται βάσει προκαθορισμένων πολιτικών, διαδικασιών ή κανόνων (π.χ. η πρόσληψη εργαζομένων ).

Οι δεύτερες έχουν να κάνουν με προβλήματα που ανακύπτουν κατά περιόδους τα οποία είναι φύσει δύσκολο να οριοθετηθούν (π.χ. εισαγωγή νέου προϊόντος στην αγορά ). Σε αυτήν την κατηγορία εμπίπτουν συνήθως οι στρατηγικές αποφάσεις. Επίσης, οι αποφάσεις δε λαμβάνονται εν κενώ αλλά υπό τρεις συνθήκες οι οποίες είναι η βεβαιότητα (certainty), ο κίνδυνος (risk) και η αβεβαιότητα (uncertainty) [101]. Αξιοποιώντας τη δημιουργικότητα και την εμπειρία του ο μάνατζερ θα πρέπει να ενεργοποιήσει μια επώδυνη πολλές φορές, διαδικασία λήψης αποφάσεων, η οποία περιλαμβάνει τρία βασικά στάδια: Το 1ο στάδιο, κατά το οποίο επιδιώκεται ο προσδιορισμός των εναλλακτικών λύσεων κατά την αντιμετώπιση ενός προβλήματος. Το 2ο στάδιο, κατά το οποίο λαμβάνει χώρα η ανάλυση των εναλλακτικών λύσεων που προτείνονται για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Τέλος, στο 3ο στάδιο ο μάνατζερ προκρίνει την επιλογή της καλύτερης λύσης για την αντιμετώπιση του προβλήματος [102].

Από την άλλη πλευρά, οι ρόλοι που απορρέουν από την άσκηση του ιερατικού υπουργήματος είναι πολλαπλοί: Ο ποιμένας καλείται να αναδειχθεί σε ανεπαίσχυντο λειτουργό της αναίμακτης ιερουργίας, σε χαρισματικό μυσταγωγό των τέκνων του στην πνευματική ζωή της Εκκλησίας και σε ορθό δάσκαλο των θείων δογμάτων [103]. Οφείλει να μετασχηματιστεί σε θεραπευτή που αφουγκράζεται τις ψυχικές ασθένειες της ανθρώπινης ψυχής και τις οδηγεί σε θεραπεία τους [104]. Ενσαρκώνει το διάκονο του ανθρώπινου πόνου με ανιδιοτελή αγάπη και αυτοπροσφορά και σε αυθεντικό παράγοντα πολιτισμού, που μεταπλάθει και αναγεννά το κοινωνικό πλαίσιο, στο οποίο δρα και κινείται. Η χάραξη και η εφαρμογή μιας ποιμαντικής στρατηγικής εκ μέρους του ποιμένα προκύπτει μέσα από μια διαδικασία συνεχούς αξιολόγησης των ποικίλων δεδομένων της ζωής των πιστών και συγχρονισμού τους με τις επιταγές του Ευαγγελίου.

Η καθοδήγηση των πιστών, η οποία θα προκύψει τελικά, ως προϊόν αυτής της διαδικασίας, συνίσταται στην ενθάρρυνση του ποιμνίου για την πρόσληψη συγκεκριμένων στάσεων και συμπεριφορών, που συγκλίνουν με τις αρχές του Ευαγγελίου και την αντίστοιχη αποκήρυξη επιλογών που αποκλίνουν από το πνεύμα του. Η επιτυχής ανταπόκριση του ποιμένα σε όλους τους παραπάνω στόχους προϋποθέτει αναμφισβήτητα ανύστακτη ποιμαντική μέριμνα. Η οργάνωση της ενοριακής ζωής, η επιλογή των κατάλληλων στελεχών, κληρικών και λαϊκών, η τοποθέτηση τους στις κατάλληλες θέσεις, η διατήρηση διαύλων επικοινωνίας με τους αρμόδιους θεσμικούς φορείς της κοινωνίας και η συνεχής αξιολόγηση του ποιμαντικού έργου, αποδεικνύουν την αναγκαιότητα συνεχούς λήψης αποφάσεων εκ μέρους του ποιμένα. Αυτές οι αποφάσεις θα κρίνουν και την αίσια έκβαση των ποιμαντικών στόχων, οι οποίοι σχεδιάστηκαν και τέθηκαν σε υλοποίηση.

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ

Παραπομπές:

101. Παπαδάκη, Γ. 2010. Επιχειρείν με γνώση. Βήματα στην Ανάπτυξη : 61, σ. 56.
102. Τζωρτζάκης, Κ., Τζωρτζάκη, Α. 1992. Οργάνωση και διοίκηση. Αθήνα, σσ. 89-92.
103. Κεσελόπουλος, Α. 2003. Προτάσεις ποιμαντικής θεολογίας. Θεσσαλονίκη : Πουρναράς, σσ. 123-148. π. Καλλιακμάνης, Β. 2005. Ο εκκλησιολογικός χαρακτήρας της ποιμαντικής. Θεσσαλονίκη : Μυγδονία, σσ. 59-60. π. Καψάνης, Γ. 2003. Όπ. παρ. σσ. 102-103.
104. π. Αυγουστίδης, Α. 1999. Όπ. παρ.