Ο Γέροντας «έπεσε» σε παγιδευμένες χειροβομβίδες και απλώς σκονίστηκε το ράσο του!

17 Αυγούστου 2018

Γέροντας, Αρχιμανδρίτης, π. Ιάκωβος Βαλαδήμος (1870-1960). Σχέδιο: Τάσος 2013.

Μια ημέρα, κατά την περίοδο του εμφυλίου, στις 23 Ιανουαρίου του 1948, ο πατήρ Ιάκωβος επέστρεφε στο Μοναστήρι του από το χωριό Σουδενά, όπου είχε πάει για να λειτουργήσει, από το δρόμο του Ζαβρούχου. Η πεζοπορία διαρκούσε περίπου δύο ώρες. Εν τω μεταξύ άνδρες του στρατού είχαν τοποθετήσει παγιδευμένες χειροβομβίδες στο δρόμο και περίμεναν στα γύρω υψώματα. Ξαφνικά εμφανίσθηκε από μακριά ο πατήρ Ιάκωβος να έρχεται, προσευχόμενος όπως πάντοτε, αφού εφάρμοζε το “αδιαλείπτως προσεύχεσθε”. […]

Άρχισαν να φωνάζουν οι στρατιώτες, μα ο πατήρ Ιάκωβος δεν τους άκουγε ευρισκόμενος σε υψηλές θεωρίες και απορροφημένος από τη γλυκύτητα της διαπροσωπικής του συναντήσεως με τον Κύριο της δόξης.

Έτσι προχωρώντας, έπεσε επάνω σε τέσσερις παγιδευμένες χειροβομβίδες τύπου “Μιλς”, οι οποίες και εξερράγησαν.

Πάει ο παπάς”, είπαν όλοι και περίμεναν να φύγουν οι καπνοί και οι σκόνες και να δουν το ανατριχιαστικό θέαμα του διαμελισμού του. Έκπληκτοι, όμως, αντίκρισαν το Γέροντα Ιάκωβο κάτασπρο από τις σκόνες, να τινάζει τα ράσα του, χωρίς να έχει πάθει την παραμικρή αμυχή.

Το θαύμα επέτρεψε ο Θεός να γίνει, για να κερδηθούν ψυχές, αφού βλέποντας αυτό πολλοί στρατιώτες ζήτησαν να εξομολογηθούν κοντά του και τον πλησίασαν με δέος και θαυμασμό λέγοντας:

– Παππούλη, δεν έπαθες τίποτα;

– Πώς να πάθω παιδιά μου, αφού έλεγα την προσευχή μου και “προωρόμην τον Κύριον ενώπιον μου διά παντός”! Και εσάς δεν θα σας αφήσει να πάθετε τίποτα και, όταν τον φωνάζετε, θα τον βλέπετε να στέκεται άγρυπνος πάντοτε δίπλα σας, να σας προστατεύει. Αυτός θα σας φυλάξει, ώστε σώοι να γυρίσετε στα σπιτικά σας. Μονάχα να βαδίζετε στο δρόμο Του. Να καθήσω, παιδιά μου, να σας εξομολογήσω και να σας λειτουργήσω, για να μεταλάβετε;

– Ναι, Παππούλη, απαίτησαν όλοι συνεπαρμένοι από το εξαίσιο θαύμα.

Τη μοναδική αυτή ευκαιρία δεν την άφησε να πάει χαμένη ο Γέροντας. Η διαρκής μέριμνά του ήταν η σωτηρία των ψυχών. Γι’ αυτό και πάντοτε είχε μαζί του ένα παληό πετραχήλι.

Το έβγαλε από το ντουρβά που είχε κρεμασμένο στον ώμο του μαζί με τα λειτουργικά του βιβλία, κάθησε σε μία πέτρα κάτω από ένα δένδρο και παρά το κρύο του χειμώνος εξομολογούσε ένα-ένα τους στρατιώτες.

Ο πονηρός, όμως, θέλησε να ταράξει την όμορφη, κατανυκτική, γεμάτη ευλάβεια αυτή στιγμή. Ένας λοχίας, που ήταν δάσκαλος στην πολιτική του ζωή, προσπαθούσε να εμποδίσει τους στρατιώτες να εξομολογηθούν. Ο πατήρ Ιάκωβος που τον άκουσε, τον προέτρεψε να εξομολογηθεί και αυτός, μα ο λοχίας ήταν τελείως αρνητικός.

Και όχι μόνον δεν δέχθηκε την πρόταση του Γέροντος, αλλά και παίρνοντας επιδεικτικά μερικούς άνδρες, πήγε πιο πέρα στο δάσος, να μαζέψει ξύλα. Εκεί, όμως, αυτός που δεν πίστεψε στην σωτηρία του Γέροντος από την νάρκη πάτησε κατά λάθος άλλη νάρκη και ο δυστυχής σκοτώθηκε.

Μετά από το τραγικό αυτό συμβάν δεν έμεινε στρατιώτης ανεξομολόγητος. Ο Γέροντας, όμως, και γι’ αυτού την ψυχή προσευχήθηκε με συντριβή και μάλιστα ο ίδιος έψαλλε και την εξόδιο ακολουθία του παρακαλώντας τον Κύριο της συγχωρητικότητος, όπως παλαιότερα ο Πρωτομάρτυρας Στέφανος λέγοντας: “Κύριε, μη στήσης αυτώ την αμαρτίαν ταύτην”.

 

Από το βιβλίο του δρος Χαραλάμπους Μπούσια, Μεγάλου Υμνογράφου της των Αλεξανδρέων Εκκλησίας, ο “Άγιος της Βίτσας Ζαγορίου, Ιάκωβος ο Βαλαδήμος, Ο σύγχρονος ταπεινός ιεραπόστολος της Ηπείρου”.