Παιδί μου, ζεις;

6 Σεπτεμβρίου 2018

Ι885. Στο Σιδηροδρομικό Σταθμό της Μόσχας εργάζεται και ο Ιβάν Σοκολώφ. Ήταν “κλειδαράς”. Είχε ένα μεγάλο κλειδί, με το οποίο άνοιγε στις διασταυρώσεις τις γραμμές, ανάλογα με το δρομολόγιο και τον προορισμό που είχε το κάθε τραίνο.

Ήρεμη και άνετη δουλειά. Αλλά όχι πάντοτε.

Μια ημέρα έφθανε η ταχεία από την Πετρούπολη. Ο Ιβάν είχε χρέος να γυρίσει με το κλειδί την γραμμή, για να πάει η ταχεία στην δική της αποβάθρα.

Αλλά να, την ίδια στιγμή βλέπει πιο κάτω το μικρό του παιδί επάνω στην γραμμή που έπρεπε να μπη το τραίνο.

Αν δεν γύριζε με το κλειδί του την γραμμή, η ταχεία θα έπεφτε επάνω σε ένα άλλο τραίνο, που περίμενε να αναχωρήσει και τα θύματα θα ήταν εκατοντάδες!

Τι να έκανε; Έβαλε μια φωνή δυνατή: “γενηθήτω το θέλημά Σου”· έκαμε τον σταυρό του· και γύρισε το κλειδί.

Το τραίνο πέρασε δίπλα του με ορμή.

Κύτταξε πίσω του. Περίμενε να ιδεί, αντί για το παιδί του, ένα πολτό από σάρκες και αίματα και τι βλέπει!

Ο μικρός ήταν ξαπλωμένος, σαν να κοιμάται, ανάμεσα στις δύο γραμμές. Και του φώναξε με αγωνία:

– Παιδί μου, ζεις;

– Ναι, μπαμπά, ζω! απάντησε ο μικρός και πετάχτηκε επάνω. Ήταν χαρούμενος, γιατί μέσα σ’ εκείνη τον βουή δεν του είχε φύγει ένα μικρό πουλάκι, που είχε πιάσει.

Τον ερώτησε ο πάτερας του:

– Πώς σου ήρθε, παιδί μου, και ξάπλωσες ανάμεσα στις γραμμές;

Απάντησε ο μικρός:

– Να, μπαμπά. Εκεί που έπαιζα με το πουλάκι αυτό, ήρθε ένας όμορφος νέος, με άρπαξε και με έβαλε ανάμεσα στις γραμμές, όπως με ευρήκες!

Από το βιβλίο του Ιερομάρτυρα Κρονίδη “Η παρουσία του Χριστού και των αγίων Του στη ζωή μας”, των εκδόσεων της Ιεράς Μητροπόλεως Νικοπόλεως.