Η θεώρηση του Μεγάλου Βασιλείου για το Μοναχισμό
18 Ιανουαρίου 20192.1. Απέναντι στις διάφορες μορφές του μοναχισμού:
Ο Βασίλειος γρήγορα ασπάσθηκε την ιδέα της έμπρακτης καλλιέργειας της προς τον Θεό αγάπης και ακολουθίας: Πίστευε πως η αγάπη αυτή αποτελεί σπερματικό λόγο, ο οποίος δεν διδάσκεται. Πλην όμως καλλιεργείται, ενώ ολοκληρώνεται με διττή προσφορά: προς τον Θεό και προς τον πλησίοντα [6]. Πίστευε πως ο κοινοβιακός μοναχισμός είναι ο πλέον αρμοστός στην φύση του ανθρώπου. Ακολουθώντας την ελληνική φιλοσοφία, δίδασκε πως η φύση του ανθρώπου δεν είναι μοναστική αλλά κοινωνική. Η προσωπική αυταπάρνηση υπέρ Χριστού, προϋποθέτει παντελή λήθη των παρελθόντων. Ασφαλώς αυτό επιτυγχάνεται με την ιερά αφιέρωση, έξω, όμως, από το κοινοβιακό σύστημα, δεν υπάρχει πλησίον και άρα δεν υποστηρίζεται η σχετική αγάπη, ο έλεγχος, αλλά και η αλληλοσυμπλήρωση δια της πληθούς των χαρισμάτων [7]. Ο Βασίλειος, πάντως, άσκησε και αγάπησε τον ερημιτισμό [8]. Ωστόσο αντιλήφθηκε πως αυτή η μορφή, δεν υποστηρίζει τα παραπάνω.
2.2. Μοναχική ακτημοσύνη και κοινοκτημοσύνη:
Στον μοναχισμό του κυριάρχησε η ακτημοσύνη και κοινοκτημοσύνη. Όπως σχολίασε ο Γρηγόριος Θεολόγος, δημιούργησε το συγκρότημα του, δεχόμενος να στερηθεί, αυτά με τα οποία κάποτε διέπλεε ανάλαφρα την θάλασσα της ζωής [9]. Κινούμενος βιβλικά, υποστήριζε πως λαμβάνοντας κάποιος το μοναχικό σχήμα, όφειλε την όποια περιουσία διέθετε, όχι να την αφήσει αδιάκριτα στους συγγενείς, αλλά να εφαρμόσει με διάκριση την φιλανθρωπία [10]. Σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπονταν κατοχή πέραν των δύο χιτώνων, ενώ καθιερώθηκε η χρήση ζώνης [11].
2.3. Τόποι προς ίδρυση Μονών και ο Προεστός:
Ο Βασίλειος είχε συγκεκριμένη άποψη για το που έπρεπε να χωροθετούνται οι προς ίδρυση Μονές. Έτσι προέκρινε, σχετικά, τοποθεσίες κοντά αλλά όχι εντός κατοικημένων περιοχών. Δεν υπήρχαν ιδιαίτερες περιφράξεις όπως στο Παχώμιο. Έτσι υπήρχε επικοινωνία για τους πνευματικούς και ενίσχυση για τους πρακτικούς [12]. Όλα αυτά οργανώθηκαν με βάσει έναν προγραμματισμό για πολύ μικρότερες αδελφότητες, σε σχέση με αυτές του Παχωμίου.
2.4. Προεστός και υπακοή:
Ο προεστός μεν ηγεμόνευε, ωστόσο δεν διορίζονταν από τον επίσκοπο, αλλά εκλέγονταν από την αδελφότητα [13]. Το μοναχικό πολίτευμα είναι μοναρχικό και όχι δημοκρατικό. Έπρεπε κατά συνέπεια να υπάρχει προηγούμενος ως αντικαταστάτης, και όχι επιτροπές αποφάσεων σε περίπτωση απουσίας. Η αρχή της υπακοής, όπως και στον Παχώμιο αποτελούσε θεμέλιο λίθο, για την οποία, μάλιστα, αναγνώριζε τρία κίνητρα [14]. Όριζε την οσιότητα, ως την υπακοή στους ανωτέρους, στον προεστό, στον Θείο Νόμο [15]. Η υπακοή, πάντως, δεν ήταν απολύτως τυφλή. Οι λοιποί προεστώτες ήλεγχαν τον επικεφαλής προεστό και λειτουργούσε σύναξη αυτών, σε ορισμένο καιρό και τόπο (όπως και στον Παχώμιο) [16]. Γενικά, πάντως, ο εκάστοτε ελεγχόμενος μπορούσε αυτοπροσώπως ή δι΄αντιπροσώπων να εκφράσει τις αντιρρήσεις του [17]. Πίστευε πως ο προεστός ως απολογούμενος στο Θεό για κάθε ψυχή, έπρεπε να γνωρίζει και τα κρυπτά της καρδίας των μοναχών [18]. Θεωρούσε κεφαλαιώδες ζήτημα την απόρριψη των πολλών πνευματικών αδελφοτήτων εντός της ιδίας μονής [19]. Αναμφίβολα ο Βασίλειος δεν ενέκρινε τον εντός της αδελφότητας ιδιωτικό βίο [20].
Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ