Ο Επιτάφιος Θρήνος της Παναγίας

14 Αυγούστου 2022

Η εξέχουσα θέση που κατέχει η Κυρία Θεοτόκος στη ζωή των ορθοδόξων αναδύεται από την ίδια την προσωπικότητα της και το ρόλο της στο σχέδιο της Θείας Οικονομίας. Η ευσέβεια του λαού ύμνησε τις αρετές και την αγιότητα της αποδίδοντας σ’ αυτήν χαρακτηρισμούς πού απεικονίζουν την προσωπικότητα της. Η μορφή της κυριαρχεί στις καρδιές των πιστών ως Μητέρα, είναι η συμπαραστάτης και βοηθός στον πνευματικό και καθ’ ημέραν αγώνα. Οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς και οι υμνογράφοι της Εκκλησίας αποτύπωσαν στους Λόγους, τις Ομιλίες και τους Ύμνους, όλα αυτά τα συναισθήματα των πιστών, και αποτελούν εγκώμια δοξολογίας και αίνου, αλλά και δεήσεις εξιλασμού στην αναζήτηση της λυτρώσεως και σωτηρίας.

Η λειτουργική ζωή της Εκκλησίας εορτολογικά και υμνολογικά, έχει άμεσα συνδεθεί με τα τελούμενα στα Ιεροσόλυμα. Οι τελετές και οι ακολουθίες που έχουν σχέση με τη ζωή του Κυρίου και της Παναγίας, ξεκινούν από τα Ιεροσόλυμα και ασκούν σημαντική επίδραση στο λειτουργικό, εορτολογικό τυπικό κάθε τοπικής εκκλησίας. Το ιεροσολυμίτικο τυπικό επηρέασε προοδευτικά τα λειτουργικά τυπικά των εκκλησιών ανά την οικουμένη,  κατά συνέπειαν δεν μπορεί να αποτελεί καινοφανή εισαγωγή και η τέλεση της ακολουθίας του Επιταφίου Θρήνου της Θεοτόκου.

Κέντρο της τιμής και των εορτασμών προς το πρόσωπο της Θεοτόκου αιώνες τώρα είναι η Γεσθημανή, όπου βρίσκεται ο τάφος της Θεοτόκου. Εκεί λοιπόν, μεταξύ των άλλων, για τους εορτασμούς της Κοιμήσεως της Θεοτόκου διεξάγεται και ο «Επιτάφιος Θρήνος». Μετά το 1650 ο άγιος Δαμασκηνός ο Στουδίτης ανέπτυξε στον ιβ’ Λόγο του «Εις την Κοίμησιν της Θεοτόκου» την παράδοση της Εκκλησίας «Περί των Εγκωμίων». Πρόκειται για τον αποχαιρετισμό της Θεοτόκου από τους Αποστόλους, μετ’ εγκωμίων. Η εισαγωγή των εγκωμίων, αποτέλεσε την απαρχή για τη διαμόρφωση στα Ιεροσόλυμα της ακολουθίας της Κοιμήσεως. Η ακολουθία αυτή δεν είχε τον λατρευτικό χαρακτήρα του Επιτάφιου Θρήνου του Κυρίου, αλλά τον τιμητικό μακαρισμό της Θεοτόκου.

Ως προς τον χρόνο συγγραφής των εγκωμίων μπορεί να υποστηριχθεί ότι γράφτηκαν από τον 8ο έως τον 14ο αι., έργο πολλών ποιητών και υμνογράφων, καρπός της θεομητορικής ευλάβειας εμπνευσμένος από τα κείμενα των πατέρων της Εκκλησίας.

Αρχικά η ακολουθία ξεκίνησε να τελείται στο Θεομητορικό προσκύνημα της Κοιμήσεως στη Γεσθημανή. Σταδιακά πολλές μονές που το καθολικό τους ήταν αφιερωμένο στην εορτή της Κοιμήσεως, ενέταξαν την ακολουθία στις παννυχίδες της μεγάλης εορτής. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο αρχικά δεν ήταν αρνητικό στον πλουτισμό της ακολουθίας με τον επιτάφιο θρήνο, εφ’ όσον βέβαια αυτά συγκρατούνταν στα ορθόδοξα όρια τιμής προς την Θεοτόκο, για αυτό και δεν αποδοκιμάζονται στο Τυπικό του Κ. Πρωτοψάλτου. Ωστόσο, στο Τυπικό του Γ. Βιολάκη, υπάρχει απαγόρευση, η οποία οφείλεται στην εμφάνιση της μαριολατρείας που είχε αναπτύξει ο παπισμός (υπενθυμίζουμε εδώ πως οι παπικοί αποδέχονται θέσεις περί του προσώπου της Θεοτόκου όπως αυτή της άσπιλης συλλήψεως της Θεοτόκου και της ενσώματης αναλήψεως της χωρίς να υπάρξει θάνατος).

Η εορτή αυτή κατακλείει τον ενιαύσιο Θεομητορικό κύκλο και ήδη από τον 18ο αι. στη νησιωτική Ελλάδα, σε πολλές περιοχές των Βαλκανίων και της Ρωσίας είχαν προσθέσει την ακολουθία των Εγκωμίων στους εορτασμούς της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδας με εγκύκλιο της επισήμαινε πως η ακολουθία του Επιταφίου της Θεοτόκου και των Εγκωμίων που τελείται σε διάφορους ναούς της Ελλάδας, αποτελεί αναμφισβήτητα μια ευσεβή συνήθεια, η οποία ωστόσο αρμόζει στο Ιεροσολυμίτικο Τυπικό και όχι στα έθιμα της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Πλήθος όμως μητροπόλεων, ενοριών και μονών υιοθέτησαν την ευσεβή συνήθεια της τέλεσης της ακολουθίας και αυτό γιατί στη συνείδηση της Εκκλησίας, η Θεοτόκος ως μητέρα του σαρκωθέντος Λόγου, συμμετέχει στη δόξα του Χριστού και είναι λογικό να μακαρίζεται από τις γενιές των πιστών, όπως και η ίδια προφήτευσε. Η ακολουθία αυτή βρίσκεται σύμφωνη με το κοινό αίσθημα του πληρώματος της Εκκλησίας, το οποίο δοξάζει και τιμά την Παναγία ως Μητέρα και αυτή η ευλαβής συνήθεια που ωρίμασε στην συνείδηση του σώματος της Εκκλησίας, δεν ήταν δυνατόν να μην γίνει αποδεκτή.

Στις μέρες μας παρατηρούνται δύο τάσεις σε σχέση με την τέλεση του «Επιταφίου Θρήνου», από τη μία η τάση που υιοθετεί την τέλεση αυτής και από την άλλη εκείνη η οποία την θεωρεί καινοφανή εισαγωγή στη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας. Ως προς τη δεύτερη τάση παρουσιάζονται διάφορα προσχήματα για την απαξίωση της τελέσεως της ακολουθίας αυτής. Ακούγονται επιχειρήματα όπως το ότι δεν σημειώνεται η ακολουθία στο τυπικό, ότι δεν συνάδει στην κοίμηση της Θεοτόκου η περιφορά επιταφίου μετ’ εγκωμίων, ότι καλλιεργείται δια αυτής η μαριολατρεία και μία σειρά άλλων επιχειρημάτων.

Ως προς το επιχείρημα της μη καταγραφής της στο τυπικό μπορούμε να παρατηρήσουμε σχετικώς πώς πολλές ακολουθίες και τελετουργικά στοιχεία δεν μαρτυρούνται στο τυπικό, ούτε γίνονται σε όλες τις εκκλησίες, αλλά και όσα έχουμε κατά καιρούς υιοθετήσει είτε προέρχονται από το ιεροσολυμίτικο τυπικό είτε από άλλα αρχαία τυπικά και σίγουρα μέσα στη μακραίωνη ιστορία της λειτουργικής ζωής της Εκκλησίας, όλα υπήρξαν κάποια στιγμή καινοφανή, αφού κάποια χρονική στιγμή μέσα στην Εκκλησία τελέσθηκαν για πρώτη φορά, όπως τα εγκώμια της Μ. Παρασκευής κ.α. Όμως επικράτησαν και είτε εντάχθηκαν στο τυπικό είτε και αν ακόμα δεν αναφέρονται σε αυτό είναι αναπόσπαστα μέρη της λειτουργικής ζωής. Πράγματι ο επιτάφιος της Παναγίας είχε εξ αρχής τοπικό χαρακτήρα, η ευσέβεια, η τιμή και η αγάπη προς το πρόσωπο της Θεοτόκου οδήγησε στην υιοθέτηση της ακολουθίας αυτής από τις κατά τόπους εκκλησίες, καθώς θέλησαν και με αυτόν τον τρόπο να τιμήσουν την Παναγία.

Πολλοί μιλούν για θεατρινισμούς και φολκλορική υπόθεση, αλλά όπως προείπαμε και για καινοφανή εισαγωγές στο τυπικό, αν ισχύει αυτό τότε θα πρέπει να παραδεχθούμε πως τα στοιχεία αυτά εντοπίζονται και στις λιτανείες, και στην περιφορά του Νυμφίου, του Εσταυρωμένου και του Επιταφίου και την ακολουθία της Αναστάσεως και πολλές άλλες.

Η Εκκλησία εκφράζει την πίστη της όχι μόνο μέσω της διδασκαλίας, αλλά και δια της λατρείας. Η λατρεία αποδείχτηκε ο τρόπος, που η Εκκλησία εξέφρασε τον βαθύτερο εαυτό της, αλλά και ως το κατ’ εξοχήν μέσο διαμόρφωσης της πίστης και όλης συνολικά της ζωής της. Χωρίς να εξαντλείται στη λατρεία η ζωή της Εκκλησίας, μεταμορφώνεται ολόκληρη σε λατρεία του Τριαδικού Θεού, ως απόλυτου κέντρου και κεφαλής της, για αυτό γίνεται κατανοητή μόνο εν Χριστώ.

Παρατηρεί σχετικώς σε παλαιότερο κείμενο του ο αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας Στυλιανός, πως αφού το σώμα της Παναγίας αφθαρτοποιήθηκε, λόγω της υπερφυούς κυοφορίας από μέρους Της του Λόγου του Θεού, επόμενο ήταν να μη μείνει στη γη και να λιώσει όπως τα δικά μας σώματα, αλλά να τύχει ιδιαιτέρας τιμής εκ μέρους του Υιού και Θεού Της. Οπότε πολύ δικαιολογημένα η Εκκλησία και οι Πατέρες μίλησαν για την «μετάσταση» της Θεοτόκου, ασχέτως αν δεν χρειάσθηκε να δογματίσει επίσημα και τυπικά αυτή την αλήθεια σε Όρο Συνοδικό. Όλο αυτό το άρρητο μυστήριο που εκτείνεται όχι μονάχα στη ζωή, αλλά και στην Κοίμηση της Θεοτόκου, η Εκκλησία το συμπύκνωσε υμνολογικά…

Κατακλείοντας θα πρέπει να είμαστε πολλοί προσεκτικοί διότι αν από τη μία οι τελούντες της ακολουθία του «Επιταφίου Θρήνου» της Θεοτόκου κατηγορούνται για μαριολάτρες, ωσάν να υιοθετούν την παπική διδασκαλία, ομοίως οι αρνούμενοι αυτήν μπορεί να κατηγορηθούν για προτεσταντίζουσα νοοτροπία. Η αλήθεια βρίσκεται στην θέση της ορθόδοξης θεολογίας, που έχει αποτυπωθεί και παγιωθεί μέσα από τους δογματικούς όρους, τα πατερικά κείμενα και την υμνογραφία, και αυτή είναι ότι κάθε αναφορά στο πρόσωπο της Παναγίας συνδέεται άμεσα με το ρόλο της στο έργο της εν Χριστώ οικονομίας. Οι Πατέρες στο έργο τους αποτυπώνουν τη θέση της Εκκλησίας που συνδέει άμεσα την Θεοτόκο με το χριστολογικό δόγμα.

Στη συνείδηση του πληρώματος της Εκκλησίας η Παναγία είναι η Θεοτόκος που γέννησε το σωτήρα του κόσμου. Αυτή η πίστη αποδίδεται εναργέστατα στην ορθόδοξη εικονογραφία, υμνογραφία και λατρευτική παράδοση της Εκκλησίας. Η Παναγία εικονογραφείται, υμνείται και τιμάται μαζί με τον Χριστό, απηχώντας τη δογματική διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, διασφαλίζοντας την αλήθεια για το πρόσωπο της Θεοτόκου, πάντοτε σε σχέση προς τον Υιό της. Η Παναγία μέσα στην ορθόδοξη Λατρεία εγκωμιάζεται με λόγους υψηλούς και απευθύνονται σε Αυτήν πύρινες προσευχές. Πολύ εύστοχα παρατηρεί ο Γέροντας Εφραίμ ο Βατοπαιδινός πως δεν ζηλοτυπεί ο Χριστός, δεν υποβιβάζουμε το πρόσωπο Του ως μοναδικό Δημιουργό και Σωτήρα του κόσμου αν ομολογούμε ότι η Παναγία Μητέρα Του είναι αναμάρτητη, όχι βέβαια κατά φύση άλλα κατά προαίρεση.

Εν κατακλείδι χρειάζεται να αποβληθεί η φοβία πού προέρχεται από προτεσταντίζουσα επιχειρηματολογία, ότι τιμώντας το πρόσωπο της Παναγίας την διαχωρίζουμε από τον Χριστό, από το μυστήριο της ενανθρωπήσεως και από την άλλη η τιμή και η προσκύνηση προς την Παναγία δεν σημαίνει αποδοχή της ρωμαιοκαθολικής μαριολατρίας. Η ορθόδοξη διδασκαλία για την Θεοτόκο ομιλεί και ερμηνεύει την ορθή θέση της μέσα στην Εκκλησία. Αυτή λοιπόν η θέση της Εκκλησίας περί του προσώπου της Θεοτόκου και του ρόλου της στο σχέδιο της Θείας Οικονομίας αποτυπώνεται ποιητικά και στα μεγαλυνάρια του λεγομένου «Επιταφίου Θρήνου» της Παναγίας. Αι γενεαί πάσαι, μακαρίζομέν Σε, την μόνην Θεοτόκον.