Η Δέσποινα της προσευχής εκοιμήθη και μετέστη

20 Αυγούστου 2018

Η Δέσποινα της προσευχής εκοιμήθη και μετέστη [1]

ΠΑΝΑΓΙΑ

Η Παναγία μας αποτελεί ίσως το πιο οικείο και το πιο γλυκό πρόσωπο στην πίστη μας. Οι κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες έχουν τους τοπικούς τους αγίους, τους οποίους ευλαβούνται και των οποίων την παρουσία βιώνουν καθημερινά. Η Παναγία μας όμως, αποτελεί το κατ΄ εξοχήν οικείο πρόσωπο της παγκόσμιας Ορθοδοξίας, μία από τις προσφιλέστερες παρουσίες, προς την οποίαν οι Ορθόδοξοι, απανταχού της γης, επιφυλάσσουν αισθήματα στενότατου συγγενικού δεσμού, αισθήματα υιών και θυγατέρων προς μητέρα. Αναρωτιέται κανείς: Από πού πηγάζει αυτός ο πλούτος των συναισθημάτων προς εκείνη; Τα καταγεγραμμένα λόγια της είναι ελάχιστα. Θαύματά της εν ζωή δεν κατεγράφησαν. Ούτε καν ιερός τόπος υπάρχει, όπου να βρίσκεται ενταφιασμένο το πανάχραντο σώμα της, καθώς η γη μας δεν αξιώθηκε να το κρατήσει. Συνεπώς, τα σωματικά αισθητήρια και οι νοητικές διεργασίες δεν φαίνεται να αποτελούν επαρκές μέσον επικοινωνίας μαζί της. Είναι φανερό πως η σχέση με αυτήν βασίζεται στη λειτουργία άλλου κέντρου γνώσεως: Της καρδίας. Και πιο συγκεκριμένα, στον συντονισμό δύο καρδιών: Από την μια, τής παλλόμενης από την πίστη ανθρώπινης καρδίας και από την άλλη, της ζέουσας από μητρική αγάπη καρδίας της Θεομήτορος, αλλά και ανθρωπομήτορος.

Το ιερό της πρόσωπο αποτελεί πηγή κατάνυξης, αλλά και αποδέκτη ικεσιών και δοξολογίας από μυριάδες στόματα πιστών, όπου η χάρις του Θεού έχει εγκαταστήσει Ορθόδοξη κοινότητα. Δεν υπάρχει ναός χωρίς την εικόνα της, δεν υπάρχει εικονοστάσι χωρίς τη μορφή της, δεν υπάρχει ακολουθία χωρίς το όνομα της, δεν υπάρχει πόνος χωρίς την επίκλησή της, δεν υπάρχει ικεσία προς τον υιό της χωρίς τη μεσιτεία της. Η Εκκλησία μας έχει διαφυλάξει για εκείνην τους ποιητικότερους των λόγων της, τις θερμότερες των προσευχών της, τις πιο οικείες επικλήσεις των δεήσεων της. Αλλά και ο κάθε πιστός, που με ζήλο, θέρμη καρδίας και βαθιά επιθυμία να ενωθεί με τον Κύριο, προσεύχεται, ζει με τρόπο έντονο και παράδοξο την παρουσία της, από την οποίαν αντλεί την βεβαιότητα της ενίσχυσης των προσευχών και της μεσιτείας, στηριγμένης στην μητρική της παρρησία.

ΠΡΟΣΕΥΧΗ

Προκειμένου να καταδείξει κανείς την Παναγία ως Δέσποινα της προσευχής, είναι απαραίτητο να αναφερθεί με λίγα λόγια στην μεγάλη ευλογία αυτής της υπέρτατης πνευματικής πράξης –της προσευχής- και ιδιαιτέρως, στα διαφορετικά της επίπεδα.

Οι Νηπτικοί Πατέρες μάς αναφέρουν ως πρώτη την προσευχή των αιτημάτων. Είναι η κατάσταση, κατά την οποία ζητούμε από τον Θεό κάτι. Δεύτερο επίπεδο είναι η προσευχή της δοξολογίας. Στην κατάσταση αυτή ο άνθρωπος θεωρεί τα πάντα ως δώρα του Θεού και εμπιστεύεται απόλυτα την πρόνοιά Του. Δεν ζητά τίποτα, διότι απολαμβάνει το μέγιστο των δωρεών, την Θεϊκή παρουσία. Υπάρχει όμως και ένα τρίτο επίπεδο: Εκείνο της σιωπής. Στην κατάσταση αυτή, ο άνθρωπος της νήψεως σιωπά και εισέρχεται, από την προσευχή των λόγων και των εννοιών στην «κατάσταση της προσευχής», στην οποίαν απολαμβάνει την Χάρη του Αγίου Πνεύματος, «την δεδομένη …δια του βαπτίσματος» (Μάρκου του Ασκητού, Περί βαπτίσματος). Διότι κατά τους Πατέρες της Φιλοκαλίας, με το βάπτισμα ο Χριστός, σαν σε κατάσταση αρραβώνος, εγκαθίσταται στην καρδία του ανθρώπου. Αν όμως ο άνθρωπος, δια της καθάρσεως, αποβάλλει «το κάλυμμα της παραβάσεως», ο ίδιος ο Θεός εισέρχεται στην ψυχή, «ίνα…και μονήν παρ΄ ημίν ποιήση, ίνα μη μεπταίοι γενώμεθα» (Μακάριος ο Αιγύπτιος, Ομιλίες 16 & 28). Στην κατάσταση αυτή έχουμε πλήρη ησυχία λόγων, λογισμών, φαντασίας, εννοιών και κάθε άλλου στοιχείου, το οποίο διασπά την ψυχή και την εμποδίζει να ατενίζει με απόλυτη προσήλωση προς τον Νυμφίο.

Να είναι τυχαίο, πως το πιο χαρακτηριστικό γνώρισμα της Θεοτόκου είναι η σιωπή της;

Να είναι τυχαίο, πως από το στόμα της έχουμε ελάχιστες φράσεις και αυτές ολίγων λέξεων και απλού περιεχομένου; Και τέλος, πώς να παραγνωρίσει κάνεις το γεγονός, πως όλοι οι άγιοι και οι ασκητές, το πρόσωπο που βρίσκουν να πλημμυρίζει την ύπαρξή τους μέσω της προσευχής είναι η σιωπηλή Παναγία;

Η βαθύτατη τιμή και η ολόψυχη λατρεία προς την Παναγία αποτελεί κοινό τόπο για όλους τους αγίους Πατέρες μας. Όσο βαδίζουν προς την θέωση, τόσο μένουν εκστατικοί ενώπιόν της, διότι η Παναγία, με την αγνότητα και το σύνολο των αρετών της κατέστη για την ανθρωπότητα, ό,τι η καρδιά για τον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά: Ένας τόπος, όπου «επεφάνη ο σωτήριος λόγος του Χριστού», μία επιφάνεια, επί της οποίας το Άγιον Πνεύμα έγραψε το θέλημα του Θεού, «εν μέλανι μη γραφόμενον», αλλά αποκαλυπτόμενο «από συνειδήσεως καθαράς και θυσίας έσωθεν» (Μακάριος ο Αιγύπτιος, Ομιλία 8).

Όσο η καρδία αποτελεί θησαυρό για την κάθε ανθρώπινη ύπαρξη, ως αγαθός πυρήνας της ύπαρξής μας, του οποίου ο Θεός δεν επέτρεψε την καταστροφή μετά την πτώση μας, τόσο η Παναγία μας αποτελεί τον υπέρτατο θησαυρό του ανθρωπίνου γένους, ως αειπάρθενος και αμόλυντος χώρα της ανθρώπινης φύσης, η οποία κατέστη χώρος του Αχωρήτου. Η Παναγία λοιπόν δεν αποτελεί μια ξένη, αποκεκομμένη προς εμάς ύπαρξη, προς την οποία τείνουμε, αλλά αποκάλυψη της θεώσεως της ανθρώπινης φύσης, της οποίας αποτελούμε μέρος και την οποίαν καλούμεθα και εμείς να οδηγήσουμε, όπως εκείνη, προς την θέωση. Κάθε φορά που επικαλούμαστε την Χάρη της, είναι σαν να διανοίγουμε έναν δρόμο προς το εσώτατο κέντρο μας. κάθε φορά που επιζητούμε την μεσιτεία της, είναι σαν να ανακαλύπτουμε εκ νέου το νόημα και τον προορισμό της ζωής μας. Γι΄ αυτό και ο Άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας αναφέρει πως αρκεί και μόνον ένας λόγος, και μόνον μια ενθύμηση για την δόξα της Παναγίας, για να ανυψώσει την ψυχή και την διάνοια και να μας μεταμορφώσει από σαρκικούς σε πνευματικούς και από βέβηλους σε αγίους (Λόγος εις την πάνδοξον Κοίμησιν της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών και Παναχράντου Θεοτόκου).

1. Το άρθρο αυτό επιδιώκει να παρουσιάσει ένα στοιχειώδες θεολογικό υπόβαθρο κατανόησης της Υπεραγίας Θεοτόκου, ως της κατ΄ εξοχήν προσευχομένης ανθρωπίνης υπάρξεως. Ως εκ τούτου, δεν ήταν δυνατόν να αναπτυχθούν διεξοδικά και δι΄ακριβών παραπομπών τεκμηριωμένα θεμελιώδη θέματα της Ορθόδοξης Νηπτικής Θεολογίας, τα οποία θίγονται σε όλες τις ενότητες του κειμένου.

7 ΣΤΑΘΜΟΙ

Η γλυκύτητα αυτής της σχέσης με την Παναγία, μόνον στην μητρική αγάπη μπορεί να βρει κάποια αντιστοιχία. Το όνομα της μάνας αποτελεί για κάθε άνθρωπο σκεύος, το οποίον περικλείει συναισθήματα, εντυπωμένα στην ανθρώπινη ψυχή, πριν η διάνοια αρχίσει να λειτουργεί με λέξεις και έννοιες. Ίσως μάλιστα η περίοδος αυτή για κάθε άνθρωπο αποτελεί μια εμπειρία, όπου η καρδιά αφήνεται στην δική της λογική. Διότι και η καρδιά έχει τη δική της λογική . Η ταύτιση της Παναγίας με την γλυκύτητα της ανθρώπινης μητρότητας δεν αποτελεί λοιπόν μόνον μια ικανοποίηση ψυχολογικής ανάγκης, αλλά δρόμο ενεργοποίησης μιας άλλης λογικής, πέρα από έννοιες αυτού του κόσμου. Το πρόσωπό της αποτελεί το κατ΄ εξοχήν πνευματικό σύμβολο της απροϋπόθετης αποδοχής, γενόμενη μια αγκαλιά που κλείνει μέσα της το καταβεβλημένο κορμί και την ταλαιπωρημένη ψυχή μας, ακόμη και όταν η ανθρώπινη δικαιοσύνη, ακόμη-ακόμη και η θεία δικαιοσύνη, μας έχουν απορρίψει . Η σχέση μας με την Παναγία είναι σχέση σιωπηλής προσευχής και υπαρξιακής άφεσης στη Χάρη της, διότι και η ίδια, τέτοια σχέση δημιούργησε με τον Θεό.

Ας επικεντρώσουμε την προσοχή μου σε επτά σταθμούς της επίγειας διαδρομής της Παναγίας μας, προκειμένου να αναδείξουμε επτά διαφορετικές πτυχές της προσευχής, οι οποίες βρίσκουν άμεση συνάφεια με αντίστοιχες πνευματικές ανάγκες κάθε εποχής, και ιδιαίτερα της δικής μας. Οι επτά αυτοί σταθμοί είναι

– το Γεννέσιο της Θεοτόκου,

– τα Εισόδια,

– ο Ευαγγελισμός,

– η Γέννηση του Χριστού μας,

– το θαύμα στην Κανά,

– ο Γολγοθάς, και τέλος

– η κοίμηση και η Μετάσταση.

Μέσω αυτών αναζητείται ο κοινός τόπος: Η μίμηση του ήθους και της πράξεως της Παναγίας. Μπορεί από τα χείλη της να μην ακούστηκε το Παύλειο «μιμηταί μου γίνεστε καθώς καγώ Χριστού» (Α΄ Κορ., 11,1), αν προσηλώσουμε όμως το βλέμμα σε εκείνο το πανάχραντο χέρι της, όπως απεικονίζεται στην ιερή εικόνα της Οδηγήτριας, όπου με ευγένεια και άρρητη χάρη μάς κατευθύνει προς τον Υιό της, θα αισθανθούμε στην καρδία μας μία αντίστοιχη προτροπή, που μας καλεί μυστικά να την ακολουθήσουμε στην δική της οδό, οδό απόλυτης υπακοής και ανεπιφύλακτης εμπιστοσύνης προς Εκείνον.

Το πρόσωπο της Παναγίας αποτελεί τον τελευταίο κρίκο μιας μακραίωνης αλυσίδας προσευχής, που έχει το ξεκίνημά της έξω από την κλειστή πόρτα του Παραδείσου. Ο εξορισμένος άνθρωπος αναζητά τρόπο επικοινωνίας με Εκείνον που έχασε. Πόσες και πόσες προσευχές προς ένα Θεό άγνωστο, παραποιημένο, αλλοιωμένο εξαιτίας του εσκοτισμένου ανθρωπίνου νοός δεν θα είχαν αναπεμφθεί μέχρι τότε από όλη την ανθρωπότητα! Πόσες και πόσες φορές οι άνθρωποι μέχρι την ύπαρξη της Παναγίας, δεν αντιμετώπισαν έναν κλειστό ουρανό, αναζητώντας την επιστροφή σε μια αρχέγονη πληρότητα! Όλα όμως αυτά τα βλέμματα, που επί χιλιάδες χρόνια στρέφονταν ψηλά, κράτησαν ζωντανή την προσδοκία μιας εκπλήρωσης. Κι όταν έφθασε το πλήρωμα του χρόνου, η ταλαιπωρημένη ανθρωπότητα, μέσα από χίλιες δυο δυσκολίες, στεναγμούς και απογοητεύσεις, αξιώνεται τελικά να παρουσιάσει έναν άξιο καρπό. Μια ύπαρξη, η οποία μπορεί να αποκαταστήσει μια σχέση, τη σχέση Θεού – ανθρώπων, Πατέρα – παιδιών. Είναι σαν η Παναγία να έχει ενσωματώσει τις υψηλότερες μέχρι τότε απόπειρες του ανθρώπου να βρει τον Θεό. Ιδού λοιπόν άνθρωπος, που με την πίστη και τις πράξεις της σπάει τον μεσότοιχο που χωρίζει Θεό και ανθρώπους. Ιδού λοιπόν άνθρωπος της πλήρους και καθαράς προσευχής, ο οποίος μας καλεί να τον ακολουθήσουμε.

ΣΥΛΛΗΨΗ-ΓΕΝΝΕΣΙΟΝ

Η Παναγία ως καρπός προσευχής

Όλη η επίγεια διαδρομή της Παναγίας μας ταυτίζεται με την προσευχή. Από την πρώτη στιγμή της σύλληψής της, η ύπαρξή της είναι ταυτισμένη με αυτήν. Άλλωστε, η ίδια αποτελεί καρπό προσευχής. Η σύλληψή της απετέλεσε αποτέλεσμα παράδοσης στη θεία βούληση, όταν τα ανθρώπινα δεδομένα εξαντληθήκαν και η προσευχή απέμεινε ως το έσχατοκαταφύγιο παρηγοριάς και ελπίδας. Και πράγματι, η θερμή και καρδιακή προσευχή δύο γερόντων οδήγησαν στην ανατροπή των ανθρωπίνων δεδομένων. Μέσω της συλλήψεως της Παναγίας γινόμαστε μάρτυρες μιας προσευχής η οποία καρποφόρησε. Η ίδια η Παναγία μας αποτελεί καρπό προσευχής, ορατό σημείο θεϊκής ανταπόκρισης σε ένα απεγνωσμένο αίτημα, έμψυχη απόδειξη της επουράνιας Πατρικής ευεργεσίας. Το γεγονός αυτό αποτελεί και ευκαιρία επισημάνσεως μιας διαστάσεως, που συχνά παραθεωρείται. Ποιο είναι αυτό; Ο ρόλος της ευσέβειας και της προσευχής των γονέων. Τιμούμε αγίους και λατρεύουμε ασκητές. Εξαιρέτως ανυμνούμε την άχραντη Παναγία. Πίσω όμως από όλες αυτές τις αγιασμένες μορφές βρίσκονται γονείς που συνδύασαν την ανατροφή των λόγων με το παράδειγμα της ευσεβείας και την, μέσω της προσευχής, παράδοση στη θεία παιδαγωγία. Μήπως όμως και κάθε τεκνοποιία δεν αποτελεί θεία δωρεά; Πόσο διαφορετικά θα αντιμετώπιζαν οι σύγχρονοι γονείς την σύλληψη και την τεκνοποιία, αν την εκτιμούσαν ως δωρεά, αλλά και ως αποστολή; Πόσο το άγχος πολλών νέων ζευγαριών θα εξαφανιζόταν, αν εναπέθεταν στον Θεό την ανάδειξη μιας νέας ύπαρξης αλλά και πόση ευθύνη θα συνόδευε την ανατροφή που δίνουν στα παιδιά τους πολλοί νέοι γονείς, αν την θεωρούσαν ανάθεση ιερής αποστολής εκ μέρους ενός κοινού επουράνιου Πατέρα; Ουδείς γνωρίζει πώς θα υλοποιείτο το σχέδιο της σωτηρίας μας χωρίς την Παναγία. Ουδείς όμως γνωρίζει και πώς θα βρισκόταν η Παναγία ως κυοφορούσα οδηγόν πλανωμένοις, και απογεννώσα λυτρωτήν αιχμαλώτοις (Ακάθιστος ύμνος) χωρίς τους ευλογημένους Ιωακείμ και Άννα.

ΕΙΣΟΔΙΑ

Η προσευχή ως είσοδος

Στα Εισόδια, η Θεοτόκος, από καρπός προσευχής μεταβάλλεται η ιδία σε προσευχή. Και μάλιστα προσευχή ευγνωμοσύνης. Η αφιέρωσή της στον Ναό μπορεί να περιγραφεί ως ευγνώμων επιστροφή ανεκτίμητου δώρου. Με την πράξη αυτή, ο Ιωακείμ και η Άννα αναβιβάζονται από το πρώτο επίπεδο προσευχής, εκείνο του αιτήματος, στο δεύτερο, εκείνο της ευγνωμοσύνης και μάλιστα της έμπρακτης. Η πράξη αυτή βέβαια αποκτά ακόμη μεγαλύτερη αξία, αν αναλογιστούμε την θέση που κατέλαβε η μικρή Μαριάμ στη ζωή ενός ηλικιωμένου και άτεκνου ζευγαριού. Πόσα αποθέματα πίστης και πόση αλλοίωση ψυχής πρέπει να είχε επιφέρει η προσευχή τους, ώστε να προβούν σε έναν τέτοιον αποχωρισμό! Πόση αγάπη και πόση τρυφερότητα θα πρέπει να ένιωθαν γι΄ αυτό το θειο δώρο! Ας επιμείνουμε στο ευλογημένο αυτό ζεύγος προσευχής, προκειμένου να διαγνώσουμε τις προϋποθέσεις, με τις οποίες ξεκινά τη ζωή της η Παναγία. Ας συνειδητοποιήσουμε πως αυτή η προσφιλέστατη ύπαρξη δεν στάθηκε ικανή να αποπροσανατολίσει την καρδιά των γονέων της Παναγίας. Ο Θεός δεν εκθρονίστηκε από την καρδιά τους, προκειμένου να δώσει τη θέση του στο μικρό κορίτσι. Σε ηλικία τριών ετών, το επιστρέφουν στον ουράνιο Δωρητή, μεταβάλλοντας την σε ζώσα θυσία αινέσεως και ευγνωμοσύνης. Μεταβάλλεται λοιπόν η Παναγία σε ζώσα προσευχή ευγνωμοσύνης, η οποία ανατίθεται στον Θεό.

Η προσφορά αυτή όμως δεν αφορά μόνον τον Ιωακείμ και την Άννα. Μένοντας συνεπείς στην πανανθρώπινη σημασία του προσώπου της, πρέπει να την θεωρήσουμε ως οσμήν ευωδίας και καρπό πνευματικό όλων των δικαίων μέχρι τότε, όπως υπέροχα μας περιγράφουν τα μεγαλυνάρια της εορτής των Εισοδίων. Το δε εξαποστειλάριον της εορτής την παρουσιάζει ως την εκπλήρωση όλων των προφητειών, αναφέροντας: «Ην πάλαι προκατήγγειλε των προφητών ο σύλλογος … Μαρίαν την θεόπαιδα, πιστώς ανευφημήσωμεν». Ως τέτοια, η Παναγία μάς διανοίγει δρόμο προς τα Άγια των Αγίων του Ναού, παραδίδοντας σε εμάς διαβεβαίωση για την δύναμη της προσευχής. Άγια των Αγίων αποτελεί για μας ο χώρος της καρδίας, ο τόπος ενοικήσεως του Χριστού από την στιγμή της Βαπτίσεώς μας, προς τον οποίον αποκτούμε πρόσβαση μέσω της προσευχής. Μόνον η προσευχή καθιστά την ψυχή άξια μιας τέτοιας εισόδου. Μόνον αυτή μας εισοδεύει προς την πληρότητα της πνευματικής ζωής και την απόλαυση της σχέσεως με τον Θεό, πρόσωπο προς πρόσωπο. Μόνον δι΄ αυτής, καθιστάμεθα ζώντες ναοί της θείας Χάριτος. Γι΄ αυτό και η υμνωδία της ημέρας των Εισοδίων περιστρέφεται γύρω από μια ακόμη εξαίσια αντιστοιχία:

«Σήμερον ο ναός ο έμψυχος, του μεγάλου Βασιλέως, εν ναώ εισέρχεται, αυτώ ετοιμασθήναι, εις θείαν κατοίκησιν. Λαοί αγαλλιάσθε» (Όρθρος Εισοδίων) .

Η Παναγία εισέρχεται στον Ναό, ο οποίος ουσιαστικά προεικονίζει την ιδία. Διότι ναός θα υπάρξει και αυτή, ναός όμως αχειροποίητος, που θα φιλοξενήσει όχι απλώς τα ιερά αντικείμενα μέσα στην Κιβωτό της Διαθήκης, αλλά τον ίδιο τον Θεό ενσαρκωμένο, θεμέλιο και ολοκλήρωση της Νέας Διαθήκης. Τόπος προσευχής ο Ναός. Τόπος προσευχής και ο έμψυχος ναός, η Θεοτόκος.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ

Η προσευχή ως υπακοή

Όπως προαναφέραμε, στην πνευματική πορεία, η προσευχή του αιτήματος δίνει τη θέση της στην προσευχή της δοξολογία και της ευγνωμοσύνης. Αλλά και αυτή η προσευχή δίνει τη θέση της στην προσευχή της σιωπής και της ολοκληρωτικής παράδοσης στο θείο θέλημα. Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου και η εγκυμοσύνη της, πέραν της ανεξήγητης για την ανθρώπινη διάνοια διάστασης, προτυπώνει κατά τον καλύτερο τρόπο αυτό το τρίτο στάδιο της προσευχής. Η εντός της παρθενικής της μήτρας εγκατοίκησις του ίδιου του Θεού επιβεβαιώνει την ολοκληρωτική παράδοση της στο θέλημά Του. Εάν η ίδια υπήρξε καρπός προσευχής, έρχεται τώρα εκείνη να κυοφορήσει τον καρπό μιας απόλυτης υπακοής. Η στιχομυθία της Θεοτόκου με τον Άγγελο, κατά το γεγονός του Ευαγγελισμού, αποδεικνύουν την ετοιμότητά της να αποδεχθεί το θείο θέλημα. Ένα θέλημα το οποίον και η ίδια αντιλαμβάνεται πως υπερβαίνει την ανθρώπινη λογική, αλλά και πως αποτελεί καθήκον βαρύ και αιτία σύγκρουσης με ολόκληρο τον κοινωνικό της περίγυρο. Η φράση της «Ιδού η δούλη Κυρίου» (Λκ. 1,38), προσφέρεται από έναν άνθρωπο με πλήρη επίγνωση των συνεπειών αυτής της αποδοχής. Και αυτό καθιστά την στάση της ακόμη περισσότερο άξια θαυμασμού. Παράλληλα, μας υπενθυμίζει, πως η εναρμόνιση με το Θείο θέλημα έχει κόστος, που πολλές φορές μας φέρνει σε κάθετη σύγκρουση με νοοτροπίες και πρακτικές του κόσμου τούτου. Η υπακοή στον Θεό επιφέρει ρήξεις με τον κόσμο. Κι ακόμη, η υπακοή αυτή δεν συνεπάγεται άμεση φανέρωση των τρόπων, με τους οποίους το θέλημά Του θα εκπληρωθεί. Ο άνθρωπος του Θεού, όπως η Παναγία, πιθανό και να ζητά εξηγήσεις. («πῶς ἔσται μοι τοῦτο, ἐπεὶ ἄνδρα οὐ γινώσκω;» Λκ. 1,34) Αυτές όμως δεν είναι ποτέ ικανές από μόνες τους να γαληνέψουν την ψυχή. Η γαλήνη αυτή έρχεται μέσω της προσευχής, η οποία οδηγεί τον άνθρωπο στην απόλυτη εμπιστοσύνη προς τον Θεό. Αυτή διευκολύνει την ψυχή να δεχτεί το υπέρλογο, καθ΄ ην στιγμήν ο κόσμος είτε αδυνατεί να το αναγνωρίσει, είτε το χλευάζει. Βεβαίως δεν πρόκειται για στιγμιαία διαδικασία. Είναι γεγονός πως τα στοιχεία για τη ζωή της Παναγίαςαπό τα Εισόδια έως τον Ευαγγελισμό λείπουν. Η πλήρης όμως εναρμόνιση του θελήματος τη Μαρίας με εκείνην του Θεού καλύπτει πλήρως αυτό το κενό. Χωρίς καμία αμφιβολία, η νέα αυτή κοπέλα από την Ναζαρέτ είχε ανέβει σκαλί – σκαλί όλη την κλίμακα της προσευχής. Κατά τον Ευαγγελισμό ολοκληρώνεται μια σταδιακή άφεση σε μια άρρητη άρρητη θεία βούληση. Η Παναγία αναφωνεί «Ιδού η δούλη Κυρίου», όχι ως υποτακτική αλλά ως απόλυτα ταυτισμένη με τον Θεό.

Κατά τον άγιο Νικόλαο τον Καβάσιλα, ο οποίος αφιέρωσε τις κορυφαίες των δυνάμεων του στην θεολογική προσέγγιση του προσώπου της Θεοτόκου, η απόλυτη υπακοή της την επαναφέρει ουσιαστικά στην προπτωτική κατάσταση:

«και ούτως εν τω κόσμω τούτω καθάπερ εν τω παραδείσω, καθαρόν και ολόκληρον τον άνθρωπον έδειξε και οίος την αρχήν επλάσθη και οίον αυτόν μένειν εχρήν και οποίος αν ην έπειτα περί της ευγενείας ηγωνισμένος». (Λόγος εις την Γέννησιν). Δηλ. «Και έτσι (η Παναγία με τον βίο της) στον κόσμο τούτο όπως στον παράδεισο, καθαρόν και άρτιο κατέδειξε τον άνθρωπο και πώς ήταν όταν επλάσθη και πώς έπρεπε να μείνει και πώς θα εξελισσόταν αγωνιζόμενος να διατηρήσει την ευγενή του (θεϊκή) καταγωγή».

Αν και ως άνθρωπος φέρει τις συνέπειες της πτώσεως, οι πνευματικοί της αγώνες ουσιαστικά τις αδρανοποιούν. Το αδύνατον για τα μέτρα των ανθρώπων, καθίσταται για τα τέκνα της προσευχής δυνατόν. Ο μεγάλος Πατήρ μάς καλεί να αναλογιστούμε μάλιστα, πως στην Παλαιά Διαθήκη, η ενατένιση ακόμη και των οπίσω του Θεού, όπως στην περίπτωση του Μωυσή, προϋποθέτει καθαρμούς και προετοιμασία επίπονη, προκειμένου ο άνθρωπος να αξιωθεί την επαφή με την παναγιότητα του Πλάστη. Την ώρα όμως του Ευαγγελισμού, καμιά προετοιμασία δεν τίθεται από τον Άγγελο ως προϋπόθεση. Η Παναγία παρουσιάζεται πλήρως κεκαθαρμένη, έτοιμη να καταστεί άσπιλο και αμόλυντο κατοικητήριο Θεού. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς γεφυρώνει το χάσμα ανάμεσα στην ανθρώπινη ατέλεια και στη πνευματική πληρότητα που ενυπάρχουν μέσα στην ύπαρξη της Παναγίας: Με τον Ευαγγελισμό, «Η καθαρά καθαίρεται και αγία αγιάζεται προς έτι μείζονα αγιασμόν αυτής» (Ομιλία για τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου).

Ο ίδιος συμπληρώνει πως η πορεία προς την κάθαρση αποκτά ακόμη ευρύτερες διαστάσεις, καθώς η ίδια δεν γνώρισε τρυφή Παραδείσου, ούτε είχε για στήριγμα μια άδολη φύση. Αγωνίστηκε εντός ενός πεπτωκότος κόσμου, με την αμαρτία διάχυτη γύρω της και τις δυνάμεις της ατελείς. Η προσευχή λοιπόν, μέσα σε αυτό το πλαίσιο αναδεικνύεται ως ανασταλτική των πληγών της ανθρώπινης παρακοής. Εάν ο Αδάμ εγκαινίασε το τραυματισμένο και αμαυρωμένο ανθρώπινο γένος, η Παναγία καθίσταται γενάρχης ενός ανακαινισμένου γένους, το οποίον βεβαίως αναμένει άνωθεν την σωτηρία, καθίσταται όμως γη αγαθή, έτοιμη να υποδεχτεί τον σπόρο της λυτρώσεως. Πόσο παραστατικά εμφανίζεται ως γενάρχης γένους αγίου, όταν εμφανίζεται στον Άγιο Σεραφείμ του Σάρωφ να συνομιλεί με τον Πέτρο και τον Ιωάννη και να εντάσσει τον άγιο στην νέα αυτή γενεά λέγοντας: «Αυτός είναι από την γενιά μας»! Όπως λοιπόν η ίδια κατέστη καρπός προσευχής, προσφέρει τώρα εκείνη με τη σειρά της προσευχής καρπό απείρως σπουδαιότερο, καρπό υπακοής.

Υπάρχει όμως και μια άλλη διάσταση, άκρως συγκινητική και βαθιά ανθρώπινη. Και στο δοξαστικό της ημέρας, αλλά και στον Ακάθιστο Ύμνο, η Παναγία με τον Ευαγγελισμό της αποτελεί ελευθερία της Εύας από την λύπη της και λύτρωση από τα πικρά δάκρυα της εξορίας της. Η διατύπωση αυτή σηματοδοτεί την αναβάθμιση της ανθρώπινης προσευχής συνολικά. Μέχρι την Παναγία, η ανθρώπινη προσευχή διακατέχεται από την πίκρα ενός χωρισμού και το παράπονο για έναν κλειστό ουρανό που δείχνει να μην εισακούει τις ανθρώπινες προσευχές. Τα δάκρυα μιας τέτοιας προσευχής είναι πικρά, γεμάτα πόνο από τον χωρισμό του πλάσματος από τον Πλάστη. Στον Ευαγγελισμό οι ουρανοί ανοίγουν. Και μαζί με αυτούς ανοίγει ξανά ο παράδεισος. Η Παναγία, ως νέα Εύα, επιστρέφει, δεόμενη πλέον ενώπιον θύρας ανοιχτής. «Χαίρε Παραδείσου θυρών ανοικτήριον», ανυμνεί ο μελωδός. Τα δάκρυα της είναι πλέον γλυκά, διότι είναι δάκρυα ευγνωμοσύνης για ένα πανάρχαιο αίτημα που ήδη εκπληρώνεται. Στην δεομένη Παναγία ο Άγγελος απευθύνει ένα «χαίρε». Εις το εξής, η χαρά υπεισέρχεται στην ανθρώπινη προσευχή. Η χαρά είναι εκείνη που θα διακατέχει τον προσευχόμενο άνθρωπο, πριν καν διατυπώσει το οποιοδήποτε αίτημα. Διότι το μείζον έχει επιτευχθεί, η σχέση Θεού ανθρώπων αποκαταστάθηκε. Και μόνον η αίσθηση και η βεβαιότητα πως ο Θεός ακούει, αποτελεί πλέον για την κάθε δεομένη ψυχή αιτία χαράς, που φέρνει σε δεύτερη μοίρα όλα τα επιμέρους αιτήματα.

Ο ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΛΙΣΑΒΕΤ

Η προσευχή ως δοξολογία

Έγκυος ούσα η Παναγία μεταβαίνει στη Ελισάβετ. Ο υμνωδός του Ακαθίστου Ύμνου υπέροχα την παρουσιάζει να αποκαλεί την Παναγία μας ως «δεκτόν πρεσβείας θυμίαμα». Με τον τρόπο αυτό τονίζεται η αποδοχή της προσευχής της από τον Θεό. Είναι η δεομένη προς έναν Θεό, ο οποίος κλίνει το ους και ακούει μέσω της προσευχής της την ανθρωπότητα. Η απάντηση της στον έπαινο που καταθέτει εκείνη, παρουσιάζει την Παναγία σε όλο της το μεγαλείο και την ποιότητα της προσωπικότητάς της. Είναι πλέον ολοκληρωτικά παραδομένη στο θείο θέλημα και ξέρει πως αυτή της η παράδοση θα αποτελεί διαρκές ζητούμενο για κάθε άνθρωπο. Αυτός ο παροξυσμός ευγνωμοσύνης θα μπορούσε να αποτελεί και προσωπική της προσευχή. Κατά πάσα πιθανότητα, σε αυτό το πνεύμα θα κινείτο και η καθημερινή προσευχή της, προσευχή ευγνωμοσύνης και βεβαιότητας περί της δυνάμεως του Υψίστου, δυνάμεως ικανής να αντιπαρατεθεί με την δύναμη των κοσμικών αρχόντων, που οδηγούν στην απόγνωση ολόκληρους λαούς, όχι όμως και εκείνους που ανήκουν στην αγία γενεά της. Εκείνοι, όπως η Παναγία, ξέρει πως ο Κύριος ελέγχει τους δυνάστας και υψώνει τους ταπεινούς, όπως και εκείνην. Πόσες φόρες να είχε άραγε αναπέμψει την προσευχή αυτή, πριν η Ελισάβετ γίνει αυτήκοος μάρτυρας;

«Μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριον και ηγαλλίασε το πνεύμά μου επί τω Θεώ τω σωτήρί μου, ότι επέβλεψεν επί την ταπείνωσιν της δούλης αυτού. ιδού γαρ από του νυν μακαριούσί με πάσαι αι γενεαί· ότι εποίησέ μοι μεγαλεία ο δυνατός και άγιον το όνομα αυτού, και το έλεος αυτού εις γενεάς γενεών τοις φοβουμένοις αυτόν. ᾿Εποίησε κράτος εν βραχίονι αυτού, διεσκόρπισεν υπερηφάνους διανοία καρδίας αυτών· καθείλε δυνάστας από θρόνων και ύψωσε ταπεινούς, πεινώντας ενέπλησεν αγαθών και πλουτούντας εξαπέστειλε κενούς. αντελάβε το᾿Ισραήλ παιδός αυτού μνησθήναι ελέους, καθώς ελάλησε προς τους πατέρας ημών, τω᾿Αβραάμ και τω σπέρματι αυτού εις τον αιώνα». (Λκ. 1,46-55).

Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

Ο προσευχή ως καρποφορία

Η στιγμή της Γέννησης του Χριστού πρέπει να απετέλεσε για την Παναγία στιγμή μεγαλειώδη. Είναι εκείνη η στιγμή, που αντικρίζει πρώτη τον Σωτήρα τού κόσμου πρόσωπο προς πρόσωπο. Εκείνον, ο οποίος νοητώς βρισκόταν διαρκώς ενώπιον της, μέσω της προσευχής, Εκείνον, τον οποίον ποθούσε η καρδιά της από την παιδική της κιόλας ηλικία, Εκείνον, που, δι΄ απεσταλμένου Αγγέλου, την βεβαίωσε για την προστασία Του, Εκείνον, που για εννέα μήνες ενοικούσε στο σώμα της. Ο Ίδιος τώρα εμφανίζεται ενώπιον της απτός, ορατός ως άνθρωπος κοινός. Δεν δοκιμάστηκε άραγε η πίστη της εκείνη την ώρα; Τι επιβεβαίωση Θεότητας είχε να της δώσει ένα ασήμαντο βρέφος; Πώς άντεξε το σκάνδαλο; Υπήρξε άραγε άλλο καταφύγιο από την προσευχή; Πού αλλού να στηριζόταν, όταν όλη της η ανατροφή προμηνούσε Μεσσία νικητή, ένδοξο και τροπαιούχο; Αν μέσα στο σπήλαιο ακούστηκε μια προσευχή από εκείνη, θα ήταν οπωσδήποτε προσευχή για εσωτερική γαλήνη και βεβαιότητα των θαυμασίων τού Θεού, αντίβαρο σε μια επανάσταση όλων των διανοητικών δυνάμεων, που αναζητούν απεγνωσμένα στήριγμα. Ίσως να σκέφτηκε: Αυτό το βρέφος είναι ο Χριστός, ο σωτήρας του κόσμου; Το «ναι», το μεγάλο «ναι» που οπωσδήποτε απήντησε δεν μπορεί παρά να αποτελεί καρπό ενός νέου «γένοιτο κατά το ρήμα Σου». Την ώρα της Γεννήσεως, μια μυστική κυοφορία αποδίδει τον ορατό της καρπό, μία προσωπική υπακοή, η δική της υπακοή, αποφέρει μια πανανθρώπινη λύτρωση.

Η προσευχή πλέον της Παναγίας εμπλουτίζεται από έναν καινούργιο σκοπό: Την διαρκή αναγνώριση ενός μυστηρίου. Από εδώ και στο εξής θα βλέπει άνθρωπο, όμως θα πρέπει να κατανοεί Θεό, θα βλέπει ορατές πράξεις, όμως θα πρέπει να αποδέχεται υπερκόσμιες διεργασίες, θα θεωρείται μητέρα υιού, θα νοείται όμως «αστέρος αδύτου Μήτηρ» (Ακάθιστος Ύμνος). Μέσω της Παναγίας οδεύουμε οδόν προσέγγισης μυστηρίων. Η προσευχή μας δεν επιζητά απλώς τον φωτισμό της διανοίας ώστε να κατανοήσει, αλλά την ετοιμότητα της καρδιάς να αποδεχθεί. Μαζί με τους «παίδας Χαλδαίων», καλούμαστε να αναγνωρίζουμε στο βρέφος που η Θεοτόκος κρατεί, «τον πλάσαντα χειρί τους ανθρώπους» και εκείνον που «ει και δούλου έλαβε μορφήν», νοείται ως «Δεσπότης των πάντων».

ΚΑΝΑ

Η προσευχή ως μεσιτεία

Από το πρώτο κιόλας θαύμα του Χριστού, ο ρόλος της Θεοτόκου αναδεικνύεται με τρόπο σαφή και αναντίρρητο. Κάποιες λεπτομέρειες στο γεγονός της Κανά μαρτυρούν τον διαρκή ρόλο της στης πορεία της ανθρωπότητας. Μέσα σε ένα γλέντι με πολλούς προσκεκλημένους, φασαρία και διάχυτη ευφροσύνη, η ματιά της Παναγίας μας εντοπίζει την έλλειψη. Πολλοί από τους παριστάμενους ούτε που θα είχαν καταλάβει πως το κρασί τελείωσε. Εκείνη όμως το γνωρίζει. Και το γνωρίζει, όπως όλοι οι άνθρωποι αγάπης έχουν τον νου τους. Ενδιαφέρονται, προστατευόταν, αγωνιούν και ενεργούν. Στην Κανά δρα ως φύλακας άγγελος, του οποίου η αγάπη θέλει να προλάβει. Την ώρα που όλοι απολαμβάνουν, εκείνη σκεπάζει. Την ώρα που όλοι γιορτάζουν, εκείνη προστρέχει.

Η προστατευτικότητα αυτή οδηγεί σε δράση. Τι δράση όμως; «Οίνον ουκ έχουσι» (Ιω. 2,3), λέει διακριτικά στον Υιό της. Πώς να ελέχθη αυτή η ρήση; Με ευγένεια, με αγωνία, με παρρησία μητρική, με παράκληση επίλυσης; Όπως και αν ελέχθη, το γεγονός είναι ένα: Η Παναγία αναλαμβάνει να μεταφέρει στον Χριστό την ανάγκη επίλυσης μιας δυσκολίας. Δεν γνωρίζει ο Κύριος πάντοτε τα πάντα; Οπωσδήποτε ναι. Να όμως που συμβολικά και προτυπωτικά αναλαμβάνει εκείνη να προεκτείνει το γεγονός του Ευαγγελισμού. Τι συνέβη τότε; Όλη η ανθρωπότητα ανταποκρίνεται με εκείνο το «γένοιτο» στην θεία φιλανθρωπία. Και τώρα -και πάντα-, εκείνη είναι που εκφράζει τον πόθο του ανθρώπου να καταθέσει στην χάρη του Θεού την κάθε είδους δυσκολία, που οι φτωχοί ανθρώπινοι υπολογισμοί δεν κατάφεραν να αποτρέψουν. Με εκείνο το «οίνον ούκ έχουσι», η Παναγία συμπυκνώνει την πανανθρώπινη ικεσία και την πιο βαθιά πανανθρώπινη προσευχή για επέμβαση του Θεού, προκειμένου να αναπληρωθούν τα ελλείποντα.

Ο ρόλος της όμως δεν σταματά εδώ. Αμέσως μετά, ο Θεός φαίνεται να την επιπλήττει. Σχεδόν την απαρνείται: «Τι εμοί και σοι γύναι;»(Ιω. 2,4), της λέει. Και εδώ ενδιαφέρον θα είχε να αναρωτηθεί κανείς το πώς ελέχθη αυτή η φράση. Σε τι ύφος, σε τι τόνο; Πρόκειται αλήθεια περί επιπλήξεως; Ή μήπως για πρόσκληση συνειδητοποιήσεως μιας σχέσης; Αλήθεια, κάθε φορά που προσευχόμαστε, τι απαντάμε στο ερώτημα αυτό; Τι είναι για μας ο Θεός στον οποίον απευθυνόμαστε; Μια περιστασιακή πηγή άντλησης εξυπηρετήσεων ή το κεντρικό πρόσωπο στη ζωή μας;

Η Παναγία Μητέρα Του στο ερώτημα αυτό δεν έχει καμία αμφιβολία. Γι΄ αυτό και με αυτοπεποίθηση και βεβαιότητα απευθύνεται στους οικοδεσπότες και τους προτρέπει: «ό,τι αν λέγη υμίν, ποιήσατε» (Ιω. 2,5). Εμμέσως όμως απευθύνεται και προς εμάς και μας καλεί σε μια ετοιμότητα αποδοχής του θείου θελήματος. Και μάλιστα, όχι απλής αποδοχής, αλλά έμπρακτης και συνεπούς εφαρμογής. Αμφίδρομος λοιπόν εμφανίζεται ο ρόλος της Παναγίας: Από τη μια δέεται εκ μέρους των ανθρώπων, επιδιώκοντας ουσιαστικά να καταβιβάσει τους οικτιρμούς του Θεού προς την γη, από την άλλη προτρέπει τους ανθρώπους να ακολουθήσουν το παράδειγμα της, δηλαδή να ταυτίσουν το θέλημα τους με το θέλημα του Θεού, επιδιώκοντας να αναβιβάσει τον άνθρωπο στον ουρανό. Αυτό που εκείνη πραγματοποίησε στον Ευαγγελισμό, καλεί τώρα όλους εμάς να το ακολουθήσουμε. Αυτή η πρώτη προσευχή στην Κανά, με την Παναγία ουσιαστικά σε ρόλο Αρχιερέως, αποτελεί γεγονός, το οποίον διαιωνίζεται, κάθε φορά που η Εκκλησία στρέφει το βλέμμα της ικετευτικά προς τον Ουρανό.

ΠΑΘΗ

Η προσευχή ως γλυκασμός από τον πόνο

Τα Πάθη αποτελούν την κορυφαία και πιο δραματική στιγμή της επίγειας ζωής του Κυρίου μας. Αναμφίβολα όμως αποτελούν και την κορυφαία και πιο τραγική στιγμή της ζωής της Θεοτόκου. Και μάλιστα, η τραγικότητα είναι διπλή: Από τη μια η μητρική οδύνη, την ώρα που βλέπει τον Υιό της, άκακο και αθώο, να κρέμεταιάψυχοπάνω στον Σταυρό. Και από την άλλη ο συγκλονισμός της πίστης της, αντικρίζοντας τον Υιό του Θεού, νεκρό. Τι άλλο θα μπορούσε να στηρίξει εκείνη την στιγμή την πανάχραντη μητέρα του Θεανθρώπου από την προσευχή; Ενώ η ρομφαία διαπερνά την καρδιά της, η προσευχή έρχεται να κατευνάσει τον πόνο και να επουλώσει τις πληγές. Μόνον με αυτήν, η θεια παρηγοριά και η ελπίδα βρίσκουν δρόμο για να φτάσουν στην ανθρώπινη καρδιά. Ενώ οι ανθρώπινες δυνάμεις δεν επαρκούν, ενώ η ύπαρξη αναζητά απεγνωσμένα νόημα και εξήγηση για όλα τα επώδυνα και παράλογα που συμβαίνουν στην προσωπική ζωή του καθενός και στον κόσμο ολόκληρο, η προσευχή ενισχύει την πίστη πως όλα βρίσκονται κάτω από τον απόλυτο έλεγχο του Θεού και πως η πρόνοιά Του μεταβάλλει τα πάντα σε οδό απολυτρώσεως. Κάτω από τον Σταυρό, η προσευχή γλυκαίνει τον ανθρώπινο πόνο και συμπαρασύρει τον άνθρωπο σε δρόμους ελπίδας. Με τρόπο υπέροχο, η υμνολογία της Εκκλησίας μας, στα εγκώμια του Επιταφίου, αφουγκράζεται την βουβή προσευχή της Παναγίας και μας την προσφέρει μέσω των αριστουργηματικών ύμνων της Μ. Παρασκευής:

«Η αμνάς τον άρνα βλέπουσα εν σφαγή ταις αικίσι βαλλομένη ηλάλαζε συγκινούσα και το ποίμνιο βοάν»

«Τέτρωμαι δεινώς και σπαράττομαι τα σπλάχνα, Λόγε, βλέπουσα την άδικον σου σφαγήν, ελέγεν η πάναγνος εν κλαυθμώ.»

«Ω γλυκύ μου εάρ, λκυκύτατον μου τέκνον, που έδυ σου το κάλλος;»

«Ανάστα, ζωοδότα, η σε τεκούσα μήτηρ δακρυρροούσα λέγει.»

Με πόσο υπέροχο τρόπο μεταβαίνουμε από τον μητρικό σπαραγμό στην ελπίδα της Αναστάσεως! Και πόσο η στιγμή αυτή δεν δημιουργεί τον κατ΄ εξοχήν δεσμό συγγένειας όλων μας με την Θεοτόκο! Κάτω από τον Σταυρό συμπυκνώνεται όλος ο ανθρώπινος πόνος. Πόνος από ασθένειες, απώλειες, διαψεύσεις, αποτυχίες. Στο σταυρικό ξύλο δεν προσηλώνεται ένας άνθρωπος, αλλά ολόκληρη η ανθρώπινη φύση με ανοιχτές τις πληγές της αποστασίας. Αντικρίζοντας η Παναγία τον αιμόφυρτο Υιό της, αντικρίζει κατ΄ ουσίαν την καταπληγωμένη ανθρωπότητα. Δεόμενη γι΄ Αυτόν, δέεται γα όλους μας. Κρατώντας το άψυχο σώμα Του κατά την αποκαθήλωση, κρατά εμάς. Προσμένοντας την Ανάσταση του Υιού της, προσβλέπει και συμμετέχει ενεργά στην δική μας Ανάσταση.

ΚΟΙΜΗΣΗ-ΜΕΤΑΣΤΑΣΗ

Η Παναγία ως προσευχή

Η επίγεια πορεία της Παναγίας ολοκληρώνεται με την Κοίμησή της. Η παναγιότητά της όμως, η οποία την συντροφεύει από τα πρώτα της βήματα και η οποία έγινε πύλη για να εισἐλθει στο χώρο του υπέρλογου, καταλύοντας τις συνέπειες της πτώσεως, δεν μπορούσε παρά να υπερβεί και την μέγιστη πληγή του πεσμένου ανθρώπου: Τον ίδιο τον θάνατο. Μετά την κοίμησή της, η Παναγία μεταβαίνει και σωματικώς προς τον Υιό και Θεό της. Ας προσπαθήσουμε να απεικονίσουμε το μεγάλο αυτό μυστήριο, την Ανάσταση των σωμάτων, το οποίον μόνον η Παναγία αξιώνεται πριν την κοινή ανάσταση. Ψάλλουμε κατανυκτικά τον υπέροχο ύμνο «κατευθυνθείτω η προσευχή μου ως θυμίαμα ενώπιον σου» (Ψαλμ. 140,2). Δύσκολα θα βρούμε άλλην εικόνα, που να αναπαριστά καλύτερα την μετάσταση της Θεοτόκου. Ψυχή τε και σώματι, η Παναγία μας μεταβάλλεται σε ζωντανό θυμίαμα μιας πανανθρώπινης προσευχής, η οποία ανάλαφρη από κάθε σαρκικό βάρος, ενώνεται με την Πηγή της ζωής.

Το άσπιλο σώμα της, το οποίον, όχι μόνος αξιώθηκε να φιλοξενήσει τον άρρητο Θεό, αλλά και κοσμήθηκε από όλες τις ανθρώπινεςαρετές, «ουκ εναπομένει εν τω θανάτω, ουδ΄ υπό της φθοράς διαλύεται», όπως διακηρύσσει ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός (Εγκώμιον εις την μετάστασιν της Θεοτόκου). Εισέρχεται θριαμβευτικά στον χώρο της αφθαρσίας και προπορεύεται όλου του ανθρωπίνου γένους στην οδό της επιστροφής προς την αιωνιότητα, προγευόμενη την «κοινήν Ανάστασιν».

ΣΥΝΟΨΙΣ

Σταδιακά, η προσευχή λειτουργεί ως διαρκές μέσον εξαγνισμού και αγιότητας της Παναγίας Θεοτόκου. Υπήρξε η ίδια καρπός προσευχής, παρουσιάζεται ως ζώσα προσευχή ευγνωμοσύνης στα Εισόδια, ανεβαίνει μέσω της προσευχής στο υψηλότερο σκαλοπάτι της ταπείνωσης και της υπακοής στον Ευαγγελισμό της, φτάνει σε παροξυσμό ευγνωμοσύνης και δοξολογίας κατά την επίσκεψή της στην Ελισάβετ, βλέπει την προσευχή της να καρποφορεί, αντικρίζοντας πρώτη την ενανθρώπιση του Θεού κατά τη Γέννηση, είναι η πρώτη που καταθέτει την προσευχή της στον Θεάνθρωπο Χριστό στον γάμο της Κανά, υπερβαίνει μέσω της προσευχής τον αβάσταχτο μητρικό πόνο κάτω από τον Σταυρό και τέλος καθίσταται η τέλεια προσευχόμενη ύπαρξη, γενόμενη ουσιαστικά ζώσα προσευχή, απαλλαγμένη από όλα τα στίγματα της φθοράς και του θανάτου κατά την Κοίμηση και την Μετάστασή της.

Κατά την ενανθρώπιση, καθίσταται γέφυρα καταβάσεως του Θεού στον κόσμο. Κατά την Κοίμησή της καθίσταται γέφυρα ανάβασης του ανθρωπίνου γένους προς την αφθαρσία. Δεν πρόκειται όμως για ένα γεγονός, το οποίον ολοκληρώθηκε άπαξ και διαπαντός. Η Παναγία «εν τη κοιμήσει, τον κόσμον ου κατέλειπε» (Κοντάκιον Κοιμήσεως). Η μητρική της αγκάλη και στοργή προς τον κόσμο αναδεικνύονται από τα αναρίθμητα θαύματά της, αλλά και την οικειότητα που αισθάνονται να έχουν οι πιστοί με το πρόσωπο της. Η πατερική σοφία όμως προχωρά πολύ πιο πέρα. Ακολουθώντας την βασική θεολογική θέση, πως η Παναγία μας αποτελεί ό, τι εκλεκτότερο και αγιότερο έχει να επιδείξει το ανθρώπινο γένος, μας καλεί να ενισχύουμε διαρκώς μέσω της προσευχής τους μυστικούς πνευματικούς δεσμούς μαζί της.

Η ΟΙΚΕΙΩΣΙΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ

Ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, μας καλεί, όχι μόνον να αγκαλιάσουμε το σεπτό σκήνωμα της Παναγίας μας, αλλά «και συνεισέλθωμεν ένδον του μνήματος και συννεκρωθώμεν, … συζώντες δε ζωήν απαθή και ακήρατον» (Ομιλία εις την Κοίμησιν). Ο άγιος Ανδρέας Κρήτης μάλιστα φτάνει στο σημείο να χαρακτηρίσει το σώμα της Παναγίας, όχι μόνον «ζωαρχικόν (αρχή της ζωής αληθινής ζωής μας δηλαδή), αλλά και «ημέτερον» (Εις την Κοίμησιν), δηλαδή σώμα δικό μας. Καθίσταται λοιπόν η Παναγία, κυριολεκτικά μητέρα μας, αν και την ιδιότητα αυτή, της την έχουν αποδώσει γενιές και γενιές πονεμένων και απελπισμένων παιδιών της. Και είναι η μητρική της αγάπη, που την κάνει να θέλει να μοιραστεί με όλους τους ανθρώπους, όλων των εποχών, τις δωρεές που αξιώθηκε. Κυρίως όμως επιθυμεί να οδηγήσει τον κάθε άνθρωπο στο ύψος της γνήσιας προσευχής, με βασικά χαρακτηριστικά την αγιότητα του βίου, την απόλυτη υπακοή στο θέλημα του Θεού και την απόλυτη εμπιστοσύνη στην πρόνοιά Του. Η διαρκής ταύτιση μαζί της θα μας μεταμορφώσει σταδιακά σε ανθρώπους προσευχής, οι οποίοι θα επωμιστούν σταυρικά τα πάθη όλου του κόσμου και θα την εξακολουθήσουν στο διπλό έργο της: Στην διαρκή φροντίδα του κόσμου και στην διαρκή ανάβασή της προς τον Θεό.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Η Παναγία μας, οδηγός εξόδου από την κρίση και λύτρωση από τα δείνα

Όσο συνειδητοποιούμε τα αίτια της πολυποίκιλης κρίσης, τόσο αντιλαμβανόμαστε πως το βασικό πρόβλημα προέρχεται από την έλλειψη προσευχής. Μόνον ο διαρκής πνευματικός αγώνας και η διαρκής επιθυμία ένωσης με τον Θεό της αγάπης, που κατ΄ εξοχήν εκφράζεται και πραγματοποιείται μέσω της προσευχής, είναι σε θέση να στάξει βάλσαμο στις ψυχές των ανθρώπων και να τους ξαναδώσει όραμα για μια καλύτερη κοινωνία. Προς αυτό τον σκοπό, η Παναγία στέκει διαρκής αρωγός και πρότυπο. Η οικειότητα με το πανάγιο πρόσωπό της δεν αποτελεί αντικείμενο έρευνας ή ανάλυσης, αλλά θερμής προσευχής. Αυτή, ως αποδέκτης, αλλά και πρότυπο προσευχής, περιμένει να μας οδηγήσει σε «ύψη δυσανάβατα ανθρωπίνοις λογισμοίς» (Ακάθιστος Ύμνος) και υπερπήδηση των αβύσσων των κριμάτων μας (Τροπάριο Κασσιανής).

Στο πρόσωπο τής Παναγίας, η ελπίδα παραμένει ζωντανή και ο δρόμος της περιμένει να τον περπατήσουμε. Η δική μας πνευματική ποιότητα, το δικό μας αγωνιστικό φρόνημα, η δική μας σταθερότητα στις αιώνιες αξίες της πίστης, που διαπότισαν και όλη την αξιακή κλίμακα του γένους μας, κυρίως όμως η προσήλωσή μας στην ύψιστη πνευματική σημασία της προσευχής, θα αποδείξουν τη δύναμη της ενάρετης και δίκαιης ζωής πιο ισχυρή από τη δύναμη της σωματικής μας φθοράς, αλλά και από την αβεβαιότητα και τις δοκιμασίες των καιρών μας.

Και όταν ο πόνος και οι δυσκολίες, φτάνουν στιγμές, που μοιάζουν ανυπέρβλητες, κι όταν η ραθυμία μας κυκλώσει, κι όταν οι βιοτικές μέριμνες δεν αφήνουν την ψυχή να πάρει ούτε ανάσα, ας μην ξεχνάμε:

Στον δρόμο αυτό δεν βαδίζουμε, ούτε μόνοι, ούτε αβοήθητοι. Αυτήν επικαλούμαστε και προς αυτήν με παρρησία αποτεινόμαστε:

«Σώσον ημάς τους ομολογούντας σε Θεοτόκον από πάσης περιστάσεως και λύτρωσαι κινδύνων τας ψυχάς ημών» (Εσπερινός της Κοιμήσεως). _