Θρησκευτικός ανθρωπισμός: ο ρόλος της γλώσσας

1 Ιουλίου 2015

Byzantio_02a_UP

Ιδιαιτέρως όσον αφορά την γλώσσα ως στοιχείο που συντηρεί την εθνική ταυτότητα του λαού, επισημαίνεται ότι ο θρησκευτικός ανθρωπισμός εκφράζεται με κείμενα τόσο σε λόγια, όσο και σε απλή γλωσσική μορφή, ανάλογα με τις εκάστοτε περιστάσεις.

Πολλοί λόγιοι στα έργα η τα κηρύγματά τους, που οπωσδήποτε έχουν παιδευτικό χαρακτήρα, χρησιμοποιούν την απλή καθομιλουμένη, όπως για παράδειγμα ο Κύριλλος Λούκαρης, που εξήρε την αναγκαιότητά της για την κατανόηση των νοημάτων από τον απαίδευτο λαό: «Αν μιλούμε η αν διαβάζουμε και δε γροικούμε, είναι ωσάν να ρίχνομε τα λόγια μας εις τον άνεμο»[1]. Την ανάγκη όχι μόνο να εκφράζονται οι ιεροκήρυκες στην δημοτική, αλλά και να «μεταγλωττισθεί» σ’ αυτήν το ιερό Ευαγγέλιο τόνιζε κατ’ επανάληψιν[1] ο ίδιος ιεράρχης προβαίνοντας μάλιστα στην μετάφραση της Καινής Διαθήκης με την βοήθεια του Μαξίμου Καλλιουπολίτη. Το εγχείρημα, που αντιμετώπισε αρκετές αντιδράσεις, ολοκληρώθηκε το 1645, μετά τον θάνατο του ιεράρχη.

Αυτή η μορφή ανθρωπισμού προσανατολιζόταν προς την γενίκευση του «εκκλησιαστικού δημοτικισμού»[1], που θα εξασφάλιζε συνειδητή συμμετοχή και κατανόηση των νοουμένων από τους ανθρώπους. Την συγκεκριμενη επιταγή ακολούθησε στο έργο του και ο Νικόλαος Σοφιανός (16ος αι.): «αν ήθελαν διαβάσει και να γρυκήσουν τα βιβλία οπού αφήκαν εκείνοι οι παλαιοί και ενάρετοι άνδρες, εύκολα ήθελε διορθωθή η απαιδευσία οπού πλεονάζει εις τους πολλούς. Δια τούτο λοιπόν ώρμησα και εγώ, με γνώμην και παρακίνησιν των ειρημένων ελλογίμων και ευγενών ανδρών, από όσον δύναμαι, Θεού οδηγούντος, να μεταγλωττίσω και να πεζεύσω από τα βιβλία οπού να είναι χρήσιμα και ωφέλιμα εις το να ανακαινισθή και να αναπτερυγιάση από την τόσην απαιδευσίαν το ελεεινόν γένος»[1]. Ο Ιωαννίκιος Καρτάνος (περ. 1500-περ. 1567) στο έργο του Παλαιά τε και νέα Διαθήκη [Βενετία 1536][1] κατά τρόπο προδρομικό χρησιμοποίησε την δημοτική γλώσσα, προκειμένου να απλοποιήσει τα Αγιογραφικά κείμενα ώστε να είναι προσιτά στον απαίδευτο ακόμη λαό.

Ανεξαρτήτως πάντως της μορφής των κειμένων, εδώ έχει ιδιαίτερη σημασία η πρόθεση των συγγραφέων, η οποία συνίσταται στην διατήρηση, μέσω της γλώσσας[1], της ιστορικής, εθνικής και θρησκευτικής ταυτότητας των απογόνων μιας συγκεκριμένης εθνικής κληρονομιάς. Γι’ αυτό και έχει επισημανθεί από τον Μάξιμο Πελοποννήσιο (μεσ. 16ου – μεσ. 17ου αι.) ότι: «Πρέπον και δίκαιον κατά αλήθειαν ήτον, αδελφοί και τέκνα της ανατολικής Εκκλησίας, να μην έλθη το γένος μας το επαινετόν, εις τόσην αμάθειαν και στέρησιν της σοφίας, ότι να χάση σχεδόν και την ελληνικήν γλώσσαν, με την οποίαν είχε πάντοτε εις όλα τα γένη σιμά μέγα καύχημα, με το να την είχεν, ομού με ταις άλλαις επιστήμαις πολλά θαυμαστά».

Επειδή όμως η γλώσσα συσχετίζεται με την παιδεία και επειδή ασφαλώς η παιδεία για τους Έλληνες στην τουρκοκρατία ήταν σημαντικός παράγοντας για την διατήρηση της εθνικής ταυτότητας, η παιδεία που καλλιεργείται στο πλαίσιο του θρησκευτικού ανθρωπισμού έχει κατ’ αρχήν εκκλησιαστικό και μάλιστα χριστοκεντρικό προσανατολισμό[1].

Αυτό σημαίνει ότι απορρέει από «τον φωτισμόν δια του αγιασμού εν Αγίω Πνεύματι, ο οποίος είναι φορέας και δημιουργός της αγιότητας, του φωτός και της γνώσεως»[1]. Γι’ αυτό και η εκπαίδευση στις κατακτημένες ελληνικές περιοχές ήταν εκκλησιαστική, όπως και η λογιοσύνη της εποχής στην συντριπτική της πλειοψηφία[1]. Σαφώς και αποσκοπούσε στην γνωστική και ηθική συγκρότηση του ατόμου, αλλά όχι χωρίς την παρουσία του Θεού· οπωσδήποτε και ενδιαφερόταν για την προαγωγή της λογικής και της γνώσης, της επιστήμης και του πολιτισμού, αλλά χωρίς να καταλήγει να τα θεοποιήσει.


Παρατήρηση: Το παρόν άρθρο αποτελεί το δεύτερο τμήμα της εργασίας «Χαρακτηριστικά του θρησκευτικού ανθρωπισμού στον τουρκοκρατούμενο ελλαδικό χώρο (16ος – μέσα 18ου αι.)» της Δρ. Φιλολογίας Έλενας Χατζόγλου – Μπαλτά. Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό: «Νέος Ερμής ο Λόγιος», έτος 5ο, τεύχος 11ο, χειμώνας 2015, σσ. 213-224