Η επανέκθεση στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο

29 Ιουνίου 2011

Η ανασύσταση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο υπήρξε έργο του τότε διευθυντή του Χρήστου Καρούζου (1900-1967), ο οποίος μαζί με την σύζυγό του Σέμνη Παπασπυρίδη-Καρούζου επιμελήθηκε την επαναφορά των εκθεμάτων στον μουσειακό χώρο συνδυασμένη με μία σταδιακή αλλαγή στην τοποθέτηση.

Πήλινα, λίθινα κι οστέϊνα αντικείμενα γύρω από μία εστία συνθέτουν την εικόνα του νοικοκυριού της Νεολιθικής εποχής (6800-3300 π.Χ.) . Η αναπαράσταση βρίσκεται στην αρχή της αίθουσας (Αίθ. 5) της αφιερωμένης στην περίοδο αυτή της ελληνικής προϊστορίας.

Οι αρχαιότητες που φυλάσσονταν στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο (ΕΑΜ) είχαν στην διάρκεια του πολέμου απομακρυνθεί από τον χώρο έκθεσης και είχαν ταφεί για να αποφευχθεί η πιθανή καταστροφή τους (Mouliou 1997: σ. 117 και Πετράκος 2001: σσ. 478-9). Τα μέτρα προφύλαξης των αρχαιοτήτων στα χρόνια του πολέμου, ο δυσανάλογα μεγάλος για τον χώρο αριθμός τους και οι ζημιές που είχε υποστεί το κτίριο στην διάρκεια του πολέμου, υπήρξαν στοιχεία που κατέστησαν δύσκολο το έργο του Καρούζου, αλλά του έδωσαν την ευκαιρία επέμβασης στον τρόπο έκθεσης, σχετικά με τον οποίο αναφέρει ότι «προσπαθήσαμε να μεταβάλουμε την ανάγκη σε αρετή» (Καρούζος 1981: σ. 142).

Καλλιτεχνική αγωγή

Περισσότερο καθοριστικές όμως για την μουσειολογική διάταξη των αντικειμένων θεωρούμε ότι υπήρξαν οι απόψεις του για την αποστολή του Μουσείου στην κοινωνία, όπως αυτές εκφράστηκαν μέσα σε ομιλίες και μελέτες του που συλλέχθηκαν κι εκδόθηκαν μετά τον θάνατό του στο βιβλίο «Αρχαία Τέχνη». Στήν ομιλία του με τίτλο «Ο Παιδαγωγικός Ρόλος των Μουσείων», ο Καρούζος έδωσε έμφαση στον κοινωνικό ρόλο του μουσείου, δηλώνοντας με αυτό το βασικό του πιστεύω «ότι το Μουσείο οποιουδήποτε είδους, είτε με επιστημονικό προσανατολισμό είτε καλλιτεχνικό είτε και τα δυό, δέν επιτρέπεται να είναι σαν ένα είδος ανατομικού εργαστηρίου για ειδικούς, αλλά πρέπει να είναι ή να γίνει σπουδαίο τμήμα της ψυχικής και πνευματικής ζωής ενός λαού». Ειδικά το Αρχαιολογικό Μουσείο, για τον Χρ. Καρούζο, μαθητή του E. Buchor, είναι αφιερωμένο στην Ιστορία της Τέχνης και έχει χρέος «να εξάρει με κάθε τρόπο και να βγάλει στο φως τον καλλιτεχνικό χαρακτήρα και την αξία των έργων» που εκτίθενται σε αυτό, φροντίζοντας την καλλιτεχνική αγωγή του κοινού του (Καρούζος 1981: σ. 137-8).

Κατ’ αυτόν τον τρόπο στην δεκαετία του ’50 η μουσειολογική παρουσίαση στο ΕΑΜ χαρακτηρίστηκε από την δημιουργία συνόλων όχι πλέον ομοειδών αντικειμένων αλλά έργων συγγενικών χρονολογικά, τα οποία «μπήκαν κοντά-κοντά, ώστε να διαφωτίζουν το ένα το άλλο, αλλά και αρκετά αραιά, ώστε να μην χάνει το έργο την ατομικότητά του και να μην τα βλέπει ο θεατής σαν μία σειρά από ομοιόμορφα αντικείμενα» (Καίρούζος 1981: σ. 142).

ητήν άποψη του Καρούζου διακρίνουμε μία αλλαγή σε σχέση με την μουσειολογική πρακτική των προηγούμενων αρχαιολόγων διευθυντών του ΕΑΜ, αλλά και των περισσότερων αρχαιολογικών μουσείων της Ελλάδας εκείνης της χρονικής περιόδου (δεκαετίες ’50-’60), προσδιορίζοντας ότι αυτή η αλλαγή οφειλόταν στην ιδιαίτερη ευαισθησία που τον διέκρινε προς το αντικείμενο Τέχνης, αλλά και στην προσπάθεια ανασύστασης του ιστορικού πλαισίου του αντικειμένου όταν το τοποθετεί δίπλα σε άλλα αντικείμενα ίδιας εποχής.

Η μουσειολογική πρακτική

Ο διδακτισμός των ελληνικών μουσείων της εποχής πρέπει να αναζητηθεί στην ανάγκη καλλιέργειας της εθνικής συνείδησης που υπηρετούσε το σχολικό σύστημα στο οποίο τότε καθιερώνεται η εθνική αγωγή (Βουδούρη 2003: σ. 83-4). Με αυτόν τον τρόπο, η εκπαίδευση συνεπικουρούμενη από το μουσείο προήγαγε την πολιτική χρήση του ιστορικού παρελθόντος. Η όλη ενέργεια στο κλίμα εθνικής έξαρσης ή μάλλον εθνικισμού των αρχών του 20ού αι. (Mouliou 1996: σ. 180) έλαβε σημασία υψηλής αποστολής και συνεπώς προσδιόρισε το πεδίο έρευνας και το υλικό συλλογής και έκθεσης στο μουσείο.

Η άποψη του Καρούζου δέν ξέφευγε ιδιαίτερα από τον διδακτισμό της εποχής, και ήταν ιδιαίτερα επικεντρωμένη στην καλλιτεχνική αγωγή του κοινού, αφού θεωρούσε ότι το αρχαιολογικό μουσείο «κύριο και ειδικό προορισμό έχει να εξυπηρετήσει όχι την Ιστορία tout court, αλλά την Ιστορία της Τέχνης» (Καρούζος 1981: σ.137).

Η έκθεση Καρούζου παρέμεινε σχεδόν ίδια στα επόμενα 40 χρόνια. Μία σημαντική αλλαγή έγινε με αφορμή την ανάγκη επιμέλειας και επισκευής του κτιρίου από τον σεισμό του ’99 και το ανανεωμένο πρόσωπο που έπρεπε να παρουσιάσει στο πλαίσιο των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας το 2004.

Η κύρια αιτία όμως για αλλαγή στην μουσειολογική πρακτική στην δεκαετία που διανύουμε, υπαγορεύτηκε από την αναζήτηση του κοινωνικού προσώπου της αρχαιολογίας και του αρχαιολογικού μουσείου που συνδέεται με την καλώς εννοούμενη εμπορευματοποίηση του πολιτιστικού χώρου, όπου η σχέση μεταξύ επιμελητή και κοινού μετατρέπεται σε πελατειακή, με τις ανάγκες που αυτή συνεπάγεται: «Αυτά προφανώς χρειάζονται την γνώση και την ευαισθησία του αρχαιολόγου για το εύρημα, καθώς και τον σεβασμό για τον αποδέκτη του, χωρίς φυσικά και να επαρκούν. Είναι αναγκαία αυξημένα κονδύλια, ευέλικτοι μηχανισμοί, λιγότερη γραφειοκρατία. Κυρίως όμως η συνεργασία με τους άλλους» (ηαατσόγλου-Παλιαδέλη 2001: σ. 101).

Βιβλιογραφία
Merriman, Nick. 2000 The public interest in Archaeology. Ανακοίνωση στο Συνέδριο Significant Others – Πρακτικά Συνεδρίου, Southampton 5th-7th November 1998 (Society of Museum Archaeologists, the Museum Archaeologist vol. 25).
Mouliou, Maria. 1996. Ancient Greece, its classical heritage and the modern Greeks: aspects of nationalism in museum exhibitions. Στο Nationalism and Archaeology. Στό Nationalism and Archaeology (επιμ. Atkinson κ.ά.), Glaskow. Cruithne Press, σσ. 174-99.
Mouliou, Maria. 1996. The Writing of Classical Archaeology in Post-War Greece; The Case of Museum Exhibitions and Museum Narratives, Αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή: Πανεπιστήμιο Leicester.
Βουδούρη, Δάφνη. 2003. Κράτος και μουσεία: το θεσμικό πλαίσιο των αρχαιολογικών μουσείων. Αθήνα, Σάκκουλα.
Καρούζος, Χρήστος. 1981. Αρχαία Τέχνη. Αθήνα: Ερμής.
Πετράκος, Βασίλειος. 2001. Τα μνημεία κατά τον πόλεμο του ’40. Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών, σσ. 474-96.
Σαατσόγλου-Παλιαδέλη, Χρυσούλα. 2001. Ο αρχαιολόγος και οι άλλοι. Στό «Η Μουσειολογία στον 21ο αιώνα. Θεωρία και πράξη» – Πρακτικά Διεθνούς Συμποσίου – Θεσσαλονίκη, 21-24 Νοεμβρίου 1997.