Στην Ανάληψη του Κυρίου
2 Ιουνίου 2011Ποιά λοιπόν είναι η σημερινή εορτή; Είναι σεπτή και μεγάλη, αγαπητέ, και υπερβαίνει τον ανθρώπινο νου και είναι αντάξια της γενναιοδωρίας του Θεού που την καθιέρωσε. Γιατί σήμερα έγινε συμφιλίωση του Θεού με το ανθρώπινο γένος. Σήμερα διαλύθηκε η παλιά έχθρα και τελείωσε ο μακροχρόνιος πόλεμος. Σήμερα επανήλθε κάποια θαυμάσια ειρήνη που ποτέ δεν την περίμεναν προηγουμένως οι άνθρωποι. Γιατί ποιος θα έλπιζε ότι ο Θεός επρόκειτο να συμφιλιωθεί με τον άνθρωπο; Όχι επειδή ο Κύριος μισούσε τον άνθρωπο, αλλ’ επειδή ο υπηρέτης ήταν αδιάφορος· όχι επειδή ο Κύριος ήταν σκληρός, αλλ’ επειδή ο δούλος ήταν αχάριστος.
Θέλεις να μάθεις πώς εξοργίσαμε αυτόν τον φιλάνθρωπο και αγαθό Κύριό μας; Γιατί πραγματικά πρέπει να μάθεις την αίτια της προηγούμενης έχθρας μας, ώστε, όταν δεις ότι μας τίμησε, ενώ ήμαστε εχθροί του και πολέμιοι, να θαυμάσεις τη φιλανθρωπία αυτού που μας τίμησε, και να μη νομίσεις ότι από δικά μας κατορθώματα έγινε η αλλαγή, και, αφού μάθεις το μέγεθος της χάρης του, να μη σταματήσεις να τον ευχαριστείς διαρκώς για τις πολλές του δωρεές. Θέλεις λοιπόν να μάθεις, πώς εξοργίσαμε τον Κύριο μας, τον φιλάνθρωπο, τον πράο, τον αγαθό, αυτόν που ρυθμίζει τα πάντα για τη δική μας σωτηρία; Σκέφθηκε κάποτε να εξαφανίσει ολοκληρωτικά το ανθρώπινο γένος και τόσο οργίστηκε εναντίον μας, ώστε να μας καταστρέψει μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά και τα άγρια θηρία και τα κατοικίδια ζώα και ολόκληρη τη γη.
Και εάν θέλεις, θα σου δώσω να ακούσεις και αυτήν την απόφαση· «Γιατί θα εξαλείψω», λέγει ο Θεός, «τον άνθρωπο που δημιούργησα από το πρόσωπο όλης της γης και τα θηρία και τα ζώα, γιατί μετανόησα που δημιούργησα τον άνθρωπο». Και για να μάθεις ότι δε μισούσε την ανθρώπινη φύση, αλλά αποστρεφόταν την κακία, αυτός που είπε, ότι «θα εξαλείψω τον άνθρωπο που δημιούργησα από το πρόσωπο της γης», λέγει στον άνθρωπο, «Είναι καιρός κάθε άνθρωπος να έρθει κοντά μου». Εάν όμως μισούσε τον άνθρωπο, δε θα συζητούσε μαζί του. Τώρα όμως τον βλέπεις να μη θέλει να κάνει αυτό, το οποίο απείλησε να κάνει, αλλά και να δικαιολογείται ο Κύριος στο δούλο και να συζητά σαν με ισότιμο φίλο και να λέγει τις αιτίες της καταστροφής που πρόκειται να γίνει, όχι για να μάθει τις αιτίες ο άνθρωπος, αλλά, αφού τις πει στους άλλους, να τους κάνει πιό συνετούς. Αλλ’ όπως έλεγα προηγουμένως, τόσο κακώς έπραττε στην αρχή το ανθρώπινο γένος, ώστε κινδύνευσε να χαθεί και από την ίδια τη γη.
Αλλ’ εμείς, οι οποίοι φανήκαμε ανάξιοι για τη γη, σήμερα ανεβήκαμε στους ουρανούς- εμείς που δεν ήμασταν άξιοι να εξουσιάσουμε τη γη, ανεβήκαμε στην ουράνια βασιλεία, ξεπεράσαμε τους ουρανούς, αγγίξαμε το θρόνο του Θεού. Και το γένος, που γι’ αυτό φύλαγαν τον παράδεισο τα Χερουβίμ, αυτό κάθεται σήμερα ψηλότερα από τα Χερουβίμ. Αλλά πώς έγινε αυτό το θαυμαστό και μεγάλο; Πώς εμείς οι αμαρτωλοί, οι οποίοι φανήκαμε ανάξιοι επάνω στη γη και χάσαμε την εξουσία σ’ αυτήν, οδηγηθήκαμε σε τόσο μεγάλο ύψος; Πώς καταργήθηκε ο πόλεμος; Πώς εξαφανίσθηκε η οργή; Πώς; Γιατί αυτό είναι το θαυμαστό, ότι δηλαδή όχι επειδή παρακαλέσαμε εμείς που άδικα οργιζόμαστε εναντίον του Θεού, αλλ’ επειδή μας παρακάλεσε αυτός που δίκαια αγανακτούσε, έτσι έγινε ειρήνη. «Για το Χριστό λοιπόν πρεσβεύουμε, επειδή ο Θεός παρακαλεί με μας». Τί σημαίνει αυτό; Αυτός περιφρονήθηκε και αυτός παρακαλεί; Ναι, γιατί είναι Θεός και γι’ αυτό σαν φιλάνθρωπος πατέρας παρακαλεί.
Και πρόσεχε τι γίνεται. Μεσίτης είναι ο Υιός του Θεού που μας παρακαλεί, δεν είναι άνθρωπος, ούτε άγγελος, ούτε αρχάγγελος, ούτε κανένας από τους υπηρέτες του. Και τί κάνει ο μεσίτης; Τη δουλειά του μεσίτη. Όπως δηλαδή όταν δύο άνθρωποι μισούνται μεταξύ τους και δε θέλουν να συμφιλιωθούν, κάποιος άλλος, αφού έλθει και μπει ανάμεσά τους, διαλύει την έχθρα τους, έτσι έκαμε και ο Χριστός. Ο Θεός ήταν οργισμένος εναντίον μας, εμείς μισούσαμε το Θεό, το φιλάνθρωπο Κύριο· ο Χριστός αφού μπήκε στη μέση .συμφιλίωσε τα δύο μέρη. Και πώς μπήκε στη μέση; Δέχθηκε εκείνος την τιμωρία που έπρεπε να επιβάλει σ’ εμάς ο Πατέρας και υπέμεινε την τιμωρία αυτή και τις προσβολές των ανθρώπων. Θέλεις να μάθεις πώς τα δέχθηκε αυτά τα δύο; «Ο Χριστός», λέγει ο Παύλος, «μας εξαγόρασε από την κατάρα του νόμου, με το να γίνει ο ίδιος για χάρη μας κατάρα».
Είδες πώς δέχθηκε την τιμωρία που επιβλήθηκε από τους ουρανούς; Πρόσεχε πως υπέμεινε και τις προσβολές που του έκαναν οι άνθρωποι· «Οι προσβολές εκείνων που σε πρόσβαλλαν», λέγει, «έπεσαν επάνω μου». Είδες πώς εξαφάνισε την έχθρα; Πώς δεν σταμάτησε να κάνει τα πάντα και να παθαίνει και να φροντίζει, ώσπου ανέβασε κοντά στο Θεό τον εχθρό και αντίπαλό του και τον έκανε φίλο του; Και αυτών των αγαθών η βάση είναι η σημερινή ημέρα, γιατί, αφού πήρε κάτι εκλεκτό από την ανθρώπινη φύση, έτσι ακριβώς το πρόσφερε στο Θεό. Και αυτό που γίνεται στα χωράφια που είναι σπαρμένα με σιτάρι, όταν κάποιος πάρει λίγα στάχυα και κάνει ένα μικρό δεμάτι και το προσφέρει στο Θεό, ευλογεί με το μικρό δεμάτι όλο το χωράφι, αυτό έκανε και ο Χριστός. Μ’ εκείνο το ένα σώμα και την εκλεκτή προσφορά έκανε να ευλογηθεί το ανθρώπινο γένος.[…]
[…]Πρόσφερε λοιπόν στον Πατέρα την εκλεκτή προσφορά του ανθρώπινου γένους. Και τόσο θαύμασε το δώρο ο Πατέρας, και γιατί είχε αξία εκείνος που το πρόσφερε και γιατί η προσφορά ήταν αμόλυντη, ώστε το δέχτηκε στα χέρια του και το τοποθέτησε κοντά του και του είπε- «Κάθισε στα δεξιά μου». Σε ποιά φύση είπε ο Θεός, «Κάθισε στα δεξιά μου;» Σ’ εκείνη που άκουσε, «Χώμα είσαι και στο χώμα θα γυρίσεις».
Δεν ήταν λοιπόν αρκετό ότι ανέβηκε πάνω από τους ουρανούς; Δεν ήταν λοιπόν αρκετό ότι στάθηκε μαζί με τους αγγέλους; Δεν ήταν ανυπολόγιστη και αυτή η τιμή; Όμως ξεπέρασε τους αγγέλους, προσπέρασε τους αρχαγγέλους, ξεπέρασε τα Χερουβίμ, ανέβηκε ψηλότερα από τα Σεραφίμ, πέρασε πάνω από τις αρχές, δε στάθηκε, μέχρι που πλησίασε το θρόνο του Θεού. Δε βλέπεις αυτή την απόσταση ανάμεσα στον ουρανό και στη γη; Καλύτερα όμως ας αρχίσουμε από κάτω. Δε βλέπεις πόση είναι η απόσταση από τον άδη μέχρι τη γη; Και από τη γη πάλι μέχρι τον ουρανό; Και από τον ουρανό πάλι μέχρι τον ψηλότερο ουρανό; Και από εκείνον μέχρι τους αγγέλους, τους αρχαγγέλους, τις ουράνιες δυνάμεις και μέχρι σ’ αυτόν το θρόνο του Θεού; Σ’ αυτήν όλη την απόσταση και σ’ αυτό το ύψος ανέβασε το ανθρώπινο γένος.
Πρόσεχε που βρισκόταν κάτω και που ανέβηκε. Δεν υπήρχε κατώτερο σημείο να κατεβεί, από εκείνο που κατέβηκε ο άνθρωπος, ούτε ψηλότερο ν’ ανέβει, από εκείνο που τον ανέβασε πάλι ο Ιησούς. Και αυτά δηλώνοντας ο Παύλος έλεγε· «Εκείνος που κατέβηκε, ο ίδιος και ανέβηκε», Και πού κατέβηκε; «Στα κατώτερα μέρη της γης», και ανέβηκε πάνω απ’ όλους τους ουρανούς. Μάθε ποιός ανέβηκε και ποιά ήταν η φύση του και πως ήταν πριν να κατεβεί. Γιατί μ’ ευχαρίστηση ασχολούμαι με την ευτέλεια του ανθρώπινου γένους, για να μάθω καλά την τιμή που μας χάρισε η φιλανθρωπία του Κυρίου. Ήμαστε χώμα και σκόνη. Αλλά αυτό ποτέ δεν ήταν αξιοκατάκριτο, γιατί ήταν αδυναμία της φύσης μας. Συμπεριφερόμαστε πιο ανόητα από τα ζώα. «Ο άνθρωπος έγινε σαν τα ανόητα ζώα και έγινε όμοιος μ’ αυτά».
Το να γίνει όμως κανείς όμοιος με τα ζώα, είναι σαν να έγινε χειρότερος από αυτά. Γιατί το μεν ζώο από τη φύση του δεν έχει λογικό και είναι φυσικό να παραμένει στην κατάσταση αυτή της αλογίας, το να ξεπέσουμε όμως εμείς, που μας τίμησε ο Θεός με λογικό, στην κατάσταση αυτού του παραλογισμού, είναι έγκλημα της δικής μας προαίρεσης. Συνεπώς όταν ακούσεις, ότι έγινε όμοιος με τα ζώα, μη νομίσεις ότι το είπε αυτό για να δείξει πως είμαστε ίσοι μ’ αυτά, αλλά γιατί ήθελε ν’ αποδείξει πως είμαστε χειρότεροι από αυτά. Και πραγματικά γίναμε χειρότεροι και πιο αναίσθητοι από τα ζώα, όχι επειδή είμαστε άνθρωποι και ξεπέσαμε εκεί, αλλά επειδή φθάσαμε και σε μεγαλύτερη αχαριστία. Και αυτό δηλώνοντας ο Ησαΐας έλεγε· «Το βόδι γνωρίζει τον κύριό του και ο όνος το παχνί του κυρίου του· οι Ισραηλίτες όμως δε γνωρίζουν έμενα». Αλλά ας μη ντρεπόμαστε για τα προηγούμενα- «Γιατί όπου πλήθυνε η αμαρτία, εκεί δόθηκε πιο άφθονη η χάρη».
[…] Αλλά εμείς οι αναίσθητοι και αχάριστοι, οι ανόητοι, οι πιο αναίσθητοι από τις πέτρες, οι χειρότεροι απ’ όλους, οι ελεεινοί, οι πιο τιποτένιοι – πώς να μιλήσω; Τί να πω; Πώς να βγάλω από το στόμα μου αυτά τα λόγια; Εμείς οι τιποτένιοι λοιπόν, οι πιο ασύνετοι απ’ όλα, γίναμε σήμερα ανώτεροι απ’ όλους. Σήμερα απόλαυσαν οι άγγελοι εκείνο που ποθούσαν από πολύ καιρό. Σήμερα είδαν οι αρχάγγελοι εκείνο που από πολύ καιρό επιθυμούσαν, δηλαδή τον άνθρωπο να λάμπει κοντά στο θρόνο του Θεού, ν’ αστράφτει από αθάνατη δόξα και ομορφιά. Γιατί αυτό ποθούσαν από πολύ καιρό οι άγγελοι, γιατί αυτό επιθυμούσαν από πολύ καιρό οι αρχάγγελοι.
Πράγματι αν και η τιμή του ανθρώπου ήταν ανώτερη από τη δική τους, όμως χαίρονταν και για τα δικά μας αγαθά, γιατί υπέφεραν, και όταν τιμωρηθήκαμε. Γιατί τα Χερουβίμ αν και φύλαγαν τον παράδεισο, όμως υπέφεραν. Και όπως ένας υπηρέτης, αν βρει στη φυλακή κάποιο συνάδελφό του, τον φυλάγει βέβαια επειδή το πρόσταξε ο κύριος, υποφέρει όμως γι’ αυτό που γίνεται από συμπάθεια για το συνάδελφό του, έτσι και τα Χερουβίμ ανέλαβαν βέβαια να φυλάγουν τον παράδεισο, υπέφεραν όμως για τη φυλάκιση του ανθρώπου. Και για να μάθεις ότι υπέφεραν, θα σου το αποδείξω από τους ανθρώπους. Γιατί όταν δεις ότι οι άνθρωποι συμπάσχουν για τους συνανθρώπους τους, να μην αμφιβάλλεις πια για τα Χερουβίμ, γιατί οι δυνάμεις αυτές είναι πιο φιλόστοργες από τους ανθρώπους.
[…] Ότι λοιπόν θεωρούν δικά τους τα δικά μας, μάθε πόση χαρά έδειξαν, όταν είδαν ότι ο Κύριος συμφιλιώθηκε μαζί μας. Εάν όμως δεν πονούσαν προηγουμένως, δε θα χαίρονταν αργότερα. Και ότι χαίρονταν, είναι φανερό απ’ αυτά που λέει ο Χριστός, «Ότι θα είναι χαρά στον ουρανό και στη γη για κάθε αμαρτωλό που μετανοεί». Εάν όμως χαίρονται οι άγγελοι όταν βλέπουν έναν αμαρτωλό που μετανοεί, σήμερα που βλέπουν με την εκλεκτή προσφορά ν’ ανεβαίνει στον ουρανό ολόκληρο το ανθρώπινο γένος, πώς δε θα ένιωθαν τη μεγαλύτερη χαρά;
Άκουσε όμως και από αλλού τη χαρά των δυνάμεων του ουρανού για τη δική μας συμφιλίωση. Γιατί όταν γεννήθηκε με ανθρώπινο σώμα ο Κύριος μας, αφού είδαν ότι συμφιλιώθηκε πια με τους ανθρώπους – γιατί δε θα κατέβαινε στη γη, αν δε συμφιλιωνόταν-, αφού είδαν λοιπόν αυτό και έστησαν χορό πάνω στη γη φώναζαν και έλεγαν- «Ας είναι δόξα στο Θεό στα ύψιστα μέρη του ουρανού, ας υπάρχει ειρήνη στη γη και αγαθή προαίρεση στους ανθρώπους». Και για να μάθεις, ότι γι’ αυτό δοξάζουν το Θεό, επειδή απόλαυσε η γη τα αγαθά, πρόσθεσαν και την αιτία, λέγοντας, «Ας υπάρχει ειρήνη στη γη και αγαθή προαίρεση στους ανθρώπους», σ’ αυτούς που ήταν εχθροί του Θεού και αχάριστοι. Είδες πώς δοξάζουν το Θεό για τα ξένα αγαθά; Ή καλύτερα για τα δικά τους, γιατί θεωρούν ότι είναι δικά τους τα δικά μας αγαθά. Θέλεις να μάθεις, ότι χαίρονταν και σκιρτούσαν και όταν επρόκειτο να δουν τον Κύριο ν’ ανεβαίνει στους ουρανούς; Άκουσε το Χριστό που λέει, ότι ανέβαιναν και κατέβαιναν διαρκώς. Και αυτό δείχνει ότι επιθυμούσαν να δουν το παράξενο θέαμα.
Και από πού φαίνεται, ότι ανέβαιναν και κατέβαιναν; Άκουσε το Χριστό που λέει· «Από τώρα θα δείτε τον ουρανό ανοιγμένο και τους αγγέλους του Θεού ν’ ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν για να υπηρετούν τον Υιό του Θεού». Γιατί τέτοια είναι η συνήθεια αυτών που αγαπούν δεν περιμένουν την κατάλληλη στιγμή, αλλά από τη χαρά τους προλαβαίνουν την προθεσμία. Γι’ αυτό κατεβαίνουν, επειδή βιάζονται να δουν το καινούριο και παράξενο εκείνο θέαμα, δηλαδή τον άνθρωπο που εμφανίστηκε στον ουρανό. Γι’ αυτό υπήρχαν παντού άγγελοι, και όταν γεννήθηκε, και όταν αναστήθηκε, και σήμερα που ανέβηκε στους ουρανούς. Γιατί λέει ο Λουκάς· «Να δύο με λευκά φορέματα», που φανερώνουν με την εμφάνιση τη χαρά τους, και είπαν στους μαθητές· «Άνδρες Γαλιλαίοι, γιατί στέκεστε έκπληκτοι; Αυτός ο Ιησούς, που αναλήφθηκε από σας στον ουρανό, θα έρθει κατά τον ίδιο τρόπο, όπως τον είδατε να πηγαίνει στον ουρανό».
Εδώ σας παρακαλώ να προσέξετε ιδιαίτερα. Γιατί λοιπόν τα λέγουν αυτά οι άγγελοι; Μήπως δεν είχαν μάτια οι μαθητές; μήπως δεν έβλεπαν αυτό που γινόταν; Δεν είπε ο ευαγγελιστής, ότι αναλήφθηκε καθώς τον έβλεπαν; Για πιο λόγο λοιπόν στάθηκαν κοντά τους οι άγγελοι λέγοντάς τους, ότι ανέβηκε στον ουρανό; Γι’ αυτούς τους δύο λόγους, ο πρώτος, γιατί πάντοτε στενοχωριούνταν οι μαθητές για την αναχώρηση του Χριστού. Ότι βέβαια στενοχωριούνταν, άκουσε τι τους έλεγε· «Κανείς από σας δε μ’ ερωτά πού πηγαίνεις; Αλλά η λύπη έχει γεμίσει τη καρδιά σας, επειδή σας είπα αυτά».
Εάν λοιπόν δεν υποφέρουμε, όταν αποχωριζόμαστε από φίλους και συγγενείς μας, πώς οι μαθητές όταν έβλεπαν ν’ αποχωρίζεται από αυτούς ο Σωτήρας, ο διδάσκαλος, ο προστάτης, ο φιλάνθρωπος, ο ήμερος, ο αγαθός, πώς δε θα στενοχωριούνταν; Πώς δε θα πονούσαν; Γι’ αυτό στάθηκε εκεί ο άγγελος, για να καταπραΰνει με την επάνοδο του Κυρίου τη λύπη που τους προξένησε η αναχώρησή του. Γιατί λέει· «Αυτός ο Ιησούς που αναλήφθηκε από σας στον ουρανό, θα έρθει κατά τον ίδιο τρόπο». Λυπηθήκατε λέει, γιατί αναλήφθηκε; Αλλά μη λυπάστε πια, γιατί θα επιστρέψει και πάλι. Για να μη κάνουν λοιπόν εκείνο που έκανε ο Ελισσαίος, όταν είδε το διδάσκαλο του ν’ ανεβαίνει στον ουρανό και έσκισε τα ρούχα του -γιατί δε στάθηκε κανένας κοντά του να του πει, ότι θα επιστρέψει ο Ηλίας-, για να μη κάνουν λοιπόν το ίδιο και αυτοί, γι’ αυτό στάθηκαν κοντά τους οι άγγελοι παρηγορώντας τη λύπη τους.
Αυτός είναι ο ένας λόγος της παρουσίας των αγγέλων. Υπάρχει όμως και δεύτερος όχι μικρότερος, γι’ αυτό και πρόσθεσε: «Που αναλήφθηκε». Ποιός λοιπόν είναι αυτός; Ο Ιησούς αναλήφθηκε στον ουρανό. Όμως η απόσταση ήταν μεγάλη και τα ανθρώπινα μάτια δεν είχαν τη δύναμη να δουν ως τους ουρανούς το σώμα που αναλήφθηκε. Αλλά όπως ένα πουλί που πετά στα ύψη, όσο πιο ψηλά ανεβαίνει, τόσο περισσότερο χάνεται από τα μάτια μας, έτσι ακριβώς και το σώμα εκείνο, όσο ανέβαινε πιο ψηλά, τόσο περισσότερο χανόταν, επειδή η αδυναμία των ματιών τους δεν μπορούσε να το παρακολουθήσει σ’ όλο το μήκος της απόστασης. Γι’ αυτό στάθηκαν κοντά τους οι άγγελοι, λέγοντας ότι ανέβηκε στον ουρανό, για να μη νομίζουν ότι ανέβηκε στον ουρανό όπως ο Ηλίας, αλλ’ ότι αναλήφθηκε στον ουρανό. Γι’ αυτό λέει: «Που αναλήφθηκε από σας στον ουρανό».
Και αυτό βέβαια δεν το πρόσθεσε χωρίς λόγο. Ο Ηλίας λοιπόν αναλήφθηκε προς τον ουρανό, γιατί ήταν άνθρωπος. Ο Ιησούς όμως αναλήφθηκε στον ουρανό, γιατί ήταν Θεός. Ο Ηλίας αναλήφθηκε με πύρινο άρμα, ο Ιησούς με νεφέλη. Γιατί, όταν έπρεπε να καλέσει ο Θεός τον Ηλία, έστειλε άρμα. Και όταν κάλεσε τον Υιό του, έστειλε βασιλικό θρόνο· και όχι μόνο βασιλικό θρόνο, αλλά τον ίδιο τον πατρικό θρόνο. Γιατί για τον Πατέρα λέει ο Ησαΐας: «Ιδού, ο Κύριος κάθεται επάνω σ’ ελαφριά νεφέλη». Επειδή λοιπόν ο Πατέρας κάθεται επάνω σε νεφέλη, γι’ αυτό και στον Υιό έστειλε τη νεφέλη. Και ο Ηλίας, όταν ανέβηκε στον ουρανό, άφησε στον Ελισσαίο τη μηλωτή του. Ο Ιησούς όμως όταν αναλήφθηκε άφησε στους μαθητές του τα χαρίσματα, που έκαναν όχι έναν προφήτη, αλλά χιλιάδες Ελισσαίους, και μάλιστα πολύ μεγαλύτερους και σημαντικότερους από εκείνον.
Ας σταματήσουμε λοιπόν, αγαπητοί, και ας προσέξουμε προς την επιστροφή του Κυρίου. Γιατί και ο Παύλος λέει: «Ο ίδιος ο Κύριος θα κατεβεί από τον ουρανό με πρόσταγμα, με φωνή αρχαγγέλου· και εμείς οι ζωντανοί, που θ’ απομένουμε τότε στη ζωή, θ’ αρπαχθούμε με σύννεφα για να συναντήσουμε τον Κύριο στον αέρα», αλλά όχι όλοι. Ότι λοιπόν δε θα αρπαχθούμε όλοι, αλλά άλλοι θα παραμείνουν και άλλοι θα αρπαχθούμε, άκουσε τι λέει ο Χριστός· «Τότε θα βρεθούν δύο γυναίκες ν’ αλέθουν στον ίδιο μύλο. Η μία παραλαμβάνεται και η άλλη αφήνεται. Δύο θα βρίσκονται στο ίδιο κρεβάτι. Ο ένας παραλαμβάνεται και ο άλλος αφήνεται».
Τί θέλουν να πουν αυτά τα αινιγματικά λόγια; Τί θέλει να πει αυτό το απόκρυφο μυστήριο; Με το μύλο μάς φανέρωσε όλους εκείνους που ζουν μέσα στη φτώχεια και στη δυστυχία και με το κρεβάτι και τις ανέσεις υπονοεί όλους εκείνους που ζουν μέσα στα πλούτη και τις τιμές. Και επειδή ήθελε να δείξει ότι και από τους φτωχούς σώζονται και οδηγούνται στην απώλεια, είπε ότι και από τις δύο που βρίσκονται στο μύλο η μία παραλαμβάνεται και η άλλη αφήνεται· και από τους δύο που είναι στο κρεβάτι ο ένας παραλαμβάνεται και ο άλλος αφήνεται. Έτσι δηλώνει ότι οι αμαρτωλοί αφήνονται εδώ και περιμένουν την τιμωρία, ενώ οι δίκαιοι αρπάζονται στα σύννεφα. Όπως δηλαδή όταν ο βασιλιάς πηγαίνει σε μία πόλη, όλοι οι αξιωματούχοι και άρχοντες και όσοι έχουν μεγάλη οικειότητα μαζί του, τον συναντούν αφού βγουν έξω από την πόλη, οι κατάδικοι όμως και οι τιμωρημένοι φυλάγονται στις φυλακές περιμένοντας την απόφαση του βασιλιά, έτσι και όταν έρχεται ο Κύριος, όσοι έχουν παρρησία τον συναντούν στον αέρα, οι κατάδικοι όμως και όσοι αισθάνονται το βάρος των πολλών αμαρτιών στη συνείδησή τους περιμένουν στη γη τον κριτή.
Τότε και εμείς θα αρπαχθούμε στον ουρανό. Δεν είπα, εμείς, κατατάσσοντας και τον εαυτό μου ανάμεσα σ’ αυτούς που αρπάζονται· δεν είμαι τόσο αναίσθητος και αχάριστος, ώστε να μη γνωρίζω τις αμαρτίες μου. Γιατί αν δε φοβόμουν μήπως καταστρέψω τη χαρά της σημερινής εορτής, θα έχυνα πικρά δάκρυα, καθώς θυμήθηκα αυτά τα λόγια, επειδή θυμήθηκα τις δικές μου αμαρτίες. Επειδή όμως δε θέλω να ταράξω τη χαρά της σημερινής εορτής, εδώ θα σταματήσω την ομιλία μου, αφού σας αφήσω ζωηρή τη μνήμη εκείνης της ημέρας, ώστε ούτε ο πλούσιος να μη χαίρεται για τον πλούτο του, ούτε ο φτωχός να θεωρεί τον εαυτό του δυστυχισμένο για τη φτώχεια του, αλλά ο καθένας, κατά τη συνείδησή του, να κάνει είτε αυτό είτε εκείνο. Γιατί ούτε ο πλούσιος είναι ευτυχισμένος, ούτε ο φτωχός είναι δυστυχισμένος, αλλά όποιος θα κριθεί άξιος για την αρπαγή εκείνη μέσα στα σύννεφα, είναι ευτυχισμένος και τρισευτυχισμένος, έστω και αν είναι ο πιο φτωχός απ’ όλους. Όπως βέβαια είναι ελεεινός και τρισάθλιος ο αμαρτωλός, έστω και αν είναι ο πιο πλούσιος απ’ όλους. Γι’ αυτό τα λέγω, για να θρηνούμε τους εαυτούς μας όσοι είμαστε αμαρτωλοί, και να παίρνουν θάρρος όσοι αγωνίζονται εναντίον της αμαρτίας, ή καλύτερα, να μην παίρνουν μόνο θάρρος, αλλά και να προφυλάγονται· ούτε εκείνοι να θρηνούν μόνο, αλλά και ν’ αλλάξουν τρόπο ζωής.
Γιατί είναι δυνατό και ο κακός, αφού εγκαταλείψει την πονηρία, να επιστρέψει στην αρετή και να μπορέσει να γίνει ίσος μ’ εκείνους που από την αρχή ζουν ενάρετα. Αυτό ας φροντίσουμε και εμείς. Και όσοι αισθάνονται ότι είναι ενάρετοι, ας παραμένουν στην ευσέβεια, μεγαλώνοντας πάντοτε αυτό το καλό απόκτημα και αυξάνοντας το προηγούμενο θάρρος τους. Όσοι όμως δεν έχουμε θάρρος και αισθανόμαστε το βάρος των πολλών αμαρτιών μας, ας αλλάξουμε τρόπο ζωής, ώστε, αφού αποκτήσουμε το θάρρος των άλλων, να υποδεχθούμε όλοι μαζί και με την ίδια ψυχική διάθεση και με την τιμή που αρμόζει το βασιλιά των αγγέλων, και ν’ απολαύσουμε τη μακαρία εκείνη χαρά με τη βοήθεια του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίο μαζί με τον Πατέρα και το άγιο Πνεύμα ανήκει η δόξα και η δύναμη, τώρα, και πάντοτε, και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
πηγή: Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Ομιλία Α΄, «Εις την Ανάληψιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού», Ε.Π.Ε. τ.36