Στις άγιες εντολές του Σωτήρος και για τις πέντε αισθήσεις

28 Σεπτεμβρίου 2011

Λόγος Ε΄.

Αγίου Νεοφύτου του Εγκλείστου

Στον πέμπτο αυτό λόγο, θα αναφερθούμε στις ισάριθμες αισθήσεις του σώματος, δηλ. της όρασης, που είναι πρώτη ανάμεσα στις τέσσερις άλλες αισθήσεις, της οσφρήσεως, της ακοής, της γεύσεως και της αφής. Όσοι επιθυμούν να επιτύχουν την αθάνατη ζωή, πρέπει να επιδείξουν πολλή φροντίδα, πολλή νήψη, πολλή εγρήγορση γι’ αυτές, ώστε «να μην εισέλθει ο θάνατος, όπως έχει γραφτεί, απ’ αυτές τις μικρές θυρίδες (μικρές πόρτες) μας.

Και καλά είπε ότι, «θα ανέβη ο θάνατος δια των θυρίδων».Γιατί όπως ακριβώς, οι εχθροί που περικυκλώνουν την πόλη, μπαίνουν από τις μικρές πόρτες-θυρίδες την κατακτούν και την αφανίζουν ή κτυπούν με τα βέλη και τραυματίζουν πολλούς, ή καλύτερα τους σκοτώνουν, κατά τον ίδιο τρόπο και οι εχθροί δαίμονες, από τις θυρίδες των αισθήσεων ρίχνουν τα βέλη με τα οποία τραυματίζουν και θανατώνουν τις ψυχές μας. Τα βέλη του πονηρού άλλοτε δια μέσου της οράσεως, άλλοτε δια μέσου της ακοής, άλλοτε δια μέσου της οσφρήσεως, άλλοτε δια μέσου της γεύσεως και άλλοτε δια μέσου της αφής, μπαίνουν μέσα στην καρδιά. Και αμέσως τραυματίζεται κάποιος στην όραση επιθυμώντας την ομορφιά. Άλλοτε τραυματίζεται στην ακοή, στην όσφρηση και στη γεύση. Στην αίσθηση της αφής τραυματίζεται ή με το να κάνει κακή χρήση ή με το να αρπάξει τα ξένα (πράγματα), ή να χτυπήσει κάποιον άσπλαχνα. Ο αγαθός όμως και φιλάνθρωπος Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο «κατ’ εικόνα και ομοίωσίν του», και του χάρισε το αυτεξούσιο. Έδωσε δε τις αισθήσεις, ώστε με αυτές να αντιλαμβανόμαστε τα δημιουργήματά του, και δια μέσου αυτών να οδηγούμαστε σ’ αυτόν και να αντιλαμβανόμαστε την απερινόητη δύναμή του. Εμείς όμως, αν και πήραμε το αυτεξούσιο και είμαστε ελεύθεροι, τον παροργίζουμε με αμαρτωλές σκέψεις και πράξεις.

Γι’ αυτό και ο Σωτήρας μας, είπε: «εκείνος που κοίταξε με πονηρή επιθυμία μια γυναίκα, έχει κιόλας διαπράξει μέσα του μοιχεία μ’ αυτήν».

Κοίταξε την λεπτομέρεια του λόγου. Προσπάθησε να αντιληφθείς την έννοιά του.

Γιατί δεν είπε ότι, όποιος απλά κοιτάξει γυναίκα αμέσως διέπραξε μοιχεία, αλλά, όποιος κοιτάξει με εμπαθή και περίεργη επιθυμία, έχει «κιόλας διαπράξει μέσα του μοιχεία μ’ αυτήν». Στην αρχή μέσα στην καρδιά του, και έπειτα και με τη σάρκα του. Γιατί αυτό φανερώνει η συγκατάθεση της περιέργειας των οφθαλμών.

Αυτό συμβουλεύει και ο σοφότατος Σολομών λέγοντας: «να μην σε νικήσει επιθυμία του κάλλους, να μην σε κλέψουν τα μάτια σου, ούτε να σε παρασύρει το βλέμμα της».

«Μη σε νικήσει επιθυμία του κάλλους». Να αντιπαραταχθείς στην επιθυμία όπως ο στρατιώτης αντιπαρατάσσεται στον εχθρό. Μην νικηθείς και χάσεις το στεφάνι και μαζί μ’ αυτό την αιώνια ζωή. Μην πέσεις στα δίχτυα όπως το ζώο ή μάλλον χειρότερα απ’ εκείνο, γιατί εκείνο είναι χωρίς λογική (άλογο), και χωρίς διάκριση, και χωρίς να το θέλει πέφτει στα δίχτυα των κυνηγών. Όταν συλληφθεί θανατώνεται και δεν περιμένει ανάσταση νεκρών, ούτε κρίση, ούτε τιμωρία. Συ που είσαι λογικός και περιμένεις ανάσταση νεκρών και πρόκειται να σου ζητηθούν ευθύνες, πώς επιτρέπεις να πέφτεις θύμα των ματιών σου και παρασύρεσαι από το βλέμμα της; …Γιατί η γυναίκα παρασύρει ψυχές τιμίων ανδρών. Πώς τις παρασύρει; Τις παγιδεύει, τις δεσμεύει και τις οδηγεί στο θάνατο και την απώλεια.

Τί λέει ο θείος και μακάριος Παύλος; «Δεν ξέρετε πως είσθε ναός του Θεού και ότι το Πνεύμα του κατοικεί μέσα σας; Αν κάποιος, λοιπόν, καταστρέφει το ναό του Θεού αυτόν θα τον αφανίσει ο Θεός. Γιατί ο ναός του Θεού είναι άγιος, κι ο ναός αυτός είστε σεις». Και αλλού πάλι λέει· «Δεν ξέρετε ότι τα σώματά σας είναι μέλη του σώματος του Χριστού; Μπορώ, λοιπόν, να πάρω κάτι που είναι μέλος του σώματος του Χριστού και να το κάνω μέλος του σώματος μιας πόρνης; Ποτέ τέτοιο πράγμα! Ή μήπως δεν ξέρετε ότι αυτός που δένεται με μια πόρνη γίνεται ένα σώμα μαζί της; Γιατί, καθώς λέει η Γραφή, οι δύο θα γίνουν ένα σώμα. Όποιος όμως συνδέεται με τον Κύριο, γίνεται ένα πνεύμα μαζί του. Μακρυά από την πορνεία! Κάθε άλλο αμάρτημα που μπορεί να κάνει κανείς βρίσκεται έξω από το σώμα του· αυτός όμως που πορνεύει βεβηλώνει το ίδιο του το σώμα».

Τί λοιπόν; Αυτός που κλέβει ή αρπάζει, είναι άπληστος ή ψεύδεται, βρίζει και κατηγορεί, αμαρτάνει ενώ από το σώμα του και μονάχα ο πόρνος βεβηλώνει το σώμα του;

Ναι, αμαρτάνει κι εκείνος στο δικό του σώμα, όμως όχι το ίδιο ακριβώς όπως ο πόρνος. Αυτός συνάπτεται με την αμαρτία σώμα με σώμα. Και στις δυο περιπτώσεις φανερή είναι η μόλυνση της αμαρτίας, αλλά η διαφορά μεταξύ τους είναι μεγάλη, έστω κι αν συνευθύνεται ο μοιχός μαζί με τον φονιά. Μπορεί, στην περίπτωση του φονιά, να σκότωσε μια φορά. Ίσως και χωρίς να το ‘θελε. Αμέσως ένοιωσε τύψεις. Μετάνιωσε για το έγκλημά του. Ο πόρνος όμως και ο μοιχός ξεπέφτει πολλές φορές στο αμάρτημά του. Εξελίσσεται στη συνέχεια η πτώση του σε έξη και πάθος. Και το χειρότερο; Ούτε που αισθάνεται τον μολυσμό του. Γι’ αυτό «κάθε άλλο αμάρτημα, που μπορεί να διαπράξει κανείς, βρίσκεται έξω από το σώμα του, αυτός όμως που πορνεύει βεβηλώνει το ίδιο του το σώμα» .

Για να τ’ αποκόψει όλα αυτά ο Σωτήρας από τη ζωή των πιστών, λέγει: «Όποιος κοιτάξει μια γυναίκα με πονηρή επιθυμία, έχει κιόλας διαπράξει μοιχεία μ’ αυτή». Πιο μακριά απ’ τον καρπό, έβαλε το φραγμό σαν πολύ καλός γεωργός που είναι. Με το περιτείχισμα της αποτρεπτικής του εντολής κρατεί σε ασφαλή απόσταση το κλέφτικο πονηρό βλέμμα. Καρπός που δεν είναι μπροστά μας, δεν τον επιθυμούμε τόσο συχνά. Τούτο βεβαιώνεται σ’ εμάς από πολλές αγιογραφικές μαρτυρίες, αλλά κι από τις καθημερινές εμπειρίες. Όταν η προμήτορά μας κοίταξε με περιέργεια το απαγορευμένο εκείνο δένδρο, τότε και μόνο τότε αποτόλμησε να φάει τον καρπό του. Πριν συμβεί αυτό, έβλεπε φυσικά το δένδρο εκείνο, αλλά με απάθεια. Όταν όμως ερευνητικά και μέ εμπάθεια το περιεργάσθηκε, τότε «είδε ότι οι καρποί του δένδρου ήσαν εύγευστοι, ελκυστικοί και ξεσήκωναν την επιθυμία για την απόκτηση γνώσης. Πήρε λοιπόν από τους καρπούς του και έφαγε»

ΟΡΑΣΗ

Αφού υπέδειξε ότι το κάλλος ανεβάζει στη θεογνωσία εκείνους που το επιθυμούν, ήθελε, με τη βοήθεια του Θεού, να δείξει ότι και η όραση κατέχει την ίδια δύναμη. Αρκεί να μην εθισθεί να βλέπει με πονηρή διάθεση. Τούτο υπογραμμίζεται και από τα ακόλουθα αγιογραφικά κείμενα: «αυτός που κοίταξε με πονηρή επιθυμία», «είδεν ότι οι καρποί του δένδρου ήσαν εύγευστοι, ελκυστικοί». Και ότι «είδαν οι γιοί του Θεού τις κόρες των ανθρώπων ότι ήσαν όμορφες, και πήραν για γυναίκες τους εκείνες που τους άρεσαν. Τότε είπεν ο Κύριος. «Δεν θα παραμείνει το ζωοποιό Πνεύμα μου στους ανθρώπους για πάντα, γιατί είναι σαρκικοί».

Κι αν τότε, πριν δοθεί ο Νόμος και πριν έρθουν οι προφήτες, ο Θεός δεν ανεχόταν να παραμένει μ’ αυτούς τους ανθρώπους το Πνεύμα Του, πώς θ’ ανεχθεί τώρα; Ύστερα μάλιστα από τη λήψη του Νόμου, τον ερχομό των προφητών και την παρουσία του Χριστού, τις σωτήριες εντολές Του, τις μεγάλες υποσχέσεις και τις φοβερές απειλές Του! Ύστερα απ’ τα αποστολικά κηρύγματα, τις διακηρύξεις των ιερών διδασκάλων, όταν εμείς αμαρτάνουμε, είναι δυνατό να συγκατοικεί μαζί μας το άγιο Πνεύμα; Δεν είναι εύλογο να λεχθεί και για μας, το ότι «δεν θα παραμείνει το Πνεύμα μου στους ανθρώπους αυτούς γιατί είναι σαρκικοί»;

Τούτο βεβαιώνει και ο άγιος απόστολος: «Όποιος κατέχεται από τις αμαρτωλές ανθρώπινες επιθυμίες, εχθρεύεται το Θεό, αφού δεν υποτάσσεται στο θεϊκό νόμο». «Κι αν κάποιος δεν έχει το Πνεύμα του Χριστού, αυτός δεν ανήκει στον Χριστό. Αν όμως ο Χριστός κυριαρχεί στην ύπαρξή σας, τότε εξακολουθείτε βέβαια να πεθαίνετε σωματικά εξαιτίας της αμαρτίας, αλλά το Πνεύμα σας δίνει ζωή, επειδή ο Θεός σας δικαίωσε» .

Ας επανέλθουμε όμως στο προκείμενο, «Είδε», λέει, «η γυναίκα ότι οι καρποί του δένδρου ήσαν εύγευστοι». Και «είδαν οι γιοί του Θεού τις κόρες των ανθρώπων ότι ήσαν όμορφες». Είδαν και οι πρεσβύτεροι με πονηρία τη μακάρια Σωσάννα με αποτέλεσμα τον όλεθρό τους. Έβλεπε και ο σώφρονας Ιωσήφ την κυρία και δέσποινά του, αλλά με απάθεια και κατέστησε τον εαυτό του στήλη σωφροσύνης για όλη τη ζωή του. Απ’ εδώ μαθαίνουμε ότι ούτε η όραση μήτε το κάλλος είναι αίτια για την απώλεια των ανθρώπων. Η νωχέλεια, η μοχθηρή διάθεση και η διεστραμμένη γνώμη προκαλούν την πτώση τους.

Εκείνος που θέλει να κάνει χρήση της όρασής του σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, ατενίζει τα αισθητά κτίσματά του κι αμέσως ανάγεται στο να θαυμάζει το Δημιουργό και να προσκυνά την υπεράπειρη σοφία και δύναμή του. Πώς να μη θαυμάσει ο άνθρωπος βλέποντας το τόσο μεγάλο ύψος του ουρανού, το πλάτος και το μέγεθός του, τη λαμπρότητα των φωστήρων, την ποικιλία των άστρων, την ευταξία και την αρμονία της διαδρομής και την αδυναμία να τα αριθμήσει κανείς ; Μονάχα ο Πλάστης ξέρει τον αριθμό των αστεριών. Αυτός τους δίνει ονόματα, όπως ο προφήτης Δαυίδ μυσταγωγεί και διδάσκει: «Αυτός καθόρισε των αστεριών το πλήθος και δίνει στο καθένα κι ένα όνομα». Και στο βιβλίο του Ιώβ: «Όταν δημιουργήθηκαν τα αστέρια, τα είδαν όλοι οι Άγγελοί μου και ύμνησαν», των αέρων το υγιεινό και τ’ ανθυγιεινό, των βροχών την κατεύθυνση, των πτηνών το πλήθος, των ετών τις αλλαγές και πόση είναι η χρησιμότητά τους σ’ όλη τη ζωή, το πλάτος της γης, τη διαφορετικότητά της, όπως είναι με τις ερήμους, τις κατοικήσιμες περιοχές, όπως τα μέρη που υπάρχουν νερά, τα άνυδρα μέρη, τα ορεινά, οι πεδιάδες, τα δασώδη, οι λείες επιφάνειες, η χρησιμότητα των καρποφόρων και άκαρπων δένδρων, η ροή των ποταμών , το χρήσιμο των πηγαδιών και των πηγών, τα χωράφια, τα λειβάδια, των φυτών η διαφορά, η ευφροσύνη που σκορπούν, η ευχαρίστηση και η τέρψη που προκαλεί η θέα τους, η διαφορά των βοτάνων, τα κοπάδια των ζώων, το αδάμαστο των θηρίων, της θάλασσας το μέγεθος και πως με άμμο την τιθασεύει.

(«Ως εδώ θα ‘ρχεσαι· ούτε γραμμή πιο πέρα! Εδώ θα σπάζουν τα περήφανα κύματά σου»).

Το καλοτάξιδο της διάπλευσής της και η έκτασή της, η αξιοθαύμαστη χρήση των αλιευτικών και των άλλων πλοιαρίων, τα ποικιλότατα πλήθη των ψαριών.

Και πόσα άλλα μπορώ να πω και ν’ αριθμήσω; Αν θελήσουμε ν’ ατενίζουμε με τα μάτια μας όπως πρέπει, πολύ θα ωφεληθούμε. Γι’ αυτό ο Δεσπότης και Θεός μας μάς δώρισε σαν ένα μεγάλο θησαυρό τις πέντε μας αισθήσεις. Για να αισθανόμαστε των κτισμάτων το μέγεθος και να δοξολογούμε τον Πλάστη τους.

Η ΟΣΦΡΗΣΗ

Η Όσφρηση δεν δόθηκε στον άνθρωπο για να οσφραίνεται αυτά που τον οδηγούν στην απώλεια, αλλά για να νοιώθει την ευωδία του μύρου που σκορπίζεται. «Μύρο που ξεχύνεται είναι το όνομά σου», λέει ο αγιογραφικός λόγος και «ας τρέξουμε ακολουθούντες την ευωδία σου». Το μύρο τούτο ξεχύθηκε στην πόλη Βηθλεέμ μέσα από μυροδοχείο πάναγνο και πανάγιο και γέμισε με την ευωδία του την οικουμένη όλη.

Γι’ αυτό και μάγοι από την ανατολή και βοσκοί που ξαγρυπνούσαν και άγγελοι απ’ τον ουρανό έτρεξαν εκεί που ήταν το μύρο τούτο. Και είδαν το μύρο εκείνο, ένα παιδί που βρισκόταν μέσα σε μια φάτνη, κι εκείνη την πάναγνη Δέσποινα, τη μυροθήκη που το κρατούσε. Τότε εκεί βρισκόταν πραγματικά το μύρο, που ευωδίαζε πολύ περισσότερο από όλα τα αρώματα. Εκείνο το μύρο, σαν τ’ οσφράνθηκαν οι μάγοι, το προσκύνησαν και δώρα του πρόσφεραν όπως άρμοζε σε βασιλέα και Θεό. Οι βοσκοί σαν επέστρεψαν, δηγιόντουσαν όλα όσα είδαν και άκουσαν, ενώ οι άγγελοι μεγαλόφωνα δοξολογούσαν, λέγοντες: «Δόξα στον ύψιστο Θεό και ειρήνη στη γη, αγάπη και σωτηρία για τους ανθρώπους».

Τούτο το μύρο οσφράνθηκαν και οι άγιοι και το ακολούθησαν. Και παλιότερα ο δίκαιος Νώε, αφού γέμισε από την ευωδία του Θεού, έκανε όσα τον διέταξε Αυτός και του πρόσφερε θυσία. Ο Θεός δέχθηκε τη θυσία για χάρη του Νώε, γιατί την πρόσφερε με γνώμη ευωδέστατη. Αντίθετα, το θυμίαμα των Ιουδαίων, εξαιτίας της κακής διάθεσής τους, είναι γι’ Αυτόν αηδιαστικό. Και του δικαίου Νώε την κνίσα «μυρίσθηκε ο Κύριος σαν οσμή ευωδιαστή», ώστε και όσοι σήμερα προσφέρουν μ’ ευγνώμονα διάθεση θυσία δοξολογική, να τη δέχεται σαν οσμή ευωδιαστή.

Και η γυναίκα έχυνε το πολύτιμο μύρο απάνω στην κεφαλή του Ιησού, που είναι το ατίμητο Μύρο, ενώ Αυτός καθόταν μ’ άλλους γύρω στο τραπέζι. Ανάμειξε η γυναίκα με το ουράνιο Μύρο το επίγειο μύρο και αυτό ευωδιάσθηκε παρά ευωδίασε, και γέμισε όλο το σπίτι με τη γλυκεία του ευωδία. «Ας τρέξουμε ακολουθούντες την ευωδιά του μύρου Σου» και «τ’ όνομα σου μύρο που σκορπίζεται παντού γύρω» και «υπερέχει σ’ ευωδία όλα τα αρώματα» . Γι’ αυτό σε αγαπούνε «όλες οι νεανίδες».

Στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας, μέσα στο σπήλαιο βρισκόταν το εξαίσιο μύρο καθώς και η μυροθήκη. Τί μεγαλείο, τί παράδοξο μυστήριο! Ξεχύθηκε τότε εκεί, άδειασε, γεννήθηκε εκεί μύρο ουράνιο, μύρο σωτήριο, μύρο που καταπλήσσει κάθε νου και έννοια, μύρο ανέκφραστο, μύρο σωστικό, μύρο άγιο και υπεράγιο, ανώτερο από κάθε έννοια, μύρο που ευωδιάζει όλες τις θείες στρατιές· που συναθροίζει τους αλιείς για να μαθητεύουν, τους στρατιώτες για ν’ αθλήσουν, που ενδυναμώνει τους οσίους, και έκανε δυνατές τις γυναίκες για, ώστε να κατανοήσουν το θείο μύρο· γι’ αυτό και «νεανίδες σε αγάπησαν». Σ’ εκείνο το σπήλαιο δεν συνέβηκε συνηθισμένη γέννηση, μήτε βία, μήτε φροντίδες μαιών, μήτε παρουσία υπηρετριών, μήτε κρεβάτι, μήτε ανάγκη για ζεστό νερό ή ψυχρό, ούτε αλλαγή φορεμάτων, μήτε συνηθισμένα φαγώσιμα κι ούτε στενοχώρια επικρατούσε. Όπως ακριβώς συμβαίνει με το μύρο, όταν ξεχύνεται απ’ το μυροδοχείο, τούτο γίνεται εύκολα χωρίς πίεση, χωρίς να μολύνει, χωρίς οποιαδήποτε δυσκολία. Θέλει μονάχα συμμέτοχους του αυτούς που απολαμβάνουν την ευωδία του. Του μύρου αυτού όλα είναι άχραντα, όλα καθαρά και πανάγια, όλα χαρούμενα, όλα φαιδρά, όλα είναι γεμάτα, αισθητά και νοητά, από τις χοροστασίες των αγγέλων. Παναγία Δέσποινα και Δέσποτα όλα όσα σχετίζονται με τη γέννησή Σου είναι γεμάτα ευωδία· και η ευωδία των μύρων σου ξεπερνά όλα τα αρώματα και γι’ αυτό οι νεανίδες σ’ αγάπησαν· γι’ αυτό «ας τρέξουμε ακολουθούντες την ευωδιά σου».

Είδαμε κι αυτής της αίσθησης την ωφέλεια. Εννοώ την όσφρηση. Απολαύσαμε την ευωδία που «ξεπερνά όλα τα αρώματα» . Δόξα σοι ο Θεός, δόξα σοι γιατί με την παρουσία σου ευωδίασες τον κόσμο και απάλλαξες όσους το θέλουν απ’ τη δυσώδη αμαρτία.

Επειδή, λοιπόν, με τη χάρη του Θεού, μάθαμε για την ωφέλεια των δύο αισθήσεων, δηλαδή της όρασης και της όσφρησης – πόσο κέρδος προσφέρεται σ’ αυτούς που καλά και ορθά βλέπουν και οσφραίνονται – ας ασχοληθούμε με συντομία και με μια άλλη αίσθηση: Τη γεύση και με ό,τι προτείνει γι’ αύτη η θεία χάρη.

ΓΕΥΣΗ

Η γεύση δεν δόθηκε, από το Θεό για να διακρίνουμε τα γλυκά και τα πικρά, τα θερμά και τα ψυχρά. Και πώς σαν ένα χωνί (το στόμα) να κατεβάζει τις τροφές μέσα στον ασκό της κοιλιάς κι έτσι να τρέφει και να δυναμώνει το σώμα. Σαν κρασί νέο σε ασκό, να κάνει το σώμα τρυφηλό και ευτραφές και να προσφέρει έτσι στα σκουλήκια για χρόνο πολύ, πλούσια τροφή. Κι ούτε πάλι να ξανοιγόμαστε, κάθε στιγμή, σε αργολογίες, βρισιές και λοιδορίες, διαβολές ή καταλαλιές, κατακρίσεις, μάχες, ορκωμοσίες, ψευδολογίες και κακολογίες. «Τάφος ολάνοικτος ο λάρυγγάς τους» λέγει ο Δαυίδ. Μέσα τους υπάρχει η διαφθορά. Αυτήν αποπνέουν με τα βρώμικα λόγια τους. Έτσι συμβαίνει και με τον ανοικτό λάκκο ενός νεκρού, απ’ όπου αναδίδεται η δυσωδία της διαφθοράς και της σαπίλας.

Για να διατρέφεται, επομένως, το σώμα με τρόπο υγιεινό, το στόμα ας περιορισθεί στην εγκρατή γεύση και στην εγκρατή γλώσσα. Έτσι και το σώμα διατρέφεται καλά, αλλά και η γλώσσα ασκείται στο να μεταφέρει στους ανθρώπους τις θείες διδαχές, να ψάλλει, να προσεύχεται και να υμνεί το Θεό, όσο μπορεί. «Γιέ μου άνοιγε το στόμα σου, λέγε λόγια Θεού και κρίνε ορθά· άνοιγε το στόμα σου και κρίνε με δικαιοσύνη». Και όπως ο ψαλμωδός λέει: «Λόγια σοφά θα πει το στόμα μου· και συνετές θα ‘ναι οι σκέψεις της καρδιάς μου»

ΑΚΟΗ

Τ’ α υ τ ι ά δεν τα λάβαμε για ν’ ακούμε τα μάταια, για ν’ ακούμε σατανικά και δαιμονιώδη τραγούδια. Μήτε ν’ ακούμε συμβουλές κακές και λόγια αισχρά και βρώμικα λογύδρια κι άλλα παρόμοια μ’ αυτά. Λέει ο θεόπνευστος λόγος: «Δεν θα δεχθείς μάταιο άκουσμα»· και «ο θάνατος ανέβηκε απ’ τα παράθυρά μας». Για αυτά τα παράθυρα μιλήσαμε με λίγα λόγια στην αρχή της ομιλίας μας αυτής. Μας δόθηκε η αίσθηση της ακοής για ν’ ακούμε ερμηνεύομενα τα θεία των Γραφών θαυμάσια λόγια.

«Ο Κύριος μου έδωσε αυτιά για ν’ ακούω» και «η παιδεία του Κυρίου μου τ’ ανοίγει». Κι όσοι έδειξαν αμέλεια ή εχθρική διάθεση προς αυτά, και δίνουν προσοχή πρόθυμη προς τα αισχρά και μάταια και ψευδή, σ’ αυτούς ισχύουν τα ακόλουθα: «Έχουν φαρμάκι σαν το φαρμάκι του φιδιού· της οχιάς που ‘χει κλειστά τ’ αυτιά της». Αυτοί δεν πρόκειται να δώσουν προσοχή στους κήρυκες των θείων διδαχών. Είναι φαρμακωμένοι απ’ τήν κακία. Πονηρός δαίμονας τους έχει φαρμακώσει. Σ’ αυτούς αρμόζει το προφητικό· «θ’ ακούτε μα δεν θα καταλαβαίνετε, θα βλέπετε μα δεν θα εννοείτε». Γιατί; «Γιατί έγινε αναίσθητη η καρδιά αυτού του λαού, και με τ’ αυτιά βαριάκουσαν κι έκλεισαν τα μάτια τους, μήπως δούνε με τα μάτια τους και ακούσουν με τ’ αυτιά τους, και καταλάβουν με την καρδιά τους, κι επιστρέψουν σ’ έμενα για να τους γιατρέψω».

Εκείνοι που αξιώθηκαν με σύνεση να δουν και ν’ ακούσουν, μπορούν με τη σειρά τους και να ψάλλουν με τον προφήτη: «Κύριε, άκουσα την αγγελία σου. Κύριε, φοβήθηκα αυτά που σχεδιάζεις». Και πολύ δικαιολογημένα· όποιος ακούει του Θεού τη διδαχή με τη δέουσα προσοχή, φοβάται πολύ και τρέμει, όπως το «Κύριε άκουσα την αγγελία σου και φοβήθηκα» ή χαίρεται, σύμφωνα με το «θυμήθηκα το Θεό και χάρηκα» ή εξίσταται όπως ο θεόπνευστος λόγος λέει «κατανόησα τα έργα σου και φοβήθηκα».

ΑΦΗ

Η αφή των χεριών δεν δόθηκε από το Θεό για να αγγίζουμε με τρόπο δόλιο και βλαβερό και να μολυνόμαστε με κλοπές και πλεονεξίες. Κι ούτε για να φονεύουμε με τα χέρια μας ή για να κτυπούμε ανελέητα με πολλή σκληρότητα. Αλλά, άλλοτε μεν να τα υψώνουμε καθαρά για προσευχή, όπως λέει ο ιερός Απόστολος, άλλοτε δε μαζί με τα γόνατα να τα κάμπτουμε για τις δεήσεις. Άλλοτε να εργαζόμαστε για τους εαυτούς μας και τους άλλους, κατά δύναμη, όπως πάλι ο ίδιος απόστολος λέει: «Για τις ανάγκες τις δικές μου και των συνοδών μου δούλεψαν αυτά εδώ τα χέρια» και ότι «πρέπει να ησυχάζετε και να εργάζεσθε για να βγάζετε το ψωμί σας με τα ίδια σας τα χέρια». «Όποιος δεν θέλει να εργάζεται, αυτός να μη τρώει κιόλας».

 

 

Έχοντας υπόψη τους οι Θεοφόροι Πατέρες μας αυτά και άλλα ανάλογα, εργάζονταν με τα χέρια για τρεις αιτίες: α) Με το έργο αυτό ν’ αποκρούουν τους λογισμούς. β) εργαζόμενοι να τρώνε το ψωμί τους. γ) με τους κόπους τους να εξασφαλίζουν όλα τα απαραίτητα για τη ζωή τους.

Και πολλοί απ’ αυτούς, μαζεύοντας φύλλα φοινίκων, έπλεκαν σειρά από χρήσιμα εργόχειρα. Άλλοι κάποιου άλλου είδους εργόχειρο επινοούσαν, μερικοί δε ασχολούνταν με τ’ αδράχτι, όπως ένας απ’ αυτούς τους μακάριους δήλωσε: «Αφήνω τ’ αδράχτι να πέφτει κάτω και φέρνω μπροστά στα μάτια μου το θάνατο…». Μερικοί από τους Ανατολικούς Πατέρες, όπως η «Φιλόθεος Ιστορία» διέσωσε, κλώθοντας τρίχες ύφαιναν σάκκους. Άλλοι δε κρατούντες δικέλλες και τσάπες καλλιεργούσαν τη γη, εξασφάλιζαν τη διατροφή τους και κανενός άλλου τη βοήθεια χρειάσθηκαν. Όπως και σ’ όλα τα άλλα και στο σημείο αυτό αντέγραφαν τον Μεγάλο Αντώνιο. «Καλή και νόμιμη είναι η σωματική εργασία», διδάσκει ο Μεγ. Βασίλειος. Άλλωστε ο Θεός και στον προπάτορά μας έδωσε εντολή να καλλιεργεί και να φυλάει τον παράδεισο. Σχολιάζοντας αυτά ο σοφός στα θεία και χρυσορρήμονας Χρυσόστομος, λέει: «Μήπως ο Παράδεισος χρειαζόταν του Αδάμ το φύλαγμα; Μήπως χρειαζόταν την καλλιέργεια της σκαπάνης του; Καθόλου· αλλά επειδή η αργία δίδαξε κάθε είδους κακία, ο Θεός τον πρόσταξε να εργάζεται και να φυλάει· αλλ’ ούτε και μ’ αυτό το τρόπο ξέφυγε το μίσος του διαβόλου». Αυτές τις πέντε αισθήσεις διατήρησαν οι πανόσιοι Πατέρες άτρωτες. Μακάρι κι εμείς, Κύριε, με τις ευχές εκείνων, άτρωτες να τις διατηρήσουμε.

Εκείνοι έσπευσαν να νεκρώσουν και τις τρεις αισθήσεις που γεννούν κάθε είδους κακία, τη γαστριμαργία, δηλαδή, την κενοδοξία και την αχόρταγη θυγατέρα τους, τη φιλαργυρία. Γιατί, από πού το καταραμένο ζευγάρι, δηλαδή η γαστριμαργία και η κενοδοξία, αντλούσαν το δικαίωμα ν’ απαιτούν να υπηρετούνται, παρά από την αντάξιά τους θυγατέρα φιλαργυρία, που αυτές συνέλαβαν και γέννησαν; «Καρποφόρησαν» πραγματικά «καρπό, που περιέχει τους σπόρους τους». Κι οι δυο αρέσει να επεκτείνονται.

Η πρώτη (η γαστριμαργία) δεν λυπήθηκε και δεν χαρίσθηκε στον προπάτορά μας (Αδάμ). Και τον Κύριο και Δεσπότη μας προέτρεπε να μεταβάλει τους λίθους σε ψωμιά. Και η κενοδοξία τους άϋλους αγγέλους (δαίμονες) κατέρριψε από τον ουρανό στη γη και στον Αδη και τον Δεσπότη με αναίδεια κάλεσε να πέσει από τον εξώστη του Ναού στο έδαφος. Και η φιλαργυρία, η θυγατέρα τους, προκάλεσε στο Γιεζί, τον υπηρέτη του Ελισαίου, του ανθρώπου του Θεού, λέπρα. Τον Ιούδα, από μαθητή και Απόστολο, τον έκανε προδότη. Η παγκάκιστη κακία προσπάθησε τον προσκυνούμενο απ’ όλη τη δημιουργία, δηλ. τον Κύριο, να μεταβάλει σε προσκυνητή, υποσχόμενη να του δώσει τις βασιλείες του κόσμου, τον πλούτο και τη δόξα τους αλλά διαψεύσθηκαν οι επιδιώξεις της. Ούτε Αδάμ βρήκε εύκολο για ν’ απατηθεί, μήτε ευμετάβλητο άγγελο συνάντησε, ούτε αντιμετώπισε γνώμη μαθητού ανθρώπου Θεού. Μπροστά του ορθώθηκε Θεός αφανέρωτος και άνθρωπος φανερός να του αντιλέγει: «Ο άνθρωπος, δεν ζει μόνο με το ψωμί, αλλά με κάθε λόγο που βγαίνει από το στόμα του Θεού». Και «δεν πρέπει να βάλεις σε δοκιμασία τον Κύριο, το Θεό σου». Και «φύγε από μπροστά μου, σατανά». «Τότε ο διάβολος άφησε τον Ιησού, και άγγελοι Θεού ήρθαν και τον υπηρετούσαν». Μ’ αυτά ο αγιογραφικός λόγος δηλώνει ότι αυτός που έχει νικήσει τα τρία αυτά πάθη, γαστριμαργία, κενοδοξία και φιλαργυρία, υπηρετείται αοράτως από αγίους αγγέλους.

Μακάρι κι εμείς, Κύριε, ν’ αξιωθούμε να νικήσουμε αυτά τα πάθη, με τις ευχές των αγίων σου, που τα κατανίκησαν.

Ας εννοήσουμε των άγιων τα κατορθώματα, ας καταλάβουμε και τα δικά μας ελαττώματα. Κι ας αντιληφθούμε την τεράστια απόσταση που χωρίζει εμάς απ’ εκείνους. Ας δούμε εκείνους τους αγίους σαν αγγέλους σαρκοφόρους. Όσον άφορα εμάς, διστάζω, έστω και ανθρώπους να ονομάσω. Κι ας αναζητήσουμε κι ας διερωτηθούμε, από πού προήλθε η τόσο μεγάλη διαφορά, παρ’ όλο που «ο Θεός θέλει να σωθούν όλοι οι άνθρωποι». «Όλοι είναι θεοί και υιοί του Υψίστου». Λέγοντας «εγώ είπα· είστε Θεοί όλοι και υιοί Υψίστου», δηλώνει, ότι καλεί τους πάντες σ’ αυτό το μεγάλο αξίωμα. Πώς, λοιπόν, εμείς υστερήσαμε τόσο πολύ απ’ εκείνους τους οσίους και διαφέρουμε όσο διαφορετικά είναι τα άλογα κτήνη από τη λογική δημιουργία; Εκείνοι πλούτισαν σε γνώση, πράξη, θεωρία, έγιναν πήγες θαυμάτων, μετέχουν σε αγγελικές συναυλίες, σε υπερφυσικά κατορθώματα. Καταξιώθηκαν να χαίρονται οπτασίες κρυφιόμυστες, να έχουν παρρησία προς τον Θεό όπως ο γιός συνομιλεί με τον πατέρα του και όπως ο φίλος συνδιαλέγεται προς τον φίλο του. Ο Θεός, γι’ αυτούς, είναι πάντα έτοιμος να εκπληρώνει τα θελήματά τους. Μήπως δεν τα είχε όλα αυτά ο μεγάλος Αντώνιος, κι ο δοξασμένος θαυμαστής του Ιλαρίωνας, ο άγιος Παχώμιος κι ο μεγάλος Αρσένιος, ο ισάγγελος Δανιήλ ο Σκητιώτης και ο μαθητής του ιερός Ανδρόνικος; Ο μεγάλος, ανάμεσα στους πατέρες, Ευθύμιος, ο άγιος Σάββας και πλείστοι από τους μαθητές τους και ο παμμέγιστος Ιωάννης της Κλίμακος; Ο θαυμαστορείτης Συμεών και ο συνώνυμος τούτου και συμμέτοχος και οι ομότροποι μ’ αυτούς Δανιήλ και Αλύπιος; Και, μεταξύ των ιεραρχών, ο ιερός Χρυσόστομος, ο Θεοφάντορας Βασίλειος, ο θεολόγος Γρηγόριος και πριν απ’ αυτούς ο θαυματουργός Νεοκαισαρείας Γρηγόριος και Αθανάσιος ο μέγας και θείος Νικόλαος και όλος ο των αγίων κατάλογος, για να μη μακρύνω τον λόγο με πολλούς αριθμούς αγίων; Αν, για μας, βαρύ έργο είναι η αρίθμηση των ονομάτων των άγιων, πόσο πιό δύσκολο είναι για μας ν’ αγαπήσουμε, όπως τους αξίζει, τους βίους τους κι αυτούς με πόθο ιερό να μιμηθούμε;

Πώς, λοιπόν, αυτοί, αν και άνθρωποι με σάρκα, πιεζόμενοι από φυσικές ανάγκες, πέρασαν από τη ζωή αυτή κι απόλαυσαν στη διάρκεια της τόση δόξα! Μήπως γεννήθηκαν «εκ των προτέρων» άγιοι κι ήσαν απαλλαγμένοι από τους σαρκικούς πειρασμούς;

 

Κι αν ακόμη κάποιοι γεννήθηκαν έτσι, δεν ήσαν παραπάνω από τέσσερις ή οκτώ. Αλλά ούτε αυτοί, νομίζω, ήσαν εντελώς απαλλαγμένοι των φυσικών αναγκών. Μονάχα οι άγγελοι είναι υπεράνω τέτοιων αναγκών. Όλοι οι άλλοι άγιοι του Θεού άνθρωποι ήσαν υποκείμενοι στις φυσικές σαρκικές ανάγκες. Γιατί, λοιπόν, διαφέρουμε τόσο πολύ απ’ εκείνους τους αγίους ανθρώπους, όντες και αυτοί άνθρωποι και μέτοχοι της ίδιας με της δικής μας ανθρώπινης φύσης;

Ας πούμε, με τη βοήθεια του Θεού, πώς εκείνοι δέχθηκαν τόσο μεγάλη χάρη. Και στη συνέχεια θα βρούμε πως εμείς τόσο πολύ υστερούμε, «γιατί ο Θεός δεν κάνει διακρίσεις», ώστε να δοξάσει εκείνους κι εμάς να μας ατιμάσει. Αν ανιχνεύαμε την μακάρια οδό, που εκείνοι βάδισαν, οπωσδήποτε θα μπορούσαμε κι εμείς να φθάσουμε εκείνους και ν’ αξιωθούμε τα δικά τους χαρίσματα. Εμείς ακολουθήσαμε όχι «τη στενή και γεμάτη δυσκολίες οδό», αλλά «την πλατειά και ευρύχωρη». Τα ολέθρια πάθη, τις σαρκικές ορέξεις, τις σωματικές αναπαύσεις, τις απολαυστικές τροφές, τις γήινες δόξες, την ακράτεια της γλώσσας, την ακράτεια όλων, και των πέντε αισθήσεων, την αμέλεια για την ακρόαση των Γραφών, την αμέλεια της ψυχής, και την παράβαση των θείων εντολών του Χριστού και Θεού μας -υποσχόμουνα να αναφερθώ πρώτα στα των αγίων, κι ο λόγος συνέδραμε να ειπώ τα δικά μας…

Εκείνοι φύλαξαν το «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν». Άκουσαν κι έδωσαν προσοχή στην εξήγηση της αγίας Γραφής. «Μετά είπε ο Θεός: Ας δημιουργήσουμε τον άνθρωπο σύμφωνα με την εικόνα τη δική μας και την ομοίωση». Και εξερεύνησαν τί σημαίνει το «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» και βρήκαν ότι το αρχικό και το λογικό είναι το κατ’ εικόνα. Καθ’ ομοίωσιν είναι το αγαθοποιό και το αυτεξούσιο. Βασιλεύει ο Θεός σαν κτίστης και δημιουργός όλης της κτίσης, αόρατης και ορατής. Τον άνθρωπο έθεσε ο Θεός να βασιλεύει όλων των δημιουργημάτων πάνω στη γη, και τούτο είναι το «κατ’ εικόνα». Ο Θεός είναι το αίτιο κάθε αγαθού. Με κανένα τρόπο του κακού. Ο Θεός θέλει και τον άνθρωπο να αγαθοεργεί, κι όπως είναι νοητό, ν’ απέχει από κάθε κακία, κι αυτό είναι το «καθ’ ομοίωσιν».

«Ο Θεός κάθεται στο θρόνο της αγιοσύνης Του» ασωμάτως και με τρόπο ανείπωτο κυκλωμένος από αγγελικές χοροστασίες. Εκάθησαν και αυτοί, οι άγιοι σε θρόνους αγιοσύνης απαλλαγμένοι από περιστάσεις βιοτικές, κυκλωμένοι από θείες αρετές και κατακοσμημένοι από θείους λογισμούς και έννοιες. «Εβασίλευσεν ο Θεός» επί τα έθνη. Εβασίλευσαν και αυτοί και υπέταξαν τα πάθη τα ειδωλολατρικά. «Ο Κύριος εβασίλευσε, ντύθηκε μεγαλόπρεπα». Και αυτοί, αφού κυριάρχησαν και βασίλευσαν πάνω στ’ ανθρώπινα πάθη, ντύθηκαν την μεγαλοπρεπή απάθεια. «Ντύθηκε ο Κύριος και ζώστηκε τη δύναμη». Ντύθηκαν κι οι άγιοι σαν φόρεμα το θεϊκό πόθο και ζώστηκαν τη δύναμη. «Εταπείνωσε ο Χριστός τον εαυτό Του θεληματικά υπακούοντας μέχρι θανάτου και μάλιστα θανάτου σταυρικού». Κι αυτοί ταπείνωσαν τους εαυτούς τους, αφού σήκωσαν στους ώμους τους το σταυρό, κι ακολούθησαν Αυτόν μέχρι το θάνατό τους. «Αυτός αμαρτία δεν έκανε και δόλος στο στόμα Του δεν βρέθηκε». Το κατόρθωμα τούτο ανήκει αποκλειστικά στο Χριστό. «Εμείς όλοι αμαρτήσαμε και βρισκόμαστε μακριά από τη δόξα του Θεού. Όμως ο Θεός μας δικαιώνει χωρίς αντάλλαγμα, με τη χάρη Του».

Όμως εκείνοι, οι άγιοι, έσπευδαν, «κατά δύναμιν», να μην αμαρτάνουν και δόλος να μη μολύνει το στόμα τους. Προηγήθηκε, γι’ αυτούς, η αναχώρηση από τον κόσμο και η σύνταξή τους με τον Χριστό. Για τη βεβαίωση της αλήθειας των λεγομένων μου, δες εσύ ο ακροατής μου τον πανόσιο εκείνο Μωϋσή τον Αιθίοπα και τήν πανόσια Μαρία τήν Αιγύπτια, την ομόφρονά της πανόσια Πελαγία, πόση και ποιά μετάνοια έδειξαν και ποιά και πόση θεία χάρη αξιώθηκαν να γευθούν στη ζωή τους!

Μάθαμε, πως δίκαια ο Θεός αντεδόξασε εκείνους τους αγίους, που στη ζωή τους Τον δόξασαν. Αν όμως ρίξουμε μια ματιά στο παρελθόν μας και τις πράξεις μας, τότε θα βεβαιωθούμε ότι άξια και δίκαια στερούμεθα της δικής τους χάρης και θα ομολογήσουμε ότι αληθινά «δεν είναι προσωπολήπτης ο Θεός». Κι αν εμβαθύνουμε και στο αγιογραφικό «αυτός που με αγαπά, θα τηρήσει τους λόγους μου», θα βρούμε ότι Εκείνοι, όχι μονάχα τήρησαν τους λόγους του Θεού, αλλά και τους ξεπέρασαν. Για παράδειγμα, όταν λέει ο Κύριος, «όποιος βλέπει μια γυναίκα με πονηρή επιθυμία», αυτοί, οι άγιοι, όχι μονάχα δεν ατενίζουν γυναίκα, αλλ’ ούτε καν θέλουν να κοιτάξουν πρόσωπο οποιουδήποτε άνδρα. Μάρτυρας τούτων ας είναι ένας απ’ αυτούς, όταν έλεγε «στην πόλη της Αλεξάνδρειας δεν είδα πρόσωπο ανθρώπου, παρά μονάχα του Αρχιεπισκόπου». Δεν υπερέβη, λοιπόν, ο πανόσιος αυτός την εντολή, όπως συνέβηκε και με τους ομοίους του; Αντίθετα εμείς, όχι μονάχα δεν τηρούμε τις εντολές, αλλά και τις παραβαίνουμε. Όχι μονάχα βλέπουμε με πονηρή επιθυμία, αλλά και με αναίδεια αμαρτάνουμε. Βλέπεις, εκείνοι και τήρησαν και υπερέβησαν τις εντολές Εμείς και τις καταργήσαμε και τις παραβήκαμε. Κι αυτό είναι ευνόητο. Όπου τήρηση των εντολών, εκεί ακολουθεί και υπερβολή. Όπου λύση των εντολών, εκεί με βεβαιότητα ακολουθεί και η παράβαση. Γι’ αυτό εκείνοι έφθασαν μέχρι τη θέωση. Γιατί ο Χρίστος κατασκήνωσε μόνιμα μέσα τους. Εμείς, άξια και δίκαια, παραμένουμε ελάχιστοι.

«Όποιος, λοιπόν, καταργήσει ακόμα μια από τις πιο μικρές εντολές αυτού του νόμου και διδάξει έτσι τους ανθρώπους, θα θεωρηθεί ελάχιστος στη βασιλεία του Θεού. Ενώ όποιος τις τηρήσει όλες και διδάξει έτσι και τους άλλους, αυτός θα θεωρηθεί μεγάλος στη βασιλεία του Θεού». Φοβερή ή απειλή. Αν με την αθέτηση μιας εντολής έστω και ελάχιστης, μέλλουμε να βρεθούμε ελάχιστοι, τί περισσότερο φοβερό θα μας συμβεί με την αθέτηση όλων των θείων εντολών, ελαχίστων και μεγάλων; Κι αν ένας φυλάξει όλες τις εντολές και διδάξει έτσι και οι άλλοι να κάνουν, όπως ο ιερός Χρυσόστομος και οι μιμητές του έπραξαν, πόσης μεγάλης δόξας θ’ αξιωθεί ο πιστός ακόλουθος και μιμητής των αγίων;

«Αν η αρετή σας δεν ξεπεράσει την αρετή των γραμματέων και των Φαρισαίων, δεν θα μπείτε στην βασιλεία του Θεού». Και ποιά, άραγε, είναι η αρετή των γραμματέων και Φαρισαίων; Λένε ότι δίνουν σαν φόρο στο Ναό το ένα δέκατο των εισοδημάτων τους. Απ’ τα υπόλοιπα υστέρα δίνουν το ένα πέμπτο κι αργότερα το ένα τρίτο. Επομένως διανέμουν σχεδόν τα μισά απ’ τα υπάρχοντα τους.

Αυτή είναι η δικαιοσύνη, η αρετή των Φαρισαίων. Τί

επομένως πρέπει να κάνουν αυτοί, που ούτε αποδεκατούν τα υπάρχοντά τους, μήτε διανέμουν το πέμπτο ή το τρίτο μερίδιο; Αντίθετα, και μ’ όλη την αναίδεια τους και πλεονεκτούν ή κλέβουν και αρπάζουν όσα δεν τους ανήκουν; Ας εξετάσουν, όσοι πέφτουν σ’ αυτά, κατά πόσο βρήκαν το δρόμο που οδηγεί στη βασιλεία. Ο Χριστός είπε: «δεν θα μπείτε στη βασιλεία, αν η αρετή σας δεν περισσεύει». Εσύ όμως περισσεύεις στις αδικίες, κλέβοντας και αρπάζοντας και πλεονεκτώντας.

Ίσως απ’ αυτά να δίνεις λίγα χρήματα, στολίζεις μια εικόνα ή κτίζεις ναό στο όνομα κάποιου αγίου. Φαντάζεσαι έτσι ότι μεγάλα κατορθώματα έκανες. Όμως την εικόνα την στόλισες με τους καρπούς της πλεονεξίας. Γι’ αυτό και την άγια εικόνα την βρώμισες και δεν την στόλισες με τα προϊόντα της πλεονεξίας. Όμως ο άγιος, που δήθεν του στόλισες την εικόνα, σου λέει: «Νόμισες, με τρόπο ανόητο και άνομο, ότι θα είμαι όμοιός σου».

Προσφορές κλεπτών και πλεονεκτών «μπροστά στον Κύριο είναι αποκρουστικές. Με τρόπο παράνομο τις προσφέρουν». «Τίμα τον Κύριο προσφέροντάς Του απ’ τα αγαθά σου κι απ’ τους πρώτους καρπούς της σοδειάς σου». Εγώ κατοικώ στη βασιλεία των ουρανών. Δεν έχω ανάγκη των δικών σου αγαθών. Εκείνοι, που αδικήθηκαν από την πλεονεξία σου, πιέζονται από φτώχεια μεγάλη. Εκείνοι έχουν ανάγκη ειδών διαβίωσης, τροφών, ποτών, ενδυμάτων και σκεπασμάτων. Εκείνους να ευεργετήσεις, που αδικήθηκαν από σένα.

Άκουσες ότι αν η αρετή σας δεν ξεπεράσει την αρετή των γραμματέων και Φαρισαίων, δεν θα μπείτε στη βασιλεία των ουρανών; Αν και συ συμβαίνει ν’ ανήκεις στην τάξη των φτωχών, μη έχοντας τί να διαμοιράσεις, στάσου μακριά από τις κλοπές και τις πλεονεξίες. Κι αν είσαι φτωχότερος απ’ τους φτωχούς, και μεταδώσεις έστω κι ένα ποτήρι δροσερού νερού, δεν θα χάσεις τον μισθό σου, λέγει ο Κύριος. Και η χήρα του ευαγγελίου εξαγόρασε τη βασιλεία με τα δύο νομίσματα. «Καθένας που οργίζεται χωρίς λόγο εναντίον του αδελφού του, να παραπεμφθεί σαν ένοχος στην κρίση» . Ο οργιζόμενος χωρίς λόγο, δηλαδή άδικα και με έπαρση, που δεν λογαριάζει ότι όλοι είμεθα αδελφοί κι έχουμε κοινό πατέρα, το Θεό, με τη χάρη του θείου βαπτίσματος και οργίζεται, χωρίς λόγο, γιατί θεωρεί τον αδελφό του φτωχό και χωρικό. Αυτός, λοιπόν, θα είναι ένοχος μπροστά στην κρίση.

«Αυτός που θα πει στον αδελφό του, «Ανόητε», να παραπεμφθεί σαν ένοχος στο συνέδριο» (στο μεγάλο δικαστήριο). Σαν υβριστής και αυθάδης παραπέμπεται στο μεγάλο δικαστήριο.

Θέλοντας ο Κύριος να διακόψει την αμαρτία, σταμάτησε το περίεργο βλέμμα, λέγοντας, ότι «εκείνος, που βλέπει με πονηρή διάθεση μια γυναίκα, ήδη τη μοίχευσε στην καρδιά του». Έτσι κι εδώ. Θέλοντας να εμποδίσει, ή καλλίτερα να σταματήσει τους υβριστές, δίνει εντολή να παραπεμφθούν ως υπεύθυνοι στο μεγάλο δικαστήριο.

«Όποιος θα πει τον αδελφό του , «ανόητε», θα είναι ένοχος στη γέεννα του πυρός» (στην κόλαση).

Όπως ο άριστος γιατρός, μεθοδεύει το διαιτολόγιο των ασθενών και απαγορεύει κάθε είδους βλαβερή διατροφή, για να μη πεθάνουν (ξέρει ότι με την ακράτεια των τροφών παρατείνεται η ασθένεια και προκαλείται θάνατος), έτσι και ο Χριστός. Γνωρίζει ότι το κακό σταδιακά αυξάνεται κι απ’ την οργή προκαλείται ύβρη. Από την ύβρη προχωρεί στο κτύπημα. Κι απ’ το κτύπημα συμβαίνει και φόνος.

Όπως το περίεργο βλέμμα προκαλεί επιθυμία κι η επιθυμία υποβάλλει τη συγκατάθεση, κι απ’ αυτή γίνεται η πραγματοποίηση του κακού. Γι’ αυτό, (ο Κύριος), στην αρχή ανακόπτει τη χωρίς λόγο οργή κατά του αδελφού.

Ύστερα εμποδίζει την ύβρη δηλ. να μην λέει τον αδελφό του «ρακά» και ορίζει μέτριες τιμωρίες. Αυτές, νομίζω (τις εντολές) εκκάλεσε «ελάχιστες», λέγοντας ότι όποιος καταργήσει μια εντολή, από τις ελάχιστες, ελάχιστος θα είναι για τη βασιλεία των ουρανών (θ’ αποκλεισθεί απ’ αυτή). Και πριν απ’ αυτές απείλησε (ο Κύριος), για να μη τολμήσει οποιοσδήποτε να πει, τί σημαίνει το να οργιστώ ή το να πω «ανόητε»; Για το «μωρέ»-ανόητε, μεγάλη είναι η απειλή του Κυρίου και πραγματικά φρικτή. «Θα είναι», λέει, «ένοχος στη γέεννα του πυρός», στην αιώνια κόλαση, όποιος πει στον αδελφό του «μωρέ», ανόητε.

Αλλά τί είναι αυτό το «μωρέ», για να είναι αυτός πού το ξεστόμισε τόσο υπεύθυνος, ώστε να καταδικάζεται στη «γέεννα του πυρός»; Μωρό αυτό είναι και λέγεται, το τελείως ανενέργητο, όπως όταν λέγει «αν το αλάτι χάσει, την αλμύρα του, με τί θα την αποκτήσει ξανά; Δεν είναι πια για τίποτε, παρά να πεταχτεί έξω και να καταπατηθεί από τους ανθρώπους». Όμως ο άνθρωπος, που δημιουργήθηκε να είναι εικόνα του Θεού και ομοίωση, δεν είναι μωρός, κι ούτε λέγεται μωρός. Γι’ αυτό κι όποιος τον λέγει μωρό, είναι ένοχος στην αιώνια κόλαση. Κι αν μόνο αυτό, καθιστά υπεύθυνους όσους το ξεστομίζουν, στην αιώνια κόλαση, τί συμβαίνει μ’ αυτούς, που ξεπερνούν αυτά τα όρια και με θηριωδία απάνθρωπα κτυπούνε τους άλλους;

Μακάρι μ’ εμείς και αυτή την εντολή και όλες τις άλλες θείες εντολές να τηρούμε, ώστε να αποφύγουμε τις απειλού¬μενες τιμωρίες. Να αξιωθούμε τα μελλοντικά αιωνία αγαθά που μας υποσχέθηκε και να λάβουμε μέρος στις θείες δωρεές που απολαμβάνουν οι προαναφερθέντες άγιοι που φύλαξαν το κατ’ εικόνα, με τή χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου και Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού. Ας είναι δοξασμένος μαζί με τον Πατέρα και το άγιο Πνεύμα τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.