Αρχιτεκτονική και ζωγραφική των μονών της Κύπρου

31 Οκτωβρίου 2011

Το περίγραμμα και το περιεχόμενο των μονών της Κύπρου από τον 4ο έως τον 18ο αι.

του Δημήτρη Δ. Τριανταφυλλόπουλου

Καθηγητή Βυζαντινής Αρχαιολογίας Παν/μίου Κύπρου

Οι ιστορικές συγκυρίες είχαν ως αποτέλεσμα να μην έχουν μελετηθεί εξαντλητικά όλα τα εκκλησιαστικά μνημεία· ας συνυπολογιστούν και οι σημαντικότατες φθορές τους, ιδιαίτερα στην τουρκοκρατούμενη περιοχή, όπου η αλλοίωση και η εξαφάνισή τους συνιστά τουρκική πολιτική. Όλα αυτά συνιστούν ουσιώδεις περιορισμούς στη διερεύνηση του θέματος.

Α΄: Παλαιοχριστιανική περίοδος (324 μ.Χ.-περ. 650)

Πρόσφατη μελέτη κατέγραψε 8 μονές σ’ αυτήν την περίοδο. Τώρα ανεγείρονται τα πρώτα μεγάλα μοναστήρια, ορισμένα από τα οποία σώθηκαν ως τις μέρες μας, αλλοιωμένα από τη συνεχή χρήση (μονή Αγ. Βαρ¬νάβα στα περίχωρα της Σαλαμίνας, Αγ. Νικολάου των Γάτων στο Ακρω¬τήρι Λεμεσού). Για άλλα, που ευλαβείς παραδόσεις τα συνδέουν με μεγάλες μορφές της Εκκλησίας, όπως τη μονή Σταυροβουνίου με την Αγία Ελένη ή τη Μονή Ιερέων Πάφου με τον Άγιο Νικόλαο, τα αρχαιολογικά τεκμήρια είναι πενιχρό. Γεγονός είναι ότι οι μονές ιδρύονται κατά κανόνα στα παράλια, άρα η pax christiana λειτουργούσε. Η εν γένει τέχνη έφερε στοιχεία από τη Συροπαλαιστίνη, τη Μ. Ασία και την Κωνσταντινούπολη,

Β’: Περίοδος αραβικών επιδρομών (650 περ.-965)

Το σύνολο των μονών εξακολουθεί να είναι 8. Ο εμπερίστατος βίος του νησιού στους τρεις αυτούς αιώνες είχε επιπτώσεις και στη ζωή των μονών. Αρκετά μοναστήρια επιβίωσαν, υπέστησαν ωστόσο μετατροπές, όπως άλλωστε σε όλη τη βυζαντινή επικράτεια κατά τους μεταβατικούς αυτούς αιώνες: λ.χ. η απλή τρίκλιτη βασιλική του Αγ. Βαρνάβα μετατράπηκε σε τρουλαία, όπως ίσως και το Καθολικό της Μ. Σταυροβουνίου. Εμφανίζονται ωστόσο τώρα ασκητήρια και μοναστήρια (π.χ. του Μεγάλου Αγρού) στο εσωτερικό του νησιού και σε ορεινές τοποθεσίες (Πενταδάκτυλος, Τρόοδος), αποτέλεσμα των ανώμαλων συνθηκών που επέβαλλαν την εγκατάσταση σε ασφαλέστερες περιοχές.

Γ΄: Βυζαντινή περίοδος (965-1191)

Ο αριθμός των μοναστηριών φτάνει τα 33. Η σταθεροποίηση της βυζαντινής κυριαρχίας στο νησί είχε ως αποτέλεσμα τον άμεσο προσανατολισμό της εκκλησιαστικής του τέχνης προς τα καλλιτεχνικά ρεύματα του μητροπολιτικού κέντρου, έστω και αν κάποτε αυτά μετατρέπονται ειδή σε ιδίωμα «καλλιτεχνικής περιφέρειας». Παλαιότερες μονές επέζησαν και πολυαριθμότερες νέες ιδρύθηκαν. Ονομαστά μοναστήρια, που διατηρούνται μέχρι σήμερα, ανάγονται στην εποχή αυτή.

Δεύτερον, πολλά μοναστήρια συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με την Κωνσταντινούπολη, Συνεπώς η ύπαρξη νέων καλλιτεχνικών τάσεων στο νησί πρέπει να κατανοηθεί στο πλαίσιο της βούλησης της κεντρικής-κοσμικής και εκκλησιαστικής εξουσίας, που εκφράζεται μέσω συγκεκριμένων αξιωματούχων της στην Κύπρο,

Οι επιπτώσεις γίνονται αισθητές παντού. Στην αρχιτεκτονική π.χ. αναμφίβολα εξακολουθεί να επιδρά η λεγόμενη

«Σχολή της Ανατολής» που επηρέαζε γενικά τον νησιωτικό κόσμο. Παράλληλα εισχωρούν στο νησί και νέοι αρχιτεκτονικοί τύποι, που οφείλονται στις Σχολές Κωνσταντινουπόλεως και Ελλάδας, όπως ο οκταγωνικός (μονές Αντιφωνητή και Κουτσοβέντη) ή ο κατ’ εξοχήν «βυζαντινός τύπος», δηλαδή ο σταυρο¬ειδής εγγεγραμμένος με τρούλο (μονές Καλοπαναγιώτη, Αγ. Νικολάου της Στέγης κ.ά.}, ενώ επίδραση υφίστανται και μορφολογικά στοιχεία, όπως η τοιχοδομία (Κουτσοβέντης, Αψινθιώτισσα). Παράλληλα αναπτύσσονται και τοπικά χαρακτηριστικά, όπως οι επικλινείς (διπλές) ξυλοστέγες, η καταγωγή των οποίων εξακολουθεί να απασχολεί την επιστήμη. Η ζωγραφική δείχνει εναργέστερα την προσκόλληση του νησιού στην Κωνσταντινούπολη. Η διακόσμηση στην Ασίνου, στον Αρακά, στον Αρχάγγελο Λευκάρων και αλλού, ειδικά δε στην Εγκλείστρα του Αγ. Νε¬οφύτου (1183), όπου μας διασώθηκε και το όνομα του τοιχογράφου -Θεό¬δωρος Αψευδής- μαρτυρούν για το συνεχές ρεύμα καλλιτεχνών από τη Μητρόπολη προς την Κύπρο. Επίσης, τα αρτιότερα δείγματα φορητών εικόνων της εποχής προσγράφονται στον κωνοταντινουπολίτικο κύκλο.

Δ΄: Φραγκοκρατία και Ενετοκρατία (1191-1571)

Ο αριθμός των μονών διπλασιάζεται αυτήν την περίοδο και φτάνει τις 60, στους τέσσερις αιώνες που διαρκεί ο δυτικός ζυγός. Από την άλλη, η Λατινική Εκκλησία θέσπισε αυστηρές απαγορεύσεις για ίδρυση νέων μονών από τους ορθοδόξους, αποφασίζοντας να ελέγξει πάση δυνάμει την Εκκλησία τους (Βulla Cypria, 1260). Οι αντικειμενικές λοιπόν δυσκολίες συνηγορούν να απο¬δεχθούμε μια κατάσταση δυσμενή για τα μοναστήρια. Πώς θα μπορούσε τότε να εξηγηθεί η μνεία στις πηγές τόσων νέων μονών, ανάμεσα στις οποίες οι ονομαστές της Παναγίας Τροοδίτισσας, των Αγίων Ασωμάτων Λακατάμιας, της Παναγίας του Σίντη; Πρώτη εκδοχή; πολλά ονόματα δεν υποδηλώνουν νέα καθιδρύματα αλλά ήδη υπάρχοντα, που μνημονεύονται τώρα επειδή διαδραματίζουν κάποιο ρόλο· δεύτερη εκδοχή: το ότι, ακριβώς, οι Λατίνοι προσπαθούν συνεχώς να περιορίσουν τους ορθοδόξους με κάθε τρόπο σημαίνει ότι η ελληνική Εκκλησία ήταν διαρκώς σε δράση. Άλλωστε, η ένταση χαλάρωσε τους επόμενους αιώνες, ιδιαίτερα κατά την Ενετοκρατία (1489-1571).

Η αναγκαστική συμβίωση με τους ετερόδοξους στη σύζευξη βυζαντινών και δυτικών στοιχείων. Στην αρχιτεκτονική παρατηρούμε ότι προ¬στίθεται π.χ. γοτθικό φραγκικό παρεκκλήσιο στη βυζαντινή Αγγελόκτιστο του Κιτίου ή στη μονή του Καλοπαναγιώτη κ.λπ. Τούτο συνέβη κατά κανόνα σε ενοριακούς ναούς, κατ’ εξαίρεση σε μονές, όπου το αντιλατινικό κλίμα ήταν ασφαλώς εντονότερο. Η συνηθέστερη μορφή σύζευξης εκφράστηκε με τον λεγόμενο «φραγκοβυζαντινό ρυθμό»: τρίκλιτες ή μονόκλιτες βασιλικές με τρούλο στο ανατολικό τους τμήμα, χτισμένες με καλοπελεκημένους πωρόλιθους, λίγα παράθυρα, ανοίγματα με περιθυρώματα, γοτθικίζοντα, με τα τόξα των κοινοστοιχιών ή των πεσσοστοιχιών οξυκόρυφα, με στρογγυλό φεγγίτη (οculus) στη δυτική τους όψη. Το καλύτερο παράδειγμα δίνει ο Αγ. Γεώργιος των Ελλήνων στην Αμμόχωστο, αλλά ο νέος τύπος εισδύει και στις μονές. Ορισμένα μάλιστα χαρακτηριστικά στοιχεία της γοτθικής αρχιτεκτονικής, όπως τα οξυκόρυφα τόξα και τα νευρωτά σταυροθόλια, μετατρέπονται σε τυπικό γνώρισμα των κυπριακών μονών μέχρι σήμερα.

Η ζωγραφική

Πιο πολύπλοκα εμφανίζονται τα πράγματα στη ζωγραφική: ήταν αναπόφευκτη η αποκοπή από την άμεση σύνδεση με τα καλλιτεχνικά παλαιολόγεια ρεύματα και η δημιουργία προϋποθέσεων για να εισαχθούν δυτικές τεχνοτροπίες και θέματα. Στην αρχή (13ος αι.) καλλιεργείται επίμονα το τεχνοτροπικό ιδίωμα της όψιμης εποχής των Κο¬μνηνών (τέλος 12ου αι.), όπως το συναντάμε σε ναούς ενοριακούς (λ.χ. τοιχογραφίες στον Τίμιο Σταυρό Πελεντρίου) αλλά και σε καθολικά μονών (Παναγία Αμασγού). Εμφανίζεται και σε φορητές εικόνες (Αμασγού, Καλοπαναγιώτης, Μεγάλου Αγρού κ.ά.). Αυτό το αρχαΐζον ύφος ίσως καλλιεργήθηκε με ιδιαίτερη επιμονή από τους μοναχούς της Κύπρου ή εκείνους που έβρισκαν καταφύγιο εδώ από τη Μικρά Ασία. Παρά ταύτα, οι κάθε είδους προσεγγίσεις με την Κωνσταντινούπολη, τη Θεσσαλονίκη και το Αγιον Όρος δεν έλειψαν. Σ’ αυτές πρέπει να οφείλεται η εισαγωγή νέων τάσεων· σειρά εικόνων μαρτυρεί για τη διείσδυση της λεγόμενης σήμερα «ογκηρής τεχνοτροπίας». Μια άλλη σειρά εικόνων φανερώνει την παρουσία του κλασικίζοντος ρεύματος της Βασιλεύουσας.

Η συμβίωση με τους Φράγκους και τους Ενετούς δημιούργησε και στην Κύπρο είδη μικτά αλλά νόμιμα. Μεμονωμένα μοτίβα ή στυλιστικές αλλαγές, που δεν υπερέβαιναν τα εσκαμμένα, ήταν αποδεκτά από τους ορθοδόξους.

Η άλωση της Πόλης και η έναρξη της Ενετοκρατίας στην Κύπρο (1489) είχαν ευεργετικά αποτελέσματα για την τέχνη της: υπάρχει μαρτυρία για την εγκατάσταση ε¬νός, τουλάχιστον, ζωγράφου από τη Βασιλεύουσα στο νησί (μονή Καλοπαναγιώτη). Η πολιτική των Ενετών οδήγησε σε περαιτέρω χαλάρωση της έντασης μεταξύ δύο Εκκλησιών, ενώ οι Κύπριοι σπουδαστές σε πανεπιστήμια και καλλιτεχνικές ακαδημίες της Ιταλίας κατέστησαν στενότερες τις επαφές με την ιταλική Αναγέννηση. Η σύνθετη κατάσταση έφερε ενδιαφέροντα αποτελέσματα στην τέχνη. Ένα πρώτο αφορά έργα με λίγο-πολύ εξιταλισμένο χαρακτήρα (τοιχογραφίες στο «λατινικό παρεκκλήσιο» της μονής Καλοπαναγιώτη κ.λπ.) που συγκροτούν τη λεγόμενη «ιταλοκυπριακή σχολή». Σημαντικότερο επίτευγμα ήταν η δημιουργία ενός ζωηρού αυτόχθονου ρεύματος (Μεταβυζαντινή κυπριακή σχολή), που ε¬ρείδεται στην παλαιολόγεια ζωγραφική και εμπλουτίζεται με δυτικά αλλά φιλτραρισμένα στοιχεία, ενώ τον 16ο αι., συνδυάζεται και με γνωρίσματα της Κρητικής Σχολής. Εδώ εγγράφεται μεγάλο μέρος των πολλών τοιχογραφικών συνόλων από το β’ ήμισυ του 15ου και του 16ου αι., μερικά από τα οποία είναι ενυπό¬γραφα (π.χ. Συμεών Α(υ)ξέντης-ναοί Γαλατάς, Φίλιππος Γουλμονή Αγιασμάτι κ.ά,). Τοιχογραφίες καθαρά Κρητικής Σχολής δεν έχουν ε¬ντοπισθεί· σπάνιες είναι και οι αντίστοιχες φορητές, όπως του Μάρκου Βαθά, που εισάγονται από τη Βενετία ή την Κρήτη.

Ε΄: Τουρκοκρατία (1571-1878)

Η αύξηση των μονών που συνεχίζεται, και φτάνει τον αριθμό 78, δεν είναι τυχαία. Η επανασύνδεση της Κυπριακής Εκκλησίας με το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, η εκχώρηση προνομίων από τους Οθωμανούς Τούρκους στον αρχιεπίσκοπο Κύπρου, τέλος η βαθμιαία ανάδειξη του Αρχιεπισκόπου σε Εθνάρχη με ευρεία δικαιοδοσία ήταν γεγονότα που υποβοηθούσαν την αύξηση του αριθμού και της επιρροής των μονών. Από την άλλη, αν λογαριάσουμε τις δυσμενείς συγκυρίες που έπληξαν το νησί τον 17ο αι., ο αριθμός των 78 μονών είναι ακόμη εντυπωσιακότερος. Αναδείχθηκαν νέες μονές και ορισμένοι παλαιοί ναοί προσηλώθηκαν τώρα σε μονές και μεταβλήθηκαν σε καθολικά ή παρεκκλήσια μετοχιών.

Η αρχιτεκτονική ακολουθεί την πεπατημένη των προηγούμενων περιόδων χωρίς να δημιουργεί νέους τύπους. Αλλά το καθολικό του Κύκκου ξανακτίζεται. Σημάδι συρμού ή τοπική παράδοση; Τα μορφολογικά χαρακτηριστικά (οξυκόρυφα τόξα, πελεκητή τοιχοδομία, περιορισμένα ανοίγματα) παραμένουν τα ίδια.

Η ζωγραφική είναι ατελώς γνωστή. Γεγονός είναι άτι αρκετοί Κύπριοι ζωγράφοι μεταναστεύουν με αποτέλεσμα να παρατηρείται αθρόα εισαγωγή εικόνων Κρητών ζωγράφων (Εμμανουήλ Τζανφουρνάρη, Εμμανουήλ Τζάνε κ.ά.) Βαθμιαία εμφανίζεται και ντόπια δραστηριότητα. Γεγονός είναι ότι τοιχογραφίες μόνο κατ’ εξαίρεσιν παρατηρούνται στην Κύπρο κατά την Τουρκοκρατία, αντίθετα δηλαδή προς ό,τι συνέβαινε στην ηπειρωτική Ελλάδα. Το ίσως αντιφατικά τούτο φαινόμενο μεταξύ των δύο χωρών πρέπει να διερευνηθεί βαθύτερα.

Το τέλος της τοπικής ζωγραφικής παράδοσης θεωρείται ότι επήλθε με την έλευση του Κρητικού ζωγράφου Ιωάννου Κορνάρου, στα τέλη του 18ου αι., που παρέμεινε για δεκαετίες στο νησί και ανακαίνισε ή ζωγράφισε εκατοντάδες εικόνες. Το ύφος του ήταν «τουρκομπαρόκ» με άφθονες προσμίξεις δυτικών στοιχείων. Από την περίοδο αυτή μας είναι κάπως γνωστά και αντικείμενα μικροτεχνίας (σκεύη, ξυλόγλυπτα, υφάσματα), αν και το υλικό στο μέγιστο μέρος του παραμένει αδημοσίευτο. Ποιός ήταν, όμως, εδώ ο συγκεκριμένος ρόλος των μοναχών, είναι ένα πρόβλημα για μελλοντικές έρευνες.

Επίλογος

Μολονότι τα κενά στην έρευνα είναι σοβαρά, θα διακινδύνευε κανείς να διατυπώσει την πρώιμη άποψη ότι στην Κύπρο τα ορθόδοξα μοναστήρια διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην καλλιέργεια της εκκλησιαστικής τέχνης, τουλάχιστον από τα μέσα του 10ου αι. Τούτο ως απόρροια του φυσικού ρόλου που εκαλούντο να παίξουν οι μονές σ’ έναν πολιτισμό θεοκεντρικό, αλλά και του γεγονότος ότι έπρεπε να στηριχθεί το ορθόδοξο ποίμνιο, εμπερίστατο επί επτά αιώνες κάτω από ετερόδοξους και αλλόπιστους δυνάστες.

Στον αιώνα μας, οι μονές πρωτοστάτησαν στην εισαγωγή και καλλιέργεια του «νεοβυζαντινού ύφους» στη ζωγραφική, ακλουθώντας κατά πόδας την πραγματικότητα στον ελλαδικό χώρο (σχολή Κόντογλου), με πρωταγωνίστρια τη γεραρά Μονή Σταυροβουνίου. Για το αντίστοιχο ύφος στην αρχιτεκτονική πρέπει να είναι κανείς πιο επιφυλακτικός, αφού η παράδοση στον τομέα αυτόν ήταν ζωντανή ως χθες.

(Πηγή: Η Καθημερινή. «Επτά ημέρες»-Κυριακή Πάσχα, 27 Απριλίου 1997, σ. 21-23)

Σχετικά άρθρα Ζωγραφική & Εικαστικές Τέχνες
Απεικονίσεις της Θεοτόκου Βρεφοκρατούσας 12 Αυγούστου 2024 Απεικονίσεις της Θεοτόκου Βρεφοκρατούσας: Παραλλαγές και Συμβολισμοί στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο  (Μέρος Α΄) Η εικόνα της Θεοτόκου Βρεφοκρατούσας (δηλαδή της Παναγίας που κρατά τον Χριστό βρέφος) είναι ένα από τα πιο αγαπημένα και διαδεδομένα θέματα της βυζαντινής εικονογραφίας. Σε αυτό το θέμα, η Θεοτόκος παρουσιάζεται ως Μητέρα του ...
Ο Σεφέρης και ο Ελύτης εξυψώνουν τον Θεόφιλο 7 Φεβρουαρίου 2024 (Προηγούμενη δημοσίευση: http://www.pemptousia.gr/?p=392063) Ο Μακρυγιάννης, λέει,  γράφει ένα έργο, που αναδεικνύει τη ζωντανή έκφραση του λαού, όπως συμβαίνει και στον Ερωτόκριτο. Μαζί με τα παραπάνω, εντοπίζονται και επιπλέον παραλληλισμοί, όπως ο παραλληλισμός του Θεόφιλου με τον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο, που παρουσιάζεται κι  αυτός εξίσου ως ένα...
Βυζαντινή τέχνη και υπέρβαση του ορατού: π. Λουκάς Ξενοφωντινός 1 Φεβρουαρίου 2024 Ο μοναχός π. Λουκάς ο Ξενοφωντινός, με καταγωγή από τη Λάρισα, αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους σύγχρονους αγιογράφους. Διακονεί στην Ιερά Μονή Ξενοφώντος του Αγίου Όρους και, μαζί με τους υπόλοιπους μοναχούς του αγιογραφικού εργαστηρίου, έχει ιστορήσει ναούς εντός αλλά και εκτός της αθωνικής πολιτείας. Τέτοια παραδείγματα αποτελούν το νέο κα...
Εικόνες που επιστρέφουν-Η εικόνα των Τριών Ιεραρχών, Έργο Νεόφυτου Ν. Ζωγράφου 29 Ιανουαρίου 2024 «Έαρ χελιδών ου καθίστησι μία                                                                                                                                                          αi τρεις αηδόνες δε των ψυχών έαρ ». Το άρθρο αυτό έχει θέμα την επιστροφή μίας ακόμα φορητής εικόνας από την κατεχόμενη γη μας. Πρόκειται ουσιαστικά για τον επαναπατ...
Φώτης Κοντογλου: Η παράδοση σ’ έναν τόπο είναι ο μοναχός αληθινός δρόμος για τις τέχνες! 7 Δεκεμβρίου 2023 Φώτης Κόντογλου αυτοπροσωπογραφία μαζί με τα μέλη της οικογένειάς του. (Επιμέλεια Στέλιος Κούκος) «Τη πτωχεία τα πλούσια», Η γνήσια ελληνική τέχνη   Συνέχεια από εδώ: http://www.pemptousia.gr/?p=387469   Η τέχνη είναι σωστή κι αληθινή, όταν εκείνος που την κάνει έχει και γερό ένστικτο, όπως οι απλοί άνθρωποι των χωριών, ε...