Ευγνωμοσύνης σπονδή στον εθνομάρτυρα Αιμιλανό Λαζαρίδη
11 Οκτωβρίου 2011Εκατό χρόνια πέρασαν από τότε που στη δασωμένη περιοχή μεταξύ Σνιχόβου (Δεσπότη) και Γκριντάδων (σήμερα Αιμιλιανού) Γρεβενών άφηνε μαρτυρικά την τελευταία του πνοή την 1η Οκτωβρίου του 1911 ο τότε μητροπολίτης Γρεβενών Αιμιλιανός Λαζαρίδης μαζί με το διάκο του Δημήτριο Αναγνώστου και τον αγωγιάτη τους Αθανάσιο.
Γεννημένος το 1877 στα Πέρματα της Μ. Ασίας, γόνος πολύτεκνης οικογένειας με εννιά παιδιά, ο Αιμιλιανός Λαζαρίδης αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, υπηρέτησε ως διάκονος του Μητροπολίτη Πελαγονίας Ιωακείμ Φορόπουλου, με έδρα το Μοναστήρι και ως καθηγητής των Θρησκευτικών του εκεί ελληνικού Γυμνασίου. Με τη μορφή του, το ήθος του και το χαρακτήρα του είχε επιβληθεί και αποτελούσε πρότυπο ζωής σύμφωνα με τις μαρτυρίες εκείνων που τον συναναστρέφονταν: «Με τα λεπτά και κανονικά χαρακτηριστικά του … ωμοίαζε γνησίαν βυζαντινήν αγιογραφίαν της κλασσικής περιόδου, ώριμον σχεδόν διά τον φωτοστέφανον του μαρτυρίου. Γλυκύς, πράος, μειλίχιος, ταπεινός… πάντοτε γαλήνιος και μετριόφρων… ήξευρεν εν ανάγκη να υποχωρή πολλάκις και με αβαρίαν του εγωισμού του, αλλ’ εις τάς κρισίμους στιγμάς ανέπτυσσε σθένος και αποφασιστικότητα». Δικαίωνε έτσι την παρατήρηση του αγίου Γρηγορίου Νύσσης: «Η της ψυχής καθαρότης διά του φαινομένου διέλαμπε και ο φαινόμενος άνθρωπος άξιον ήν του αφανούς οικητήριον».
Κάτοχος ευρείας και βαθειάς μορφώσεως, προικισμένος με αγωνιστικό φρόνημα, αφιέρωσε όλες του τις δυνάμεις, για να κρατήσει και να μεταλαμπαδεύσει την χριστιανική πίστη. Ως επίσκοπος Πέτρας αναδείχτηκε «αληθής της πίστεως και του έθνους ημών … Πέτρα». Ως αντικαταστάτης του μητροπολίτη Πελαγονίας ανέπτυξε πλούσια εθνικοθρησκευτική δράση σε μια περίοδο τόσο ζοφερή, για την οποία η Βρετανική κυανή Βίβλος μαρτυρεί: «Η δολοφονία είναι το κυριώτερον όπλον των βουλγαρικών Κομιτάτων. Προ ουδενός υποχωρούσιν. Οι Έλληνες είναι κυρίως τα θύματά των. Κατά χιλιάδας εφονεύθησαν οι Έλληνες κατά τα τελευταία πέντε ή έξ έτη…. αθώων και αόπλων εκβιάσεις, ληστείαι, δολοφονίαι, ανδρών και γυναικών, ανελεήμονα βασανιστήρια ιερέων, ιατρών, διδασκάλων κατακρεουργήσεις, ναών εμπρησμοί… καταστροφή χριστιανών Ορθοδόξων… γενική τρομοκρατία, πλήμμυρα αίματος».
Θα μπορούσε και ο αοίδιμος Αιμιλιανός για την πολυκύμαντη διακονία του στην περιοχή αυτή μαζί με τον απόστολο Παύλο να αναφωνήσει: «Ελθόντων ημών εις Μακεδονίαν ουδεμίαν έσχηκεν άνεσιν η σάρξ ημών, αλλ’ εν παντί θλιβόμενοι· έξωθεν μάχαι, έσωθεν φόβοι» (Β’ Κο 7,5).
Το 1908 στην Οθωμανική Αυτοκρατορία επικράτησαν οι Νεότουρκοι, οι οποίοι επαγγέλλονταν ελευθερία, ισότητα, δικαιοσύνη. Στην αρχή πίστεψε στο κίνημα και τις εξαγγελίες τους. Ήταν μάλιστα ο πρώτος μή μουσουλμάνος ιερωμένος που χαιρέτησε την νεοτουρκική μεταπολίτευση, για να γίνει σύντομα μάρτυρας και θύμα του απηνούς διωγμού που άσκησε το νεοτουρκικό κομιτάτο για καθετί ελληνικό. Στη συνέχεια όμως οι Νεότουρκοι με συμμάχους τους Βουλγάρους κομιτατζήδες και τους Ρουμάνους εργάζονταν μεθοδικά και με ποικίλα μέσα· τρομοκρατούσαν, έσπερναν τον όλεθρο, εκδήλωναν τη μανία τους κατά γυναικών και παιδιών, κατά ναών και σχολείων και κυρίως απέναντι σε όποιον τολμούσε να αντιδράσει.
Tό Μάρτιο του 1910, ο νεαρός επίσκοπος Αιμιλιανός προάγεται και τοποθετείται στην ιστορική Μητρόπολη Γρεβενών, η οποία δοκιμαζόταν κυρίως από τη ρουμανική προπαγάνδα, τα όργια του βουλγαρικού κομιτάτου και από τις ληστρικές συμμορίες των Νεοτούρκων.
Ο Μητροπολίτης Αιμιλιανός, αγωνίζεται με ενθουσιασμό και αποφασιστικότητα. Περιοδεύει στα χωριά, τονώνει τους ιερείς και τους δασκάλους, εμψυχώνει τους τρομαγμένους κατοίκους. Παράλληλα γνωστοποιεί την κατάσταση που επικρατούσε στο Πατριαρχείο και την ελληνική Κυβέρνηση. Προς τον νομάρχη Τρικάλων έγραφε: «Παρακαλώ θερμώς, θερμότατα γράφων, να μεριμνήσητε περί της τύχης των χωρικών μας, των οποίων η θέσις κατέστη εσχάτως απελπιστική… Πώς να εμπνεύσω ζωήν εις ανθρώπους, οίτινες υπό ηθικήν και υλικήν άποψιν ένεκα της απογυμνώσεως αυτών κατέστησαν πτώματα;… Τί αναμένετε παρ’ ανθρώπων απηλπισμένων; Διατί υποθέτετε ότι άνθρωποι καταδυναστευόμενοι και πάσχοντες τα πάνδεινα θα είναι εις θέσιν να σκεφθώσι περί του απωτερου αυτών μέλλοντος;»
Με πόνο ανακοινώνει στον Οικουμενικό Πατριάρχη Ιωακείμ τον Γ’: Το μισό κτήριο της σχολής της Κρανιάς «κατελήφθη υπό του βασιλέως της Κρανιάς, του πανισχύρου Τσακαμά, όστις … δέρει, φυλακίζει», με αποτέλεσμα 80 μαθητές να είναι στο δρόμο. Ζητούν οι ρουμανίζοντες–λέγει- στην κεντρική μεγάλη εκκλησία να ψάλουν δεξιά ελληνικά, αριστερά βλάχικα· σε επόμενη επιστολή μαρτυρεί ότι στην Κρανιά λειτουργούν στις ελληνικές εκκλησίες. Στο Περιβόλι κατέλαβαν τον κεντρικό ναό. Στη Σαμαρίνα που αριθμούσε 600 ελληνικές οικογένειες 10 ρουμανίζοντες με τους 3 δασκάλους τους και 10 μαθητές τους κατέλαβαν την νέα ελληνική σχολή. Μέριμνα του αειμνήστου ιεράρχη ήταν ακόμη και ο εναρμονισμός της διδακτέας ύλης μεταξύ των σχολείων της πόλης και αυτών της επαρχίας, η επιλογή και η διάθεση βιβλίων στους μαθητές, η πρόσληψη και η αμοιβή δασκάλου για την Αστική Σχολή των Γρεβενών. Επιπλέον τόνιζε: «Δεν έπρεπε να περιορισθή ο μισθός των διδασκάλων. Εν τούτοις δέον να φροντίσωμεν».
Με θάρρος επίσης και ευτολμία κατήγγειλε την βία και τους ξυλοδαρμούς που υφίσταντο οι χριστιανοί. Τόλμησε μάλιστα μαζί με τον αρχιερατικό του επίτροπο να επισκεφθεί τον φοβερό Μπεκήρ Αγά, για να τον συνετίσει: «Απευθυνόμενος προς τον Μπεκήρ εφ. τον ηρώτησα· είναι δίκαιον, βέη, αξιωματικός εγγράμματος, φιλελεύθερος κλπ. να δέρη τόσον αγρίως τους Χριστιανούς εν μέση αγορά;» Σηκώθηκε αμέσως ο καϊμακάμης και ζωηρά του απάντησε: «Δι’ αυτήν ακριβώς την πράξιν του η Κυβέρνησις δι’ εμού συγχαίρει τον Μπεκήρ εφ.». Και ο τελευταίος κραδαίνοντας το ξίφος είπε στον μητροπολίτη: «Είπες, Δεσπότ εφ., ότι έχω την πέννα μου και γράφεις, πρέπεις να ξεύρης όμως ότι και εγώ έχω το σπαθί μου».
Η δυναμική και ατρόμητη στάση του προκάλεσε την οργή των εχθρών. «Μ’ έφερον δε προσβλητικώς εκ των χωρίων με δύο χωροφύλακας», ανακοίνωνε. Έγραφε μάλιστα ότι συναντούσε εμπόδια στις περιοδείες του και ότι με κάθε τρόπο επιδίωκαν να τον ενοχοποιήσουν. Τίποτε όμως δεν ήταν αρκετό να ανακόψει τον φλογερό και απτόητο Μητροπολίτη. Στις συστάσεις του περιβάλλοντός του να μην εξέλθει από την πόλη, διότι η ζωή του κινδύνευε, απάντησε: «Ο ποιμήν ο καλός την ψυχήν αυτού τίθησιν υπέρ των προβάτων» (Ιω 10, 11).
Σάββατο, 1η Οκτωβρίου 1911 λειτούργησε στο χωριό Σνίχοβο και αναχώρησε για τους Γκριντάδες, όπου θα λειτουργούσε την επομένη. Στο δρόμο, σε μια χαράδρα, οι εχθροί περίμεναν· τον συνέλαβαν, τον βασάνισαν και στη συνέχεια τον κατακρεούργησαν με τον πιο φρικτό και απάνθρωπο τρόπο. Έτσι ο Δεσπότης μας αφού τέλεσε την τελευταία του λειτουργία, προσέφερε τον εαυτό του θυσία στον βωμό της πίστεως και της πατρίδος. «Πρότερον μέν και προθυόμενος, νύν δε και τελεώτατον θύμα προσάγων εαυτόν τώ Θεώ, … και ποιήσας την τελευτήν τελευταίον μυστήριον», όπως θα έλεγε ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος. Ήταν μόλις τριάντα τεσσάρων ετών. Από τους συνοδούς του ο διάκος – προς τιμήν του Διάκος όνομάστηκε παρακείμενο χωριό- βρέθηκε με ανοιγμένο το κρανίο· τον αγωγιάτη τον σκότωσαν, για να μην αποκαλύψει τους δράστες.
«Δεν σε είδε κανείς, φωτεινέ Δεσπότη, να πέφτης βαρύς και άψυχος εις το υγρόν χώμα, το νοτισμένον από τον ιδρώτα και το αίμα του ποιμνίου σου. Το μαύρο σου ράσον όμως, που έκρυβε πίπτον ένα ατίμητον και ηρωικόν σώμα, επέρασε σαν σκιά συννεφιάς με την απειλήν και τον τρόμον της καταιγίδος που φθάνει», διαβάζουμε σε εφημερίδα της εποχής. (Εφημ. Αθηνών «Χρόνος», 16 Οκτ. 1911, 1).
Στις 9 Οκτωβρίου, ημέρα Κυριακή, τελέστηκε η κηδεία του αοιδίμου Αιμιλιανού, αφού χρειάστηκαν μέρες, για να εντοπιστούν τα σώματα των μαρτύρων. Την ίδια ημέρα ο Οικουμενικός Πατριάρχης συμπαραστατούμενος από οκτώ Μητροπολίτες τέλεσε επιμνημόσυνη δέηση και εκφώνησε πύρινο λόγο. Τόνισε μάλιστα: «Μή νομίσωμεν ότι έληξεν η σειρά των μελλόντων να υποστώσι τον θάνατον. Από αιώνων ήρχισεν αύτη, έχομεν δε αναριθμήτους μάρτυρας, οι οποίοι μας αφήκαν κληρονομίαν να αγωνιζώμεθα αφωσιωμένοι μετά φρονήσεως και άνευ θορύβου και επιδείξεως… Ανθρωπίνως κλαίομεν, αλλ’ είμαι βέβαιος ότι ουκ εκλείψουσι στρατιώται της Εκκλησίας και πρέπει να δοξάζωμεν τον Θεόν. Η Εκκλησία θα εξακολουθήση αγωνιζομένη τον δίκαιον αγώνα της». Αφού μοίρασε αντίδωρο, ο Πατριάρχης εξαναγκάσθηκε από τους πιστούς να ξαναμιλήσει: «Ήδη προσέρχομαι να σας ευλογήσω διά του Σταυρού τούτου, όστις ανήκει εις τον αείμνηστον Πατριάρχην Γρηγόριον τον Ε’, ο οποίος υπέστη μαρτυρικόν θάνατον». Και ο μητροπολίτης Αθηνών Θεόκλητος στον επιμνημόσυνο λόγο του έλεγε ότι ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ’ είχε αναρτήσει την εικόνα του Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε’ στην θέση της αγχόνης: «Η εικών επί της θέσεως της αγχόνης συμβολίζει την Ιεραρχίαν πάσαν, ούσαν πάντοτε εν μαρτυρική θέσει, ως υποδεικνύει το αίμα του θυσιασθέντος αειμνήστου Κορυτσάς Φωτίου, η δολοφονία του Γρεβενών Αιμιλιανού και του αρχιδιακόνου αυτού».
«Εσείσθη ο ουρανός και η γή της Μακεδονίας και συνεταράχθη πάσα ελληνική ψυχή», ανέγραφε κάποια εφημερίδα. Πράγματι, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γής, όπου παρεπιδημούσαν Έλληνες, τελέστηκαν μνημόσυνα. Από τους πολλούς επιμνημόσυνους λόγους που εκφωνήθηκαν προς τιμήν του παραθέτω ένα απόσπασμα από λόγο του Χρυσοστόμου Σμύρνης, του οποίου το αίμα λίγα χρόνια αργότερα έβαψε τα καλντερίμια της πόλης: «Όταν αρχιερείς καίωσιν εαυτούς ως λαμπάδας ενώπιον του ειδώλου της πατρίδος, ο δε μαρτυρικός θάνατός των γίνεται ζωής και δόξης υπόθεσις και θεμέλιον αγιωτέρου βίου, το μνημόσυνόν των δεν εναρμονίζεται με δάκρυα και θλίψιν, αλλά με υπερηφάνειαν και αγαλλίασιν. Ημίν εξ όλων εχαρίσθη όχι μόνον το εις Χριστόν ορθώς πιστεύειν, αλλά και το υπέρ Αυτού αγογγύστως πάσχειν, γενναίως μαρτυρείν και ενδόξως θνήσκειν». Ελπίζουμε, όπως η θυσία του Αιμιλιανού έφερε τη λευτεριά μετά από ένα χρόνο στη Μακεδονία μας, έτσι και η θυσία του Χρυσοστόμου Σμύρνης να φέρει κάποτε την ζωή και την Ανάσταση στις αλησμόνητες πατρίδες.
Παντού και στην Ελλάδα και στον ελληνισμό της διασποράς και πέρα ακόμη από τον Ατλαντικό διενεργήθηκαν έρανοι για την οικονομική στήριξη της πάμφτωχης οικογενείας του Αιμιλιανού. Συγκινητική είναι μεταξύ άλλων η συνδρομή του πρότυπου παρθεναγωγείου Θεσσαλονίκης. Συνεισέφερε έξι λίρες, τις οποίες συνόδευε μία ωραία επιστολή, υπογεγραμμένη από τη φημισμένη διευθύντριά του Αγλαΐα Σχινά· μεταξύ άλλων δήλωνε: «Παναγιώτατε, … Αι παιδικαί ψυχαί των μαθητριών αίτινες αρχίζουσιν ήδη να ζώσι διά την Εκκλησίαν και την Πατρίδα, έχουσι στήσει βωμόν εις την μνήμην του ενδόξου Αιμιλιανού».
Αξίζει επίσης να σταθούμε με θαυμασμό μπροστά στο ψυχικό μεγαλείο της μητέρας του εθνομάρτυρα, η οποία με τηλεγράφημά της προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη έγραφε: «Καίτοι ο φρικώδης φόνος του υιού μου Αιμιλιανού Μητροπολίτου Γρεβενών, εβύθισεν εις άφατον πένθος την οικογένειαν ημών, ουχ ήττον εκ του γεγονότος ότι εθυσιάσθη εν τη εκτελέσει των πνευματικών αυτού καθηκόντων παρηγορουμένη, υποβάλλω μετά κατωδύνου ψυχής τη Υμετέρα Σεπτή Παναγιότητι τάς θερμάς ευχαριστίας μου, επί ταίς πατρικαίς, υπέρ αναπαύσεως της ψυχής αυτού, δεήσεις…». Διαβάζοντας κανείς την επιστολή της έχει την αίσθηση ότι ζωντανεύουν μπροστά του σκηνές από την αρχαία Σπάρτη κι ας ζούσε η κυρία Θεανώ Λαζαρίδου στην καρδιά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Στην προσπάθεια για τον εντοπισμό των δολοφόνων σημαντική ήταν η συμβολή του καταγομένου από τα Γρεβενά βουλευτή της τουρκικής Βουλής Γεωργίου Μπουσίου, ο οποίος με θάρρος και παρρησία έλεγε: «Εν τώ προσώπω του Μητροπολίτου -εφονεύθη η ιδιότης του ως θρησκευτικού αρχηγού χριστιανικής εθνότητος… Παρακαλώ να ανακαλύψετε τους φονείς ή να απομακρυνθήτε της αρχής, διότι είσθε ανάξιοι να κυβερνάτε το Κράτος». Και ο «Μεσολογγίτης» σάλπιζε: «Υπήρξέ ποτε εποχή καθ’ ήν οι λαοί ενταύθα εθεώρουν το κράτος εχθρόν». Δυστυχώς, το ίδιον συμβαίνει και σήμερα. Στ’ αλήθεια, πόσο μοιάζουν οι εποχές!
Αντίθετα στην Κωνσταντινούπολη τουρκικές εφημερίδες έγραφαν: «Έχομεν άλλως τε σήμερον ζητήματα πολλά και πολύ σοβαρότερα δυνάμενα να επισπάσωσι την προσοχή των αρχών και ν’ απασχολήσωσι σοβαρώς αυτάς. Τί είναι επί τέλους η δολοφονία ενός Μητροπολίτη και ενός διακόνου και ενός υπηρέτου, τί είναι η δολοφονία και δύο ακόμη Μητροπολιτών;»
Εις πείσμα όλων αυτών όμως στη συνείδηση του λαού του Θεού ο Αιμιλιανός επέχει θέση μάρτυρος της πίστεως, όπως διαβάζουμε σε έντυπο της εποχής: «Το αίμα των χριστιανών, όπερ κατά τα τελευταία έτη καταπλημμυρεί την συνταγματικήν Τουρκίαν, χύνεται και νύν, ως και επί Διοκλητιανού, διά το όνομα του Χριστού … Ο τοσούτον ωμώς κατασπαραχθείς υπό των εχθρών του Χριστού και του γένους ημών ιεράρχης και όσοι άλλοι προ αυτού κατά τους τελευταίους χρόνους όμοιον έλαβον θάνατον, έχουσι παρά Θεού τον μαρτυρικόν στέφανον και οφείλομεν να τιμώμεν αυτούς ως μάρτυρας» («Μακεδ. Ημερολόγιον» 1912, 190-191).
Ο Αιμιλιανός, το τελευταίο θύμα της θηριωδίας των εχθρών του Γένους, πριν έρθει η λευτεριά στον τόπο αυτό, με το μαρτυρικό του τέλος προστέθηκε στην ένδοξη χορεία που την είχε καθαγιάσει το σχοινί και η πέτρα του Κυρίλλου Λούκαρη, η θυσία του Αθανασίου Διάκου, ο δαυλός του Γαβριήλ, το μαρτύριο του Κυπριανού Κύπρου, η αθάνατη φάλαγγα αναρίθμητων θυσιασθέντων ιερέων· παράλληλα υπήρξε πρόδρομος της θυσίας του προσφάτως ανακηρυχθέντος αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης και του Κυδωνιών Γρηγορίου.
«Μή κλαίετε, αδελφοί χριστιανοί, αλλά θαρρείτε. Ο Δεσπότης μας δεν απέθανεν, αλλά ζή. Ζή ενθρονισμένος εις τάς καρδίας όλων μας, εις τάς καρδίας όλων των χριστιανών», παρηγορούσε ο Ν. Κουσίδης, πρόκριτος των Γρεβενών τους συμπατριώτες του. Ζή πράγματι μέχρι και σήμερα και μέσα στις δικές μας τις καρδιές μας, αν και -οφείλουμε να το ομολογήσουμε- δεν τον τιμούμε όσο και όπως πρέπει. Με την γλυκύτητα και την πραότητα που τον χαρακτήριζε ας μας συγχωρεί· και με την παρρησία που έχει στον Κύριο ας πρεσβεύει για μάς, για τους νέους, για την πατρίδα μας.
Πηγές
1. Μητροπολίτου Γρεβενών Σεργίου, Πρακτικά του πνευματικού Δικαστηρίου, της Δημογεροντίας, της Εφοροεπιτροπής της Ορθοδόξου Κοινότητος Γρεβενών και Διαθήκες Ιδιωτών επί … Αιμιλιανού (1910 -1911), Γρεβενά, 2008.
2 Μητροπολίτου Γρεβενών Σεργίου, Αιμιλιανός, ο εθνομάρτυς Μητροπολίτης Γρεβενών (1877-1911), Γρεβενά, 2008
«Απολύτρωσις» Σεπτέμβριος 2011