Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης

19 Δεκεμβρίου 2011

Coastal-Scene-1970

Οι Kalfayan Galleries, Χάρητος 11 στο Κολωνάκι, παρουσιάζουν έκθεση έργων του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη, η οποία θα διαρκέσει μέχρι τις 28 Ιανουαρίου. Η έκθεση, την οποία επιμελήθηκε ο Ερρίκος Σοφράς, εντάσσεται στα πλαίσια των ετήσιων εκθέσεων των Kalfayan Galleries που έχουν ως στόχο την προώθηση και προβολή του έργου σημαντικών εκπροσώπων της ελληνικής τέχνης όπως των Αλέξη Ακριθάκη, Γιάννη Γαΐτη, Βλάση Κανιάρη, Νίκου Κεσσανλή, Γιάννη Τσαρούχη, Θανάση Τσίγκου και Γιανούλη Χαλεπά.

In Memory of Floral Souls

Ζωγράφος αυτοδίδακτος («μα κάθε άλλο παρά απλοϊκός και άτσαλος») ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης (1908-1993), πλούτισε τη νεοελληνική ζωγραφική με καινούρια πρωτοφανέρωτα χαρακτηριστικά. Aναθρεμμένος στη βυζαντινή Θεσσαλονίκη, βαθύς γνώστης της βυζαντινής γραμματείας και τέχνης, αλλά και κάτοχος, από πολύ νωρίς, όλων των ρευμάτων και των τάσεων του ευρωπαϊκoύ μοντερνισμού και της avant-guard, συνδύασε στα έργα του την παράδοση με στοιχεία των μετεμπρεσιονιστών (Seurat) φτάνοντας σε εντελώς προσωπικές διατυπώσεις. Η ζωγραφική του Πεντζίκη είναι σε άμεση συνάρτηση με τον πνευματικό του κόσμο, τον ιδιαίτερο ψυχισμό του, τα νεωτερικά, τόσο τολμηρά πεζογραφήματά του. Όπως τόσες φορές είχε πει, το κέντρο αλλά και το έναυσμα της καλλιτεχνικής του παραγωγής ήταν η ορθόδοξη πίστη και τα πατερικά κείμενα.

Έζησε και πέθανε στη «Μητέρα Θεσσαλονίκη». Σπούδασε φαρμακευτική και εφηρμοσμένη οπτική στο Στρασβούργο και στο Παρίσι (1926-1929). Τα χρόνια 1930-1955 διηύθυνε το φαρμακείο που κληρονόμησε από τον πατέρα του στην οδό Εγνατία και το διάστημα 1955-1968 εργάστηκε σε φαρμακευτική εταιρεία. Πρωτοπαρουσίασε ζωγραφική του το 1944, έχοντας ήδη βρει τη φωνή του στην πεζογραφία και την ποίηση, έχοντας εκδώσει δηλαδή τα πεζογραφήματα Ανδρέας Δημακούδης και Ο Πεθαμένος και η Ανάσταση, καθώς και την ποιητική συλλογή Εικόνες. Η ουσιαστική εικαστική του παιδεία τον ώθησε στη συγγραφή τεχνοκριτικών σημειωμάτων και μελετών (για τον Παπαλουκά, για τον Γκίκα).

Τα πρώτα χρόνια ζωγραφίζει με μολύβια και λάδια, όμως πολύ νωρίς στρέφεται στην τέμπερα, που θα χρησιμοποιήσει ως το τέλος, γιατί θεωρεί το λάδι αισθησιακό. Αυτή την πρώτη περίοδο (1950-1967) αποτυπώνει το μακεδονίτικο τοπίο και τη βλάστησή του, αλλά και τη γενέθλια πόλη με τα λαϊκά σπίτια και τις βυζαντινές εκκλησιές. Yιοθετώντας τις λύσεις του pointillisme, διαρθρώνει συνθέσεις μεταϊμπρεσιονιστικής αντίληψης, στις οποίες το χρώμα παίζει τον πρωτεύοντα ρόλο. Κυριαρχεί η μικρή κοφτή πινελιά σε αλλεπάλληλα στρώματα, σε έργα λυρικά, όλο χρωματικές αρμονίες, δίχως προοπτική και φωτοσκιάσεις.

Ouranoupolis1962

Στη δεύτερη περίοδο της ζωγραφικής του (1967-1993) χρησιμοποιεί την αυτοσχέδια, εξαντλητική μέθοδο της ψηφαρίθμησης. Σελίδες από το Συναξαριστή του Αγ. Νικοδήμου του Αγιορείτη (αλλά και ερωτικές επιστολές, καρτ-ποστάλ, τοπωνύμια) δίνουν καθημερινά, μέχρι την τελευταία μέρα της ζωής του, την πρώτη ύλη της εργασίας, και ο Πεντζίκης προσπαθεί να «μεταγλωτίσσει» σε χρώματα την αρμονία και το πνεύμα του ιερού βιβλίου που χρησιμοποιεί. Το συναξάρι της κάθε μέρας (μπολιασμένο με αυτά τα άλλα κείμενα) αποδομείται σε λέξεις, η κάθε λέξη σε γράμματα, κάθε γράμμα σε αριθμό, που ο καθένας αντιστοιχεί σε ένα χρώμα. 1=μπλε, 2=κίτρινο, 5=πορτοκαλί κλπ. Τα θρησκευτικά θέματα, αναγκαστικά, πληθαίνουν και τα χρώματα γίνονται πιο υποβλητικά, σκουραίνουν.

Βυζαντινός και ευρωπαίος, πολύπλοκος και αθώος, ορθόδοξος και μοντέρνος, ο Πεντζίκης, κέντησε με αναρίθμητες πινελιές, με απέραντη αγάπη και υπομονή, ένα μυστικό τοπίο όπου αναδύονται οι σχέσεις του ανθρώπου με το απόλυτο – όπου όμως ο ερμητισμός και η συμβολική προέκταση δεν θαμπώνουν τα ακριβά υλικά της ζωής, την ανήσυχη πραγματογνωσία μιας σύγχρονης ζωγραφικής συνείδησης.