Ο ιερέας ποιμένας και θεραπευτής

18 Δεκεμβρίου 2011

Επικεντρώνοντας την προσοχή μας στο πρακτικό περιεχόμενο των εφαρμογών της Ποιμαντικής Ψυχολογίας και, κυρίως, στο έργο του κληρικού που καλείται να αξιοποιήσει αυτά τα δεδομένα, μπορούμε να καταλήξουμε στα εξής συμπεράσματα:

α) Ο ορθόδοξος ιερέας είναι καταρχήν και κατά κύριο λόγο ο ποιμένας και πατέρας μιας ευχαριστιακής κοινότητας. Η έμπνευση και οι προϋποθέσεις της διακονίας του έχουν ως πηγή και ως κριτήριο όρθοπραξίας το πρωταρχικό του έργο, που είναι η προσφορά της Θείας Ευχαριστίας και, κατά φυσική συνεπαγωγή, ο διά των μυστηρίων αγιασμός των εν Χριστώ τέκνων του. Ταυτοχρόνως είναι ο κατεξοχήν υπεύθυνος για τη διδαχή -«έρ­γω» και «λόγω»- των ουσιωδών της πίστεως. Πυρηνικός και θεμελιώδης στόχος της διακονίας του είναι η εσχατολογική νοηματοδότηση της ζωής του λαού του Θεού, η εν Χριστώ σωτηρία.

     β) Η κοινωνική διακονία του ποιμνίου του δεν αποτελεί πάρεργο αλλά θεμελιώδες έργο. διά του οποίου γίνεται ορατή και μεθεκτή η παρουσία της αγάπης του Θεού. Αν αυτό το έργο δεν ήταν σημαντικό, δεν θα προέβαινε η πρώτη Εκκλησία στην εκλογή των επτά διακόνων, ούτε θα είχε λαμπρυνθεί η ιστορική παρουσία της Εκκλησίας με τόσα έργα φιλανθρωπίας και αρωγής των «κοπιώντων και πεφορτισμένων».

γ) Τα σύγχρονα κοινωνικά δεδομένα απαιτούν τη διεύρυνση και την εξάσκηση του ποιμαντικού κοινωνικού έργου και στα καινούρια πεδία δραστηριοποιήσεως, όπως τα νοσοκομεία, ο χώρος της ψυχικής υγείας κ.τ.λ. Τα ερευνητικά δεδομένα υποδεικνύουν ότι η κοινωνική και ψυχολογική υποστήριξη των σωματικώς πασχόντων είναι κεφαλαιώδους σημασίας για την αποκατάσταση της υγείας ή, γενικότερα, για τη σθεναρότερη αντιμετώπιση του stress που συνεπάγεται η ασθένεια, η αναπηρία και η νοσηλεία. Η απουσία του κληρικού από αυτούς τους χώρους όχι μόνο αποτελεί αθέτηση βασικών υποχρεώσεων («ησθένησα, και επεσκέψασθέ με») αλλά αφήνει και το πεδίο ανοικτό στη δράση των παραθρησκευτικών ομάδων που, όλο και περισσότερο, δραστηριοποιούνται σ’ αυτό το πεδίο.

δ) Η διακονική προσφορά του ιερέα στα διάφορα καινοφανή πεδία δραστηριοποίησης δεν είναι δεδομένο ότι θα γίνει αποδεκτή. Είναι μάλιστα πολύ πιθανό οι σωτηριολογικές διαστάσεις της ποιμαντικής του παρουσίας να μη γίνονται κατανοητές ή να μη συμπεριλαμβάνονται στα επιγνωστά ενδιαφέροντα πολλών εκ των αποδεκτών της, κατά τα άλλα ευπρόσδεκτης, αρωγής του. Η προσπάθεια παρουσίας και παρέμβασης σε πολλούς από αυτούς τους ειδικούς τομείς διακονίας, που προαναφέρθηκαν, απαιτεί μία «κενωτική» παρουσία τού ιερέα, ο οποίος καλείται να αξιοποιήσει κάθε προσφερόμενη γνώση, μέθοδο και τεχνική που τον βοηθά να γίνει «τοις πάσι τα πάντα», για να καταφέρει να βοηθήσει και να σώσει «πάντως τινάς».

Όσα αναφέρθηκαν έως εδώ, επιτρέπουν να ισχυριστούμε ότι το ζητούμενο για την ορθόδοξη ποιμαντική πράξη δεν είναι η, κατά απομίμηση των άλλων χριστιανικών ομολογιών, δημιουργία αποϊεροποιημένων ποιμαντικών συμβούλων. Πολύ περισσότερο δεν θα είχε νόημα η δημιουργία μιας «κάστας» τεχνοκρατών ποιμένων που θα δραστηριοποιούνται στα πλαίσια ενός θρησκευτικού τύπου κοινωνικο-προνοιακού ακτιβισμού.

Αυτό που περιμένει σήμερα η Εκκλησία από την Ποιμαντική Ψυχολογία -πέρα από το θεωρητικό και ερευνητικό της έργο- είναι η καλλιέργεια και η εξασφάλιση των προϋποθέσεων εκείνων, όπου οι κληρικοί θα τροφοδοτούνται με ό,τι μπορεί να ενισχύσει τη γνησιότητα της ιερατικής τους ταυτότητας και οι διακονούντες την Εκκλησία -κληρικοί και λαϊκοί- θα εμπλουτίζουν τη γνωστική τους φαρέτρα με όσα εφόδια μπορούν να ενισχύσουν το θεόσδοτο έργο τους. Έκτος όμως από αυτό, είναι ζωτική ανάγκη σήμερα να εγκαθιδρύσει θεωρητική και (μετ)-εκπαιδευτική υποδομή, ώστε να ενισχυθεί η εκκλησιαστική διακονία με στελέχη εξειδικευμένα στην ποιμαντική του νοσοκομειακού ή του βαρέως πάσχοντος ασθενούς καθώς και του περίγυρού του, του ψυχικώς πάσχοντος, της διαταραγμένης οικογένειας ή, ακόμα, των εμπερίστατων αρνησιθέων. Οι τελευταίοι μπορεί να αρνούνται τη θρησκευτική ταυτότητα του ιερέα. Ποιός «κοπιών και πεφορτισμένος», όμως, μπορεί να αντισταθεί στην προσφορά γνήσιας αγάπης, η οποία εξ ορισμού δεν έχει σχέση με ιδιοτελή «ιεραποστολικά» κίνητρα ενός θρησκευτικού παρείσακτου στο χώρο τού νοσηλευτηρίου, αλλά συνιστά παροχή «ειδικών» υποστηρικτικών υπηρεσιών από ένα εξειδικευμένο μέλος της ευρύτερης θεραπευτικής ομάδας;

Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι η πλειοψηφία των κληρικών δεν είναι χαρισματικοί και πολύπειροι. Κατά συνέπεια είναι θεμελιώδους σημασίας, στη βασική εκπαίδευση των ιερέων να προσφέρονται εκείνες οι γνώσεις που θα τους προστατεύσουν από λανθασμένους χειρισμούς, θα διευκρινίζουν τα όρια του πότε κανείς πρέπει να παραπέμπει σε άλλον επαγγελματία ειδικό (γιατρό, ψυχίατρο κ.τ.λ.)ι και πότε ένας ιερέας ειδικευμένος σε κάποιον τομέα (π.χ. ψυχίατρος ή ψυχοθεραπευτής) θα βοηθούσε καλύτερα.

Με το ίδιο σκεπτικό και τις ίδιες θεωρητικές προδιαγραφές μπορεί να κατανοηθεί, επίσης, το νόημα και η χρησιμότητα μερικών ακόμη πιο εξειδικευμένων μορφών διακονίας, όπως είναι του ιερέως ο οποίος είναι ταυτόχρονα ειδικευμένος και επαγγελματικά δραστηριοποιημένος ιατρός, ψυχίατρος, κοινωνικός λειτουργός, ψυχολόγος, ψυχοθεραπευτής κ.τ.λ., Οι τελευταίοι, εκτός από την αξιοποίησή τους στην ενεργό δραστηριότητα, μπορούν να αποδειχθούν πολύτιμοι στην πρακτική διάσταση του εκπαιδευτικού έργου της Ποιμαντικής Ψυχολογίας, προσφέροντας εξειδικευμένες γνώσεις, κλινική και πρακτική εμπειρία καθώς και «έδαφος» και εποπτεία για την πραγματοποίηση πρακτικής εξάσκησης.

      Το βέβαιο είναι ότι ο δρόμος είναι ανηφορικός και τα θεωρητικά και πρακτικά προβλήματα που πρέπει να ξεπεραστούν δεν είναι λίγα. Ο θεραπευτής, που εξασκεί ταυτοχρόνως δύο «επαγγέλματα», πρέπει να έχει απόλυτα ξεκαθαρισμένα μέσα του τα συστατικά της ταυτό­τητάς του. Μόνο έτσι μπορούν να αποφευχθούν «τεχνικά» προβλήματα, όπως η υπερ-εξιδανίκευση του ιερέα-θεραπευτή από τον πιστό, η εκζήτηση θαυματουργικών θεραπειών, που χρησιμοποιείται ως ψυχολογική άμυνα στην ψυχοθεραπεία, η σύγχυση μεταξύ του θεραπευτικού, του συμβουλευτικού και του ποιμαντικού ρόλουή, ακόμα, και η ανάδυση προσωπικών πνευματικών προβλημάτων από την πλευρά του θεραπευτή.

       Άλλωστε, η Ιεραποστολική ευθύνη της Εκκλησίας αποτελεί βασικό καθήκον, και η Ποιμαντική Ψυχολογία καλείται να αξιοποιήσει την πνευματική παρακαταθήκη της Ορθόδοξης Παράδοσης και να τη διατυπώσει έτσι, ώστε να καταστεί ωφέλιμη και για την επιστήμη της Ψυχολογίας. Στη διεθνή επιστημονική κοινότητα αυτός ο προβληματισμός υφίσταται ήδη, και στη βιβλιογραφία συναντώνται προσπάθειες εμπλουτισμού της ψυχοθεραπευτικής τεχνικής με θρησκευτικά στοιχεία, ακόμη και προτάσεις για επέκταση του «βιοψυχοκοινωνικού μοντέλου» σε «βιοψυχοκοινωνικό-πνευματικό μοντέλο». Τούτο, γιατί όλο και περισσότερο διαπιστώνεται ότι οι ψυχοθεραπευτικές θεωρίες δεν έχουν τα απαραίτητα γνωστικά δεδομένα για να ανταποκριθούν στις ανάγκες του θρησκευόμενου ασθενούς, καθώς οι εκπρόσωποι της Ψυχολογίας συχνά αγνοούν ή έχουν παρεξηγήσει καίριας σημασίας ανθρωπολογικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν τον πνευματικά αγωνιζόμενο άνθρωπο.

Το ερώτημα λοιπόν είναι σαφές: έχουμε δικαίωμα να ολιγωρήσουμε μπροστά στα σημεία των καιρών, στις ανάγκες των πιστών, στην πνευματική ένδεια του σύγχρονου κόσμου, στην επιστημονική και ανθρωπολογική πρόσκληση και πρόκληση των επιστημών του ανθρώπου;

Η απάντηση είναι μάλλον αυτονόητη. Εμείς θα αποφύγουμε να κλείσουμε αυτή τη μελέτη με βαρύγδουπα συμπεράσματα και προτάσεις. Μετά από όσα καταγράφηκαν ως εδώ, ας δώσουμε το δικαίωμα να εξαγάγει καθένας μόνος του τα συμπεράσματά του. Αντ’ αυτού προτιμούμε, ως επίλογο, να παραθέσουμε τον προφητικό λόγο του Γέροντος Χαλκηδόνος κυρού Μελίτωνος.  Ίσως αυτός ο λόγος αποτελεί ικανό κριτήριο του προς ποιά κατεύθυνση πρέπει να κινηθούν τα συμπεράσματα και οι κατευθύνσεις που προκύπτουν από τον ποιμαντικό, ποιμαντικοψυχολογικό και ψυχολογικό προβληματισμό που προσπαθήσαμε να καταθέσουμε σ’ αυτή την εργασία.

«Η χθες προ πολλού παρήλθεν. Ούτε καν την σήμερον ζώμεν σήμερον. Μας προέλαβεν η μεθαύριον. Είναι απέλπιδα τα κτυπήματα εις την θύραν της Εκκλησίας. Τα ηκούσαμεν. Και αφυπνίσθημεν. Και ήλθομεν προς σας. Αν δεν ανηρχόμεθα, ως Εκκλησία, προς την πραγματικότητα του Θεού. Αν δεν κατηρχόμεθα προς την πραγματικότητα της εικόνος Του, του ανθρώπου, και του κόσμου Του αυτής της στιγμής, δεν θα ήμεθα Εκκλησία, θα ήμεθα μία ένδοξος, ίσως θαυμαστή, ιστορική πραγματικότης, αλλά παρελθοντολογία και μόνον. Ενώ η Εκκλησία είναι ζωή, είναι η πάντοτε σήμερον εν τη ατέρμονι εκτάσει της αιωνιότητος.»

      Το δίλημμα σχετικά με το θέμα που αναπτύξαμε σε αυτή τη μελέτη, είναι απλό και σαφές: Έχουμε, άραγε, το δικαίωμα να επιμείνουμε σε μία νοοτροπία κατά την οποία, «διαπνεόμενοι από έναν ψευδοαγγελισμό, απορρίπτουμε ασυζητητί τον κόσμο, καταντώντας άρνηση και κοινωνικό «έγκύστωμα», χωρίς την παραμικρή διάθεση διακονίας και μαρτυρίας»; Και αυτό θα είναι «τίποτε περισσότερο ή λιγότερο από την αθέτηση της Ιεραποστολής ως αναπνοής της «Εκκλησίας»; Ή μήπως έφθασε πια ο καιρός να τολμήσουμε το άνοιγμα, αξιοποιώντας με ορθόδοξο τρόπο την επιστήμη της Ποιμαντικής Ψυχολογίας και τον κόπο και τις γνώσεις των εξειδικευμένων κληρικών θεραπευτών; Άλλωστε πολλοί εξ αυτών ήδη διακονούν με συνέπεια σε δύσκολα πεδία ευθυνών, αναμένοντας την αποδοχή και την κατανόηση, από την Εκκλησία, των ποιμαντικών αναγκών που εξυπηρετούν, ώστε, εμπνεόμενη από το πρότυπο της θεσμοθέτησης των διακόνων στην πρώτη Εκκλησία να προχωρήσει και σήμερα σε ανάλογα βήματα.

(π. Αδαμάντιος Αυγουστίδης, «Ποιμένας και θεραπευτής», εκδ. Ακρίτας, σ.108-114)