Οι Απόστολοι Βαρνάβας και Παύλος στην Κύπρο: Οι απαρχές του ευαγγελισμού της οικουμένης

21 Ιανουαρίου 2012

Πριν από 1950 χρόνια συντελέστηκε στην Κύπρο ένα σημαντικό για την πνευματική ιστορία της ανθρωπότητας γεγονός: Οι απόστολοι Βαρνάβας και Παύλος, εμπνεόμενοι και κινούμενοι από το Πνεύμα του Θεού, πραγματοποίησαν την ιστορική έξοδο του Χριστιανισμού από τα στενά όρια της Παλαιστίνης στα ευρύτατα όρια της Οικουμένης, με αφετηρία την Αντιόχεια, τη δεύτερη μητέρα -μετά από την Ιερουσαλήμ- της Εκκλησίας. Αντιόχεια και Κύπρος αποτελούν τους πρώτους κρίκους στη χριστιανική αλυσίδα που θα περιβάλει τον κόσμο, όχι βέβαια για να δεσμεύσει αλλά να ελευθερώσει τους ανθρώπους από τα ψεύτικα «ευαγγέλια» της φιλοσοφίας, των μυστηριακών θρησκειών και της αυτοκρατορικής λατρείας, που τροφοδότησαν προσωρινά τις ελπίδες των ανθρώπων για να τις διαψεύσουν οριστικά. Το στενό σύνδεσμο των δύο αυτών πρώτων σταθμών του ευαγγελισμού της οικουμένης τον επισημαίνει ο ευαγγελιστής Λουκάς στην πολύ ενδιαφέρουσα από ιστορικής και θεολογικής πλευράς καταγραφή της πρώτης χριστιανικής ιεραποστολικής εμπειρίας, στις Πράξεις των Αποστόλων.

 

Ι

     Μια σύντομη ιστορική αναδρομή θα γίνει στη συνέχεια, όχι απλώς για την ιστορία, αλλά για να ακούσουμε το μήνυμα των γεγονότων αυτών για τη δική μας εποχή. Το χριστιανικό Ευαγγέλιο ήλθε στην Κύπρο για πρώτη φορά μέσα από μια μεγάλη θλίψη. Η σχετική πληροφορία του Λουκά στις Πράξεις των Αποστόλων είναι η εξής: «Οι μεν ουν διασπαρέντες από της θλίψεως της γε­νομένης επί Στεφάνω διήλθον έως Φοινίκης και Κύπρου και Αντιοχείας… ήσαν δε τίνες εξ αυτών άνδρες Κύπριοι και Κυρηναίοι…» (Πράξ 11,19.20). Αυτοί οι πρώτοι άγνωστοι σ’ εμάς ιεραπόστολοι ξεκινούν από την πρώτη σταυρική εμπειρία της χριστιανικής Εκκλησίας, από τη θλίψη και το διωγμό που ακολούθησαν μετά το λιθοβολισμό του πρωτομάρτυρα της πίστεως. Δεν είμαστε μακριά από την πραγματικότητα αν πούμε ότι η θλίψη αυτή του διωγμού θα αφήσει τα ίχνη της στην ιστορία της μαρτυρικής αλλά και ηρωικής Κύπρου. Ας αναφέρουμε, ανάμεσα στις πολλές εξέχουσες μορφές της Εκκλησιαστικής ιστορίας της μεγαλονήσου τον Άγιο Επιφάνιο Σαλαμίνας καθώς και τον Άγιο Νεόφυτο τον Έγκλειστο, που αποτελούν σημαντικούς σταθμούς αυτής της ιστορίας αλλά και της γενικότερης πνευματικής και πολιτιστικής ιστορίας της ανθρωπότητας.

      Ακόμη μεγαλύτερη σημασία έχει η αμέσως επόμενη πληροφορία του Λουκά: «…ήσαν δε τίνες εξ αυτών (των αγνώστων ιεραποστόλων που αναφέραμε προηγουμένως) άνδρες Κύπριοι και Κυρηναίοι, οίτινες ελθόντες εις Αντιόχειαν ελάλουν και προς τους Ελληνιστάς ευαγγελιζόμενοι τον κύριον Ιησούν» (Πράξ 11,20). Ας σημειωθεί ότι σε ορισμένα χειρόγραφα αντί της λέξης «ελληνι­στάς» διασώζεται η γραφή «έλληνας».

 Μέχρι το σημείο αυτό ο Λουκάς στη διήγηση των Πράξεων χρησιμοποίησε τη λέξη «ελληνιστάς» με την έννοια των Ιουδαίων που μιλούν ελληνικά (βλ. Πράξ 6,1 και 9,29), στο στίχο όμως αυτόν ο όρος δηλώνει, κατά την ερμηνεία αρχαιότερων και συγχρόνων ερευνητών, τους εθνικούς που μιλούν ελληνικά και έχουν ελληνική παιδεία, σε αντίθεση με τους Ιουδαίους για τους οποίους μιλάει ο ιερός συγγραφέας στον προηγούμενο στίχο. Αρκούμαι να αναφέρω τη χαρακτηριστική φράση του ιερού Χρυσοστόμου: «Όρα, Έλλησιν ευαγγελίζονται. Εικός γαρ αυτούς τε λοιπόν ειδέναι ελληνιστί, και εν Αντιόχεια τοιούτους είναι πολλούς». Δεν μας ενδιαφέρουν εδώ οι λεπτομερείς ερμηνευτικές συζητήσεις, μας ενδιαφέρει όμως να υπογραμμίσουμε ότι: α) οι πρώτοι αυτοί Κύπριοι και Κυρηναίοι ιεραπόστολοι στην Αντιόχεια έκαναν ένα τεράστιας σημασίας ιστορικό άνοιγμα και έδωσαν οικουμενικές διαστάσεις στο χριστιανικό μήνυμα, β) ο επόμενος σταθμός της χριστιανικής ιεραποστολής με σημαιοφόρους τον Βαρνάβα και τον Παύλο θα είναι η Κύπρος, και γ) η κίνηση αυτή καθοδηγείται από το Αγιον Πνεύμα, βρίσκεται δηλ. μέσα στα πλαίσια της Θείας Οικονομίας για τη σωτηρία όλων των ανθρώπων.

      Τα γεγονότα της ιεραποστολής στην Κύπρο αφηγείται ο ιστορικός και θεολόγος της πρώτης Εκκλησίας Λουκάς στο κεφ. 13 των Πράξεων των Αποστόλων, το οποίο εξετάζει και αναλύει διεξοδικά ο Χρ. Οικονόμου στη διδακτορική του διατριβή που υπεβλήθη στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης με τίτλο: «Οι απαρχές του Χριστιανισμού στην Κύπρο» (1991). Από τη διατριβή αυτή αντλούμε στη συνέχεια ορισμένες ιστορικές και ερμηνευτικές πληροφορίες. Θα σταματήσουμε μόνο σε μερικά σημεία της αφηγήσεως του Λουκά, σε τρεις κυρίως όψεις του πρώτου σημαντικού σταθμού του ευαγγελισμού της οικουμένης που είναι η Κύπρος; 1) στην ευγενική και αρχοντική μορφή του Βαρνάβα, 2) στην έναρξη του ιεραποστολικού έργου από τις ιουδαϊκές συναγωγές, αλλά συνάμα και στην αντίδραση των Ιουδαίων προς το χριστιανικό Ευαγγέλιο, και 3) στην κατατρόπωση του μάγου Ελύμα από τους χριστιανούς αποστόλους με συνέπεια τη μεταστροφή του ρωμαίου αν­θυπάτου Σεργίου Παύλου.

1. Βαρνάβας και Παύλος

 

     Όχι μόνο για την ιστορία της Εκκλησίας της Κύπρου αλλά και για την ιστορία της χριστιανικής Εκκλησίας γενικότερα ο «Ιωσήφ ο επικληθείς Βαρνάβας από των αποστόλων» (Πράξ 4,36) υπήρξε μια ευγενής ηγετική μορφή που πρόσφερε σημαντικές υπηρεσίες στη διάδοση του χριστιανικού ευαγγελίου. Κοντά στα πολλά που έχουν γραφεί για την ευγενή αυτή μορφή της πρώτης Εκκλησίας επιθυμώ να προσθέσω τα εξής:

    Ο Βαρνάβας είναι ο άνθρωπος της αγάπης, της βαθιάς πίστης στο Θεό αλλά και της εμπιστοσύνης στους ανθρώπους, ο χαρακτηριστικός τύπος της «πρακτικής Ποιμαντικής»  που ξέρει να παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο όταν το απαιτούν οι περιστάσεις, αλλά και να υποχωρεί από το προσκήνιο για να δώσει το προβάδισμα στον Παύλο, όταν κρίνει ότι αυτό είναι προτιμότερο για το συμφέρον του Ευαγγελίου. Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ στη διήγησή του ο Λουκάς μέχρι το κήρυγμα στην Πάφο προτάσσει το όνομα του Βαρνάβα, από δω και πέρα την πρώτη θέση παίρνει ο Σαύλος και μάλιστα με το εξελληνισμένο ρωμαϊκό όνομά του Παύλος. Να υποθέσουμε ότι στην πρόταξη του Παύλου έπαιξε κάποιον ρόλο και ο Βαρνάβας; Δεν είναι απίθανο.

    Πέρα από τη διάκριση, την πίστη και την αγάπη του, θα πρέπει ίσως να είχε ο Βαρνάβας και αρχοντική εμφάνιση. Αυτό που συνέβη στα Λύστρα, στη ΝΔ Μικρά Ασία, μετά το κήρυγμα στην Κύπρο, είναι εύγλωττο: Οι κάτοικοι της περιοχής τον εκλαμβάνουν ως τον πατέρα των θεών, τον Δία, και τον Παύλο ως τον Ερμή, και φέρνουν ζώα για να τα θυσιάσουν (βλ. Πράξ 14,11-12).

    Μια ακόμη σκέψη ας προσθέσουμε πριν αφήσουμε, τον Βαρνάβα. Ίσως αναρωτηθεί κανείς, γιατί δεν έστειλε ο Παύλος επιστολή σε κάποια εκκλησία της Κύπρου και ιδιαίτερα της Πάφου που αποτελεί το επίκεντρο της διηγήσεως των Πράξεων. Φαίνεται ότι δεν χρειάστηκε να κάνει κάτι τέτοιο. Τα αίτια συγγραφής των επιστολών του μας είναι λίγο πολύ γνωστά: Κάποια ερωτήματα των πρώτων χριστιανών σχετικά με τη νέα πίστη που τους κήρυξε ο απόστολος, κάποιες αταξίες ορισμένων μελών της κοινότητας, κάποιες διασπαστικές κινήσεις ή ακόμη και κάποιες άδικες κατηγορίες για την αποστολική ιδιότητα του Παύλου, όλα αυτά απαιτούσαν μια άμεση απάντηση, μερικές φορές μάλιστα και μια δεύτερη όπως στη Θεσσαλονίκη και την Κόρινθο. Φαίνεται ότι οι πρώτοι χριστιανοί της Κύπρου δεν δημιούργησαν προβλήματα στον απόστολο των εθνών. Να υποθέσουμε πως κάποια ευγενική προσωπικότητα, που ήταν «πλήρης πνεύματος αγίου και πίστεως» (Πράξ 11,24), εμπόδισε τα τυχόν αναφυέντα προβλήματα να φθάσουν στον Παύλο: Δεν είναι καθόλου απίθανο η ευγενής μορφή του Κύπριου Λευίτη Βαρνάβα με τη διάκριση που διέθετε και τη χάρη του αγίου Πνεύματος να πρόλαβε τα δικαιολογημένα ερωτήματα των χριστιανών, να έλυσε πολλές απορίες περί την πίστη, και να κατέστειλε μερικές ενθουσιαστικές για το δικό του πρόσωπο εξάρσεις, ιδίως κατά τη δεύτερη περιοδεία του με τον Ιωάννη Μάρκο στην Κύπρο (Πράξ 15,36-39). Έτσι, μας στέρησε μεν από μια ακόμη επιστολή του Παύλου, μας έδωσε όμως να εννοήσουμε ότι ορισμένες μορφές γράφουν ιστορία και αφήνουν τη σφραγίδα τους στην ιστορική μνήμη της εκκλησίας, χωρίς κατ ανάγκην να πρωταγωνιστούν σε όλα τα επίπεδα.

2. Ιουδαϊσμός και χριστιανικό Ευαγγέλιο

   Οι χριστιανοί απόστολοι Βαρνάβας και Παύλος, μόλις έφθασαν στο λιμάνι της ανατολικής παραλίας της Κύπρου, την Σαλαμίνα, «κατήγγελλον τον λόγον του Θεού εν ταις συναγωγαίς των Ιουδαίων» (13,5). Από πληροφορίες ιστορικών της εποχής μας είναι γνωστή η ύπαρξη μεγάλου ιουδαϊκού πληθυσμού στην Κύπρο και βέβαια και ιουδαϊκών συναγωγών. Άλλωστε, και στην προηγούμενη μνεία του Λουκά για μια πρώτη ομάδα ανώνυμων χριστιανών ιεραποστόλων στην Κύπρο γίνεται λόγος για κήρυγμα στις ιουδαϊκές συναγωγές.

   Είναι γνωστή η συνήθεια των πρώτων χριστιανών ιεραποστόλων να αρχίζουν το κήρυγμα τους από την ιουδαϊκή συναγωγή σε κάθε πόλη που μετέβαιναν. Ανάμεσα στο ιουδαϊκό ακροατήριο υπήρχαν και οι «οι σε­βόμενοι Έλληνες» ή οι «φοβούμενοι τον Θεόν», δηλ. οι προσήλυτοι από τον εθνικό κόσμο που απογοητευμένοι από την ειδωλολατρία εύρισκαν καταφύγιο στη μονοθεΐα, την ηθική και την εσχατολογία του ιουδαϊσμού. Έχοντας μάλιστα ένα υψηλότερο πολιτιστικό επίπεδο, δέχονταν ευκολότερα τα οικουμενικά μηνύματα της νέας πίστεως.. Όταν οι Ιουδαίοι απέρριπταν το χριστιανικό ευαγγέλιο, οι απόστολοι στρέφονταν προς τον εθνικό κόσμο.

 

    Γιατί όμως οι Ιουδαίοι δεν δέχονται το κήρυγμα του Παύλου; Μια πρώτη απάντηση είναι ότι η εν Χριστώ ελευθερία που διακηρύσσει ο Παύλος ερεθίζει τους τυπολάτρες και φανατικούς υποστηρικτές του Νόμου Ιουδαίους. Έτσι, η χριστιανική ελευθερία εκλαμβάνεται απ’ αυτούς ως αποστασία από την πατρώα θρησκεία και υποκινεί το μίσος κατά του Παύλου και στη συνέχεια το διωγμό του. Κι ακόμη θα μπορούσε ίσως να ισχυρισθεί κανείς ότι ενοχλούνται από το γεγονός ότι οι προσήλυτοι, για τους οποίους τόσο κοπίασαν να τους αποκτήσουν, χάνονται για τον Ιουδαϊσμό και με την ελληνική παιδεία που διαθέτουν γίνονται η γέφυρα για τη διάδοση του χριστιανικού μηνύματος στον ελληνικό κόσμο, πολύ περισσότερο μάλιστα αφού στο Ευαγγέλιο βλέπουν ένα οικουμενικό πνεύμα, ενώ στον ιουδαϊσμό διαπιστώνουν την αποκλειστικότητα και τον απομονωτισμό. Ο Μεσσίας, τον οποίον αναμένουν οι Ιουδαίοι, παρανοώντας τις Γραφές, είναι ένας εθνικός ηγέτης, ενώ ο Χριστός που διακηρύσσει ο Παύλος είναι ο Κύριος και Σωτήρ πάντων των ανθρώπων.

     Ότι το ίδιο θα συνέβη και στις συναγωγές της Κύπρου μπορεί να συναχθεί κατ αναλογίαν όχι μόνο από τις διηγήσεις του Λουκά που ακολουθούν αμέσως κατόπιν στη Νοτιοδυτική Μικρά Ασία αλλά και από την ελληνική ταυτότητα και την ελληνική παιδεία των Κυπρίων. Άλλωστε, -για να φθάσουμε κι εμείς με τους Βαρνάβα και Παύλο «άχρι Πάφου», παρακολουθώντας τη διήγηση των Πράξεων των Αποστόλων, και να εξετάσουμε ορισμένα γεγονότα από την οπτική γωνία που ενδιαφέρουν αυτήν την εργασία -πρέπει να προσθέσουμε ότι δεν είναι καθόλου απίθανο ο ανθύπατος Σέργιος Παύλος να είχε κάποια σχέση με την ιουδαϊκή συναγωγή και με την ιουδαϊκή θρησκεία γενικότερα. Γιατί, πώς αλλιώς θα εξηγήσουμε την παρουσία του ιουδαίου μάγου Βαριησού ή Ελύμα κοντά του;

     Βέβαια αμέσως πρέπει να παρατηρήσουμε ότι το βάρος της διηγήσεως του Λουκά δεν πέφτει τόσο στην ιουδαϊκή ιδιότητα του Ελύμα, όσο στην ιδιότητά του ως μάγου στο παλάτι ενός ρωμαίου αξιωματούχου. Έτσι περνάμε στο τρίτο σημείο που είναι η συνάντηση χριστιανισμού και μαγείας και κυρίως η συντριπτική κατατρόπωση της μαγείας και των ειδώλων από τον Κύριο Ιησού Χριστό.

3. Νίκη του Χριστιανισμού επί της μαγείας

   Δεν θα υπεισέλθουμε εδώ στο πολύπλοκο θρησκειολογικό πρόβλημα της σχέσης θρησκείας και μαγείας καθώς και στο πλέγμα των διαφόρων επικαλύψεων τους, θα σημειώσουμε όμως ευθύς εξ αρχής ότι η μαγεία σε συνδυασμό με την αστρολογία ήταν ευρύτατα διαδεδομένες κατά τους ελληνιστικούς χρόνους. Τα αίτια της διαδόσεως τους είναι κυρίως ψυχολογικά και κοινωνικά.

      Η ελληνορωμαϊκή κοινωνία του 1ου  μ.Χ. αιώνα παρουσιάζει φαινόμενα κρίσεως και παρακμής. Μετά την κατάρρευση της αρχαίας πόλης-κράτους ο άνθρωπος χάνει τη σιγουριά που είχε μέσα σ’ αυτήν, αισθάνεται χαμένος μέσα σ’ έναν απέραντο κόσμο με οικουμενικές διαστάσεις και κοσμοπολίτικο χαρακτήρα, χωρίς ουσιαστικά στηρίγματα και χωρίς ικανοποιητικές λύσεις, με αβέβαιο το μέλλον και με το φάσμα του θανάτου να τον απειλεί καθημερινά. Οι λύσεις θεραπείας κινούνται γύρω από τρεις κυρίως άξονες: τη Φιλοσοφία, τις Μυστηριακές θρησκείες και την Αυτοκρατορική λατρεία.

      α. Τα φιλοσοφικά ρεύματα της εποχής, ιδίως ο Στω­ικισμός, προσπαθούν να στρέψουν τον άνθρωπο στις δυνάμεις που έχει μέσα του και να τον αποσπάσουν από τα φοβερά εξωτερικά αδιέξοδα. Τονίζοντας ιδιαίτερα την ελευθερία θέλουν να του δείξουν το δρόμο να απελευθερωθεί από τα κοινωνικά προβλήματα με τις δικές του δυνάμεις, οι οποίες όμως αποδεικνύονται τελικά ανεπαρκείς.

     β. Απομονωμένος από την κοινωνία, ο άνθρωπος αναζητεί καταφύγιο στις Μυστηριακές θρησκείες με την ελπίδα ενός καλύτερου μέλλοντος είτε πριν από το τέλος της ζωής του είτε μετά από αυτό. Η αβεβαιότητα για την αποτελεσματικότητα της μυήσεώς του τον οδηγεί στο να μυηθεί σε περισσότερες λατρείες, για να αποκτήσει πιο σίγουρα την ποθούμενη ελευθερία και λύτρωση. Η μύηση όμως στις λατρείες των ελληνιστικών χρόνων, πολλές από τις οποίες, κατά την Ελληνιστική εποχή, είναι εισαγόμενες (κυρίως από την Αίγυπτο), δεν έχει τον συλλογικό και κοινωνικό χαρακτήρα που είχε κατά τους κλασικούς χρόνους στην Αρχαία Ελλάδα. Είναι περισσότερο ένα ατομικό γεγονός και, το σπουδαιότερο, χωρίς ηθικές επιπτώσεις στην καθημερινή ζωή των μεμυημένων. Απουσιάζει δηλ. το στοιχείο της υπεύθυνης ηθικής συμπεριφοράς. Ο άνθρωπος μετά τη μύηση δεν μεταμορφώνεται και δεν βελτιώνεται ηθικά και δεν εφοδιάζεται με τη δύναμη να αντιμετωπίσει τα προβλήματα της ζωής.

     γ. Το βαθύτερο αίτημα των ανθρώπων για ειρήνη και ελευθερία επαγγέλθηκε να ικανοποιήσει ο αυτοκράτορας Αύγουστος (από το 31 π.Χ. ως το 14 μ.Χ., ακριβώς δηλ. στα χρόνια της μεγάλης τομής της ανθρώπινης ιστορίας) με την Ρax Rοmana και την επαναφορά των αρχαίων θεοτήτων με ενοποιό παράγοντα τη λατρεία του δικού του προσώπου ως Θεού. Μια τακτική που ακλούθησαν και οι διάδοχοί του. Τακτική που οι πρώτοι χριστιανοί αντιμετώπισαν με πνεύμα ελευθερίας και ευθύνης: Δεν προσκύνησαν το «θηρίο» (για το οποίο γίνεται λόγος στην Αποκάλυψη) αλλά μόνο τον αληθινό Θεό, με τις γνωστές βέβαια συνέπειες στη χριστιανική ιστορία των πρώτων αιώνων.

      Ούτε όμως η στωική φιλοσοφία με το να στρέψει τον άνθρωπο στις δικές του εσωτερικές δυνάμεις ούτε οι μυστηριακές θρησκείες με την ελπίδα της αθανασίας που υπόσχονταν, ούτε η αυτοκρατορική λατρεία με την επαγγελία για ειρήνη και ασφάλεια μπόρεσαν να δώσουν διέξοδο στα βασανιστικά υπαρξιακά προβλήματα των ανθρώπων της εποχής. Έτσι η ψυχολογική, κοινωνική και θρησκευτική ανασφάλεια των ανθρώπων είχε ως συνέπεια τη στροφή τους προς τα άστρα και τη μαγεία, δηλαδή τη στροφή προς μια διέξοδο, η οποία, όπως από τα πράγματα αποδείχθηκε, ήταν τελείως απατηλή. Η αλλοτρίωση ωστόσο του ανθρώπου και η δουλεία στην ειμαρμένη εξακολουθούσαν να υπάρχουν και η ζωή συνέχιζε να είναι αφόρητη, με ανεπίτευκτο στόχο την ευτυχία επί της γης.

      Ένας γνώστης των προβλημάτων της εποχής αυτής, ο Γάλλος μοναχός Α. J. Festugiere γράφει: «Η δουλεία του ανθρώπου στο ζυγό της Μοίρας και της Ειμαρμένης, η επιθυμία να ελευθερωθεί από αυτή τη δουλεία, το μέσο γι’ αυτήν την απελευθέρωση που συνίσταται στην εξασφάλιση της προστασίας μιας θεότητας ανώτερης των δαιμόνων της Ειμαρμένης: όλα αυτά είναι θέματα γνωστά στα χρόνια που εμφανίστηκε ο Χριστιανισμός. Καθόλου περίεργο λοιπόν ότι ο αγωνιών άνθρωπος απευθύνεται στους μάγους. Αυτή ήταν κατά κάποιο τρόπο η πιο κατάλληλη διαδικασία για να σωθεί: η φιλοσοφία απαιτούσε μακρά προσπάθεια και πνευματικές προϋποθέσεις που δεν τις είχαν όλοι. Η μύηση στα μυστήρια διαρκούσε πολλές μέρες και απαιτούσε μια σειρά τρομερών δοκιμασιών, που κατά καιρούς έπρεπε να ανανεωθούν. Συχνά έπρεπε να περιμένει κανείς επί μακρόν ώσπου ο ιερέας να τον κρίνει άξιο να μυηθεί. Αντίθετα, οι μάγοι, που αφθονούσαν, ήταν πάντοτε διαθέσιμοι για να ανταποκριθούν σ’ αυτές τις επιθυμίες. Οι μαγείες τους δεν απαιτούσαν παρά μερικές μόνο ώρες κι επί πλέον είχε κανείς τη βεβαιότητα της επιτυχίας. Και ποιός δεν απευθυνόταν σ’αυτούς για να αποκτήσει τη γοητεία του έρωτα και της νίκης; Τίποτε λοιπόν το απλούστερο από το να απευθυνθεί κανείς στην τέχνη τους για να αποκτήσει την αθανασία. Δεν στοίχιζε παρά ελάχιστα μόνο χρήματα».

      Η μαγεία, που κατ’ ουσίαν δεν είναι έκφραση εμπιστοσύνης του ανθρώπου στις θεϊκές δυνάμεις αλλά προσπάθεια του ανθρώπου να χρησιμοποιήσει τις υπερφυσικές δυνάμεις προς όφελός του και να επιτύχει την κυριαρχία του επάνω στη φύση και τους άλλους ανθρώπους, ήταν φυσικό να είχε διαδοθεί σε όλα τα στρώματα της κοινωνίας από τα κατώτερα μέχρι τα ανώτερα. Την εξάπλωση της μαγείας σε όλα τα στρώματα της κοινωνίας εκφράζει ένας ερευνητής με την εξής εικόνα: «Μπορούμε να φανταστούμε τη μαγεία τόσο σαν μια καλλιεργημένη μαρκησία όσο και σαν μια κουρελιάρα απατεώνα ζητιάνα του δρόμου». Ο Ελύμας των Πράξεων δεν ήταν κάποιος ασήμαντος μάγος-αστρολόγος των πανηγύρεων αλλά επίσημος «σύμβουλος» του ρωμαίου ανθυπάτου της Πάφου με θέση ζηλευτή μέσα στο διοικητήριο. Δεν θα τον ανέφερε ο Λουκάς, εάν δεν ήταν ένα πρόσωπο με επιρροή και κύρος. Δεν μας εκπλήσσει λοιπόν η παρουσία του μάγου Ελύμα στο παλάτι του ρωμαίου ανθύπα­του, μας εκπλήσσει όμως η παρουσία μάγων και αστρολόγων σε αυλές πολιτικών και αξιωματούχων του τέλους του 20ου  αιώνα! «Αν σήμερα όλοι οι πλούσιοι και οικονομικά εύρωστοι έχουν κάποιον αποκλειστικό ψυχίατρο, την εποχή εκείνη στους ηγέτες και υπεύθυνους της εξουσίας ήταν περισσότερο απαραίτητος ο αστρολόγος μάγος». Βέβαια, ο Λουκάς στη διήγηση του δεν ενδιαφέρεται για ψυχολογικές ή κοινωνικές αναλύσεις αλλά ως ιστορικός και κυρίως ως θεολόγος θέλει να υπογραμμίσει ότι ο μάγος Ελύμας που «ανθίστατο» κατά κράτος στα λεγόμενα από τους Βαρνάβα και Παύλο, τελικά ηττήθηκε από το Ευαγγέλιο του Ιησού Χριστού,

        Αυτή είναι μια κορυφαία στιγμή στην ιστορία του Χριστιανισμού, που τελείως λιτά και δωρικά αφηγείται ο Λουκάς. Τρία σημεία πρέπει να προσεχθούν ιδιαίτερα: α) Ο Σαύλος από τη στιγμή αυτή αναφέρεται πλέον με το όνομα Παύλος. Δεν παίρνει βέβαια αυτή τη στιγμή το όνομα Παύλος, ως ομώνυμο του ανθυπάτου Σεργίου Παύλου, γιατί ασφαλώς το είχε προηγουμένως ως ρωμαίος πολίτης. Στο εξής όμως μνημονεύεται από τον Λουκά στις Πράξεις των Αποστόλων πάντα με το δεύτερο αυτό όνομα. β) Το ζεύγος Βαρνάβας και Παύλος αναφέρεται στο εξής ως Παύλος και Βαρνάβας, χωρίς αυτό να σημαίνει, ούτε κατά το ελάχιστον, μείωση του Βαρνάβα, ο οποίος γνωρίζει να διαδραματίζει σωστά το ρόλο που του επιφυλάσσει το Πνεύμα του Θεού. Και γ) ο Παύλος «πλησθείς πνεύματος αγίου» απευθύνει αυστηρά λόγια στον μάγο, χαρακτηρίζοντας τον «υιόν διαβόλου» και τον τυφλώνει με τη δύναμη του αληθινού Θεού, βέβαια «άχρι καιρού» για λόγους παιδαγωγικούς, όπως ερμηνεύουν οι Πατέρες της Εκκλησίας.

      Ο δυναμικός τρόπος που ενεργεί ο Παύλος δείχνει σαφώς την υπεροχή της νέας πίστης έναντι της μαγείας και έναντι της θρησκείας των άστρων και των ειδώλων. Άλλωστε, ο Παύλος δεν ενεργεί από μόνος του αλλά «πλη­σθείς πνεύματος αγίου». Η πράξη δεν είναι δική του αλλά του Αγίου Πνεύματος. Δεν είναι ο «θείος ανήρ» που επιτελεί θαύματα, αλλά το «σκεύος εκλογής» μέσω του οποίου ενεργεί το Πνεύμα του Θεού, η χειρ Κυρίου, η Πρόνοια του Θεού για τη σωτηρία των ανθρώπων.

      Ότι η μαγεία αποτελεί σατανικό έργο φαίνεται στα χαρακτηριστικά λόγια του Παύλου προς τον μάγο Ελύ-μα: «*Ω πλήρης παντός δόλου και πάσης ραδιουργίας, υιέ διαβόλου, εχθρέ πάσης δικαιοσύνης, ου παύση διαστρέφων τας οδούς [του] κυρίου τας ευθείας;». Το «υιέ διαβόλου» αποτελεί έμμεσο υπαινιγμό στο ιουδαϊκό όνομα του μάγου που λέγεται μεν «Βαριησούς», δηλ. υιός του Ιησού (που είναι βέβαια και το όνομα του αρχηγού και θεμελιωτού της πίστης που κηρύττει ο Παύλος), αλλά στην πραγματικότητα είναι υιός και γέννημα του διαβόλου.

       Στόχος του Λουκά και πάλι δεν είναι η νίκη του Παύλου επί του μάγου Ελύμα αλλ’ η υπογράμμιση της υπεροχής του χριστιανισμού έναντι της μαγείας και της ειδωλολατρίας γενικότερα. Και ακόμη ειδικότερα, μέσα από την ανάδειξη της υπέροχης του Χριστιανισμού η προσέλκυση πάντων, Ιουδαίων και εθνικών, στη νέα πίστη. Τούτο στη διήγησή μας επιτυγχάνεται με την απόφαση του ανθυπάτου να δεχθεί το χριστιανικό ευαγγέλιο: «τότε ιδών ο ανθύπατος το γεγονός επίστευσεν εκπλησσόμενος επί τη διδαχή του κυρίου» (13,12).

      Ο Σέργιος Παύλος προστίθεται στην αλυσίδα των ρωμαίων αξιωματούχων, όπως ο κεντυρίων ενώπιον του σταυρού του Χριστού και ο Κορνήλιος στην Καισαρεία (Μρ 15,39. Πράξ 10,1-2), που δέχονται τη νέα πίστη. Η μεταστροφή του ανθυπάτου της Πάφου αποτελεί σταθμό στην ιστορία της εκκλησίας της Κύπρου και στην πορεία του χριστιανικού Ευαγγελίου προς την οικουμένη.

     Θα πρέπει να προσθέσουμε ότι στο θέμα της μαγείας αναφέρεται ο Λουκάς εκτός από το κεφ. 13 και σε άλλα δύο σημεία της διηγήσεως του: Στην περίπτωση της διαδόσεως του χριστιανισμού από τον Φίλιππο στη Σαμάρεια (8,9 εξ.), όπου εμφανίζεται ο Σίμων που τον αντιμετωπίζει ο απεσταλμένος από την Ιερουσαλήμ Πέτρος (μαζί με τον Ιωάννη), και κατά τη δραστηριότητα του Παύλου στην Έφεσο (19,13 εξ.), όπου μάλιστα φαίνεται η διείσδυση της μαγείας και μέσα στους χριστιανικούς κύκλους (βλ. ιδιαίτερα στίχ. 18 και 19: «πολλοί τε των πεπιστευκότων ήρχοντο εξομολογούμενοι και αναγγέλλοντες τας πράξεις αυτών, ικανοί δε των τα περίεργα πραξάντων συνενέγκαντες τας βίβλους κατέκαιον ενώ­πιον πάντων: και συνεψήφισαν τας τιμάς αυτών και εύρον αργυρίου μυριάδας πέντε, ούτως κατά κράτος του κυρίου ό λόγος ηύξανεν και ίσχυεν».

II

     Τα τρία χαρακτηριστικά σημεία της διηγήσεως του Λουκά για την ιεραποστολή στην Κύπρο που με συντομία παρουσιάσαμε, έχουν ένα εξαιρετικό ενδιαφέρον και για τη δική μας εποχή, εποχή ιδεολογικών συγκρούσεων και ανακατατάξεων, συγκρητιστικών τάσεων και θρησκευτικών αντιπαραθέσεων, και τέλος κινδύνων της Εκκλησίας έσωθεν και έξωθεν.

      1. Η συμπαθής μορφή του Βαρνάβα αποτελεί πρότυπο ηγετικό. Είναι ο άνθρωπος που έχει την πληροφορία του Αγίου Πνεύματος για τον τρόπο που πρέπει να ενεργήσει, έχει τη διαίσθηση που επαληθεύεται από τα επακολουθούντα γεγονότα ότι ο Παύλος είναι «σκεύος εκλογής» του Θεού για τη διάδοση του Ευαγγελίου. Ξέρει να παίρνει πρωτοβουλία, αλλά και να δίνει το προβάδισμα σε άλλον, όταν αισθάνεται ότι αυτό επιβάλλει το συμφέρον του Ευαγγελίου. Πρέπει να λεχτεί ότι η εκκλησία δεν έλαβε από το πρώτο της ξεκίνημα καμία έτοιμη συνταγή για όλα τα ζητήματα και τις περιπτώσεις που θα συναντούσε στο μέλλον. Έτσι, όπου δεν υπάρχει αποκάλυψη, το θέλημα του Θεού το μαθαίνει από τη γλώσσα των γεγονότων. Αυτή είναι η καθοδηγητική πνοή του αγίου Πνεύματος μέσα στην ιστορία. Ο Βαρνάβας μέσα από τα γεγονότα παίρνει το μήνυμα του Πνεύματος. Ανεξιχνίαστες είναι οι βουλές του Θεού και οι οδοί της επικοινωνίας του με τους ανθρώπους πολυποίκιλοι. Εάν ο Θεός δεν στέλνει «άγγελον κατ’ όναρ» ή άλλον αγγελιοφόρον εν εγρηγόρσει, μιλάει ωστόσο με τα γεγονότα. Η μεγαλοσύνη του εμπνευσμένου ηγέτη συνίσταται στο να εξιχνιάσει σωστά τα γεγονότα, να βγάλει τα σωστά συμπεράσματα, να απαντήσει στα αγωνιώδη ερωτήματα του λαού του Θεού.

       2. Η ιουδαϊκή νοοτροπία του εξωτερικού τύπου αλλά και της ιδεολογικής αποκλειστικότητας, που πολέμησε ο Ιησούς και κατά το υπόδειγμά του οι απόστολοι, εμφωλεύει πάντα και καραδοκεί. Η μισαλλοδοξία και ο φανατισμός μπορεί να προσβάλουν και τους χριστιανούς του 20ου  αιώνα, εάν αυτοί ξεχάσουν την μορφή του ανεκτικού προς πάντας Ιησού Χριστού και το αίμα του Σταυρού που χύθηκε «ίνα πάντες ζωήν έχωσιν και περισσόν έχωσιν». Τα «πας»-«πάσα»-«παν»-«πάντες»-«πάντα» είναι συχνά χρησιμοποιούμενες μικρές λεξούλες της Κ.Δ. που περικλείουν όμως το οικουμενικό μεγαλείο του χριστιανισμού.

      Είναι δυνατόν ορισμένοι χριστιανοί να συγχέουν το γνήσιο ιεραποστολικό πνεύμα της διαδόσεως της χριστιανικής αλήθειας με τη φανατισμένη επιβολή της στους άλλους. Το πρώτο αποτελεί αυτονόητο καθήκον του χριστιανού που απορρέει από τη συνείδησή του ως μαθητή του Ιησού αποδέκτη της εντολής «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά έθνη». Το δεύτερο είναι ανεπίτρεπτος φανατισμός, τελείως ξένος προς την Ορθόδοξη παράδοση.

      Ο χριστιανός υπηρετεί την αλήθεια και προσφέρει προς κάθε κατεύθυνση έργο διακονίας με τη συναίσθηση ότι η αλήθεια βρίσκεται πιο πάνω απ’ αυτόν. Αντιστρόφως, όταν αντί να υπηρετήσει την αλήθεια την θέτει στη δική του υπηρεσία, δηλ. τη χρησιμοποιεί για την εξυπηρέτηση δικών του στόχων, τότε δεν διακονεί κανέναν άλλο παρά μόνο τον εαυτό του. Στην πρώτη περίπτωση μπορεί ακόμη και να θυσιαστεί για την αλήθεια, αν χρειαστεί, -πράγμα το οποίο έγινε στη διάρκεια της μακραίωνης ζωής της Εκκλησίας. Στη δεύτερη περίπτωση, θυσιάζει την αλήθεια. Αυτό όμως συνιστά μια παθολογική κατάσταση με εκδηλώσεις το φανατισμό και τη μισαλλοδοξία -φαινόμενα που σημειώθηκαν κατά το παρελθόν αλλά παρατηρούνται και σήμερα.

       Η ελευθερία από το Νόμο που διακήρυξε ο Παύλος στις περιοδείες του και στις επιστολές του, και ασφαλώς και στην Κύπρο, δεν ήταν απλώς θέμα τακτικής (ώστε δηλ. να διευκολυνθούν οι Έλληνες και οι Εθνικοί γενικότερα να δεχθούν το χριστιανικό μήνυμα της σωτηρίας) αλλά βασική θεολογική αρχή του Αποστόλου. Η ελευθερία, αυτό το μέγιστο δώρημα του Θεού, μπορεί και σήμερα να χαθεί, όταν μικρόψυχα ο χριστιανός περιχαρακωθεί σ’ έναν εξωτερικό τύπο και γίνει δούλος του γράμματος που σκοτώνει. Το πνεύμα του Θεού όμως ζωοποιεί, «ού δε το πνεύμα Κυρίου, (εκεί) ελευθερία» (Β΄ Κορ 3,17). Κι όσοι υποδουλώνουν τους ανθρώπους με τη βία και τα όπλα, ξεχνούν ότι το πνεύμα του ανθρώπου δεν υποδουλώνεται με τίποτα.

       3. Η μαγεία, η αστρολογία και η αρχαία ειδωλολατρία γενικότερα, που κατά κράτος νίκησε ο Χριστιανισμός στην ιστορική του πορεία από τα Ιεροσόλυμα και την Αντιόχεια έως τη Ρώμη με πρώτο σταθμό την Κύπρο, παίρνουν την εκδίκηση τους και ξαναμπαίνουν ύπουλα και διαδοχικά, άλλοτε με τρόπο εκλεπτυσμένο και δυσδιάκριτο και άλλοτε χονδροειδώς, στη ζωή των σημερινών χριστιανών. Η ελαττωματική και ελλιπής τήρηση των εντολών του Χριστού, η υποκριτική χριστιανική ζωή, η μη σταθερή κοινωνία με τον Σταυρωθέντα και Αναστάντα Χριστό γίνονται οι αφύλακτες διαβάσεις μέσα από τις οποίες τα είδωλα του αρχαίου κόσμου, αλλά και τα σύγχρονα είδωλα, ίσως με διαφορετική μορφή, ξαναμπαίνουν στη ζωή των χριστιανών.

       Η εντυπωσιακή έκταση της μαγείας και της αστρολογίας στη σημερινή τεχνοκρατούμενη και ορθολογιστική εποχή, όσο αδιανόητη κι αν μας φαίνεται, δείχνει ότι υπήρξαν πολλές αφύλακτες διαβάσεις στα χριστιανικά οχυρά κι ότι οι άνθρωποι θέλουν με οτιδήποτε να καλύψουν την ανασφάλεια και τους φόβους τους. Έτσι όμως υποδουλώνεται κανείς πολύ άνετα στα «στοιχεία του κόσμου τούτου» (Κολ. 2,8). στις δυνάμεις που αχρηστεύουν την ελευθερία του και υπηρετεί «τοις φύσει μη ούσιν Θεοίς» (Γαλ. 4,8).

        Η εποχή μας έχει επείγουσα ανάγκη να ακούσει και πάλι ανανεωμένο το χριστιανικό ευαγγέλιο της ελευθερίας από τη δουλεία της μαγείας, της αστρολογίας και της ποικιλόμορφης σημερινής ειδωλολατρίας, ένα ευαγγέλιο που συμπυκνώνεται στην προτροπή του Παύλου: «τη ελευθερία ημάς Χριστός ηλευθέρωσεν: στήκετε ουν και μη πάλιν ζυγώ δουλείας ενέχεσθε» (Γαλ. 5,1).

(Ιωαν. Δ. Καραβιδόπουλου, «Βιβλικές Μελέτες Β΄», εκδ. Π.Πουρναρά, Θεσ/νίκη 2000, σ. 142-162)