Μέσα από φακό του ο Αγγελόπουλος κοιτάζει τα πράγματα εν σιωπή

26 Ιανουαρίου 2012

«Μέσα από φακό του ο Αγγελόπουλος κοιτάζει τα πράγματα εν σιωπή».

Ακίρα Κουροσάβα

Δημοσία δαπάνη θα γίνει η κηδεία του Σκηνοθέτη Θόδωρου Αγγελόπουλου, την Παρασκευή, από το Α΄Κοιμητήριο Αθηνών. Ο εκλιπών πέθανε την Τρίτη το βράδυ όταν παρασύρθηκε από μοτοσικλέτα στην περιφερειακή οδό Δραπετσώνας, στο ρεύμα προς Κερατσίνι. Ο Σκηνοθέτης βρισκόταν στο σημείο για το γύρισμα της τελευταίας ταινίας του «Η άλλη θάλασσα». Διεθνές Βραβείο «Θόδωρος Αγγελόπουλος» καθιερώνουν ως ελάχιστο φόρο τιμής στη μνήμη του σπουδαίου Έλληνα δημιουργού, που έφυγε, το Υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού και το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Το βραβείο θα απονέμεται κάθε Νοέμβριο στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.

Αγγελόπουλος και Κουροσάβα

Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1935. Έκανε νομικές σπουδές στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, τις οποίες εγκατέλειψε πριν πάρει το πτυχίο του. Το 1961 έφυγε στο Παρίσι, όπου αρχικά παρακολούθησε στη Σορβόννη μαθήματα γαλλικής φιλολογίας και φιλμογραφίας, καθώς και μαθήματα εθνολογίας και στη συνέχεια μαθήματα κινηματογράφου στη Σχολή Κινηματογράφου IDHEC και στο Musée de l’ homme. Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα το 1964 και μέχρι το 1967 εργάστηκε ως κριτικός κινηματογράφου στην εφημερίδα Δημοκρατική Αλλαγή, μαζί με τον Βασίλη Ραφαηλίδη και την Τώνια Μαρκετάκη. Με τον κινηματογράφο άρχισε να ασχολείται το 1965 και το 1968 παρουσίασε την πρώτη του μικρού μήκους ταινία, Εκπομπή, στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Το 1970, η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, Αναπαράσταση, κέρδισε το πρώτο βραβείο στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, καθώς και άλλες διακρίσεις στο εξωτερικό, και σηματοδότησε την αυγή του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου. Έκτοτε, οι ταινίες του έχουν συμμετάσχει σε πολλά διεθνή φεστιβάλ και έχει κερδίσει πολλά βραβεία, τα οποία τον καθιέρωσαν παγκοσμίως ως έναν από τους σπουδαιότερους σκηνοθέτες του σύγχρονου κινηματογράφου. Πολλά αφιερώματα που τιμούν τη δουλειά του Θόδωρου Αγγελόπουλου έχουν πραγματοποιηθεί σ’ όλο τον κόσμο. Έχει αναγορευθεί επίτιμος διδάκτορας των Πανεπιστημίου των Βρυξελλών, του Πανεπιστημίου X Ναντέρ (Nanterre) στο Παρίσι και του Πανεπιστημίου του Έσσεξ (Essex). Μαζί με τον Βασίλη Ραφαηλίδη υπήρξε συνιδρυτής του περιοδικού Σύγχρονος Κινηματογράφος. Έλαβε 49 βραβεία, πολλά βραβεία κριτικών και ενώσεων κριτικών σ’ όλο τον κόσμο.

• Ο Μεγαλέξανδρος έλαβε το Χρυσό Λιοντάρι το 1980 στο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Βενετίας.

• Ταξίδι στα Κύθηρα, βραβείο σεναρίου στο Φεστιβάλ των Καννών (1984), κρατικά βραβεία καλύτερης ταινίας, σεναρίου, α΄ ανδρικού ρόλου, α’ γυναικείου ρόλου, σκηνογραφίας.

• Τοπίο στην Ομίχλη έλαβε (μοιράστηκε) το Αργυρό Λιοντάρι Καλύτερης Σκηνοθεσίας στο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Βενετίας, βραβείο Φελίξ καλύτερης Ευρωπαϊκής ταινίας (1988).

• Το Βλέμμα του Οδυσσέα έλαβε το βραβείο της FIPRESCI (1995). Επίσης, οι κριτικοί του περιοδικού Time το ψήφισαν στις 100 καλύτερες ταινίες του παγκόσμιου κινηματογράφου.[7]

• Μια Αιωνιότητα και μια Μέρα κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών (1998).

• Τριλογία – Το Λιβάδι που Δακρύζει κέρδισε βραβείο της FIPRESCI (2004).

………………………………………….

Στην τελευταία συνέντευξη που έδωσε στις 10 Ιανουαρίου 2012 στην ιταλική δημόσια τηλεόραση Rai, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος όταν ρωτήθηκε για την κρίση στην Ελλάδα είπε:

«Θα ζήσουμε όπως κάναμε μετά τον πόλεμο. Όπως κάνατε και στην Ιταλία στην μεταπολεμική περίοδο, με πολύ φτωχό τρόπο». Σε ερώτηση του Ιταλού δημοσιογράφου: «Μπορεί κανείς να είναι ευτυχισμένος σε μια περίοδο κρίσης σαν και αυτή;», ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος είχε αποκριθεί: «σε κάθε κρίση, οικονομική και μη, μπορούμε να είμαστε ευτυχισμένοι διότι πιστεύουμε ότι όλα θα περάσουν ότι αύριο όλα θα είναι καλύτερα. Υπάρχει ένας μεγάλος Έλληνας ποιητής της αρχής του περασμένου αιώνα που μας λέει: «Και μην έχοντας πιο κάτου άλλο σκαλί να κατρακυλήσεις πιο βαθιά στου κακού την σκάλα, για τ’ ανέβασμα ξανά που σε καλεί θα αισθανθείς να σου φυτρώνουν, ω χαρά, τα φτερά, τα φτερά τα πρωτινά σου τα μεγάλα».

Όταν ο απεσταλμένος της Rai τον είχε ρωτήσει «από τι πρέπει, δηλαδή, να πιαστεί, κανείς, από τα αγαπημένα του πρόσωπα, από τα απλά πράγματα;» ο σκηνοθέτης, είχε εξηγήσει: «Πρέπει να κατανοήσουμε ότι είναι αναγκαίο να αλλάξουμε τις συνήθειες μας. Στην Ευρώπη και σε ολόκληρο τον κόσμο υπάρχει φοβερή διαφθορά, γι’ αυτό και φτάσαμε σε αυτό το σημείο. Πρέπει να γίνουμε πιο σοβαροί, να ενδιαφερθούμε για τον κόσμο, τους ανθρώπους, όχι για το πώς μπορούμε να τους εκμεταλλευθούμε. Αυτό σημαίνει να ξαναβρεί, κανείς, τον ανθρωπισμό που είναι και το μόνο στοιχείο που μπορεί να βελτιώσει τον κόσμο».

………………………………………….

Σε συνέντευξη που είχε δώσει τον περασμένο Μάιο στο δελτίο ειδήσεων της NET, στη δημοσιογράφο Έλλη Στάη, και στην ερώτηση τι μπορεί να κάνει ο πολίτης για να αντιμετωπίσει την κρίση που μαστίζει την εποχή μας είχε πει: «Μόνο μια απόφαση για το πώς μπορούμε να παρέμβουμε στην κοινωνία μ’ έναν άλλο τρόπο. Μια οραματική σχέση με το μέλλον». Στην ίδια συνέντευξη είχε επισημάνει την ανάγκη για συναίνεση και συμφωνία των πολιτικών απευθύνοντας έκκληση προς τις πολιτικές δυνάμεις της χώρας. «Αν ο καθένας κοιτάζει το μαγαζί του, δεν πρόκειται να γίνει τίποτε» είχε πει, ενώ είχε τονίσει τη μείζονα σημασία που έχει για την Ελλάδα ο πολιτισμός της. «Μόνο μια επίθεση πολιτισμού μπορεί να κάνει αυτό το χώρο να ξαναβρεί τη αξιοπρέπειά του».

Ο Andrew Horton στο κείμενό του με θέμα: «H βυζαντινή εικονογραφία και τα µετωπικά πλάνα του Θόδωρου Aγγελόπουλου» γράφει τα εξής:

«Αυτό που εντυπωσιάζει αμέσως σε µια ταινία του Αγγελόπουλου, είναι η εικαστική σύνθεση και η διάρκεια των µεµονωµένων πλάνων του. Θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για διάφορες επιρροές στη δουλειά του, αλλά ο Αγγελόπουλος, όπως παραδέχεται κι ο ίδιος, χρησιμοποιεί ευρέως τη µακραίωνη παράδοση της βυζαντινής εικονογραφίας. O Mεγαλέξαντρος (1980), για παράδειγµα, είναι µια εντελώς ελληνοορθόδοξη, βυζαντινή ταινία, µε ενσωµατωµένα πολλά στοιχεία της Oρθόδοξης Λειτουργίας: µουσική, ιεροτελεστία και κάθαρση διαµέσου του αίµατος.

Tο πράγµα είναι ευεξήγητο. H παράδοση της αρχαίας Eλλάδας είναι πολύ µακρινή για τους σηµερινούς Έλληνες.

Aντίθετα, η βυζαντινή παράδοση, µέσα απ’ τα συνεκτικά στοιχεία της ελληνικής γλώσσας, της Oρθοδοξίας και της πυρηνικής οικογένειας, είναι ζωντανή ακόµα και σήµερα. H βυζαντινή αυτοκρατορία, που διήρκεσε περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη αυτοκρατορία στην Ιστορία, ήταν ένα πολυεθνικό, πολυφυλετικό δίκτυο, το οποίο κάλυπτε τα Bαλκάνια, την Tουρκία και µεγάλο µέρος της Mέσης Aνατολής. Oι κάτοικοι ζούσαν σε οικισµούς ή χωριά και θεωρούνταν «αγροτικοί πληθυσµοί».

Mια ηχώ αυτής της βυζαντινής πραγµατικότητας ακούγεται και µέσα στο έργο του Aγγελόπουλου. Oι ήρωές του προέρχονται από µακρινά χωριά, από διαφορετικά σύνορα. H σιωπή αντικαθιστά συνήθως το λόγο, όταν όµως οι άνθρωποι αυτοί µιλούν, µιλούν στην ελληνική γλώσσα. Oικογένειες (ίσως κατακερµατισµένες και δυσλειτουργικές, από την Aναπαράσταση µέχρι το Mετέωρο βήµα του πελαργού) βρίσκονται στον πυρήνα των αφηγήσεων του Aγγελόπουλου, όπως συνέβαινε και µε τον κόσµο του µύθου και του θρύλου.

Oι ταινίες του Aγγελόπουλου δεν είναι ορθόδοξες, ούτε θρησκευτικές, µε την τυπική έννοια του όρου. H ορθόδοξη παράδοση στο έργο του γίνεται αισθητή µέσα από τις «µαγικές στιγµές» και τα «ανεξήγητα φαινόµενα» που ενσωµατώνει. Όπως λέει ο Robert Kaplan, «ενώ οι δυτικές θρησκείες τοποθετούν την έµφαση στις ιδέες και τις πράξεις, οι ανατολικές θρησκείες τονίζουν την οµορφιά και τη µαγεία». H φράση «οµορφιά» και «µαγεία» περιγράφει µερικές από τις πιo χαρακτηριστικές στιγµές στη δουλειά του Aγγελόπουλου, κι αν δεν καταλάβει κανείς πόσο «ανατολική» κατά την ουσία της είναι αυτή η οπτική, δε θ’ αντιληφθεί ποτέ σε όλη τους την έκταση τη σύλληψη και τη σύνθεση των ταινιών του.

Αγγελόπουλος και Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας

H Annette Meckelson επισηµαίνει πως ορισµένες ταινίες του σοβιετικού κινηµατογράφου, ιδιαίτερα των πρώιµων χρόνων, επηρεάστηκαν από την oρθόδοξη ρωσική εικονογραφία. Tα Tρία τραγούδια για τον Λένιν (1934) του Tζίγκα Bερτόφ, τα οποία έχουν θέµα τη λατρεία και το πένθος για τον νεκρό Σωτήρα –εν προκειµένω, τον Λένιν στο ρόλο του επαναστάτη «σωτήρα» αντί για τον Xριστό–, έχουν επηρεαστεί από ρωσικές εικόνες που πραγµατεύονται το ίδιο θέµα.

H αντίστοιχη οφειλή του Aγγελόπουλου στη βυζαντινή ορθόδοξη παράδοση της εικονογραφίας δεν είναι αµέσως εµφανής. Όσοι όµως έχουν γνώση αυτής της παράδοσης, τη βλέπουν να αναδύεται ήρεµα, αλλά σταθερά, µέσα απ’ τις ταινίες του.

Kαδράρισµα και βυζαντινή εικόνα

Aν συγκρίνουµε το καδράρισµα των πλάνων στο Θίασο µε τα βυζαντινά ψηφιδωτά του Παλέρµο και του «Xριστού Παντοκράτορα» στη Mητρόπολη της Tσεφαλού, θα δούµε ότι η «σύλληψη στον τρόπο απεικόνισης» είναι η ίδια. Στη βυζαντινή τέχνη, τα πρόσωπα απεικονίζονται σε στάσεις µετωπικές ή δύο διαστάσεων για να εκτονώνεται το στοιχείο της δράσης και η δραµατικότητα των καταστάσεων. Όπως λέει ο Otto Demus, σηµαντικός ιστορικός της βυζαντινής τέχνης, η τέχνη αυτή «αποτείνεται σ’ αυτόν που τη θεάται, σαν να ’ναι αυτός, όχι µια ξεχωριστή οντότητα, µια ψυχή που επιθυµεί τη σωτηρία της, αλλά ένα µέλος της Eκκλησίας, µε συγκεκριµένη θέση µέσα στην ιεραρχία της. Yπάρχει ένα είδος θεωρίας της βυζαντινής εικόνας, η οποία περιλαµβάνει τρία σηµαντικά µέρη. Aν µια εικόνα ζωγραφιστεί µε τον «κατάλληλο» τρόπο, σαν µαγική εικόνα του πρωτοτύπου, ταυτίζεται µ’ αυτό. Aπό την άλλη, ως απεικόνιση ενός ιερού προσώπου, είναι άξια λατρείας και σεβασµού. Tέλος, κάθε εικόνα έχει τη θέση της µέσα σε µια ιεραρχία που υπάρχει εξακολουθητικά».

Σύµφωνα µ’ αυτή τη θεωρία, ο ορθός τρόπος απεικόνισης ενός ιερού προσώπου είναι ο µετωπικός, γιατί έτσι αναγνωρίζουµε µε σαφήνεια το εικονιζόµενο πρόσωπο και ταυτιζόµαστε µ’ αυτό. O Aγγελόπουλος παρουσιάζει τους θεατρίνους-ήρωές του στο Θίασο µε τον ίδιο σεβασµό στη διαύγεια και τη µετωπική απεικόνιση.

H βυζαντινή τέχνη δε δίνει µεγάλη έµφαση στο φόντο, ούτως ώστε η βαρύτητά της να µετατίθεται στα εικονιζόµενα πρόσωπα., αλλά και να τα αποµακρύνει από την «κοσµικότητα». Oι χαρακτήρες του Aγγελόπουλου δεν είναι θρησκευτικοί. Πρόκειται για απλούς άντρες και γυναίκες, αν και τα ονόµατά τους έχουν µυθικές και παλιές αριστοκρατικές παρηχήσεις. Όµως, ακολουθώντας τη βυζαντινή σύλληψη, είναι αποµονωµένοι µέσα στο χώρο, έτσι ώστε να διαγράφονται σαφώς και ως «οµάδα» και ως µέλη της οµάδας. Tα απαλά, ήρεµα γαλάζια και γκρίζα του ουρανού σ’ αυτά τα πλάνα αποδίδουν τα περιγράµµατα των προσώπων στο πρώτο πλάνο µε ακόµα µεγαλύτερη σαφήνεια.

Oι ήρωες του Aγγελόπουλου αδιαφορούν για το στοιχείο της δράσης (ειρωνεία, εφόσον πρόκειται για ηθοποιούς…), όπως γίνεται και στη βυζαντινή τέχνη. H αποστασιοποίησή τους από τον κόσµο της δράσης µάς καλεί να τους προσεγγίσουµε σ’ ένα επίπεδο βαθύτερου στοχασµού, πέρα από τον κόσµο του πάθους, του δράµατος και του ανταγωνισµού.

Yπέρβαση

Tο περιβάλλον µέσα στο οποίο κινούνται αυτές οι ανθρώπινες φιγούρες, είναι αρκετά βίαιο, αλλά ο Aγγελόπουλος δίνει τη δυνατότητα σε όσους θεώνται την τέχνη του, να παίρνουν κάποια απόσταση απ’ τα γεγονότα της καθηµερινής ζωής. Tην ίδια δυνατότητα προσφέρει και η ελληνική Εκκλησία στους πιστούς της, διαµέσου της εικονογραφίας. Mε την έννοια αυτή, τόσο η ελληνική κινηµατογραφική ταινία O θίασος όσο και η ελληνική Εκκλησία δεν εισηγούνται µια «παραίτηση», από τη ζωή, αλλά µια «υπέρβασή» της. M’ άλλα λόγια, δίνουν στο άτοµο την ευκαιρία να δει τη ζωή –τη δική του και των άλλων– µε άλλη προοπτική.

O παραλληλισµός ανάµεσα σε µια κινηµατογραφική ταινία κι ένα ψηφιδωτό είναι εµφανής, αλλά αξίζει και να τον υπογραµµίσει κανείς: µια ταινία είναι το άθροισµα των µεµονωµένων πλάνων της, όπως το µωσαϊκό είναι το άθροισµα των ψηφίδων του.

Eίναι επίσης σηµαντικό να δούµε τη «διάρκεια» µέσα στο πλαίσιο της βυζαντινής εικονογραφικής παράδοσης. Iδωµένα µέσα απ’ τη βυζαντινή οπτική, τα εξαιρετικά –µέχρι και δέκα λεπτών διάρκειας– µακρόσυρτα πλάνα του Aγγελόπουλου παραπέµπουν στην αδιάλειπτη σχέση της βυζαντινής τέχνης µε το «θεατή» της. Mπορεί κανείς να σταθεί απέναντι σε µια εικόνα ή ένα πλάνο όση ώρα επιθυµεί. Kατά κάποιον τρόπο, ο θεατής ρυθµίζει ο ίδιος αυτό που βιώνει. Eνώ µέσα σε µια αίθουσα κινηµατογράφου ο θεατής είναι παγιδευµένος στη συνεχή ροή των εικόνων, η έλλειψη του κλασικού τύπου µοντάζ και της παραδοσιακής αφηγηµατικής ανέλιξης κάνει τα έργα του Aγγελόπουλου µοναδικά ως προς το ότι οι θεατές µπορούν να περιδιαβάζουν µέσα στο πλαίσιο της ίδιας σκηνής, όπως αυτοί επιθυµούν. Aυτή η απουσία δράσης έχει ως αποτέλεσµα τη δηµιουργία µιας πιο προσωπικής και εσωτερικής σχέσης θεατή και κινηµατογραφικής ταινίας.

Iεροτελεστία του θανάτου

Παρά τις τόσες οµοιότητες, ο σκεπτικιστής κινηµατογραφόφιλος µπορεί να θεωρήσει την ερµηνεία αυτή πολύ ευφάνταστη ή συµπτωµατική. Θέλω, όµως, να προσθέσω άλλο ένα στοιχείο που νοµίζω ότι συνδέει τον Aγγελόπουλο µε τη βυζαντινή παράδοση της εικονογραφίας. Στο Θίασο, αλλά ακόµα πιο έντονα στους Kυνηγούς, ο θάνατος και η ιεροτελεστία γα την υπέρβασή του είναι µια ηχώ της ορθόδοξης τέχνης και ιεροτελεστίας.

Στην ορθόδοξη παράδοση, η Aνάσταση έπαιξε πάντα µεγαλύτερο ρόλο απ’ ό,τι η Γέννηση. Για τους Bυζαντινούς, η νίκη του Xριστού πάνω στο θάνατο ήταν το πιο αξιοµνηµόνευτο γεγονός. Γι’ αυτό και το Πάσχα υπήρξε πάντα σηµαντικότερη γιορτή από τα Xριστούγεννα. Oι ιεροτελεστίες που σχετίζονται µε το θάνατο, είναι πολύµορφες και πολυσήµαντες. Κάθε χρόνο, το «Xριστός Aνέστη» είναι από καταβολής αιώνων κραυγή αγαλλιάσεως του εκκλησιάσµατος στο αποκορύφωµα της Λειτουργίας του Mεγάλου Σαββάτου, στις δώδεκα τη νύχτα».