Θρήνος και ψαλμωδία κατά την ταφή των νεκρών στην Ορθόδοξη Εκκλησία. (Α΄)

24 Ιανουαρίου 2012

Τα τελευταία χρόνια έρχεται κατά περιόδους στο προσκήνιο της δημόσιας συζητήσεως το θέμα της καύσεως των νεκρών, το οποίο αναπόφευκτα συνδυάζεται και προς το γενικότερο ζήτημα της καθιερώσεως της πολιτικής κηδείας στην Ελλάδα. Επ’ αυτού υπάρχει ήδη εκπεφρασμένη άποψη της Εκκλησίας, ότι ή καύση των νεκρών αποτελεί μια ξενόφερτη πρακτική, ασυμβίβαστη προς τον χριστιανικό τρόπο διαθέσεως των νεκρικών λειψάνων. Όμως το κυρίως ζητούμενο στην όλη υπόθεση είναι ο προσδιορισμός του στοιχείου εκείνου, που συνιστά γενικά την ειδοποιό διαφορά μεταξύ χριστιανικής και μη χριστιανικής κατανοήσεως και βιώσεως του θανάτου. Διότι μόνον έτσι μπορούν να αξιολογηθούν εκκλησιαστικά και όλες οι άλλες σχετικές φροντίδες, με τις οποίες εκ παραδόσεως ο ελληνικός λαός προπέμπει τους νεκρούς του μέχρι του τάφου. Στη διακρίβωση αυτή αποβλέπει και η διερεύνηση ενός συναφούς προς την καύση των νεκρών θέματος, όπως είναι η σχέση του θρήνου των νεκρών προς τις νεκρώσιμες προσευχές της Ορθόδοξης Εκκλησίας, το οποίο αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας μελέτης.

1. Αναδιφώντας στην ιστορία του θέματος διαπιστώνουμε κατ’ αρχήν ότι ο λεγόμενος θρήνος του νεκρού κατείχε κεντρική θέση ανάμεσα στα πολλά έθιμα, με τα οποία ο προχριστιανικός κόσμος προέπεμπε τους νεκρούς του στην πέραν του τάφου ζωή. Πρόκειται, για μια πανανθρώπινη συνήθεια, η οποία απορρέει από τη βαθειά υπαρξιακή ανάγκη του ανθρώπου να εξωτερικεύει, σχεδόν με τους ίδιους πάντοτε τρόπους, τον πόνο της ψυχής που του προκαλεί ο θάνατος ενός προσφιλούς προσώπου. Έτσι για τους αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους ο θρήνος των νεκρών αποτελούσε τη σπουδαιότερη προς αυτούς επιτάφια τιμή και φροντίδα, «γέρας θανόντων», όπως λέγει ο Όμηρος. Περιλάμβανε δε δύο βασικά στοιχεία, πρώτο τον θρήνο (nenia) καθ’ εαυτό, και δεύτερο τον κοπετό (planctus). Και υπό μεν τον όρο θρήνος νοούνται κυρίως οι γοερές και άναρθρες κραυγές, η προσφώνηση του νεκρού με το όνομά του ή και τα πένθιμα άσματα, στα οποία ξεσπούσαν οι συγγενείς και φίλοι, ιδιαίτερα οι γυναίκες, που συγκεντρώνονταν γύρω από τον προτιθέμενο νεκρό, συνοδευόμενοι από ήχο αυλού ή λύρας. Με τον όρο δε κοπετός σημαίνονται ιδιαίτερα οι χειρονομίες και οι άλλες κινήσεις και εκδηλώσεις του σώματος, με τις οποίες οι θρηνούντες εξέφραζαν την οδύνη και το πάθος της ψυχής των για το θάνατο του προσφιλούς των προσώπου. Στις εκδηλώσεις αυτές συγκαταλέγονται κυρίως η τύψη του στήθους, η έκταση των χειρών, η εκρίζωση των τριχών της κόμης και του πώγωνα, οι εντομίδες, η ρίψη του σώματος, η ρήξη και η ρύπανση των ενδυμάτων κ.ά..

Ευρύτατα διαδεδομένη ήταν κατά την αρχαιότητα και η συνηθεία της μισθώσεως επαγγελματιών γυναικών θρηνωδών, ο ρόλος των οποίων συνίστατο στο να εκπροσωπούν στο θρήνο την οικογένεια του θανόντος, ή και να ενισχύουν την από το θρήνο εξαντλούμενη συγκέντρωση των θρηνούντων. Αν και οι γυναίκες αυτές αμοίβονταν συνήθως με τροφές ή ενδύματα, σπάνια δε με χρήματα, δεν απολάμβαναν εκτιμήσεως από το λαό.

Κατ’ ανάλογο προς τους αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους τρόπο θρηνούσαν τους νεκρούς των και οι Ιουδαίοι. Οι θρηνώδεις κραυγές των συγγενών και των φίλων, όπως και τα θρηνώδη άσματα, των οποίων προεξήρχαν συνήθως επαγγελματίες γυναίκες, με συνοδεία αυλών κατείχαν και εδώ την πρώτη θέση. Με τα άσματα αυτά, που ήσαν προδιαμορφωμένα και προσαρμόζονταν κατά περίπτωση, εξαίρονταν γενικά οι αρετές του νεκρού και διεκτραγωδείτο η τύχη του. Πολλά τέτοια άσματα, που μας διέσωσε η Π. Διαθήκη, διακρίνονται για την ποιητική τους τέχνη και τον πλούσιο συναισθηματικό κόσμο τον οποίο εκφράζουν, στερούνται όμως ιδιαίτερου θρησκευτικού περιεχομένου.

Από το θρήνο του νεκρού δεν απέλιπαν και εδώ οι διάφορες χειρονομίες και λοιπές σωματικές εκδηλώσεις, που αναφέραμε παραπάνω, και τις οποίες οι Ιουδαίοι συνήθιζαν και σε άλλες ανάλογες περιπτώσεις, όπως θλίψεις, συμφορές ή περιόδους μετανοίας. Έτσι με την αναγγελία του θανάτου ενός προσφιλούς προσώπου οι άμεσοι συγγενείς και φίλοι διαρρήγνυαν τα ενδύματά τους και αντί γι’ αυτά φορούσαν ύφασμα τραχύ και άκομψο, τον σάκκο. Παρέμεναν ασκεπείς και ανυπόδητοι, ξύριζαν μερικά ή ολικά την κόμη και τον πώγωνα, έβαζαν στο κεφάλι τους χώμα ή στάχτη, ή και κυλίονταν μέσα σ’ αυτά, παρέμεναν άλουστοι και για την διατροφή τους χρησιμοποιούσαν τον άρτο του πένθους και το ποτήριο της παρακλήσεως, δηλαδή, τροφές που προσέφεραν οι συγγενείς και οι γείτονες. Συνηθισμένοι, ήταν και οι αυτοτραυματισμοί και οι εντομίδες, που καταδικάζονταν όμως ρητά από τον Νόμο, ως εθνικές συνήθειες.

Στη συνάφεια αυτή θα πρέπει να λεχθεί ακόμη ότι η φαινομενολογική ομοιότητα των ιουδαϊκών νεκρικών εθίμων προς τα αντίστοιχα εθνικά δεν συνεπάγεται και ύπαρξη λατρείας των νεκρών στην Π. Διαθήκη. Όπως παρατηρεί ο De Vaux οι εκδηλώσεις αυτές έχουν ενίοτε και στην Π. Διαθήκη θρησκευτικό χαρακτήρα, ή μαρτυρούν εθνικές επιδράσεις, για τον ευσεβή όμως Ιουδαίο δεν αποτελούν τίποτε περισσότερο από απλή έκφραση πόνου για την απώλεια ενός προσφιλούς προσώπου.

Είναι φανερό ότι πολλές από τις προχριστιανικές αυτές συνήθειες, που επεβίωσαν διά μέσου της βυζαντινής περιόδου μέχρι σήμερα, εξηγούνται κατ’ αρχήν από τις αντιλήψεις, τις οποίες οι αρχαίοι είχαν σχετικά με το θάνατο και την μετά θάνατο ζωή. Πίστευαν, δηλαδή, οι πρωτόγονοι λαοί ότι αιτία του θανάτου ήσαν τα κακοποιά πνεύματα, στα οποία συγκατέλεγαν και τις ψυχές των νεκρών. Με την έννοια αυτή οι νεκροί γίνονταν για τους ζώντες επικίνδυνοι, όταν οι τελευταίοι δεν εκπλήρωναν τα προς αυτούς καθήκοντα. Κατά συνέπεια οι ζώντες φρόντιζαν όχι μόνο να προσφέρουν στους νεκρούς των κάθε τι που θεωρούσαν ότι ικανοποιούσε τις ανάγκες συντηρήσεως και επικοινωνίας, ανάλογες προς αυτές των ζώντων, αλλά και ό,τι εξασφάλιζε την εύνοιά τους. Λάμβαναν ακόμη και ανάλογα προφυλακτικά μέτρα για την αποτροπή της κακοποιού ενέργειας που μπορούσε να προέλθει απ’ αυτούς.

Εξεταζόμενες κάτω από το πρίσμα αυτό και οι μνημονευθείσες εκδηλώσεις, καθεμιά προσλαμβάνει και ξεχωριστή σημασία. Και για μεν τους θρήνους και τη μουσική οι αρχαίοι πίστευαν, ότι με τον τρόπο αυτό ηρεμούσαν και εξευμένιζαν τα πνεύματα των νεκρών και τα οδηγούσαν στο δικό τους χώρο, δηλαδή, στον τάφο και τον Άδη, προστατεύοντας έτσι τους ζώντες από την κακή τους επήρεια. Με τον ίδιο όμως τρόπο θεωρούσαν ότι προστάτευαν και τους ίδιους τους νεκρούς από τα κακά πνεύματα, τα οποία, όπως πίστευαν, διεκδικούσαν αμέσως μετά τη θανή την κατοχή του νεκρού. Επομένως οι θρήνοι και η μουσική είχαν ταυτόχρονα και αποτρεπτικό-εξοργιστικό χαρακτήρα, αφού εξασφάλιζαν τόσο στους ζώντες, όσο και στους νεκρούς ένα είδος προστασίας, από τους κινδύνους που αντίστοιχα τους απειλούσαν. Έτσι κατά μία άποψη εξηγείται και η συνήθεια να προσλαμβάνονται στις κηδείες και μισθωτοί θρηνωδοί, για να επαυξάνονται οι θρήνοι και η απ’ αυτούς ωφέλεια.

Κατ’ ανάλογο προς τους θρήνους και τη μουσική τρόπο εξηγούνται και οι λοιπές θρηνητικές εκδηλώσεις. Έτσι η αποκοπή και η προσφορά της κόμης, όπως και η αιμάτωση των παρειών (εντομίδες) ερμηνεύονται ως κατάλοιπα των ανθρωποθυσιών και ως εξιλαστήρια προσφορά και θυσία που προσφέρονται στο νεκρό. Αποτρεπτική κατά του κακού ενέργεια θεωρείται ότι έχει η γύμνωση και η επίδειξη των βραχιόνων και του στήθους από τις γυναίκες. Ενώ με τους διάφορους τρόπους μεταβολής της εξωτερικής εμφάνισης στο αντίθετο από το συνηθισμένο σχήμα, όπως η πένθιμη αμφίεση, η διάρρηξη και η ρύπανση των ενδυμάτων, η αποκάλυψη της κεφαλής, η σπάραξη της κόμης και η διάλυση των πλοκάμων της, επιδιώκεται η εξαπάτηση και αποπομπή των πονηρών πνευμάτων.

2. Όσο, όμως, διαδεδομένες και λαοφιλείς αν ήσαν οι συνήθειες αυτές, δεν έπαυαν να αποτελούν υπερβολές που προσέκρουαν στην κοινή ανθρώπινη ευαισθησία, για τον περιορισμό ή και την ολοκληρωτική εξάλειψη των οποίων αγωνίστηκαν φωτισμένα πνεύματα, ήδη απ’ αυτή την προχριστιανική αρχαιότητα. Πρώτος ο Σόλωνας με ειδικά νομοθετικά μέτρα, τα οποία έλαβε, απαγόρευσε τους επιτηδευμένους θρήνους, ιδιαίτερα των γυναικών, και τιμωρώντας τους παραβάτες προσεπάθησε να καταστήσει τους πολίτες «περί τα πένθη πραότερους…το σκληρόν αφελών και το βαρβαρικόν». Ο Πλάτωνας επίσης θεωρεί ότι επιβάλλεται μεν να χύνουμε δάκρυα για τους νεκρούς μας, οι πολιτικοί όμως νόμοι θα πρέπει να απαγορεύουν τους γοερούς θρήνους έξω από την οικία τους. Και ο Ξενοφών μάς πληροφορεί για παρόμοια στάση των εφόρων της Σπάρτης οι οποίοι, όταν έμαθαν για το θάνατο πολλών στρατιωτών σε μια μάχη κοντά στη Θήβα, παρήγγειλαν στις γυναίκες «μη ποιείν κραυγήν, αλλά σιγή το πάθος φέρειν».

Στην καταστολή των υπερβολικών θρήνων συνετέλεσε και η ανάπτυξη της ιδέας ότι οι πολλοί θρήνοι ενοχλούν τους νεκρούς. Έτσι πάλι ο Πλάτωνας εμφανίζει τους νεκρούς να παραγγέλλουν στους ζώντες ότι «ου θρηνούντες, ουδέ ολοφυρόμενοι ημάς ημίν μάλιστα χαριούνται». Και ο Στοβαίος τονίζει· «λύπη υπέρ το δέον χωρούσα, αχαριστία έστι προς δαίμονας χθόνιους». Ως αχαριστία προς τους χθόνιους δαίμονες θεωρεί και ο μυθικός Χαρώνδας την υπέρμετρη λύπη. Ενώ ο σαρκαστικός Λουκιανός επισημαίνει ότι όλη αυτή η περί τους θρήνους αμετρία των γυναικών δεν ωφελεί σε τίποτε τους νεκρούς, αφού γίνεται συχνά για επίδειξη.

Συνεχίζεται…