Νίκος Καββαδίας, Ο ασυρματιστής ποιητής

13 Φεβρουαρίου 2012

Ένα σημαντικό μέρος της νεοελληνικής λογοτεχνίας κατέχει η θάλασσα.  Θα μπορούσε να πει κανείς ότι δεν υπάρχει Έλληνας ποιητής ή πεζογράφος, που να μην έχει αναφερθεί στο έργο του στη θάλασσα, που να μην έχει αποτελέσει γι’ αυτόν είτε πηγή έμπνευσης είτε σκηνοθετικό πλαίσιο.  Για τον Νίκο Καββαδία (φέτος συμπληρώνονται 37 χρόνια από το θάνατό του), η θάλασσα είναι ένας μαγικός κόσμος από την οποία αντλεί δύναμη αλλά και αγάπη για τον άνθρωπο.

Ο Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε το 1910 στην πόλη της Μαντζουρίας από γονείς Κεφαλλονίτες.  Μετοίκισε με την οικογένειά του στον Πειραιά το 1921.  Εκεί ο Καββαδίας θα πάει σχολείο.  Συμμαθητές του υπήρξαν ο Γιάννης Τσαρούχης και ο πατήρ Γεώργιος Πυρουνάκης.  Μαθητής του δημοτικού έγραψε τα πρώτα του ποιήματα.  Αμέσως μετά το θάνατο του πατέρα του μπαρκάρισε ναύτης σε φορτηγό πλοίο.  Το 1939 παίρνει το δίπλωμα του ασυρματιστή.  Πολέμησε στην Αλβανία στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και μετά το 1944 ως ασυρματιστής ξαναμπάρκαρε και γύρισε σχεδόν ολόκληρο τον κόσμο, αντλώντας εμπειρίες και υλικό για τα ποιήματά του. Πέθανε από εγκεφαλικό στις 10 Φεβρουαρίου του 1975.   Τα ποιήματά του έχουν πλαίσιο τη θάλασσα και θέμα τη σκληρή ζωή των ναυτικών.  Η μελοποίηση πολλών ποιημάτων του τον έκανε πολύ αγαπητό και δημοφιλή στο  κοινό.  Ο Νίκος Καββαδίας έγραψε τρεις ποιητικές συλλογές (1933 «Μαραμπού», 1947 «Πούσι», 1975 «Τραβέρσο»), ένα μυθιστόρημα (1954 «Βάρδια») και τρία μικρά πεζά («Λι», «Του πολέμου», «Στο άλογό μου».  Το σύνολο του έργου του κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα.

Για τον Νίκο Καββαδία και το έργο του έχουν γράψει πολλοί.  Επιλέξαμε τον πρόσφατα βραβευμένο Ντίνο Χριστιανόπουλο, ο οποίος θα πει ότι «η ποίηση του Καβαδία έχει την ίδια ποιότητα και πυκνότητα με την ποίηση του Καβάφη»,  και δύο άλλα κείμενα του Στρατή Τσίρκα ο οποίος σημείωνε ότι «ο Καββαδίας έδωσε με την ποίησή του ένα νέο ρίγος και μια νέα διάσταση, ρωμέικη αλλά δίχως στενόκαρδα σύνορα» και του Ηλία Κεφάλα που έγραφε ότι «η γνώση της γλώσσας των ναυτικών, η υιοθέτηση της ψυχοσύνθεσής τους και η χρήση των κωδικών επικοινωνίας τους προσδίδει στην ποίησή του έναν χαρακτήρα μοναδικότητας που δεν επαναλαμβάνεται σε άλλον ποιητή».

Επιλέξαμε το ποίημα «Οι προσευχές των ναυτικών» του Νίκου Καββαδία.  Σ’ αυτό κυριαρχεί το συναίσθημα της θρησκευτικής κατάνυξης, που κορυφώνεται στο τέλος του ποιήματος με την προσευχή των Ελλήνων.  Η εικόνα του Έλληνα ναυτικού είναι μία εικόνα βασανισμένου ανθρώπου, στα χείλη του οποίου ο ποιητής βάζει την πιο γνωστή προσευχή: το Πάτερ Ημών.  Μες τη νύχτα ο ναυτικός σταυρώνει το προσκέφαλό του και επικαλείται την προστασία του Θεού.  Παρατηρούμε ότι ο ποιητής στέκεται και σε άλλους λαούς και άλλες θρησκείες.  Περιγράφει τις προσευχές των πιστών (πως προσεύχονται, ποιον επικαλούνται).  Είναι μία σειρά εικόνων που φανερώνει πως όλοι οι ναυτικοί, όπου γης, τι κι αν έχουν διαφορετικές θρησκείες ή προέρχονται από διαφορετικές παραδόσεις, νιώθουν την ανάγκη για άνωθεν βοήθεια, προστασία και αγάπη. 

Κατερίνα Χουζούρη

…………………………………

«Τα λίγα μα διαλεχτά ποιήματά του – 36 όλα κι όλα, ή μάλλον 37, αν προσθέσουμε και το «Ήθελα…», που δεν υπάρχει παρά μόνο στην Ανθολογία του Αποστολίδη– δεν έχουν ούτε μια λέξη περιττή, ούτε μια ομοιοκαταληξία τυχαία, ούτε ένα στίχο παραπανίσιο. Καρπός μεγάλης στιχουργικής ευχέρειας αλλά και επίμονης τεχνικής επεξεργασίας, τα ποιήματά του είναι ολοκληρωμένα και με μελετημένες λεπτομέρειες. Όσο κι αν ξαφνιάζουν στην αρχή, γρήγορα συγκινούν και κερδίζουν. Γιατί στέκουν ανάμεσα στην παράδοση και το μοντέρνο, και η διπλή αυτή ιδιότητα τα κάνει γοητευτικά.
Και κάτι άλλο ακόμα. Όσο κι αν φαίνεται τολμηρό αυτό που θα πω, η ποίηση του Καββαδία έχει την ίδια ποιότητα και πυκνότητα με την ποίηση του Καβάφη –τουλάχιστον ως προς την τέχνη. Πράγματι, ενώ από τους άλλους μας ποιητές μπορεί κανείς να διαλέξει εύκολα τα δυο τρία καλύτερα ποιήματά τους, από τον Καβάφη και τον Καββαδία δεν ξέρεις τι να πρωτοδιαλέξεις –και να σκεφτεί κανείς πως ούτε ο ένας ούτε ο άλλος πήραν ποτέ τους κανένα βραβείο! Γι’ αυτό, όταν κατακάτσει ο κουρνιαχτός από τους πολυδιαφημισμένους ποιητές μας κι όταν οι μοντέρνοι μας πάθουν καθίζηση, ο Καββαδίας θα εξακολουθήσει αβίαστα και με το δίκιο του να επιζεί».

Ντίνος Χριστιανόπουλος, «Νίκος Καββαδίας», Διαγώνιος 1975, σ. 74. Παρατίθεται στο Τάσος Κόρφης, ό.π. σσ. 161-162.

……………………………………….

«Εκείνο που κατόρθωσε ο Νίκος Καββαδίας και θα μείνει αιώνια κληρονομιά στα γράμματά μας είναι τούτο. Στην ελληνική δίψα της θαλασσινής αναζήτησης για την προσέγγιση της ψυχής με την απέραντη ομορφιά του ανθρώπου και της φύσης, για τη χαρά και τον εξευγενισμό τους, έδωσε με την ποίησή του ένα νέο ρίγος και μια νέα διάσταση, ρωμέικη αλλά δίχως στενόκαρδα σύνορα. Γι’ αυτό οι νέοι του τόπου του, αγόρια και κορίτσια, που επάνω τους ακούμπησε τις ελπίδες του και που, με τη σειρά τους, αγάπησαν με πάθος το έργο του και τον άνθρωπο του έργου, θα τον έχουν πάντα μπρος στα μάτια τους όπως τους φάρους που τραγούδησε».

Στρατής Τσίρκας, Το Βήμα, 12 Φεβρ. 1975.

…………………………………

«Ο Νίκος Καββαδίας ξεκίνησε ανιχνεύοντας τον ποιητικό του ορίζοντα κάτω από την επίδραση των μελαγχολικών ποιητών Καρυωτάκη, Ουράνη και Μπωντλαίρ. Το λαϊκό του υπόστρωμα και η σπάνια αίσθηση της επιλογής των πιο εκλεκτών στοιχείων στη χρήση της εικόνας και της γλώσσας έχουν σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός λαμπικαρισμένου ποιητικού καθρέφτη, μέσα στον οποίο δεσπόζει η απλότητα, η σαφήνεια και η ευστοχία της κατάδειξης και μετάδοσης των νοημάτων του. Η υψηλή ποιότητα των ποιητικών του συμβόλων αναδεικνύει τη νεορρομαντική και νεοσυμβολιστική του διάθεση ως προτέρημα και επίτευγμα. Η γνώση της γλώσσας των ναυτικών, η υιοθέτηση της ψυχοσύνθεσής τους και η χρήση των κωδικών επικοινωνίας τους προσδίδει στην ποίησή του έναν χαρακτήρα μοναδικότητας που δεν επαναλαμβάνεται σε άλλον ποιητή. Ξεπερνάει την πλήξη του Ουράνη, την αιτιώδη σχέση των πραγμάτων στον Καρυωτάκη, την αβυσσαλέα τάση φυγής του Μπωντλαίρ και με έναν απλό και φυσιολογικό τρόπο η ποίησή του μας μεταφέρει στη μαγεία ενός τόσου γνώριμου και άλλο τόσου απροσδιόριστου αλλού.
Το Πούσι (1947) είναι η πιο άρτια συλλογή του, τεχνικά άψογη και ποιητικά απέριττη. Η αγωνία της φυγής μάς ενώνει εδώ με το άγχος ενός μόλις πραγματοποιήσιμου ονείρου. Η ποίηση μάς γνωρίζει με αυτό που κατά βάθος επιθυμείται και που, ταυτόχρονα, συνάγεται ως ηθικό δέον και ως μυστικώς επιθυμούμενο. Η ποίηση γίνεται αποκάλυψη μιας μύχιας λαχτάρας για έναν αψεγάδιαστο, αλλά τόσο ανθρώπινο και λιτό κόσμο. Καθαρή γλώσσα, ευγενικό συναίσθημα, λεπτό και, κάποτε, πικρό χιούμορ και, πάνω απ’ όλα, κοφτερή τεχνική σε ρυθμό και μέτρο, με ζυγισμένες τροχαϊκές και ιαμβικές ανάσες, με επιτεύξεις σπάνιας ομοιοκαταληξίας, με τόλμη στην έκφραση και την κρυπτική καταφυγή. Οι εικαστικές εξακτινώσεις των ποιημάτων του και τα αντιτιθέμενα εικονικά σύνολα δημιουργούν μιαν ανυπέρβλητη φαντασμαγορία, που παραμένει βαθιά χαραγμένη στην αναγνωστική μας μνήμη».

Ηλίας Κεφάλας, Ευθύνη, τχ. 394/2004, σσ. 504-505.      

………………………………………

Ο προσευχς τν ναυτικν

Στν Θανάση Καραβία

Ο Γιαπωνέζοι ναυτικοί, προτο ν κοιμηθον,
βρίσκουν στ
ν πλώρη μία γωνι πο δν πηγαίνουν λλοι
κι
ρα πολλ προσεύχονται, βουβοί, γονατιστο
μπρς σ᾿ἕνα Βούδα κίτρινο πο σκύβει τ κεφάλι.

Κάτι μακριὰὡς τ πόδια τους φορώντας νυχτικά,
μασώντας ο
ἱὠχροκίτρινοι μικρο κινέζοι ρύζι,
προφέρουνε μ
τν ψιλ φωνή τους προσευχς
κοιτάζοντας μία χάλκινη παγόδα πο
καπνίζει.

Ο Κούληδες μ τ βαριὰὠχροκίτρινη μορφ
βαστν σκυφτο τ γόνατα κοιτώντας πάντα κάτου,
κι ο
ἱἈράπηδες σιγοκουνν τ σμα ρυθμικά,
κατάρες μουρμουρίζοντας
νάντια το θανάτου.

Ο Ερωπαοι τ χέρια τους κρατώντας νοιχτά,
κστατικ προσεύχονται γεμάτοι πὸἱκεσία,
κα
ψάλλουνε καθολικς δς μουρμουριστά,
πο
ὺἐμάθαν ταν πήγαιναν μικρο στν κκλησία.

Κα οἱἝλληνες, μ τ μορφ τ βασανιστική,
π συνήθεια κάνουνε, πρν πέσουν, τ σταυρό τους
κι
ρχίζοντας μ σιγαν φων «Πάτερ μν…»
τ
μακρουλ σταυρώνουνε λερ προσκέφαλό τους.

Νίκος Καββαδίας