Η ώρα της ιστορίας
25 Μαρτίου 2012Σε μίαν ώρα που κανείς δεν ξέρει, σε μια στιγμή που μόνο ο Θεός ορίζει, μέσα στο ναό της Ιστορίας σημαίνει ξαφνικά η βαθειά καμπάνα της Μοίρας πάνω στα ριζικά των λαών. Τότε τα άτομα πού αποτελούν την εθνικήν ολότητα, πειούν θεληματικά ένα μεγάλο μέρος από τα πιο ακριβά προνόμιά τους, αυτά ίσα-ίσα πού κατοχυρώνουν τη μονάδα μέσα στο κοινωνικό σύνολο. Όλοι τότες, υποταγμένοι σε μίαν ακατανίκητη κεντρομόλο δύναμη, αναζητούν τον πυρήνα της ομογένειας, πυκνώνουνται γύρω εκεί, για να δώσουν, όσο γίνεται πιο υπεύθυνα, το μεγάλο «παρών» της φυλής, μπροστά στο κάλεσμα της Μοίρας. Μια φυλή, ένα έθνος, ένας λαός, είναι προικισμένα με βιολογικά νειάτα τόσο περισσότερο, όσο πιο γρήγορα και πιο αποτελεσματικά θα μπορέσουν να κάνουν τη σωτήρια προσαρμογή, από το άτομο στην ομαδική ολότητα.
Σαν γίνει αυτό, τότες πιά η φυλή, οπλισμένη με όλα τα ψυχικά και ζωϊκά της χαρίσματα, παίρνει την ιστορική της φυσιογνωμία και από μία σκόνη ατόμων, πού ήταν πριν, γίνεται ξαφνικά μια πελώρια ενιαία μορφή, εμψυχωμένη από μία μοναδική θέληση. Αναπνέει μέσα ως ένας ολάκερος λαός, μ΄ ένα στήθος πελώριο, και το ρυθμό στις πράξεις και στους λογισμούς τους, τον δίνει μία
θεόρατη καρδιά με το σφυροκόπημα του ρυθμού της.
Μόνο στους λαούς πού ‘ναι γερασμένοι βιολογικά, βλέπουμε τα άτομα και τις μικρές ομάδες, να τραβάνε παραζαλισμένα, το καθένα το δρόμο του, μπροστά στην κρίσιμη ώρα, όταν επίσημα θα βαρέσει η βαριά καμπάνα της Μοίρας.
Αυτή η ομοθυμία των δέκα εκατομμυρίων Ελλήνων, με την οποίαν αντίκρυσαν το φοβερό γεγονός του πολέμου, είναι θαρρώ το πιο σπουδαίο φαινόμενο μέσα στην ιστορία του έθνους μας ολόκληρη. Η Ελλάδα σύσσωμη, σύψυχη, στάθηκε μπροστά στο ανοιχτό βιβλίο της Μοίρας και υπαγορεύει το νέο κεφάλαιο της ιστορίας της.
Δεν έγινε αυτό με εξαναγκασμούς ούτε με φοβέρες. Τα δέκα εκατομμύρια των Ελλήνων πρόσφεραν τους πληγωμένους εγωισμούς των, τις φιλοδοξίες και τα μίση και τα πάθη τους τα πολιτικά, και τους προσωπικούς φθόvoυς και τις ματαιοδοξίες τους, πρόσφεραν τις κοσμοθεωρίες και τις διαφωνίες τους και τις αυτάρεσκειές τους, πρόσφεραν τις ελευθερίες τους στο βωμό της Ελλάδας, με τον ίδιο τρόπο πού τα ζευγάρια πρόσφεραν τις χρυσές βέρες τους και οι πτωχές υπηρέτριες τις οικονομίες τους. Έτσι οι πεντακόσιες χιλιάδες των στρατευμένων νέων πρόσφεραν τα νειάτα και τη ζωή τους. Όλοι με λεύτερη τη θέληση, όλοι από το περίσσευμα της Καρδιάς.
Αυτό το θάμα δεν είναι η πρώτη φορά πού γίνεται μέσα στην ιστορία της φυλή. Δε θα ‘ναι και η στερνή. Γιατί η Ελλάδα, μέσα στο προνομιούχο κύτταρο της, είναι ένας αιώνια νέος και ολοζώντανος οργανισμός. Είναι η ίδια η έννοια της νιότης, ενσαρκωμένη σε μία ράτσα εύστροφη, ευφάνταστη, γεμάτη πείσμα και γοητευτική τρέλα.
Απ’ την άλλη μεριά των συνόρων μας χτυπά ένας λαός 45 εκατομμυρίων. Τον νικούμε γιατί είμαστε μία φυλή αρσενική και λεύτερη, κι είναι μία φυλή από 45 εκατομμύρια σκλάβοι.
Είναι ένας αγώνας άνισος αυτός και οι λαοί του κόσμου, οχτροί και φίλοι και αδιάφοροι, τον παρακολουθούν με κατάπληξη. Ποιό θα ‘ναι το τέλος του;
Ελάχιστα ενδιαφέρει αυτό το τέλος. Ολάκερη η δικαίωσή μας στέκεται στην αρχή. Το πως όλοι μαζί κάναμε τον πόλεμο, αυτό είναι η νίκη της φυλής. Όλα τ΄ άλλα είναι μηχανολογία. Και δεν είναι μόνο μία πράξη τιμής ετούτη η ομόψυχη ενέργεια. Είναι ακόμα μία πράξη υγείας και μία πράξη φαντασίας. Μόνο ένας οργανισμός πλημμυρισμένος από τη χαρά και τη δόξα της ζωής έχει τη δύναμη να ορμά προς τη θυσία με τόσο κέφι. Και μόνο ένας λαός με ισχυρή φαντασία, μπορεί να εξαρθεί πάνω από το υλικό βάρος των ατομικών συμφερόντων και να χυμήξει με τέτοια αποκοτιά, με ανοιχτές τις φτερούγες προς την αναμμένη φλόγα.
Σήμερα στεκόμαστε στην υψηλότατη κορφή της ιστορίας μας. Εκεί πού ο αέρας είναι αμβροσία. Μπορούμε σήμερα να δεχτούμε τον Αισχύλο κοντά μας, δίχως να μας ταπεινώσει ο μεγάλος και ιερός ίσκιος του.
Και είναι μία υπεράνθρωπη χαρά για κάθε πνευματικό άνθρωπο, να μπορέσει να σταθεί με ασφάλεια και με επίγνωση σε τούτη την επικίνδυνη θέση, όπου το χώμα είναι σφραγισμένο από τα βήματα των θεών και των ηρώων. Να σταθεί με τη συνείδηση φωτισμένη από το μεγάλο ήλιο της φυλής, φωτισμένη ως τα βαθειά, έτσι όπως φωτίζεται ο καθάριος βυθός της θάλασσας, όταν τον χτυπάει κάθετα ο ήλιος, και ξεχωρίζει μέσα να γαλανίζουν λογής-λογής πετράδια και νερολούλουδα.
Όρθιος πάνω στη βίγλα της επίσημης ώρας, γεμάτος από ολάκερο το παρελθόν της φυλής, γεμάτος από όλο το νόημα της Ελληνικής Γης, πού γέννημα και φύτρο της είναι ο καθένας μας, έργο του ήλιου της και του χώματος και της θάλασσάς της. Να σταθεί ο καθένας μας δικαιωμένος και ήσυχος μπρος σ’ οτιδήποτε κι αν πρόκειται να συμβεί. Φτάνει αυτό να ‘ναι μέσα στο Νόμο της Ιστορίας της φυλής, πού αυτός προστάζει και εμείς πράττουμε. Να σταθεί ευτυχισμένος και να αναπνεύσει με όλο του το στήθος τον αέρα των ελληνικών αιώνων, πού ‘ναι μεθυστικός σαν κρασί, γιατί είναι γεμάτος από σπέρματα ζωής, από τραγούδια και μύθους και φαντασίες.
Ο καθένας να σταθεί έτσι με τη ψυχή γυμνή μπροστά στο Θεό, ώσπου να αισθανθεί την ασήμαντη μονάδα της ύπαρξής του απόλυτα ενσωματωμένη μέσα στην αιώνια μορφή της φυλής, αιώνιος και αυτός μαζί της.
Γιατί σήμερα μέσα στον καθένα μας υπάρχει ολάκερη η Ελλάδα, ζει μέσα μας με όλους τους αιώνες της ιστορίας της, κοιτάζει μεσ’ από τα μάτια μας με όλους τους ήρωές της, χορεύει μέσα στη φαντασία μας με όλα τα χρώματα, τους ήχους και τις γραμμές της.
Αν όλοι μπορέσουμε να φωτίσουμε την πράξη του πολέμου πού πολεμούμε με αυτό το ήρεμο και σταθερό φως, δεν υπάρχει φόβος να λυγίσει κανένα γόνατο, ως το τέλος. Αυτό το φως, το «ιλαρόν φως», πού λέει η Εκκλησία, είναι κείνο πού έκαμε και κάνει όλους τους ήρωες της πανανθρώπινης ιστορίας να τραβάνε χαμογελαστοί το δρόμο της αποστολής τους, με τόση ασφάλεια, με τόση χάρη.
πηγή: Περιοδικό «Νέα Εστία», τεύχος 334, 15 Νοεμβρίου 1940
αναδημοσίευση από: «Πειραϊκή Εκκλησία» – Μηνιαίο Περιοδικό Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς, Έτος 18ο, Αριθμός Φύλλου 208, Οκτώβριος 2009.