Ησυχαστική Θεολογία

15 Μαρτίου 2012

Ο Ησυχασμός δεν αποτελεί εποχικό ή περιθωριακό φαινόμενο της ιστορίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αλλά συνιστά κεντρικό άξονα της μοναχικής παραδόσεώς της και σφραγίζει διαχρονικά το χαρακτήρα της πνευματικής της ζωής. Ήδη, από τους πρώτους αιώνες της ιστορίας της Εκκλησίας η έννοια της ησυχίας συνδέθηκε με την αποδέσμευση του ανθρώπου από την αγωνιώδη μέριμνα και ταραχή του κόσμου και την επιστροφή του προς το Θεό.

 

Η ησυχία δεν είναι πλαδαρότητα ή ακινησία, αλλά αφύπνιση και έντονη ενεργοποίηση στο επίπεδο της πνευματικής ζωής. Είναι μια εσωτερική ανασύνταξη και επανατοποθέτηση, που καλλιεργείται με την περισυλλογή, την αυτοσυγκέντρωση, την προσευχή και την κοινωνία με το Θεό, Και η ησυχαστική ζωή, που καλλιεργείται με τη φυγή στην έρημο, δεν εκφράζει αποστροφή προς τον κόσμο, αλλά προσήλωση στην αγάπη του Θεού. Ο ησυχαστής απομονώνεται στην έρημο, για να χωρέσει μέσα του ολόκληρο τον κόσμο. Η ησυχαστική όμως ζωή μπορεί να καλλιεργηθεί ως ένα βαθμό και μέσα στις πόλεις, όπως βεβαιώνει η ιστορία της Ορθοδοξίας. Ο πατέρας του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά Κωνσταντίνος ζούσε ησυχαστική ζωή μέσα στην Κωνσταντινούπολη ως συγκλητικός και μέλος της αυτοκρατορικής αυλής. Εκείνο που απαιτεί η ζωή αυτή είναι η αποδέσμευση από την εμπαθή προσήλωση στον κόσμο και η πλήρης αναφορά στο Θεό.

Προσήλωση

Κεντρική θέση στον ησυχασμό έχει η νοερά ή καρδιακή προσευχή, που πραγματοποιείται με την επίκληση του ονόματος του Χριστού: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ε¬λέησόν με». Η προσευχή αυτή με τη συντομία της βοηθάει στην αυτοσυγκέντρωση και στην απερίσπαστη προσήλωση στο Θεό, Με τη συνεχή επανάληψή της και με τη χάρη του Θεού η προσευχή μεταφέρεται σταδιακά από τα χείλη στην καρδιά του ανθρώπου.

Όπως γράφει ένας από τους ησυχαστές θεολόγους, ο όσιος Ιωάννης ο Σιναΐτης, η επίκληση του ονόματος του Ιησού αποτελεί το κυριότερο όπλο του πιστού στον αγώνα του εναντίον του πονηρού: «Ιησού ονόματι μάστιζε πολεμίους· ου γαρ έστιν εν τω ουρανώ και επί γης ισχυρότερον όπλον» (Κλίμαξ 21, ΡG 88,9450). Με την προσευχή αυτή αντιμετωπίζει ο πιστός τους πειρασμούς και καταπολεμεί τα πάθη. Και όταν η προσευχή ριζώσει στην καρδιά, ξεριζώνονται τα πάθη και ο άνθρωπος ειρηνεύει με το Θεό και ελευθερώνεται.

Ο ησυχασμός πολεμήθηκε έντονα τον δέκατο τέταρτο αιώνα από τον ελληνικής καταγωγής μοναχό Βαρλαάμ, που ήρθε από την Καλαβρία της Ιταλίας στην Κωνσταντινούπολη και τη Θεσσαλονίκη. Την πολεμική του Βαρλαάμ και των ομοφρόνων του ανέτρεψε ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο οποίος και πρόβαλε τη θεολογική θεμελίωση της ησυχαστικής ζωής. Έτσι ο ησυχασμός και η ησυχαστική θεολογία συνδέθηκαν στενότερα με το όνομα του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και με την εποχή του.

Στους κορυφαίους εκπροσώπους της ησυχαστικής θεολογίας που αναπτύχθηκε ως την εποχή του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά συγκαταλέγονται ο όσιος Μακάριος ο Αιγύπτιος, ο μοναχός Ευάγριος, ο όσιος Μάρκος ο ασκητής, ο Διάδοχος επίσκοπος Φωτικής, ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, ο όσιος Ιωάννης ο Σιναΐτης, ο όσιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, ο όσιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης κ.ά.

Σκοπός του ησυχασμού είναι να οδηγήσει τον άνθρωπο σε προσωπική σχέση και κοινωνία με το Θεό. Για να πραγματοποιηθεί, όμως, αυτό χρειάζεται να επιστρέψει ο άνθρωπος στον εαυτό του. Χρειάζεται να απαγκιστρωθεί από την αλλοτριωτική εξωστρέφεια και την προσκόλλησή του στον κόσμο και να αναζητήσει την εσωτερική του ενότητα και καθαρότητα. Μόνο έτσι μπορεί να αποκατασταθεί ως δημιούργημα «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» Θεού και να καθρεφτίσει μεσάτου τον όντως Όντα Θεό.

Σε τελική ανάλυση δηλαδή ο ησυχασμός δεν επιδιώκει τίποτε άλλο, παρά να επαναφέρει τον άνθρωπο στη φυσική του κατάσταση. Να τον αποκαταστήσει δηλαδή στην κατάσταση εκείνη, όπου είναι δυνατή και η τήρηση των εντολών του Θεού. Οι εντολές αυτές, που συνοψίζονται από το Χριστό στη διπλή εντολή της αγάπης («αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της ισχύος σου και εξ όλης της διανοίας σου, και τον πλησίον σου ως σεαυτόν» Λουκ. 10,27), ζητούν από τον άνθρωπο να στρέψει προς το Θεό και τον πλησίον του ολόκληρη την ύπαρξή του. Πώς όμως, μπορεί να το κάνει αυτό, αν δεν απαγκιστρωθεί από την προσκόλλησή του στον κόσμο και δεν απαλλαγεί από τη διάσπαση στην οποία βρίσκεται; Πώς μπορεί να δώσει ολόκληρη την καρδιά και το νου και την ψυχή του, και ολόκληρη γενικά την ύπαρξή του στο Θεό, και πώς μπορεί να αγαπήσει τον πλησίον του όπως τον εαυτό του, όταν ο ίδιος είναι μοιρασμένος και αιχμαλωτισμένος σε πάθη και επιθυμίες;

Χαρακτήρας

Η ησυχαστική θεολογία, ως ορθόδοξη θεολογία, έχει εμπειρικό χαρακτήρα. Ενώνει τη γνώση με τη ζωή. Έτσι, στηρίζει και εμπνέει τη ζωή. Η θεολογία αυτή αποτέλεσε το στήριγμα και την ανακαινιστική πνοή της Ορθοδοξίας κατά την περίοδο που ακολούθησε και ως σήμερα, όχι μόνο στον ελληνικό αλλά και στον σλαβικό κόσμο. Σ’ αυτή στηρίχθηκε το ορθόδοξο γένος κατά τη μακραίωνη περίοδο της δουλείας και αυτή ενέπνευσε το πλήθος των Νεομαρτύρων. Η περίφημη «Φιλοκαλία των ιερών νηπτικών», που δημο¬σιεύθηκε το 1782 από τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη και περιέχει συλλογή βασικών κειμένων ησυχαστικού περιεχομένου, είχε τεράστια απήχηση. Μεταφράστηκε σύντομα στη σλαβωνική γλώσσα και αποτέλεσε την πυξίδα της πνευματικής ζωής μοναχών και λαϊκών σε ολόκληρη την Ορθοδοξία.

Παράδοση

Η ησυχία, που καλλιέργησε ιδιαίτερα ο ορθόδοξος μοναχισμός, δεν περιοριζόταν στις έρημους, αλλά εισχωρούσε και στην καθημερινή ζωή των πιοτών μέσα στον κόσμο. Αυτό βεβαιώνεται σε ολόκληρη την παράδοση της Ορθοδοξίας. Ιδιαίτερα όμως επίκαιρη και επιτακτική γίνεται η ησυχαστική παράδοση στην ταραγμένη εποχή μας. Αυτή μπορεί να βοηθήσει τον ανήσυχο και κουρασμένο άνθρωπο να βρει την ηρεμία και την ψυχική του υγεία. Να βρει το νόημα και την πληρότητα της ζωής του.

Αν ο άνθρωπος δεν επιστρέψει στον εαυτό του, δεν μπορεί να βρει ούτε το Θεό ούτε την αληθινή ταυτότητα του, Σε όποιον γνωρίζει τον εαυτό του, σημειώνει ένας ασκητικός συγγραφέας, «η γνώσις των πάντων δίδοται» (Ισαάκ Σύρου, Λόγος 16, εκδ. 1. Σπετσιέρη, Αθήναι 1985, σ. 58). Επιστρέφοντας ο άνθρωπος στον εαυτό του και ανακαλύπτοντας την εικόνα του Θεού που υπάρχει μέσα του, οδηγείται στο αρχέτυπο της υπάρξεώς του, στο Δημιουργό του σύμπαντος κόσμου. Το φως του Χριστού απομακρύνει τη σύγχυση και την ακαταστασία από την ψυχή του ανθρώπου και φανερώνει την «κστ’ εικόνα Θεού» υπόστασή του.

Πηγή: Η Καθημερινή. «Επτά ημέρες». Αφιέρωμα: Η Βυζαντινή Θεσσαλονίκη, 25 Δεκεμβρίου 1992, σ.8.