Ο Αυτοκτόνος (1954)

12 Μαρτίου 2012

(Ανολοκλήρωτο)

Την πρωίαν εκείνην της Κυριακής, εάν τυχόν συνήντων τον Σακελλάριον οι εσπερινοί φίλοι του, ο μακαρίτης ο Τζώρτζης, ο Κ. και ο Π., δεν ήθελον τον γνωρίσει.

Είχε κόψει το γένειον. Αλλά την προλαβούσαν νύκτα είχε κοιμηθή· διανυκτερεύσει‚ εις ένα φούρνον παρά τας φυλακάς Τριγγέτα.

Περί την μίαν μετά τα μεσάνυκτα, οσάκις δεν τους εύρισκεν η ημέρα εις το πρώην καφενείον Θ., το μένον ανοικτόν δι  ὅλης της νυκτός, κατέβαινεν έως εκεί ο Τζώρτζης και η συντροφία, εκτύπων την θύραν του φούρνου, αγόραζαν δύο η τρία ζεστά κουλούρια και ηύχοντο την καλήν νύκτα εις αλλήλους και απεχωρίζοντο.

Εκ τούτου ο Σακελλάριος ήτο γνωστός εις τον Ζήσον, υψηλόν, μελαψόν νεανίαν, και όταν την εσπέραν τον παρεκάλεσε να διανυκτερεύση εκεί, ούτος του το επέτρεψεν. Αλλά δια ν  ἀποφασίσῃ να πάρη και την εντροπήν αυτήν, ο πτωχός Σακελλάριος εχρειάσθη να κάμη ακόμη ένα περίπατον εις την μικράν πλατείαν, αφού απεχαιρέτισε τους φίλους του.

Εχρειάσθη να ξυραφίση το γένειον, πρώτην φοράν εις την ζωήν του. Πως του ήλθε τάχα; Προς τούτο υπήγεν εις του Νικολάκη του κουρέως και του είπε να τον ξυραφίσουν. Ήτο δε ο Σακελλάριος αλλοδαπός.

Εκαληνύκτισε τον Νικολάκην και απήλθε. Τότε ησθάνθη έτι δριμύτερον το ψύχος του Φεβρουαρίου και έσπευσεν έξωθεν εις τον φούρνον, έκρουσεν εκ νέου την θύραν, μόνος του την φοράν αυτήν και λέγων: «Ανοίξατε!…» Ο αρτοποιός εγνώρισε, φαίνεται, του Σακελλαρίου την φωνήν και ήνοιξε την θύραν.

― Ζήσο, θέλεις να μείνω εδώ έως το πρωί; του είπεν ο Σακελλάριος. Γιατί, αν βαρυκοιμηθώ, δεν θα ημπορέσω να πάω στην εκκλησία.

― Μείνε, είπεν ο Ζήσος.

Ο Σακελλάριος ελθών εκάθισε παρά το στόμιον του φούρνου το πλάγιον, όπου έλαμπεν η κάμινος και ευεργετική ήτο η θερμότης.

― Είσαι ακόμα στην εκκλησιά δάσκαλος; είπεν ο Ζήσος. Γιατί την απερασμένη Κυριακή δεν σε είδα.

― Είμαι και δεν είμαι, απήντησεν ο Σακελλάριος.

Ο αγαθός Ηπειρώτης, ως να είχε μαντεύσει, ότι ο παράδοξος επισκέπτης του επείνα, του εποίησε σολμύριον* να μασήση. Αλλ  ὁ βοηθός του αρτοποιού, ο μπαρμπα-Σταύρος, γυμνόστερνος, κοκκινόλαιμος, κοκκινόξανθος γέρων, ως να είχε τα χρόνια ρόδισμα του φούρνου, εβδομήκοντα οκτώ ετών, ζωηρός, εύθυμος, ένευσε προς τον Ζήσον, εκτελών μιμικόν πλήκτρον οργάνου επί της κοιλίας και εμορμύρισε: «Καραϊσκάκη μ  ἀρχηγέ!»

Ευτυχώς ο Σακελλάριος δεν ήκουσε και δεν εννόησε την λέξιν και το πράγμα.

Αλλ  ὁ μπαρμπα-Σταύρος, αφού έθυσεν, ως άφευκτον, εις την πονηρίαν, ησθάνθη αμέσως τύψιν και ηθέλησε να περιποιηθή τον Σακελλάριον. Κύψας δε εις το αμπάρι, ανέλαβε μικράν φιάλην, σώζουσαν σταγόνας τινάς οίνου, και εγχύσας εις ποτήριον, το προσέφερεν εις τον νέον.

― Δεν πίνεις ένα κρασάκι, κυρ δάσκαλε; του λέγει.

Ο Σακελλάριος ήθελε να αποποιηθή κατά τινα τρόπον, και όμως εδέχθη. Έπιε τον ολίγον ρητινίτην και ευχαρίστησε τον γέροντα υπηρέτην.

― Κουράγιο, πατρίδα! Κουράγιο, αδελφέ, του λέγει ο μπαρμπα-Σταύρος. Σε θέλω να είσαι ντερβίσης, έτσι θα πάρουμε και τα Γιάννενα!

Ο Σακελλάριος τον εκοίταξε μελαγχολικώς μειδιών.

― Και γιατί έκοψες τα γένεια σου; τον ηρώτησε και ο Ζήσος.

― Για να μη μου τα καψ  ὁ φούρνος!… απήντησεν ο Σακελλάριος.

Και δεν ωμίλησε πλέον. Εστήριξε την κεφαλήν εις την χείρα κ  ἐβυθίσθη εις σκέψεις, εις αναμνήσεις και ρεμβασμούς. Εφαίνετο θέλων να εντρυφήση εν τη απελπισία.

Από μιας εβδομάδος και πλέον ο Σακελλαριος εκοιμάτο εις τι ξενοδοχείον της οδού Ερμού, παρά το Μοναστηράκι. Προς τούτο κατά πάσαν νύκτα, την ώραν του αποχωρισμού, εφορολόγει πότε τον ένα, πότε τον άλλον εκ των φίλων του, από εν δίφραγκον, καθ  ἑκάστην.

Αλλά την νύκτα εκείνην ο μεν εις των φίλων του είπεν, ότι δεν είχεν, ο δε άλλος δεν είχε πράγματι.

Ο Σακελλάριος επήρε την απόφασίν του, και απεφάσισε να κοιμηθή εις τον φούρνον, αφού πρώτον επήγε να ξυρισθή, κλέψας και το ξυράφιον.

― Γιατί έκοψες τα γένεια; του είπεν ο φούρναρης.

― Για να μην τα καψ  ὁ φούρνος! απήντησεν ο Σακελλάριος. Και δεν ωμίλησε πλέον. Εστήριξε το κεφάλι εις την χείρα και εβυθίσθη εις σκέψεις, αναμνήσεις και ρεμβασμούς. Εφαίνετο θέλων να εντρυφήση εν τη απελπισία.

Ήτο λοιπόν άστεγος; Είχε δωμάτιον, αλλά που ετόλμα ο πτωχός να εισέλθη από την σπιτονοικοκυράν του. Εχρεώστει τρία ενοίκια. Επί τρεις εβδομάδας, μετά το μεσονύκτιον, πλησιάζων με παλμούς εις την αυλόπορταν, ανοικτήν μένουσαν όλην την νύκτα, καθώς όλαι αι αυλόπορται των οικιών της συνοικίας, εχουσών ενοικήτορας πολλούς, αφήρει τα χαλασμένα και σχισμένα πέδιλά του και κρατών αυτά με την αριστεράν, επάτει με τες κάλτσες, ενέβαλλε το κλείθρον με απείρους προφυλάξεις και με τόσον ολίγον κρότον, ώστε οι παλμοί της καρδίας έκαμνον κρότον μεγαλύτερον.

Άνοιγε την θύραν έσωθεν, δεν ήναπτε το φως, δεν είχεν άλλως είκοσι λεπτά δια ν  ἀγοράσῃ κηρίον, δεν εξενδύνετο, ελαφροκοιμάτο επί τρεις η τέσσαρας ώρας, και με το τρίτον λάλημα του αλέκτορος ηγείρετο, δεν ενίπτετο, ελάμβανε τα πέδιλα εις την χείρά του, εξήρχετο, εκλείδωνε την θύραν, επάτει ως λαμπάς, έτρεμεν ως κηρίον (εκ… φόβου… μήπως… αφυπνισθή) η σπιτονοικοκυρά του (η γαυγίση κανένας σκύλος), και τα χαράγματα (ως κλέπτης) έφευγε λέγων εις τον μπαρμπα-Μανώλην να του κρούση την θύραν, (δια να μη γίνη αντιληπτός ο ιδικός του κτύπος).

Ο Σακελλάριος εντρέπετο, εθύμωνεν, εντρέπετο, παρεκάλει, και τα ενοίκια δεν επληρώνοντο ποτέ.

Επί τέλους (η σπιτονοικοκυρά) του είχεν ειπεί ν  ἀδειάσῃ το δωμάτιον και τα ενοίκια του τα χαρίζει. Αλλά, δια να μετοικήση, έπρεπε να έχη τα αχθοφορικά και την απαραίτητον προκαταβολήν του πρώτου μηνός. Αλλ  ἐὰν είχε, θα επλήρωνε τα παλαιά ενοίκια . . . . . . .

Την εσπέραν εκείνην ο Σακελλάριος, όστις ουδέποτε είχε κόψει το γένειον, υπήγεν εις του Νικολάκη του κουρέως (πως του ήλθε τάχα;) και του είπε να τον ξυραφίση. Ήτο δε ο Σακελλάριος αλλοδαπός και δεν υπέκειτο εις στρατιωτικήν θητείαν δια ν  ἀναγκασθῇ να ξυραφισθή συμφώνως με τον κανονισμόν, καθώς το έπαθαν άλλοι.

Ο Νικολάκης ήτο παιδί της καρδιάς, καλός, χοβαρδάς, δερβίσης. Και ο Σακελλάριος τον είχε γνωρίσει εις το πρώην καφενείον του Θ., ανοικτόν μένον όλην την νύκτα, όπου ετέλουν παννυχίδας με το ρούμι των, με τους ναργιλέδες των και με τον μεταμεσονύκτιον πατσάν των, ο μακαρίτης ο Τζώρτζης και ο Πάνος και ο Κώστας και πολλοί άλλοι, μετ  αὐτῶν και ο Σακελλάριος.

Ο Νικολάκης, καίτοι έχων πολλήν εργασίαν, την εσπέραν εκείνην του Σαββάτου, ηπόρησεν όταν είδε τον Σακελλάριον ζητούντα να ξυραφισθή. Αλλ  ὁ Σακελλάριος του διηγήθη, ότι το κάμνει κατά συμβουλήν ιατρού. Επειδή τα γένεια τον βλάπτουν εις τα μάτια.

Ο Νικολάκης, καίτοι έχων πολλήν εργασίαν, τον εξυράφισε και όταν εις το τέλος ο Σακελλάριος, μη έχων το θάρρος να ψευσθή «δήθεν ότι δεν έχει χαλασμένα» του είπεν, ότι δεν έχει λεπτά, ο Νικολάκης, μειδιών, είπε: «δεν πειράζει!…»

Αλλ  ὁ Σακελλάριος, με τρόπον, ενώ ο κουρεύς εισήλθεν (προς στιγμήν εις το εσωτερικόν χώρισμα του μαγαζείου, το δε παιδί ησχολείτο βουρτσίζον όπισθεν τον πελάτην, αφήρεσε το ξυράφιον, το έχωσεν εις την τσέπην του, εκαληνύκτισε τον Νικολάκην και απήλθε.

Την νύκτα εκείνην ο Σακελλάριος είχε κοιμηθή εις ένα φούρνον, πλησίον των φυλακών Τριγγέτα. Περί την μίαν μετά τα μεσάνυκτα, οσάκις δεν διήρχοντο όλην την νύκτα εις το καφενείον του Θ., κατέβαινον έως εκεί ο Τζώρτζης, ο Κώστας, ο Πάνος, ο Σακελλάριος, έκρουον την θύραν του φούρνου, ηγείρετο (ο αρτοποιός, και τους έδινε τα ζεστά κουλούρια).

Ο Σακελλάριος, ο πτωχός, είχε συλλάβει το σχέδιόν του. Δεν κατεδέχετο τώρα οπού έζη ακόμη, να δώση ενόχλησιν εις τον κόσμον μετά θάνατον. «Προς τι να τους βαρύνω, τους ανθρώπους;» είπεν. «Αρκεί, ότι τους εβάρυνα ζωντανός».

Ανεμιμνήσκετο δημώδές τι ανέκδοτον, περί τινος όστις είχεν αποθάνει εις το λοιμοκαθαρτήριον, και επειδή έπρεπε να μετακομισθή εις τον τρία μίλια απέχοντα λιμενικόν σταθμόν δια να επιθεωρήση ο ιατρός το πτώμα, οι κωπηλάται, οίτινες ήλαυνον την λέμβον, μηνί Ιουλίω περί δείλην, κάθιδροι από το καύμα, γογγύζοντες, έλεγαν, εννοούντες τον νεκρόν:

― «Τώρα δα βρέθηκε κι αυτός να μας ξεπλατίση;»

Ο πτωχός Σακελλάριος δεν ήθελε να ξεπλατίση ούτε νεκροθάπτας, ούτε νεκροπομπούς, ούτε φερετραγωγούς, ούτε τους φίλους, όσοι θα επροαιρούντο ν  ἀνοίξωσι τα βαλάντια δια να συνεισφέρωσι τα έξοδα της κηδείας, ούτε τον ιερέα τον αγαθόν, όστις θα έτρεχε με το επιτραχήλιον, ήμισυ πλωτόν επ  ὤμου και με τα ράσα ανεμίζοντα, ολόκληρον (απόστασιν), οιονεί Χάρων ο χερσαίος και πορθμείον ηπειρωτικόν.

Και ενθυμείτο στίχους τινάς, ους είχεν ακούσει η αναγνώσει προ ετών, όπου εισάγεται γηραιός ιερεύς, εξορκίζων στοιχειωμένον βράχον και επιφωνών:

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .Ε! συ, ο,τι κι αν είσαι,
φάντασμα, βράχος, δαίμονας, εγώ
δεν σε φοβούμαι.
Είναι σκληρότερη από σε, σκληρότερη η
καρδιά μου.
Εις του χωριού την εκκλησιά
, πενήντα χρόνια τώρα,
το σήμαντρο της προσευχής βαρώ, πρωί και βράδυ,
πενήντα χρόνια απ  τὸ
λαιμό κρεμνώ το πετραχήλι.
Όσους
καλούς χριστιανούς, δω και πενήντα χρόνια,
το χώμα τούτο δέχτηκεν, εγώ τους έχω
θάψει.
Και με γνωρίζ  ἡ γης αυτή, καθώς γνωρίζ  ἡ
σκύλα,
το χέρι πόνα κόκκαλο, καθημερινά της ρίχνει.

Ήτο ώρα Εσπερινού. Ο Σακελλάριος εισήλθεν εις το ναΰδριον, όπου ο ιερεύς εμορμύριζε την Ενάτην, καθώς ηδύνατό τις να συμπεράνη εκ των ακουομένων φράσεων των εδαφίων, άτινα εξεχώριζαν ενίοτε εκ του όλου αμυδρού βόμβου της φωνής. «Χάριν και δόξαν δώσει δι  αἰχμαλωσίαν Ιακώβ… Επίστρεψον ημάς… Δείξον ημίν, Κύριε…» κτλ.

Έκαμε τον σταυρόν του και ησπάσθη τας εικόνας δια τελευταίαν φοράν. Διενοείτο. Εκ βάθους ψυχής του δεν επίστευε και όμως επόνει η καρδιά του να βλέπη τα σεβάσματα αυτά των Πατέρων.

Έλεγεν ότι ίσως ο Χριστός, ως εύσπλαγχνος υπέρ πάντα νουν και λόγον, θα τον ελεήση, και ας μη δεηθώσιν υπέρ αυτού οι ιερείς.

Τάχα αι ευχαί, όταν είναι ώνιοι, ποίαν άλλην αξίαν έχουσι, ειμή την αξίαν του αργυρίου; Μήπως και ο Παράδεισος δεν είναι αγοραστός, καθώς όλα; Και δεν είναι πλέον ο Θεός «ος ου μη ίδη πρόσωπον, ουδ  οὐ μη λάβη δώρον, ποιών κρίσιν προσηλύτω και ορφανώ και χήρα, και αγαπά τον προσήλυτον δούναι αυτώ άρτον και ιμάτιον»;

Είναι προσωποληψία παρά τω Θεώ; Και διατί, δι  ἄλλους αυτοκτόνους να επιτρέπωσιν οι σημερινοί αντιπρόσωποι της εκκλησίας την θρησκευτικήν ταφήν και δι  αὐτὸν όχι, ενώ οι πρώτοι μόνον κατά τα μέσα πλεονεκτούσι και οι δεύτεροι ίσως εμειονέκτουν και κατά το λογικόν; Το λογικόν; Τοιαύτά τινα ελήρει ενδομύχως . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Τριανταφυλλόπουλου Ν.Δ., (1985), Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Άπαντα, Τόμος τέταρτος, Κριτική Έκδοση, Αθήνα, εκδ. Δόμος, σελ. 629-634