Ο Ελληνισμός και ο Χριστιανισμός είναι εχθροί;
7 Μαρτίου 2012Σήμερα, εποχή έντονων αναζητήσεων για το μέλλον του ελληνισμού, πολλοί ψάχνουν να βρουν τα αίτια της προβληματικής καταστάσεώς του. Ορισμένοι νόμισαν πώς βρήκαν τον μεγάλο ένοχο. Λέγουν: «Ο Χριστιανισμός είναι ο καταστροφέας του λαμπρού ελληνικού πολιτισμού, ο Χριστιανισμός είναι το σκότος που κάλυψε το ελληνικό φως».
Εμείς όμως θα ρωτήσουμε: Ποιοί δέχθηκαν τον Χριστιανισμό; Δεν υπάρχει δεύτερη γνώμη ότι τον Χριστιανισμό τον εδέχθησαν οι Έλληνες και όσοι είχαν επηρεασθεί βαθιά από τον ελληνικό πολιτισμό. Από τους αρχαίους λαούς οι οποίοι είχαν συγκροτήσει ισχυρούς πολιτισμούς πριν την εμφάνιση του Ιησού Χριστού, μόνο οι Έλληνες και όσοι είχαν επηρεασθεί ισχυρά απ’ αυτούς δέχθηκαν μαζικά τον Χριστιανισμό. Αυτοί και κανένας άλλος. Οι Εβραίοι, παρ’ ότι στα πλαίσια του έθνους τους εμφανίστηκε και έδρασε ο Ιησούς Χριστός, δεν Τον εδέχθησαν. Οι χριστιανοί ανάμεσα στους Εβραίους ήσαν πάντα μία μικρή όμάδα, η οποία την εποχή της ιουδαϊκής επαναστάσεως του 70 μ.Χ. αποχωρίσθηκαν από τον κορμό του εβραϊκού έθνους.
Η εβραϊκή παράδοση αποδείχθηκε στην πράξη αντίθετη και εχθρική με τον Ιησού Χριστό. Επίσης, και οι Πέρσες δεν εδέχθησαν μαζικά τον Ιησού Χριστό. Στην Περσία το Ευαγγέλιο του Ιησού Χριστού κηρύχθηκε, όμως οι χριστιανοί ουδέποτε ήσαν κάτι περισσότερο από μία μικρή μειοψηφία. Στις Ινδίες είχαμε παρόμοια περίπτωση. Στις Ινδίες τον Χριστιανισμό κήρυξε ο Απόστολος Θωμάς. Η εκκλησία του Αποστόλου Θωμα είναι μία από τις αρχαιότερες εκκλησίες, όμως απέμεινε απομονωμένη μέχρι την εποχή μας, σχεδόν 2000 χρόνια, στις Ν.Δ. ακτές της Ινδίας. Η κουλτούρα των Ινδιών φαίνεται να προβάλλει μία ιδιαίτερη αντίσταση στον Χριστιανισμό. Το ίδιο παρατηρούμε σ’ όλο τον χώρο της Άπω Ανατολής. Ο Χριστιανισμός σε διάφορες ευκαιρίες διδάσκεται, αλλά πουθενά δεν ρίζωσε και δεν αναπτύχθηκε όπως στον χώρο όπου είχε δεχθεί το ελληνικό πνεύμα.
Ένώ αντίθετα, όπου έχουν διαδοθεί οι ελληνικές πολιτιστικές αξίες, εκεί ο Χριστιανισμός ριζώνει και επικρατεί. Είναι ενδιαφέρον να επισημάνουμε ότι έχουμε ένα φαινόμενο χωρίς εξαιρέσεις. Όπου ο ελληνισμός διαδόθηκε και επηρέασε σοβαρά τα πνεύματα, ο Χριστιανισμός ακολούθως επικράτησε. Τα σύνορα εξαπλώσεως του Χριστιανισμού συμπίπτουν ακριβώς με τα σύνορα εξαπλώσεως του ελληνισμού. Δεν υπήρξε περίπτωση λαού πού δέχθηκε σοβαρή επίδραση του ελληνισμού και να μή δέχθηκε τον Ιησού Χριστό στη συνέχεια. Όπως δεν υπήρξε περίπτωση λαού ανατολικού πολιτισμού πούνα δέχθηκε μαζικά τον Ιησού Χριστό.
Φαίνεται πώς υπάρχουν μέσα στον ελληνικό πολιτισμό κάποια στοιχεία πού βοηθούν την αποδοχή του Ιησού Χριστού, ενώ αντίθετα υπάρχουν κάποια στοιχεία στην ανατολική πολιτιστική παράδοση πού είναι αντίθετα.
Καθώς κινούμαστε στην επιφάνεια των ιστορικών φαινομένων, διαπιστώνουμε κάτι ακόμα πολύ χαρακτηριστικό. Η πίστη στον Ιησού Χριστό βοήθησε στις δύσκολες στιγμές της ιστορίας μας να κρατήσουμε την ελληνικότητά μας. Μείναμε Έλληνες γιατί κρατήσαμε την πίστη μας στον Χριστό. Μπορεί να χάσαμε τη γλώσσα μας στο Ερζερούμ ή την Καισάρεια, μπορεί να χάσαμε την ελληνική παιδεία μας, εφ’ όσον όμως κρατήσαμε τον Χριστό, η ελληνικότητα ήταν αυτονόητη και παρούσα. Αντιθέτως, όσοι Έλληνες εγκατέλειψαν τον Ιησού Χριστό, έστω κι αν διατήρησαν την ελληνική γλώσσα, έχασαν την ελληνική τους συνείδηση. Το φαινόμενο αυτό το παρατηρούμε στους Τουρκοκρητικούς, στους Τουρκοκύπριους, στους Βαλαάδες της Κοζάνης, στη μερίδα των Ποντίων πού εξισλαμίστηκαν. Αυτοί εγκατέλειψαν τον Χριστό και διατήρησαν την ελληνοφωνία τους. Η ελληνοφωνία δεν βοήθησε καθόλου στη διατήρηση της ελληνικότητός τους.
Αυτό υπαινίσσεται ότι η πίστη στον Χριστό εγκλείει μυστικά και το ελληνικό πολιτιστικό υπόβαθρο. Τέλος, υπήρξε και μία κατηγορία λαών οι οποίοι εδέχθησαν τον Χριστιανισμό ενώ ευρίσκοντο σε κάποιο στάδιο βαρβαρισμού. Μιλάμε για τα γερμανικά και σλαβικά φύλα, τους Σκανδιναβούς, τους Άγγλους, τους Ιρλανδούς. Αυτοί οι λαοί, όλοι χωρίς εξαίρεση, σε κάποιο στάδιο της αναπτύξεώς τους ενδιαφέρθηκαν ζωηρά και προσέλαβαν τον ελληνικό πολιτισμό. Είναι ενδιαφέρον να επισημάνουμε ότι μόνο αυτοί οι λαοί ενδιαφέρθηκαν ζωηρά για τον ελληνικό πολιτισμό και όχι οι Αφγανοί, οι Ινδοί και οι Κινέζοι. Και αυτή η περίπτωση αποτελεί ισχυρή ένδειξη της αμοιβαιότητας Χριστιανισμού και ελληνισμού.
Διαπιστώσαμε μέχρι τώρα ότι ο ελληνικός χώρος ήταν ιδεώδης για το χριστιανικό κήρυγμα, ότι η πίστη στον Ιησού Χριστό προφύλαξε την ελληνικότητα και ότι βαρβαρικοί λαοί, οι οποίοι εδέχθησαν τον Χριστό, εν συνεχεία εδέχθησαν και τον ελληνικό πολιτισμό. Αυτά είναι πολύ ισχυρές ενδείξεις για την ύπαρξη μιας βαθύτερης συγγένειας ανάμεσα στον ελληνισμό και τον Χριστιανισμό. Όμως, παρ’ όλα αυτά, κάποιοι ισχυρίζονται πώς ο Χριστιανισμός κατέστρεψε τον ελληνισμό.
Στην πραγματικότητα, ο ελληνισμός είχε συντριβεί πολιτικά πολύ πριν την εμφάνιση του Ιησού Χριστού. Όταν ο Χριστός κήρυξε το Ευαγγέλιο δεν ύπηρχε Έλληνας πού να μην είχε υπαχθεί στην εξουσία της Ρώμης. Τους τελευταίους αιώνες πριν την εμφάνιση του Ιησού Χριστού και τους πρώτους μετά την εμφάνισή Του, οι Έλληνες ασχολούντο με τον σχολιασμό και την κατάταξη των παλαιών έργων. Καινούργιες σημαντικές αναβάσεις και τομές σ’ όλους τους τομείς της πνευματικής ζωης δεν συντελούνταν πλέον. Εκεί πού άλλοτε έρεε ένας μεγάλος ποταμός, μετά βίας ύπηρχε ένα μικρό ρυάκι. Αυτό δεν έγινε εξαιτίας ενός εξωτερικού παράγοντα αλλά από εσωτερικούς λόγους. Οι βαθείς λόγοι της παρακμής του ελληνισμού βρίσκονται στην αντιφατική και δίβουλη λειτουργία της ελληνικής ψυχής και όχι σε κάτι εξωτερικό. Το να επισημάνουμε τους λόγους της αυτοφθοράς του ελληνισμού είναι προύπόθεση για μία εθνική αναγέννηση, γιατί ό,τι ίσχυε παλιά ισχύει και σήμερα. Πάντως, λογικά, δεν είναι δυνατόν να συνδυάσουμε την παρακμή του ελληνισμού με τον Χριστιανισμό, γιατί η ελληνική παρακμή και το πνευματικό αδιέξοδο της ελληνικής ψυχής εμφανίζεται και εξελίσσεται αιώνες πριν την εμφάνιση του Ιησού Χριστού, αγκαλιάζοντας όλες τις πλευρές του βίου και της ψυχης του Έλληνα.
Λοιπόν, όταν ο Ιησούς Χριστός εμφανίζεται, ο ελληνισμός βρίσκεται σε αδιέξοδο και παρακμή, η οποία διαρκεί αιώνες. Είναι τελείως φανερό πώς ο ελληνισμός με τα δικά του μέσα δεν μπορούσε να ξεφύγει από το αδιέξοδο. Ακριβώς επειδή η ελληνική ψυχή μπορεί λόγω της παιδείας της να συνειδητοποιεί το αδιέξοδό της, και επειδή έχει μάθει να ερευνά, αντιλαμβάνεται πιο εύκολα από τους ανθρώπους άλλων πολιτισμών τη μεγάλη ευκαιρία πού δίνει σ’ όλους τους ανθρώπους ο Ιησούς Χριστός, ο άρτος ο εκ του Ουρανού καταβάς.
Ο ελληνισμός, όταν δέχεται τον Χριστό, πραγματοποιεί δύο μεγάλα έργα, τα οποία συνδέονται μεταξύ τους. Το πρώτο έργο είναι η οικοδόμηση της εκκλησίας του Χριστού. Αμέτρητοι μάρτυρες και άγιοι στους πρώτους αιώνες του Χριστιανισμού, Έλληνες στη συντριπτική τους πλειοψηφία, με τη δράση τους, την πίστη τους, το αίμα τους οικοδομούν την εκκλησία του Χριστού. Σε συνδυασμό μ’ αυτό το έργο, αυτήν την εποχή μέσα στην ελληνική ψυχή συντελείται μία μεγάλη πνευματική επανάσταση. Η φιλοσοφία μετατρέπεται σε φιλοκαλία…
Η φιλοκαλία, όπως λέει η λέξη, είναι η αγάπη του καλού, εργάτης της φιλοκαλίας είναι ο άγιος. Ο άγιος είναι ένας καινούργιος τύπος ανθρώπου, ένα καινούργιο πρότυπο. Είναι ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι πολλοί επιφανείς άγιοι των πρώτων αιώνων του Χριστιανισμού είχαν πολύ ισχυρή φιλοσοφική μόρφωση. Ήξεραν πολύ καλά τη φιλοσοφική μέθοδο και ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο μπορούσαν να εκτιμήσουν με ακρίβεια τα όρια αυτής της μεθόδου. Ο χριστιανός άγιος ξέρει ότι η γνώση αυτή καθεαυτή δεν μπορεί να μετουσιώσει τα ψυχικά περιεχόμενα ενός ανθρώπου. Όπως ακριβώς η συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι είμαι βρώμικος δεν με καθαρίζει αν δεν κάνω μπάνιο, έτσι και η λογική κριτική ενός πάθους της ψυχής δεν οδηγεί στην απαλλαγή μου από το πάθος. Ο φιλόσοφος νους μπορεί να ερευνά και να ορθολογίζεται, όμως δεν μπορεί να καθαρίσει την ψυχή από τα πάθη, πού δημιουργούν δυσαρμονία μέσα μας και έξω μας. Αυτό δεν σημαίνει ότι η λογική γνώση είναι άχρηστη. Αντιθέτως, είναι πολύ χρήσιμη, γιατί μας βοηθάει να εντοπίσουμε το πρόβλημα και μας εμπεδώνει την διάθεση να το λύσουμε. Τη λύση του προβλήματος της ανθρώπινης ψυχής δεν μας την δίνει ο Έλληνας φιλόσοφος, αλλά ο Έλληνας Άγιος. Οι χριστιανοί άγιοι έχουν έκπονήσει μία μέθοδο θεραπείας της ανθρώπινης ψυχής. Ακρογωνιαίος λίθος της θεραπείας της ανθρώπινης ψυχής είναι η ζωντανή και βιωματική σχέση με τον Ιησού Χριστό. Χωρίς αυτήν τη σχέση, η οποία περνάει από πολλά στάδια και αναβαθμούς, τίποτα δεν είναι δυνατόν. Το δεύτερο σημείο πού έχει τεράστια σημασία είναι η θέληση να γεννηθεί μέσα μας η απέραντη, η απεριόριστη Αγάπη, η οποία αγκαλιάζει τους πάντες και τα πάντα. Η Αγάπη αυτή δεν έχει καμία σχέση με την «αγάπη» του συναισθήματος, πού μας κρατάει εξαρτημένους απ’ ό,τι έχουμε ανάγκη. Αντίθετα, η απέραντη Αγάπη, για την οποία μιλάμε, μας δίνει απέραντη ελευθερία και αυτάρκεια και μας μετατρέπει σε δημιουργούς. Οι Έλληνες άγιοι δημιούργησαν μία πλούσια κληρονομιά, η οποία δυστυχώς είναι άγνωστη ακόμα και σε εμάς τους Έλληνες. Το αν θα θελήσουμε να προσεγγίσουμε τον πνευματικό θησαυρό πού έχουν συσσωρεύσει οι Έλληνες άγιοι θα καθορίσει την τύχη του έθνους μας αλλά και ολόκληρης της άνθρωπότητας.
Σήμερα ζούμε μία εποχή πού πολλούς απελπίζει. Όλα τα νοήματα πού θέλησε να υψώσει η ανθρώπινη έπαρση έχουν καταπέσει, στερημένα από αξία.Όλες οι διαδρομές έχουν διανυθεί πολλές φορές. Όλες οι πιθανότητες και τα ενδεχόμενα έχουν ερευνηθεί λεπτομερειακά και δεν έχει βρεθεί λύση στο ανθρώπινο πρόβλημα. Τί θα παρηγορήσει την ανθρώπινη ψυχή; Τί θα την καθαρίσει από τα πάθη; Τί θα τη θρέψει και αναπτύξει; Κανένας φιλόσοφος, κανένας ερευνητής δεν έδωσε ποτέ πραγματική απάντηση. Μόνον ο Ιησούς Χριστός και οι πραγματικοί μαθητές Του, οι άγιοι της φιλοκαλίας. Πρέπει σήμερα να αναρωτηθούμε τί καινούργιο έφερε στον κόσμο η ελληνική ψυχή και τί απέραντες προοπτικές έφερε στον κόσμο ο Ιησούς Χριστός.
Πρέπει να κατανοήσουμε βαθια πώς και γιατί ο ελληνισμός συναρμόστηκε και υπηρέτησε τον Λόγο του Ιησού Χριστού, ώστε σήμερα η πεμπτουσία του να είναι ενσωματωμένη αξεδιάλυτα στον λόγο και την πράξη των αγίων της φιλοκαλίας.
Αν ο κρυμμένος μαργαρίτης της φιλοκαλίας βγει στο φως. Αν παραμερίσουμε τις στάχτες για να λάμψει η πυροστιά. Αν θελήσουμε να ρίξουμε φρύγανα στην πυροστιά για να φανεί η φλόγα. Αν πολλοί εργάτες της φιλοκαλίας εργασθούν στον κόσμο. Άνθρωποι πού θα ενώνονται βιωματικά με τον Ιησού Χριστό, πού θα θέλουν να γεννηθεί μέσα τους η απεριόριστη Αγάπη και ακόμα πού θα θεωρούν με ήρεμη και εντατική προσοχή τα πάντα μέσα τους κι έξω τους. Τότε ποιός θα μπορεί να μιλάει για την ελληνική παρακμή; Ποιός θα μπορεί να μιλάει για το σάπισμα του κόσμου και του ανθρώπου;
πηγή: Περιοδικό Άρδην τ. 66, Αύγουστος – Οκτώβριος 2008.