Περί Ελευθερίας

1 Μαρτίου 2012

Την Τετάρτη 7 Μαρτίου 2012 εγκαινιάζεται στην αίθουσα τέχνης Τεχνοχώρος η έκθεση «Περί Ελευθερίας». Ο ιδανικός διάλογος 12 σύγχρονων καλλιτεχνών μ’ έναν εικαστικό τους προπάτορα.  Την έκθεση επιμελείται ο ιστορικός τέχνης και καθηγητής ιστορίας της τέχνης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Μάνος Στεφανίδης.

Κωνσταντίνος Παρθένης

 
Σε αυτή την έκθεση θα παρουσιαστεί ένα έργο του Κωνσταντίνου Παρθένη μαζί με έργα 12 σύγχρονων Ελλήνων καλλιτεχνών. Πρόκειται για το έργο «La Liberté»
του Κ. Παρθένη το οποίο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην Biennale της Βενετίας του 1938 και δεν έχει εκτεθεί ξανά. Το έργο αυτό γίνεται σημείο αναφοράς αλλά και καλλιτεχνικού προβληματισμού για τους 12 καλλιτέχνες που συμμετέχουν στην έκθεση.  Ουσιαστικά αυτό που ζητήθηκε από τους εικαστικούς ήταν να φιλοτεχνήσουν τα έργα τους ορμώμενοι από το έργο του Παρθένη.  Ο πίνακας αυτός που αποτέλεσε την αφορμή για καλλιτεχνικό προβληματισμό και δημιουργία, ανήκει σε συλλέκτη ο οποίος δεν έχει αποκαλύψει την ταυτότητά του. 
Ο ιστορικός τέχνης Μάνος Στεφανίδης
γράφει για το συγκεκριμένο έργο του Παρθένη:
«. . . Ο πίνακας με τον οποίο συνομιλούν οι 12 καλλιτέχνες προέρχεται από αυτήν ακριβώς, την ενότητα που φιλοτεχνήθηκε τη δεκαετία του ’30 και εξετέθη στη Biennale υπό τον τίτλο «La Liberté» και αριθμό καταλόγου 39. Σ’ αυτό το έργο έχουμε συμπυκνωμένα τα βασικά χαρακτηριστικά του Δάσκαλου: κομψότητα, έμφαση στη γραμμή, λυρισμός, αποπνευματωμένο χρώμα, έντονο στιλιζάρισμα, ποίηση που προκύπτει από την υπερευαίσθητη χρήση της ύλης, πίστη πως η ζωγραφική όπως και η μουσική είναι τ’ απόλυτα, τα προνομιούχα μέσα για να εκφραστούν οι ιδέες. . . .»

 

LA LIBERTE του Κ.Παρθένη

 

 

Η έκθεση θα διαρκέσει μέχρι τις 31 Μαρτίου.
Συμμετέχουν οι: Μανώλης Αναστασάκος, Ρένα Ανούση – Ηλία, Γιάννης Ασημακόπουλος, Στάθης Βατανίδης, Μαρία Γιαννακάκη, Ελένη Γλύνη, Σταύρος Διακουμής, Πέτρος Ζουμπουλάκης, Ανδρέας Κοντέλλης, Χάρης Κοντοσφύρης, Γιώργος Κόρδης,  Μιλτιάδης Πεταλάς
Στην ιστοσελίδα της Εθνικής Πινακοθήκης (www.nationalgallery.gr) σημειώνονται τα εξής σχετικά με την ζωγραφικό ύφος του Παρθένη:

«Ο Κωνσταντίνος Παρθένης (ΑλεξάνδρειαΑιγύπτου, 10 Μαΐου1878Αθήνα, 25 Ιουλίου1967) αντιπροσωπεύει την ηρωική φάση του ελληνικού Μοντερνισμού, που κατάφερε να πραγματοποιήσει στην αρχή του
20ού αιώνα τη ρήξη με το καλλιτεχνικό κατεστημένο του Μονάχου. Η κοσμοπολίτικη παιδεία του Αλεξανδρινού ζωγράφου (Ιταλία, Βιέννη, Παρίσι) εξηγεί τον ιδιότυπο εκλεκτικισμό του. Τις ποικίλες επιδράσεις που δέχτηκε κατάφερε, ωστόσο, να τις υποτάξει στο δικό του μοναδικό ύφος, που το χαρακτηρίζει ο ιδεαλισμός, η μουσική αίσθηση, ο ρυθμός, η πνευματική μεταστοιχείωση της ζωγραφικής ύλης. Στα έργα που φιλοτεχνεί στη Βιέννη
και την Ελλάδα κατά την πρώτη διαμονή του (1903 – 1907) αναγνωρίζουμε την ισχυρή έλξη που άσκησε πάνω του η Sezession,η βιεννέζικη εκδοχή
του Συμβολισμού και της Αρ Νουβώ, και ιδιαίτερα ο Γκούσταβ Κλίμτ: η ανάπτυξη της σύνθεσης στην επιφάνεια, ο υψηλός ορίζοντας χωρίς ουρανό, η διακοσμητική σχηματοποίηση, η στιγμογραφία (pointillisme), τα ψυχρά χρώματα κυριαρχούν σε αυτά τα έργα. Μετά την επαφή του με την παρισινή πρωτοπορία (1909 – 1911) και την επιστροφή του στην Ελλάδα, ο Παρθένης ερμηνεύει το ελληνικό φως με ζωηρότερα χρώματα, επηρεασμένος από τους μεταïμπρεσιονιστές ζωγράφους και τους φωβ. Οι Γάλλοι συμβολιστές, όπως ο Πυβί ντε Σαβάν, από τους παλαιότερους, και οι ναμπί, κυρίως δε ο Μωρίς Ντενί, από τους νεότερους, φαίνεται πως σφράγισαν το έργο του όχι μόνο στη μορφολογία, αλλά και στις θεματικές του επιλογές με τα θρησκευτικά έργα και τις ιδεαλιστικές αλληγορίες, που κυριαρχούν στη δημιουργία του ζωγράφου κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου.
Στους δασκάλους του Παρθένη προστίθενται τώρα οι βυζαντινοί αγιογράφοι και ο Θεοτοκόπουλος μέσα στον ιδεολογικό ορίζοντα της Γενιάς του ’30.
Στα έργα αυτής της περιόδου ανιχνεύουμε και την επίδραση του Κυβισμού. Τα ώριμα έργα του Παρθένη μας προτείνουν μια ιδεατή Ελλάδα του μύθου και της Ιστορίας όπου συμβιώνουν αρμονικά οι ολύμπιοι θεοί, οι βυζαντινοί άγιοι και οι ήρωες της Επανάστασης. Οι ιδανικές μορφές του μετεωρίζονται σε έναν υπερβατικό χώρο, όπου ο χρόνος έχει καταλυθεί και τα λείψανα του ορατού κόσμου έχουν αναχθεί σε πλατωνικά αρχέτυπα, με τη βοήθεια μιας αχειροποίητης τεχνικής. Η χρωστική ουσία έχει χάσει την υλική της υπόσταση και γίνεται καθαρή πνευματική προβολή. Τα ώριμα έργα του Παρθένη μοιάζουν με υπερφυσικά δρώμενα, με θεοφάνειες».