Οι Πατέρες της Εκκλησίας και η Παλαιά Διαθήκη
18 Απριλίου 2012Η περίφημη φράση του αγ. Αυγουστίνου μπορεί να θεωρηθεί σαν τυπική για τη στάση όλων των Πατέρων απέναντι στην Παλαιά Διαθήκη. Νονum Τestamentum in Vetere latet. Vetus Testamentum in Novo ratet. (Η Καινή Διαθήκη κρύπτεται στην Παλαιά. Η Παλαιά Διαθήκη φανερώνεται στην Καινή). Η Καινή Διαθήκη είναι η εκπλήρωση και ολοκλήρωση της Παλαιάς. Ο Ιησούς Χριστός είναι ο Μεσσίας για τον οποίον μίλησαν οι Προφήτες. Στο πρόσωπό του όλες οι επαγγελίες και οι προσδοκίες εκπληρώθηκαν. Ο Νόμος και το Ευαγγέλιο πάνε μαζί. Και κανείς δεν μπορεί να ισχυρισθεί ότι είναι αληθινός οπαδός του Μωυσέως παρά μόνο αν πιστεύσει ότι ο Ιησούς είναι ο Κύριος. Εκείνος που δεν αναγνωρίζει στο πρόσωπο του Χριστού τον Μεσσία, «τον Χριστόν του Κυρίου», προδίδει μ’ αυτό την ίδια την Παλαιά Διαθήκη. Μόνο η Εκκλησία του Χριστού κρατά τώρα το σωστό κλειδί για το άνοιγμα των Γραφών, το αληθινό κλειδί για την κατανόηση των αρχαίων προφητειών. Γιατί όλες αυτές οι προφητείες εκπληρώθηκαν στο πρόσωπο του Χριστού.
Ο αγ. Ιουστίνος απορρίπτει τον ισχυρισμό ότι η Παλαιά Διαθήκη είναι ένας κρίκος που συνδέει μαζί την Εκκλησία και τη Συναγωγή. Γι’ αυτόν το εντελώς αντίθετο είναι αληθινό. Όλοι οι ισχυρισμοί των Ιουδαίων πρέπει ρητά να απορριφθούν. Η Παλαιά Διαθήκη δεν ανήκει πλέον στους Ιουδαίους. Ανήκει μόνο στους Χριστιανούς. Και η Εκκλησία του Χριστού επομένως είναι ο μόνος αληθινός Ισραήλ του Θεού. Ο Ισραήλ των παλαιών χρόνων δεν ήταν παρά μια ανανάπτυκτη Εκκλησία. Η ίδια η λέξη «Γραφές» στη χρήση της από τους πρώτους Χριστιανούς σήμαινε πρώτα απ’ όλα ακριβώς την Παλαιά Διαθήκη και προφανώς μ’ αυτήν την έννοια αυτή η λέξη χρησιμοποιείται στο Σύμβολο της Πίστεως: «κατά τας Γραφάς», δηλ. κατά τις προφητείες και τις προσδοκίες της Παλαιάς Διαθήκης.
Η ενότητα της Αγίας Γραφής
Όλοι οι αρχαίοι συγγραφείς παραθέτουν πάρα πολλά χωρία από την Παλαιά Διαθήκη. Ακόμα και προς τους Εθνικούς το μήνυμα της σωτηρίας παρουσιάζεται πάντοτε μέσα στο κλίμα της Παλαιάς Διαθήκης. Αυτό ήταν ένα επιχείρημα από την αρχαιότητα. Η Παλαιά Διαθήκη δεν καταργήθηκε από τον Χριστό, αλλά ανανεώθηκε και εκπληρώθηκε. Μ’ αυτήν την έννοια ο Χριστιανισμός δεν ήταν μια καινούργια θρησκεία, αλλά μάλλον η πιο αρχαία. Οι καινούργιες χριστιανικές «Γραφές» απλώς ενσωματώθηκαν μέσα στην κληρονομημένη εβραϊκή Βίβλο σαν οργανικό της συμπλήρωμα. Και μόνο η όλη Αγία Γραφή, δηλαδή και οι δύο Διαθήκες μαζί, θεωρήθηκε σαν επαρκής εξιστόρηση της χριστιανικής αποκαλύψεως. Κανένα χάσμα δεν υπάρχει μεταξύ των δύο Διαθηκών, αλλά υπάρχει ενότητα της θείας οικονομίας. Και το πρώτο καθήκον της χριστιανικής θεολογίας ήταν να δείξει και να εξηγήσει με ποιό τρόπο η Παλαιά Διαθήκη ήταν η προπαρασκευή και η προσδοκία αυτής της τελικής αποκαλύψεως του Θεού στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Το χριστιανικό μήνυμα δεν ήταν απλώς μια διακήρυξη μερικών διδασκαλιών, αλλά πρώτ’ απ’ όλα μια εξιστόρηση θαυμαστών ενεργειών και έργων του Θεού διά μέσου των αιώνων. Ήταν μια ιστορία θεϊκής καθοδηγήσεως, που κορυφώνεται στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, τον οποίον ο Θεός έστειλε να λυτρώσει τον λαό του. Ο Θεός διάλεξε τον Ισραήλ για κληρονομιά του, να γίνει λαός του, να γίνει ο φύλακας της αληθείας του, και σ’ αυτόν τον εκλεκτό λαό μόνο εμπιστεύθηκε τον θείο λόγο. Και τώρα η Εκκλησία παραλαμβάνει αυτή την ιερή κληρονομιά.
Η Παλαιά Διαθήκη ως σύνολο θεωρήθηκε σαν χριστιανική προφητεία, σαν «ευαγγελική προπαρασκευή». Πολύ νωρίς μερικές ειδικές συλλογές κειμένων της Παλαιάς Διαθήκης καταρτίσθηκαν για να χρησιμοποιηθούν από χριστιανούς ιεραποστόλους. Τα Τestimonia (Αποδείξεις) του αγ. Κυπριανού είναι ένα από τα καλύτερα δείγματα αυτού του είδους. Και ο αγ. Ιουστίνος στο έργο του: «Διάλογος προς Τρύφωνα» έκανε μια προσπάθεια να αποδείξει την αλήθεια του Χριστιανισμού μόνο από την Παλαιά Διαθήκη.
Η προσπάθεια του Μαρκίωνος να αποσπάσει την Καινή Διαθήκη από τις παλαιοδιαθηκικές της ρίζες αποδοκιμάστηκε σθεναρά και καταδικάσθηκε από τη μεγάλη Εκκλησία. Η ενότητα και των δύο Διαθηκών, καθώς και η εσωτερική τους συμφωνία, τονίσθηκε με μεγάλη δύναμη. Υπάρχει πάντα κάποιος κίνδυνος να διαβάζει κανείς πάρα πολλή χριστιανική διδασκαλία μέσα στα κείμενα της Πα¬λαιάς Διαθήκης, Και η ιστορική προοπτική μερικές φορές επικίνδυνα επισκοτίζεται. Αλλά πάρα ταύτα υπήρχε μεγάλη αλήθεια σ’ όλες αυτές τις εξηγητικές προσπάθειες. Ήταν ένα ισχυρό αίσθημα της θείας καθοδηγήσεως διά μέσου των αιώνων.
Η Παλαιά Διαθήκη ως αλληγορία
Η ιστορία της ερμηνείας της Παλαιάς Διαθήκης στην αρχαία Εκκλησία είναι ένα από τα πιο συγκινητικά αλλά και προβληματικά κεφάλαια μέσα στην ιστορία της χριστιανικής διδασκαλίας. Μαζί με την ελληνική Παλαιά Διαθήκη η Εκκλησία κληρονόμησε επίσης μερικές ερμηνευτικές αρχές. Ο Φίλων, αυτός ο ελληνιστής Ιουδαίος από την Αλεξάνδρεια, ήταν ο καλύτερος εισηγητής αυτής της προχριστιανικής προσπάθειας να προβληθεί η Παλαιά Διαθήκη στον εθνικό κόσμο. Υιοθέτησε για τον σκοπό αυτόν μια πολύ ιδιάζουσα μέθοδο, την μέθοδο της αλληγορίας. Ο ίδιος ο Φίλων δεν κατανοούσε καθόλου την ιστορία. Μεσσιανικές ιδέες (motives) παραθεωρήθηκαν τελείως και αγνοήθηκαν στη φιλοσοφία του για τη Βί6λο. Γι’ αυτόν η Βίβλος ήταν απλώς ένα σύστημα της θεϊκής φιλοσοφίας και όχι τόσο μια ιερά ιστορία. Τα ιστορικά γεγονότα δεν είχαν γι’ αυτόν κανένα ενδιαφέρον και καμιά σπουδαιότητα ως ιστορικά γεγονότα. Η Βίβλος γι’ αυτόν ήταν απλώς ένα ενιαίο βιβλίο, μέσα στο οποίο δεν κατάφερε να διακρίνει καμιά Ιστορική προοπτική ή πρόοδο. Την μεταχειρίστηκε μάλλον σαν μια συλλογή περίφημων παραβολών και διδακτικών διηγήσεων που είχαν σκοπό να μεταδώσουν και να διασαφηνίσουν ορισμένες φιλοσοφικές και ηθικές ιδέες.
Μ’ αυτήν την ακραία μορφή της η αλληγορική μέθοδος ποτέ δεν έγινε δεκτή από την Εκκλησία. Εν τούτοις πρέπει κανείς να αναγνωρίσει ότι υπάρχει μια ισχυρή επίδραση του Φίλωνος πάνω σ’ όλα τα ερμηνευτικά έργα των πρώτων αιώνων. Ο αγ. Ιουστίνος ακολούθησε σε πολλά τον Φίλωνα. Ο Ψευδό – Βαρνάβας (αρχές του 2ου αιώνα) προχώρησε τόσο πολύ, ώστε να αρνηθεί εξ ολοκλήρου τον ιστορικό χαρακτήρα της Παλαιάς Διαθήκης. Οι αρχές του Φίλωνος υιοθετήθηκαν από την Κατηχητική σχολή της Αλεξάνδρειας. Και ακόμα αργότερα ο αγ. Αμβρόσιος ακολούθησε πιστά τον Φίλωνα στα ερμηνευτικά του έργα και θα μπορούσε δίκαια να χαρακτηρισθεί ως Ρhilo Latinus (Λατίνος Φίλων). Αυτή η αλληγορική ερμηνεία ήταν αμφίβολη και παραπλανητική.
Χρειάστηκε πολύς χρόνος για να βρεθεί ή αποκατασταθεί η ισορροπία. Κι όμως δεν πρέπει κανείς να παραβλέψει τη θετική συμβολή αυτής της μεθόδου. Ο καλύτερος εισηγητής της αλληγορικής ερμηνείας μέσα στην Εκκλησία ήταν ο Ωριγένης και η επίδρασή του ήταν τεράστια. Μερικές φορές μπορεί κανείς να εκπλαγεί από την ερμηνευτική του τολμηρότητα και ασυδοσία. Συνήθιζε πράγματι να διαβάζει μέσα στο ιερό κείμενο πάρα πολλά δικά του.
Αλλά θα ήταν σοβαρό σφάλμα να τον χαρακτηρίσουμε ως φιλόσοφο. Ήταν πρώτα απ’ όλα και πέρα ως πέρα ένας βιβλικός μελετητής, βέβαια στο στυλ της εποχής του. Διέθεσε μέρες και νύχτες πάνω στη Βίβλο. Ο κύριος σκοπός του ήταν ακριβώς να θεμελιώσει όλη τη διδασκαλία και όλη τη θεολογία πάνω σε βιβλική βάση. Ήταν υπεύθυνος σ’ ένα μεγάλο βαθμό για τη δύναμη του βιβλικού πνεύματος σ’ ολόκληρη την πατερική θεολογία. Έκανε πολύ περισσότερα για τον μέσο πιστό· του έκανε τη Βίβλο προσιτή. Εισήγαγε με σταθερότητα την Παλαιά Διαθήκη στα κήρυγμά του. Βοήθησε τον μέσο πιστό να διαβάζει και να χρησιμοποιεί την Παλαιά Διαθήκη για την οικοδομή του. Τόνιζε πάντοτε την ενότητα της Βίβλου, φέρνοντας και τις δυό Διαθήκες σε στενότερη σχέση. Και έκανε μια νέα προσπάθεια να οικοδομήσει ολόκληρο το περί Θεού δόγμα πάνω σε βιβλική βάση.
Οι ελλείψεις του Ωριγένη είναι ολοφάνερες. Αλλά η θετική του προσφορά ήταν μεγαλύτερη. Ήταν εκείνος που με το παράδειγμά του δίδαξε τους χριστιανούς θεολόγους να γυρίζουν πάντα πίσω στα ιερά κείμενα των Γραφών για να φωτισθούν. Το παράδειγμά του το ακολούθησαν σχεδόν όλοι οι Πατέρες, αλλά συνάντησε ισχυρή αντίδραση ευθύς αμέσως. Δεν είναι της ώρας να ασχοληθούμε εν εκτάσει με την αντιδικία μεταξύ των δύο ερμηνευτικών σχολών στην αρχαία Εκκλησία. Τα κύρια χαρακτηριστικά είναι κοινώς γνωστά. Η Αντιοχειανή σχολή αντιπροσωπεύει την «ιστορία», οι Αλεξανδρινοί μάλλον τη «θεωρία» (contemplation). Και ασφαλώς και τα δύο στοιχεία έπρεπε να χρησιμοποιηθούν μαζί σε μια ισορροπημένη σύνθεση.
Ιστορία ή κήρυγμα
Η κυρία προϋπόθεση των Αλεξανδρινών ήταν ότι οι Γραφές ως θεόπνευστες πρέπει να μεταφέρουν μέσα τους κάποιο παγκόσμιο μήνυμα για όλα τα έθνη και για όλες τις εποχές. Ο σκοπός τους ακριβώς ήταν να εκθέσουν αυτό το μήνυμα, να αποκαλύψουν και να κηρύξουν όλους τους θησαυρούς της θείας σοφίας που κατά θεία πρόνοια έχουν αποθησαυριστεί μέσα στη Βίβλο. Κάτω από το γράμμα της Αγίας Γραφής υπάρχουν κάποια άλλα διδάγματα που μπορούν να γνωσθούν μόνο από τους προχωρημένους (πνευματικά). Πίσω από όλες τις ανθρώπινες καταχωρήσεις των πολλαπλών αποκαλύψεων του Θεού μπορεί κανείς να διακρίνει την αποκάλυψη, να αναγνωρίσει τον ίδιο τον λόγο του Θεού σ’ όλο το αιώνιο μεγαλείο του. Έγινε δεκτό ότι ακόμα και όταν ο Θεός μιλούσε κάτω από ειδικές περιστάσεις υπήρχε πάντα κάτι στον λόγο του που ξεπερνούσε όλους τους ιστορικούς περιορισμούς. Είναι κανείς υποχρεωμένος να διακρίνει πολύ προσεκτικά μεταξύ μιας καθαυτό προφητείας και εκείνου που θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει ως ερμηνεία της. Πολλές από τις αφηγήσεις της Παλαιάς Διαθήκης μπορεί να είναι διδακτικότατες για ένα πιστό ακόμα κι όταν οι ίδιοι οι ιεροί συγγραφείς τους δεν είχαν την πρόθεση, όταν τις έγραφαν, να «προεικονίσουν» τη χριστιανική αλήθεια. Η κυρία προϋπόθεση ήταν ότι ο Θεός θέλησε να γίνει η Αγία Γραφή ο αιώνιος οδηγός για όλη την ανθρωπότητα. Και γι’ αυτό μια ερμηνεία ή μάλλον μια μόνιμη επανερμηνεία της Παλαιάς Διαθήκης θεωρήθηκε ως αυθεντική.
Η Αντιοχειανή σχολή είχε ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την κατά γράμμα σημασία των παλιών προφητειών και διηγήσεων. Ο κύριος εκπρόσωπος αυτής της «ιστορικής» ερμηνείας ήταν ο Θεόδωρος Μομψουεστίας, γνωστός στην Ανατολή απλώς ως «ο Ερμηνευτής». Και παρ’ όλο που το κύρος του σοβαρά κλονίστηκε από την καταδίκη του για τις εσφαλμένες διδασκαλίες του, η επίδρασή του στην χριστιανική ερμηνεία της Παλαιάς Διαθήκης ήταν ακόμα πολύ σημαντική. Αυτή η «ιστορική» ερμηνεία συχνά διέτρεχε τον κίνδυνο να χάσει την παγκόσμια σημασία της θείας αποκαλύψεως με το να υπερτονίζει τις τοπικές και εθνικές πλευρές της Παλαιάς Διαθήκης. Και ακόμα περισσότερο, να χάσει την ιερή προοπτική, ν’ αντιμετωπίσει την ιστορία της Παλαιάς Διαθήκης απλώς σαν την ιστορία ενός κάποιου λαού μεταξά των εθνών της γης και όχι σαν μια ιστορία της μόνης αληθινής Διαθήκης του Θεού.
Ο αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος συνδύασε τα καλύτερα στοιχεία και των δυο σχολών στην ερμηνευτική του προσπάθεια. Ο ίδιος ήταν της Αντιοχειανής σχολής, αλλά από πολλές απόψεις ήταν οπαδός επίσης του Ωριγένη. Οι αλληγορίες μπορεί να παραπλανούν. Αλλά δεν μπορεί κανείς να παραβλέπει την «τυπολογική» σημασία αυτών τούτων των γεγονότων. Οι θεσμοί και τα πρόσωπα της Πα¬λαιάς Διαθήκης ήταν επίσης οι «τύποι» ή οι «εικόνες» των μελλοντικών πραγμάτων. Η ίδια η ιστορία ήταν προφητική. Τα ίδια τα γεγονότα πράγματι προφητεύουν, έδειχναν και δείχνουν προς κάτι άλλο, που είναι πέρα από αυτά. Οι αρχαίοι Πατέρες δύσκολα μπορούν να χαρακτηρισθούν ως «συντηρητικοί». Αναζητούσαν πάντοτε τη θεία αλήθεια, το ίδιο το θεϊκό μήνυμα, που πολλές φορές μάλλον σφραγίζεται κάτω από το κάλυμμα του γράμματος. Η πίστη στη θεοπνευστία θα μπορούσε μάλλον να αποθαρρύνει τη συντηρητική τάση. Η θεία αλήθεια δεν μπορεί να περιορισθεί στο γράμμα ούτε ακόμα και της Αγίας Γραφής. Ένα από τα καλύτερα δείγματα της πατερικής ερμηνευτικής ήταν η Εξαήμερος του Αγ. Βασιλείου, ο οποίος κατόρθωσε να αποκαλύψει τη θρησκευτική αλήθεια της βιβλικής διηγήσεως περί της δημιουργίας με πραγματική ισορροπία και μετριοπάθεια.
Η Παλαιά Διαθήκη και η χριστιανική λατρεία
Η διάθεση των Πατέρων έναντι της Παλαιάς Διαθήκης αποτυπώθηκε στην ιστορία της χριστιανικής λατρείας. Οι ιουδαϊκές ρίζες της χριστιανικής λειτουργίας είναι ολοφάνερες. Αλλά ολόκληρο το σύστημα της χριστιανικής κοινής λατρείας συνδέεται επίσης στενά με την πρακτική της Συναγωγής. Οι Ψαλμοί κληρονομήθηκαν από τους Ιουδαίους και χρησίμευσαν ως πρότυπο για όλη τη χριστιανική υμνογραφία στην αρχαία Εκκλησία. Οι Ψαλμοί αποτελούν τον σκελετό των χριστιανικών ακολουθιών μέχρι σήμερα. Ήταν η βάση όλης της λατρευτικής φιλολογίας των αρχαίων χρόνων,
Ο μελετητής της κοινής λατρείας της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας εντυπωσιάζεται από το πλήθος των παλαιοδιαθηκικών αναφορών, υπαινιγμών και εικόνων μέσα σ’ όλες τις ακολουθίες και τους ύμνους. Η ενότητα των δύο Διαθηκών τονίζεται πέρα ως πέρα. Βιβλικές φράσεις και ιδέες υπεραφθονούν. Πολλοί ύμνοι δεν είναι παρά παραλλαγές ύμνων της Παλαιάς Διαθήκης, από την ωδή του Μωυσέως κατά τη διάβαση της Ερυθράς θαλάσσης μέχρι του ύμνου του Ζαχαρία, του πατέρα του Ιωάννη του Βαπτιστού. Στις μεγάλες γιορτές πολυάριθμες περικοπές από την Παλαιά Διαθήκη επιλέγονται και διαβάζονται για να τονισθεί ότι η χριστιανική τελείωση δεν είναι παρά μια ολοκλήρωση εκείνου που προεικονίσθηκε και προεικάσθηκε, ή ακόμα και επί λέξει προλέχθηκε στα παλιά τα χρόνια. Ειδικά δε στις ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας αυτή η διά της Παλαιάς Διαθήκης προπαρασκευή χρησιμοποιείται με ιδιαίτερη έμφαση. Η όλη λατρεία βασίζεται πάνω σ’ αυτήν την πεποίθηση ότι η αληθινή Διαθήκη είναι πάντοτε μία, ότι υπήρχε πλήρης συμφωνία μεταξύ των Προφητών και των Αποστόλων. Και όλο αυτό το σύστημα δημιουργήθηκε ακριβώς στη μεταγενέστερη πατερική εποχή.
Ένα από τα πιό χτυπητά παραδείγματα αυτού του λατρευτικού βιβλικισμού είναι ο περίφημος Μέγας Κ α¬ νών του Ανδρέα Κρήτης, που διαβάζεται στο Μεγάλο Απόδειπνο τη Σαρακοστή, Είναι μια έντονη παρότρυνση, μια έκκληση για μετάνοια, που γράφτηκε με πραγματική ποιητική έμπνευση και στηρίζεται πάνω στην Αγία Γραφή. Όλη η σειρά των αμαρτωλών της Παλαιάς Διαθήκης, και εκείνων που μετανόησαν και εκείνων που έμειναν αμετανόητοι, μνημονεύεται. Μπορεί κανείς να χαθεί μέσα σ’ αυτόν τον ρέοντα χείμαρρο των ονομάτων και των παραδειγμάτων. Υπενθυμίζεται με έμφαση ότι όλη αυτή η ιστορία της Παλαιάς Διαθήκης ανήκει στους Χριστιανούς. Επανειλημμένα καλείται κανείς να σκεφθεί αυτή τη θαυμαστή ιστορία της θείας καθοδηγήσεως και της ανθρώπινης ισχυρογνωμοσύνης και των ανθρωπίνων σφαλμάτων. Η Παλαιά Διαθήκη φυλάγεται σαν μεγάλος θησαυρός. Πρέπει κανείς, επίσης, να υπενθυμίσει την επίδραση που είχε το Άσμα Ασμάτων στην ανάπτυξη του χριστιανικού μυστικισμού. Το υπόμνημα του Ωριγένη πάνω σ’ αυτό το βιβλίο ήταν κατά τη γνώμη του αγ. Ιερωνύμου το καλύτερό του έργο, μέσα στο οποίο ο Ωριγένης ξεπέρασε τον εαυτό του. Και του αγ. Γρηγορίου Νύσσης το μυστικό (mystical) υπόμνημα στο Άσμα Ασμάτων είναι ένα πλούσιο μεταλλείο μιας γνήσιας χριστιανικής εμπνεύσεως.
Η Παλαιά Διαθήκη και ο λόγος του Θεού
Έχει υποστηριχθεί περισσότερο από μια φορά ότι στους έλληνες Πατέρες το αρχαϊκό χριστιανικό μήνυμα εξελληνίσθηκε πάρα πολύ. Πρέπει κανείς να είναι πολύ προσεκτικός με όλες τις παρόμοιες εκφράσεις. Εν πάση περιπτώσει οι Πατέρες είναι εκείνοι που διαφύλαξαν όλους τους θησαυρούς της Παλαιάς Διαθήκης και τους έκαναν απαραίτητη κληρονομιά της Εκκλησίας, και στη λατρεία και στη θεολογία. Το μόνο πράγμα που ποτέ δεν έκαναν είναι τούτο: ποτέ δεν υιοθέτησαν τις ιουδαϊκές επιφυλάξεις. Η Αγία Γραφή γι’ αυτούς ήταν μια αιώνια και καθολική αποκάλυψη. Απευθύνεται σ’ ολόκληρη την ανθρωπότητα τώρα, απλώς γιατί απευθυνόταν πάντα προς όλα τα έθνη από τον ίδιο τον Θεό, ακόμα και όταν ο θείος λόγος εκφωνείτο από τους Προφήτες μόνο προς τον εκλεκτό λαό. Τούτο σημαίνει ότι δεν μπορεί κανείς να μετρήσει τα βάθη της θείας αποκαλύψεως με το μέτρο μόνο κάποιας παρωχημένης εποχής, όσο ιερή κι’ αν ήταν η εποχή εκείνη.
Δεν είναι αρκετό να βεβαιωθούμε ότι οι αρχαίοι Εβραίοι κατάλαβαν και ερμήνευσαν τις Γραφές κατά ορισμένο τρόπο. Αυτή η ερμηνεία δεν μπορεί ποτέ να είναι τελική. Νέο φως χύθηκε πάνω στις παλιές αποκαλύψεις από Εκείνον, ο οποίος ήρθε ακριβώς για να πληρώσει και να συμπληρώσει τον Νόμο και τους Προφήτες. Οι Γραφές δεν είναι κοινά ιστορικά κείμενα. Είναι πράγματι ο λόγος του Θεού, το θεϊκό μήνυμα προς όλες τις γενεές. Και ο Ιησούς Χριστός είναι το άλφα και το ωμέγα των Γραφών, είναι και το ύψιστο σημείο και η καρδιά της Βίβλου. Αυτό είναι το αιώνιο μήνυμα των Πατέρων προς την καθολική Εκκλησία για την Παλαιά Διαθήκη.
(π. Γεωργίου Φλορόφσκυ, «Θέματα Εκκλησιαστικής ιστορίας», εκδ. Π. Πουρναρά -Θεσ/νίκη, σ. 35-44)