Θεωρείν τον Ιησούν
22 Απριλίου 2012Η δυνατότητα του οράν, του βλέπειν, η θέαση των αντικειμένων γύρω μας και προ πάντων των συνανθρώπων μας, αποτελεί μια απ’ τις πιο μεγάλες και όμορφες δυνατότητες επικοινωνίας. Όταν το βλέμμα συναντά το βλέμμα, βρισκόμαστε στην πιο αποφασιστική στιγμή επικοινωνίας, εφ’ όσον φυσικά προϋπάρχουν και οι ψυχολογικές προϋποθέσεις που δίνουν στο βλέμμα το ιδιαίτερο βάθος και τη δυνατότητα διεισδύσεως. Το ένα βλέμμα βυθίζεται μέσα στο άλλο με τρόπο ανεξήγητο, μυστικό. Ο καθένας γίνεται υποκείμενο και αντικείμενο θεωρίας ταυτόχρονα, θεωρός και θεωρούμενος. Το βλέμμα προχωρεί βαθειά μέσα απ’ τη ζωντανή θυρίδα των ματιών. Όλη η ψυχή γίνεται ματιά και εισδύει στην άλλη ματιά όλη δι’ όλης. Οσοσδήποτε λόγος κι αν γίνει για την αξία και τον τρόπο λειτουργίας του βλέμματος δεν θα μπορέσει να παραστήσει σ’ όλο της το βάθος και την έκταση τη σημασία της ενέργειας «του θεωρείν».
Η θέαση, «το θεωρείν», έπαιξε πρωταρχική σημασία στη σχέση με τον Ιησού. Ο Ιησούς υπήρξε αντικείμενο θέας των πρώτων μαθητών του. Τον είδαν, τον θεώρησαν. Και μετά τον γνώρισαν και προχώρησαν στη βαθύτερη και μυστικότερη θεωρία του. Ο ευαγγελιστής Ιωάννης είναι πολύ σαφής; «Ό εωράκαμεν τοις οφθαλμοίς ημών…ό εωράκαμεν και ακηκόαμεν, απαγγέλλομεν υμίν…» (Α’ Ιωάν. α’ 1-3). Η θέαση αυτή του Ιησού σαν ανθρώπου και αισθητά ψηλαφητού ήταν αναγκαία, γιατί χωρίς αυτήν θα ήταν δυνατόν να ξεφύγει η θεωρία του Ιησού απ’ το συγκεκριμένο και το ορισμένο στο αόριστο και απροσδιόριστο, ή καλύτερα σ’ ένα θολό και σκοτεινό μυστικισμό, όπου χάνονται τα όρια ανάμεσα στο αληθινό και στο πλασματικό. Γι’ αυτό και ο ευαγγελιστής επιμένει: «Και ημείς τεθεάμεθα και μαρτυρούμεν…»(Α’ Ιωάν. δ’ 14). Είναι όμως φανερό πως η θέαση του Ιησού δεν ήταν, δεν μπορούσε να είναι μια απλή λειτουργία της οράσεως. «Ο Λόγος σαρξ εγένετο και εθεασάμεθα την δόξαν αυτού, δόξαν ως μονογενούς παρά πατρός» (Ιωάν. α’, 14). Ο Λόγος του Θεού έγινε σαρξ, χωρίς να παύσει όμως να είναι ό,τι ήταν. Κάθε τι που γίνεται κάτι άλλο αποκτώντας τις ιδιότητες εκείνου του άλλου, παύει να είναι ό,τι ήταν προηγουμένως. Είναι κάτι καινούργιο πια.
Ο οίνος που έγινε το νερό στις υδρίες του θαύματος στην Κανά δεν είχε πια τίποτε το κοινό μ’ αυτό που ήταν. Μονάχα ο Λόγος μπορούσε να είναι ταυτόχρονα και Λόγος και «σαρξ» ξεπερνώντας της φύσεως τους όρους. Το φυσιολογικό βλέμμα έδειχνε τον Ιησού. Αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό να δώσει πληροφορίες ικανοποιητικές γι’ αυτόν. Χρειαζόταν και άλλου είδους βλέμμα, για να δει και τον Λόγο που κρυβόταν πίσω από την «σάρκα». Χρειαζόταν μια ειδική δυνατότητα θεωρίας και θεάσεως της δόξας του, της μοναδικής του δόξας σαν Υιού Μονογενούς. Ποιά είναι η ειδική αυτή ματιά, ή καλύτερα, σε τί πρέπει να μεταμορφωθεί η ματιά, για να θεωρήσει τον Ιησούν αληθινά και σωστά; Μας το λέει ο ίδιος: «Τούτο εστί το θέλημα του πέμψαντός με, ίνα πας ο θεωρών τον υιόν και πιστεύων εις αυτόν έχη ζωήν αιώνιον» (Ιωάν. στ’ 40). Το «θεωρείν» εδώ γίνεται ταυτόσημο με το «πιστεύειν». Παύει δηλαδή το βλέμμα να αποτελεί μια καθαρή ενέργεια της αισθήσεως μόνο. Το βλέμμα γίνεται πίστη. Το θεωρείν έχει λόγον υπάρξεως τότε μόνον, όταν γίνεται όχημα πίστεως. Αλλιώς μένει μια απλή φυσιολογική ενέργεια χωρίς βάθος και ιδιαίτερη σημασία. «Εωράκατέ με και ου πιστεύετε» (Ιωάν. στ’ 36). Είναι μια διαπίστωση και ένα παράπονο του Ιησού, γι’ αυτούς που έμεναν στο πεδίο της φυσιολογίας μόνον. Αλλά το «θεωρείν» αυτό γίνεται αφορμή καταδίκης. Γιατί ενέχει μέσα του το στοιχείο της κρίσεως. «Εις κρίμα εγώ εις τον κόσμον ήλθον, ίνα οι μη βλέποντες βλέπωσι και οι βλέποντες τυφλοί γένωνται» (Ιωάν. θ’ 39) και «ει τυφλοί ήτε, ουκ αν είχετε αμαρτίαν, νυν δε λέγετε ότι βλέπομεν· η ουν αμαρτία υμών μένει» (αυτ. στίχ. 41). Ο άνθρωπος καταδικάζεται στην περίπτωση αυτή από τον ίδιο τον εαυτό του να μένει στο χώρο του γήινου και του εγκόσμιου χωρίς να αξιώνεται να γίνει θεωρός των επέκεινα.
Ο Ιησούς όμως δεν είναι τώρα και σωματικά παρών στον κόσμο. Παύει άραγε η δυνατότητα του θεωρείν τον Ιησούν; Τώρα έχουμε αντιστροφή του άξονα θεωρείν-πιστεύειν. Γίνεται πιστεύειν-θεωρείν. Με την πίστη καθαρίζει το βλέμμα και προχωρεί στην άμεση εσωτερική θεωρία του Ιησού, καθαρίζει το βλέμμα της ψυχής. Καθαρίζει το «διορατικόν», ο νους, που αποτελεί το μάτι της ψυχής. Σ’ αυτό ενεργεί και ένας άλλος παράγων που θα τον δούμε πιο κάτω. Τώρα δημιουργούνται, μπορούμε να το πούμε χωρίς δυσκολία, όροι και προϋποθέσεις καλύτερες «του ιδείν τον Ιησούν», πολύ καλύτερες από εκείνες που είχαν οι άνθρωποι τότε που ο Ιησούς ήταν και σωματικά στη γη. «Έως πότε την ψυχήν ημών αίρεις;» (Ιωάν. Γ 18), Η αμφιβολία και ο δισταγμός βασάνιζαν τις καρδιές των ακροατών του και τότε, εφ’ όσον το βλέμμα τους έμενε μόνο στον ραββί. Τον έβλεπαν, τον άκουγαν, τον ψηλαφούσαν, και όμως έβλεπαν χωρίς να βλέπουν και άκουγαν χωρίς να καταλαβαίνουν. «Τυφλοί τα τ’ ώτα τον τε νουν τα τ’ όμματα». Δεν λειτουργούσε η εσωτερική αίσθηση, και η εσωτερική ματιά. Γιατί; Κι’ αν υποθέσουμε πως υπήρχε καλή διάθεση, όμως «ούπω ην Πνεύμα Άγιον, ότι ο Ιησούς ουδέπω εδοξάσθη» (Ιωάν. ζ’ 39). Έτσι ερχόμαστε στον παράγοντα που παίζει τον πιο αποφασιστικό ρόλο στο ζήτημά μας.
Η θεωρία του Ιησού δεν είναι ζήτημα εξυπνάδας, οξύνοιας, οξυδέρκειας ή άλλων ψυχικών και πνευματικών δεξιοτήτων. Δεν είναι προνόμιο μερικών ψυχών που ρέπουν στη μυστική και εσωτερική ζωή, που εύκολα βυθίζονται σε ενοράσεις και χάνονται σε κόσμους ανεξέλεγκτους και αυθαίρετης υποκειμενικότητας. Ο Ιησούς χάνεται από το αισθητό οπτικό πεδίο, «μικρόν και ου θεωρείτε με», αλλά ακριβώς αυτή η απομάκρυνση του θα γίνει αφορμή να τον ξαναδούν οι μαθηταί του και τότε και τώρα καθαρότερα: «Πάλιν μικρόν και όψεσθέ με, ότι εγώ υπάγω προς τον Πατέρα μου» (Ιωάν. ιστ’ 16). Οδηγός στη θέα αυτήν είναι ο Παράκλητος. Εκείνος είναι ο οδηγός «εις πάσαν την αλήθειαν». Εκείνος θα διδάξει και θα αποκαλύψει την αλήθεια και για τον Ιησού. Εκείνος θα τον δοξάσει (αύτ., στ. 14). Θα μιλήσει γι’ αυτόν και θα τον φανερώσει στις καρδιές των ανθρώπων. Ο Ιησούς έρχεται και πάλι στην Εκκλησία του διά του Παρακλήτου. «Έτι μικρόν και ο κόσμος με ουκέτι θεωρεί, υμείς δε θεωρείτε με…εν εκείνη τη ημέρα (όταν δηλ. θα έλθει ο Παράκλητος) γνώσεσθε υμείς ότι εγώ εν τω Πατρί μου και υμείς εν εμοί καγώ εν υμίν». Ο Παράκλητος μιλάει στις καρδιές και φυτεύει την πίστη. «Ότι και εώρακάς με, Θωμά, πεπίστευκας· μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες» (Ιωάν. κ’ 29). Από τώρα δεν θα είναι αναγκαία η αισθητή ψηλάφηση. Τώρα πια είναι κατατεθειμένη η μαρτυρία για τον Ιησού και το Πνεύμα θα φανερώνει το βαθύτερο και μυστικότερο νόημά της.
Το Πνεύμα υπάρχει μέσα στην Εκκλησία. Το ανήκειν στην Έκκλησίαν, το είναι μέλος της Εκκλησίας, που αποτελεί το μυστικό σώμα του Χριστού, αποτελεί το εχέγγυο της μετοχής στο Πνεύμα και της χορηγήσεως από αυτό της δωρεάς «του ιδείν τον Ιησούν». Έξω από την Έκκλησία ανήκει κανείς στον κόσμο και «ου δύναται λαβείν» (Ιωάν. ιδ’ 17) το Πνεύμα. Γι’ αυτό και δεν μπορεί να δει τον Ιησού. Όλες οι προσπάθειες για την απομύθευση του Ευαγγελίου και την ανατομία της υπό το φως της γνώσεως του κόσμου αυτού και με κριτήριο τις ανθρώπινες δυνατότητες κατανοήσεως δεν κατέληξε παρά στην εξαφάνιση του Ιησού. Καθόλου παράξενο γιατί μετά τόση συζήτηση γίνεται λόγος «περί τίνος Ιησού τεθνηκότος», ον φάσιν οι πιστοί ζην (Πρ. κε’ 19). Το ανθρώπινο πνεύμα, αδύναμο καθώς είναι, είναι ανίκανο να ξεπεράσει τους φυσικούς όρους, που το διέπουν και το κρατούν δέσμιο του παρόντος, και να κατανοήσει και ακόμη πιό πολύ, να θεωρήσει τον Ιησού. Μέσα όμως στην Εκκλησία εμφανίζεται ο Ιησούς. Μέσα στην Εκκλησία ο Παράκλητος μάς οδηγεί στη θεωρία του Ιησού. Μας αποκαλύπτει τον Ιησού.
Η Εκκλησία στηριζόμενη στο θεμέλιο των αποστόλων (Εφεσ. β’ 20) που κατέθεσαν με το αίμα τους τη μαρτυρία για τον Ιησού και στην χειραγωγία του Πνεύματος που την εμψυχώνει και την οδηγεί στην εσωτερική γνώση του Ιησού, κινείται ανάμεσα στις δύο παρουσίες του Ιησού μέσα στην ιστορία. Και ζει με την μυστική θεωρία του και την αναμονή του, έως ότου τον δει «πρόσωπον προς πρόσωπον» (Α’ Κορ. ιγ’ 12). Τη θεωρία αυτή του Ιησού την ζει κάθε αληθινά πιστός με ένα τρόπο πολύ προσωπικό, αλλά πραγματικό και αληθινό. Έτσι εξηγείται η σύμπτωση της μυστικής εμπειρίας των μεγάλων αγίων που την καταθέτουν στο κοινό θησαυροφυλάκιο της Εκκλησίας μας.
Μιλάμε για τη θεωρία του Ιησού. Η έννοια αυτή, ή καλύτερα, η πραγματικότητα που κρύβεται πίσω από την έννοια αυτή, δεν είναι δυνατόν να περιγραφεί, όπως και κάθε συναφής πραγματικότητα που αναφέρεται στην ουράνια και υπερβατική πραγματικότητα. Γι’ αυτό και είναι αδύνατον να εκφρασθεί με λέξεις, που αδυνατούν ακόμα και την περιγραπτή και απλή πραγματικότητα να περιγράψουν. Αυτές τις πραγματικότητες «ουκ εξόν λαλήσαι» στην ανθρώπινη γλώσσα (Β’ Κορ. ιβ’ 4). Και γι’ αυτό το λόγο τον έχει η άμεση εσωτερική βίωση και η φανέρωση του Πνεύματος. Εκείνο που μπορεί μονάχα να λεχθεί είναι τούτο: Το θεωρείν τον Ιησού δεν είναι λέξεις χωρίς αντίκρυσμα. Είναι μια απρόσιτη πραγματικότητα που την γεύονται όσοι είναι όλο φωτιά και θείο έρωτα. Ώρες-ώρες εκφράζεται και με δάκρυα και με εσωτερικό κατακλυσμό χαράς και ανείπωτης ευτυχίας, με συναισθηματική ευφορία και πνευματική ανάταση και άρρητο γλυκασμό που είναι μια ισχυρή πρόγευση του Ιησού και μια ανείπωτη παρηγοριά του πιστού που για τον Ιησού πονά, θλίβεται και πάσχει στον κόσμο αυτό και μαρτυρεί ακόμα και για χάρη του. Αυτά όμως δεν συμβαίνουν πάντοτε. Δεν είναι ο κανόνας. Κανόνας είναι η πίστη. Κανόνας είναι η «εν εσόπτρω και εν αινίγματι» (Α’ Κορ. ιγ’ 12) θέαση του Ιησού. Δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις που η ψυχή στον αγώνα της και την πάλη της να σταθεί πιστή και αφοσιωμένη στον ποθητό της νυμφίο περνάει ώρες σκληρής αμφιβολίας και δέρνεται μέσα στη συννεφιά και την φουρτούνα της αβεβαιότητος. Αλλά στην κρίσιμη στιγμή φτάνει μια μικρή ανακίνηση του πυκνού παραπετάσματος από την πνοή του Πνεύματος για να αφήσει να διαφανεί η πραγματική πραγματικότης. Να διαφανεί ο Ιησούς…
Μερικοί συγκεκριμένοι «τρόποι» θεωρίας του Ιησού μέσα στην Εκκλησία:
1) Το Μυστήριο της θ. Ευχαριστίας. Στο μυστήριο υπάρχει ο Ιησούς. Στο Μυστήριο συνεχίζεται η ένσαρκος οικονομία του με το ίδιο και πιό πολύ τονισμένο το στοιχείο της ταπεινώσεως του Ιησού. Στην παράδοση της ορθόδοξης ευσέβειας αναφέρονται περιπτώσεις αγίων ανθρώπων που «εθεώρουν» τον Ιησού κρυμμένο πίσω από τον άρτο και τον οίνο. Εμείς οι κοινοί πιστοί δεν τον θεωρούμε με τον τρόπο αυτό. Τον βλέπουμε μόνο με τα μάτια της πίστεως. Πιστεύουμε πως είναι «ουσιωδώς παρών» στη Θ. Ευχαριστία. Τον αγκαλιάζουμε μυστικά. Τον δεχόμαστε στην καρδιά μας.
Ω, σπάνιες στιγμές πνευματικής ευφροσύνης! Νοιώθει κανείς πως τότε βρίσκεται στην προβαθμίδα του «θεωρείν την δόξαν του Ιησού, ην δέδωκεν αυτώ ο Πατήρ» (Ιωάν. ιζ’ 24). Μέσα στο Μυστήριο λοιπόν μπορούμε να «αφορώμεν εις τον της πίστεως αρχηγόν και τελειωτήν Ιησούν» (Εβρ. ιβ’ 2) με απόλυτη βεβαιότητα, με την ίδια βεβαιότητα που μπορούσε να έχει ο Πρωτομάρτυρας, όταν έλεγε: «Θεωρώ τον ουρανόν ανεωγότα και τον Υιόν του ανθρώπου εκ δεξιών του Θεού εστώτα» (Πρ. ζ’ 56).
2) Οι αδελφοί. Κάθε αδελφός είναι το αντίτυπο του Ιησού. Πίσω από τον κάθε αδελφό κρύβεται ο Ιησούς. Αυτό αποτελεί πρώιμη συνείδηση της Εκκλησίας όπως βλέπουμε στη συνοπτική παράδοση: (Ματθ. κε’ 31-46). Θεωρείν τον Ιησού σημαίνει στην πρακτική κοινωνική ζωή θεωρείν τον Ιησού στα πρόσωπα των ελαχίστων αδελφών του. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης έχει δύο εκφράσεις που μιλούν για το ζήτημα αυτό; «Αμήν, αμήν λέγω υμίν, ότι ο τον λόγον μου ακούων και πιστεύων τω πέμψαντί με, έχει ζωήν αιώνιον και εις κρίσιν ουκ έρχεται, αλλά μεταβέβηκεν εκ του θανάτου εις την ζωήν (Ιωάν. ε’ 24). Και: «Ημείς οίδαμεν, ότι μεταβεβήκαμεν εκ του θανάτου εις την ζωήν, ότι αγαπώμεν τους αδελφούς· ο μη αγαπών τον αδελφόν μένει εν τω θανάτω» (Α’ Ιωάν. γ’ 14). Τόσο η πίστη εν Χριστώ Ιησού, όσο και η αγάπη προς τους αδελφούς είναι μετάβαση προς την ζωή. Εφ’ όσον όμως ο Ιησούς είναι η ζωή, η αγάπη και η πίστη συγκλίνουν στο ίδιο σημείο: στον Ιησού. Δεν μπορεί κανείς να αναχθεί στη θέα του Ιησού χωρίς τα δύο αυτά φτερά.
3) Η γενικότερη συνεπής εφαρμογή της εντολής του Ιησού. Η σύγκρουση με την πραγματικότητά μας, την καθόλου ειδυλλιακή αμαρτωλή πραγματικότητά μας με τις ασκήμιες της και τις τρικλοποδιές που μας βάζει στην προσπάθειά μας να φανούμε συνεπείς, μας βγάζει από τις αυταπάτες και τις φαντασιοπληξίες, αλλά και μας στερεώνει περισσότερο στην επιθυμία του «ιδείν τον Ιησούν». Θέλεις να δεις τον Ιησού; Αγάπησέ τον θερμά, όσο γίνεται πιο θερμά, πιο δυνατά, πιο παράφορα. Θέλεις να δοκιμάσεις γνησιότητα της αγάπης σου προς τον Ιησού; Τήρησε τις εντολές του, όσο κι αν είναι δύσκολη η εφαρμογή τους. «Ο έχων τας εντολάς μου και τηρών αυτάς, εκείνος έστιν ο αγαπών με· ο δε αγαπών με αγαπηθήσεται υπό του πατρός μου και εγώ αγαπήσω αυτόν και εμφανίσω αύτω εμαυτόν» (Ιωάν. ιδ’ 21). Αυτός είναι ο δρόμος που οδηγεί στην θέα του Ιησού. Είναι ο ομαλός και ασφαλής δρόμος, στον οποίο πατούμε με το ένα πόδι, η πραγματικότητα στην οποία ζούμε, δηλ., ενώ με το άλλο πατούμε στην άλλη πραγματικότητα, την μυστική, της οποίας είμαστε δυνάμει μέτοχοι. Τηρώντας κανείς την εντολή του Ιησού φεύγει απ’ την πραγματικότητα του κόσμου και μπαίνει στην ιερή περιοχή της νοσταλγίας του και των μυστικών πόθων του. Η τήρηση των εντολών είναι μια προσπάθεια να αρθεί η αυλαία του κόσμου και της αμαρτίας που παρεμβάλλονται ανάμεσα σε μας και στον Ιησού. Η τήρηση των εντολών είναι η προχώρηση για να συναντήσουμε τον Ιησού, που έρχεται για να «εμφανίση εαυτόν» και «να θεωρώμεν την δόξαν αυτού».
Είναι τόση η ευτυχία και η μακαριότητα της ψυχής που «είδε»,έστω και αμυδρά τον Ιησούν, ώστε δεν μπορεί να μένει μόνη στη θέα αυτή, θέλει και άλλες ψυχές να γευτούν την ίδια πραγματικότητα. Η μακαριότητα της συν-θέας, της συν-θεωρήσεως γίνεται αυτόματα πιο μεγάλη, πιο βαθειά. Γι’ αυτό και όσοι είδαν τον Ιησούν δεν παρέμειναν σε μια αδράνεια, αλλά σκορπίστηκαν στον τετραπέρατο κόσμο και διεκήρυξαν: «ό ην απ’ αρχής, ό ακηκόαμεν, ό εωράκαμεν τοις οφθαλμοίς ημών, ό εθεασάμεθα και αι χείρες ημών εψηλάφισαν, περί του λόγου της ζωής —και η ζωή εφανερώθη και εωράκαμεν και μαρτυρούμεν και απαγγέλλομεν υμίν την ζωήν την αιώνιον, ήτις ην προς τον πατέρα και εφανερώθη ημίν— ό εωράκαμεν και ακηκόαμεν, απαγγέλλομεν υμίν, ίνα και ημείς κοινωνίαν έχητε μεθ’ ημών και η κοινωνία δε η ημετέρα μετά του πατρός και του υιού αυτού Ιησού Χριστού» (Α’ Ιωάν. α’ 1-3). Είναι φανερός ο σύνδεσμος θέας και μαρτυρίας. Θεάσεως και απαγγελίας, και ευαγγελισμού και συν-κοινωνίας και άλλων στο άρρητο αυτό θέαμα. Αυτό είναι το μυστικό και η βιωματική αφετηρία κάθε ιεραποστολικής προσφοράς και προοπτικής. Τίποτε άλλο. Τα άλλα όλα είναι δευτερεύοντα συμπληρώματα. Η πηγή της ιεραποστολικής θέρμης και δράσεως είναι το γεγονός ότι ο ιεραπόστολος «είδε» και θεάται εξακολουθητικά τον Ιησούν. Και γίνεται η βίωσή του αυτή φωνή. Και γίνεται όλη φωτιά. Και συνεχίζει με εσωτερική βεβαιότητα το έργο εκείνων που πρώτοι είδαν τον Ιησού. Τον ανακάλυψαν εκείνοι και μας είπαν τι ήταν αυτό που βρήκαν. Τον γευτήκαμε και εμείς ελάχιστα και βλέπουμε ότι είχαν τόσο δίκαιο στις διακηρύξεις τους. Αυτή η ελάχιστη εμπειρία μας πρέπει να γίνει πιο μεγάλη και πιο βαθειά. Να ανάβει τη λαχτάρα να θεαθούμε πιο πολύ τον Ιησού. Να τον θεαθούμε όσο γίνεται και στη γη τούτη, αλλά να τον θεώμεθα και στον ουρανό όπου «πάντοτε συν Κυρίω εσόμεθα» (Α’ Θεσ. δ΄17) «θεωρούντες την δόξαν» του (Ιωάν. ιζ’ 24) προχωρώντας εκ μακαριότητος εις μακαριότητα…
+ Αρχιμ. Ευσεβίου Βίττη