Η επίκληση του Ονόματος του Ιησού (Δ)

21 Μαΐου 2012

Το Όνομα του Ιησού και το Άγιο Πνεύμα.

«Τεθέαμαι το Πνεύμα καταβαίνον ως περιστεράν εξ ουρανού, και έμεινεν επ’ αυτόν» (Ιω. 1,32)

Το Όνομα του Ιησού κατέλαβε μία εξέχουσα θέση στο μήνυμα και την πράξη των Αποστόλων. Κήρυτταν στο Όνομα του Ιησού, θεράπευαν τους ασθενείς, επίσης στο Όνομά Του· έλεγαν στο Θεό: «Δος τοις δούλοις Σου… και σημεία και τέρατα γίνεσθαι διά του ονόματος του αγίου παιδός σου Ιησού». Δι’ αυτών «εμεγαλύνετο το όνομα του Κυρίου Ιησού». Μόνο μετά την Πεντηκοστή οι Απόστολοι ανακοίνωσαν το Όνομα «μετά δυνάμεως». Ο Ιησούς τους είπε:«Λήψεσθε δύναμιν επελθόντος του Αγίου Πνεύματος εφ’ υμάς». Σ’ αυτή την «πεντηκοστιανή» χρήση του Ονόματος του Ιησού, βρίσκουμε καθαρή μαρτυρία του συνδέσμου του ονόματος με το Άγιο Πνεύμα. Μία τέτοια πεντηκοστιανή χρήση του Ονόματος δεν περιορίζεται στους Αποστόλους. Ο Ιησούς δεν είπε μόνο για τους Αποστόλους, αλλά και για όλους τους «πιστεύσαντες»: «Εν τω ονόματί μου δαιμόνια εκβαλούσι· γλώσσαις λαλήσουσι καιναίς… επί αρρώστους χείρας επιθήσουσι, και καλώς έξουσιν». Μόνον η απουσία θερμής πίστεως και αγάπης μας εμποδίζει να επικαλεστούμε το Όνομα με τη δύναμη του Πνεύματος. Εάν πραγματικά ακολουθούμε την οδό του Ονόματος, θα έλθει καιρός, όταν θα είμαστε ικανοί (χωρίς υπερηφάνεια, χωρίς αυταρέσκεια) να διακηρύξουμε τη δόξα του Κυρίου μας και να βοηθήσουμε άλλους ανθρώπους διά των «σημείων». Αυτός, του οποίου η καρδιά γίνεται,, δοχείο του Αγίου Ονόματος, δεν πρέπει να διστάσει να μεταβεί και επαναλάβει σ’ εκείνους, που έχουν ανάγκη πνευματικής ή σωματικής ανακουφίσεως, τους λόγους του Πέτρου: «Αργύριον και χρυσίον ουχ υπάρχει μοι· ο δε έχω τούτο σοι δίδωμι· εν τω ονόματι Ιησού Χριστού του Ναζωραίου έγειρε και περιπατεί». Ω, είθε το Πνεύμα της Πεντηκοστής να έλθει «εν είδει πυρίνων γλωσσών» και να γράψει μέσα μας το Όνομα του Ιησού.

Η πεντηκοστιανή χρήση του ονόματος δεν είναι, παρά μία άποψη της προσεγγίσεώς μας προς το Άγιο Πνεύμα με το όνομα του Ιησού. Το όνομα θα μας οδηγήσει σε άλλα εσωτερικότερα βιώματα του Πνεύματος. Ενώ προφέρουμε το όνομα, μπορούμε να ρίξουμε ένα γρήγορο βλέμμα στη σχέση μεταξύ του Πνεύματος και του Ιησού. Υπάρχει κάποια στάση του Πνεύματος προς τον Ιησού και του Ιησού προς το Πνεύμα. Επαναλαμβάνοντας το όνομα του Ιησού βρισκόμαστε, ας πούμε, στο σταυροδρόμι, που συναντώνται αυτές οι δύο «κινήσεις».

Όταν ο Ιησούς βαπτίσθηκε, κατέβηκε «το Πνεύμα το Άγιον σωματικώ τω είδει ωσεί περι¬στερά επ’ αυτόν». Η κάθοδος της περιστέρας είναι η άριστη έκφραση της στάσεως του Πνεύματος προς τον Κύριό μας. Ας προσπαθήσουμε τώρα, όσο λέμε το όνομα του Ιησού, να συμπέσουμε, αν μπορούμε να εκφραστούμε έτσι, με την κατά τους λόγους του Ιησού κίνηση του Πνεύματος και με το Πνεύμα, το οποίο διευθύνεται από τον Πατέρα προς τον Ιησού, βλέποντας προς τον Ιησού, ερχόμενοι προς τον Ιησού. Ας προσπαθήσουμε να ενωθούμε -τόσο, όσο ένα δημιούργημα μπορεί να ενωθεί με μία θεία πράξη- με την πτήση της περιστέρας («τις δώσει μοι πτέρυγας ωσεί περιστεράς…») και με τα τρυφερά αισθήματα, τα εκφραζόμενα από τη φωνή της: «Φωνή της τρυγόνος ηκούσθη εν τη γη ημών…». Πριν το Άγιο Πνεύμα αρχίσει να «υπερεντυγχάνη υπέρ ημών στεναγμοίς αλαλήτοις», ήταν και αιωνίως παραμένει ο «στεναγμός» προς τον Ιησού. Το βιβλίο της Αποκαλύψεως μας δείχνει το Πνεύμα, μαζί με την Νύμφη (δηλαδή την Εκκλησία) να κράζει προς τον Κύριό μας. Όταν απαγγέλουμε το Όνομα του Ιησού, μπορούμε να το κατανοήσουμε σαν τον στεναγμό και την πνοή του Αγίου Πνεύματος, σαν την έκφραση της επιθυμίας και της λαχτάρας του Πνεύματος. Έτσι θα εισαχθούμε (σύμφωνα με την ασθενή μας ανθρώπινη ικανότητα) στο μυστήριο της σχέσεως μεταξύ του Αγίου Πνεύματος και του Υιού, που διαπνέεται από την αγάπη.

Αντιστρόφως, το Όνομα του Ιησού μπορεί επίσης να μας βοηθήσει, να συμπέσουμε με τη στάση του Κυρίου μας προς το Πνεύμα. Ο Ιησούς συνελήφθη από τη Μαρία «εκ Πνεύματος Αγίου». Παρέμεινε σε όλη την επίγεια ζωή Του (και ακόμη παραμένει) ο τέλειος δέκτης της δωρεάς, άφησε το Πνεύμα να λάβει πλήρη κατοχή Αυτού, φερόμενος «υπό του Πνεύματος» ή οδηγούμενος απ’ αυτό. Εξέβαλλε δαιμόνια «εν Πνεύματι Θεού». Επέστρεψε από την έρημο «εν τη δυνάμει του Πνεύματος». Δήλωσε: «Πνεύμα Κυρίου επ’ εμέ». Σε όλα αυτά ο Ιησούς δείχνει μία ταπεινή ευπείθεια προς το Άγιο Πνεύμα. Προφέροντας το όνομα του Ιησού, μπορούμε (όσο αυτό είναι δεδομένο στον άνθρωπο) να κάνουμε τους εαυτούς μας ένα με Αυτόν σ’ αυτή την παράδοση στο Πνεύμα. Αλλ’ επίσης μπορούμε να γίνουμε ένα με Αυτόν όπως το αρχικό σημείο, από το οποίο το Πνεύμα στέλλεται στους ανθρώπους: «Εκ του εμού λήψεται και αναγγελεί υμίν… πέμψω αυτόν προς υμάς». Μπορούμε να δούμε το Όνομα του Ιησού σαν τη φωτιά , από την οποία το Πνεύμα ακτινοβολεί προς την ανθρωπότητα· μπορούμε να δούμε τον Ιησού ως το στόμα, από το οποίο το Πνεύμα εκπνέεται. Έτσι στην απαγγελία του Ονόματος του Ιησού, μπορούμε να συνδεθούμε με αυτές τις δύο στιγμές: Την πλήρωση του Ιησού με το Πνεύμα και την αποστολή του Πνεύματος από τον Ιησού. Πρόοδος στην επίκληση του Αγίου Ονόματος είναι η πρόοδος στη γνώση «του Πνεύματος του Υιού αυτού».

Το Όνομα του Ιησού και ο Θεός Πατέρας.

«Ο εωρακώς εμέ εώρακε τον Πατέρα» (Ιω. 14,9)

Η ανάγνωσή μας του Ευαγγελίου θα παραμένει επιπόλαια, εφόσον βλέπουμε σ’ αυτό μόνον ένα μήνυμα στους ανθρώπους ή μία ζωή στρεφομένη στους ανθρώπους. Η καρδιά του Ευαγγελίου είναι η κρυμμένη συγγένεια του Ιησού προς τον Πατέρα. Το μυστικό του Ευαγγελίου είναι ο Ιησούς, στρεφόμενος προς τον Πατέρα. Αυτό είναι το θεμελιώδες μυστήριο της ζωής του Κυρίου μας. Η επίκληση του ονόματος του Ιησού μπορεί να μας δώσει κάποια πραγματική, αν και αμυδρά και παροδική, μετοχή σ’ αυτό το μυστήριο.

«Εν αρχή ην ο λόγος». Το πρόσωπο του Ιησού είναι ο Λόγος ο ζων, λαλούμενος αιωνίως από τον Πατέρα. Καθώς το όνομα του Ιησού, κατά ένα ειδικό θείο σύστημα, εξελέγη για να σημαίνει τον ζώντα Λόγον τον λαλούμενο από τον Πατέρα, μπορούμε να πούμε, ότι το όνομα αυτό συμμετέχει, κατά κάποιο τρόπο, σ’ αυτή την αιώνια απαγγελία. Κατά ένα κάπως ανθρωπομορφικό τρόπο (εύκολο σε διόρθωση), θα μπορούσαμε να πούμε, ότι το όνομα του Ιησού είναι η μόνη ανθρώπινη λέξη, που ο Πατέρας αιωνίως προφέρει. Ο Πατέρας αιωνίως γεννά τον Λόγο Του. Παρέχει ε τον αυτό του αϊδίως κατά τη γέννηση του Λόγου. Εάν συμπεριφερόμαστε για να προσεγγίσουμε τον Πατέρα, διά μέσου της επικλήσεως του ονόματος του Ιησού, πρέπει πρώτα, ενώ προφέρουμε το όνομα, να «θεωρούμε» τον Ιησού ως το αντικείμενο της αγάπης και της αυτοχορηγήσεως του Πατέρα. Πρέπει να αισθανόμαστε (όσο είναι σε μας δυνατόν), την περιχώρηση αυτής της αγάπης και της δωρεάς του Πατέρα προς τον Υιό. Είδαμε ήδη την περιστερά που κατέβηκε σ’ Αυτόν. Μένει ν’ ακούσουμε τη φωνή του Πατέρα, που λέει: «Συ ει ο Υιός μου ο αγαπητός• εν σοι ηυδόκησα».

Και τώρα πρέπει να εισέλθουμε ταπεινά στην υιική συνείδηση του Ιησού. Αφού βρήκαμε στην λέξη «Ιησούς» την προσφώνηση του Πατέρα: «Υιός μου!», θα πρέπει να την βρούμε στην προσφώνηση του Υιού: «Πατήρ μου!». Ο Ιησούς δεν έχει άλλο σκοπό, παρά να φανερώσει τον Πατέρα και να είναι ο Λόγος Του. Δεν υπήρξαν όλες οι πράξεις του Ιησού, κατά τη διάρκεια της επίγειας ζωής του, μόνον πράξεις τέλειας πειθαρχίας στον Πατέρα -«Εμόν βρωμά εστίν ίνα ποιώ το θέλημα του πέμψαντός με»· δεν έχει η σταυρική θυσία του Ιησού εκπληρώσει μόνο την υπέρτατη απαίτηση της θείας αγάπης (της όποιας ο Πατέρας είναι η πηγή): «Μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θη…» – όχι μόνο τα έργα του Ιησού, αλλ’ ολόκληρη η ύπαρξή Του, ήταν η τέλεια έκφραση του Πατέρα. Ο Ιησούς είναι «το απαύγασμα της δόξης και ο χαρακτήρ της υποστάσεως αυτού». Ο «Λόγος ην προς τον Θεόν» – η μετάφραση «μετά του Θεού» είναι ανακριβής. Αυτός ο αιώνιος προσανατολισμός του Υιού προς τον Πατέρα, αυτή η αιωνία στροφή Του προς τον Πατέρα, είναι εκείνο του οποίου πρέπει να αποκτήσουμε πείρα στο όνομα του Ιησού. Στο Άγιο Πνεύμα υπάρχει κάτι περισσότερο, παρά στη «στροφή» προς τον Πατέρα. Λέγοντας «Ιησούς», μπορούμε σε κάποιο μέτρο να ενώσουμε τον Πατέρα και τον Υιό, μπορούμε να «διαβάσουμε» και οικειοποιηθούμε τήν ενότητά τους. Προς το παρόν, όταν προφέρουμε το Άγιον όνομα, ο Ιησούς ο ίδιος μας λέει, όπως είπε στο Φίλιππο : «Ου πιστεύεις ότι εγώ εν τω Πατρί και ο Πατήρ εν εμοί έστι; … Πιστεύετε μοι ότι εγώ εν τω Πατρί και ο Πατήρ εν εμοί».

Το Όνομα και η πλήρης παρουσία.

«…Ίνα πληρωθήτε εις παν το πλήρωμα του Θεού» (Εφεσ. 3,19)

Έχουμε εξετάσει τις κύριες απόψεις της επικλήσεως του ονόματος του Ιησού. Τις έχουμε κατατάξει σύμφωνα με ένα είδος ανοδικής κλίμακας και νομίζουμε, ότι αυτή η κλίμακα ανταποκρίνεται στην κανονική πρόοδο της ζωής της ψυχής. Παρ’ όλα αυτά, ο Θεός, ο οποίος «ουκ εκ μέτρου δίδωσι το Πνεύμα», υπερβαίνει όλα τα όριά μας. Αυτές οι απόψεις του ονόματος συγχέονται. Ένας αρχάριος μπορεί κατευθείαν να υψωθεί στην ύψιστη αντίληψη του περιεχομένου του ονόματος, ενώ κάποιος, ο οποίος προσκαρτερούσε στο Όνομα για χρόνια, ίσως να μη προχωρεί πέραν των στοιχειωδών βαθμίδων· (αυτό δεν ενδιαφέρει· ό,τι ενδιαφέρει είναι να κάνουμε εκείνο, που μας ζητεί ο Κύριος μας). Έτσι, το υπόδειγμα, που ακλουθήσαμε είναι, κατά μεγάλο μέρος, φτιαχτό και δεν έχει παρά μία σχετική αξία.

Αυτό γίνεται αρκετά φανερό σε οιονδήποτε είχε κάποια πείρα όλων των απόψεων του ονόματος, τις οποίες έχουμε περιγράψει εδώ. Στο σημείο τούτο -η προσέγγιση του οποίου δεν υποδηλώνει κατ’ ανάγκην μία μεγαλύτερη τελειότητα, αλλά συχνά κάποια διανοητική και πνευματική οξύνοια, κάποια ταχύτητα αντιλήψεως και διακρίσεως σε σχέση προς τα θεία – γίνεται δύσκολο, επίπονο και καταθλιπτικό, και κάποτε ακόμη και αδύνατο, να συγκεντρωθεί κανείς σ’ αυτής ή εκείνης της ιδιαίτερης απόψεως του ονόματος του Ιησού, οσοδήποτε έξοχο και αν είναι τούτο. Η επίκληση μας και η θεώρηση του Αγίου ονόματος τότε, αποβαίνει πολυσύνθετη: Γινόμαστε ταυτοχρόνως ενήμεροι όλων των συνεπειών του ονόματος. Λέμε «Ιησού», και αναπαυόμαστε στην πληρότητα και την ολότητα του ονόματος του Κυρίου μας είμαστε ανίκανοι να διαχωρίσουμε και απομονώσουμε τις διάφορες απόψεις του και εν τούτοις αισθανόμαστε, ότι όλα υπάρχουν εκεί, σαν ένα σύνολο. Το Άγιον όνομα τότε περιέχει ολόκληρο το Χριστό και μας εισάγει σε ολόκληρη την παρουσία Του.

Αυτή η ολική παρουσία είναι κάτι περισσότερο από την παρουσία της εγγύτητας και την παρουσία της παραμονής, για την οποία έχουμε ήδη μιλήσει. Είναι η πραγματική «δύσις» όλων των πραγματικοτήτων, στην οποίαν το όνομα θα μπορούσε να είναι για μας μία προσέγγιση: Σωτηρία, Σάρκωση, Μεταμόρφωση, Εκκλησία, Ευχαριστία, Πνεύμα και Πατέρας. Τότε κατανοούμε «τί το πλάτος και μήκος και βάθος και ύψος» και αντιλαμβανόμαστε τί σημαίνει «ανακεφαλαιώσασθαι τα πάντα εν τω Χριστώ».

Αυτή η ολική παρουσία είναι τα πάντα. Το Όνομα δεν είναι τίποτε χωρίς την παρουσία. Αυτός που είναι ικανός να ζει σταθερά στην ολική παρουσία του Κυρίου μας, δεν έχει ανάγκη του Ονόματος. Το Όνομα είναι μόνον ένα ερέθισμα και μία υποστήριξη στην παρουσία. Μπορεί να έλθει κάποιος χρόνος, ακόμη και εδώ στη γη, κατά τον οποίον θα πρέπει ν’ απορρίψουμε το Όνομα το ίδιο και να ελευθερωθούμε από κάθε τι, εκτός από την ανώνυμη και ανέκφραστη ζώσα επαφή με το πρόσωπο του Ιησού.

Όταν ξεχωριστά εξετάζουμε τις απόψεις ή συνέπειες του ονόματος του Ιησού, η επίκληση μας του ονόματος ομοιάζει με ένα πρίσμα, που διαθλά μία ακτίνα λευκού φωτός στα χρώματα του φάσματος. Όταν καλούμε το «όλον όνομα» (και την ολική Παρουσία), χρησιμοποιούμε το Όνομα σαν ένα φακό, ο οποίος δέχεται και συγκεντρώνει το λευκό φως. Διά μέσου ενός φακού, μία ακτίνα ηλίου μπορεί να ανάψει κάποια εύφλεκτη ουσία. Το Άγιον Όνομα είναι αυτός ο φακός. Ο Ιησούς είναι το φως, το οποίο το Όνομα, που ενεργεί ως φακός, μπορεί να συγκεντρώσει και διευθύνει, έως ότου μία φλόγα ανάψει μέσα μας. «Πυρ ήλθον βαλείν επί της γης…».

Η Αγία Γραφή συχνά υπόσχεται μία ειδική ευλογία σ’ εκείνους, που επικαλούνται το όνομα του Κυρίου. Μπορούμε να εφαρμόσουμε στο όνομα του Ιησού εκείνο, που λέγεται για το όνομα του Θεού. Γι’ αυτό θα επαναλάβουμε : «Επίβλεψον επ’ εμέ και ελέησόν με κατά το κρίμα των αγαπώντων το Όνομά Σου». Και για τον καθένα μας μπορεί ο Κύριος να πει, ό,τι είπε για τον Παύλο: «Σκεύος εκλογής μοι έστιν ούτος του βαστάσαι το όνομά μου…» Αμήν.

(Μοναχού της Ανατολικής Εκκλησίας, «Η επίκλησις του ονόματος του Ιησού», σ. 49-60, μεταφορά στη νεοελληνική από Α.Χ)