Μέγας Κωνσταντίνος ο Ισαπόστολος

20 Μαΐου 2012

Από τις εκδόσεις Παρουσία της Ιεράς Μητροπόλεως Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου, κυκλοφορεί σε δεύτερη αναθεωρημένη έκδοση, το βιβλίο του Δικηγόρου Δημήτρη Αποστολίδη, με τίτλο Μέγας Κωνσταντίνος ο Ισαπόστολος. Ο Καθηγητής Γενικής Εκκλησιαστικής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Βλάσιος Φειδάς, σημειώνει στον πρόλογο του βιβλίου ότι «Ο Μέγας Κωνσταντίνος είναι η κατ’ εξοχήν πολιτική και θρησκευτική μορφή του όλου χριστιανικού κόσμου, η οποία προσδιόρισε το περιεχόμενο της παγκόσμιας ιστορίας κατά τρόπο μοναδικό και όχι μόνο με διαχρονικά αλλά και με συγχρονικά κριτήρια για την αξιολόγηση του μεγαλόπνοου οράματός του. Χωρίς το όραμα αυτό ούτε η Ευρώπη θα είχε συγκεκριμένη πνευματική κληρονομιά ούτε ο κόσμος μια τόσο ακμαία ακτινοβολία του χριστιανικού μηνύματος για το Θεό, τον άνθρωπο και τον κόσμο». Όμως από  κάποιους αμφισβητείται και απαξιώνεται αυτή η προσφορά του Μεγάλου Κωνσταντίνου.  Ο Δημήτρης Αποστολίδης στο έργο του αυτό προσπαθεί να προσεγγίσει την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου και μέσα από ιστορικά γεγονότα και μία εκτενή ελληνική και ξένη βιβλιογραφία να αφήσει να διαφανεί η ιστορική προσωπικότητα του Μεγάλου Κωνσταντίνου και η συμβολή του στη διαμόρφωση των εκκλησιαστικών πραγμάτων. Ο συγγραφέας Δημήτρης Αποστολίδης μίλησε στην Πεμπτουσία.

 

κύριε Αποστολίδη, πώς ξεκίνησε η ιδέα της συγγραφής ενός βιβλίου για τον Μ. Κωνσταντίνο;

O M. K είναι το πλέον αμφισβητούμενο πρόσωπο της εκκλησιαστικής μας ιστορίας. Ο πυρήνας της πολεμικής που έχει αναπτυχθεί σε βάρος του αφορά στη θρησκευτική του συνείδηση. Άθεος ή θρησκευόμενος; Χριστιανός ή ειδωλολάτρης; Ενσυνείδητος χριστιανός ή ένας πολιτικός τυχοδιώκτης; Ενας ασήμαντος της ιστορίας ή ένας μεγάλος του ευρωπαϊκού πολιτισμού; Ενας επίπλαστος ιστορικός μύθος ή ένας πραγματικός θεμελιωτής βυζαντινού πολιτισμού; Όλα αυτά τα αντιτιθέμενα ερέθισαν τη γραφίδα μου και με οδήγησαν στην προσέγγιση και την ψηλάφηση της κωνσταντίνειας σκέψης και φυσικά του πολιτικού και πνευματικού του οράματος.

 

Στο τέλος του βιβλίου παρατίθεται μια εκτενής βιβλιογραφία.  Για ποιους λόγους πιστεύετε ότι ο Μ. Κωνσταντίνος ενέπνευσε τόσους ιστορικούς και συγγραφείς έτσι ώστε να ασχοληθούν με την προσωπικότητα και το έργο του;

Πρόκειται για μία ιδιαίτερη προσωπικότητα της πνευματικής και εθνικής μας κληρονομιάς. Ο εκχριστιανισμός της Ευρώπης αναμφίβολα χρειάστηκε τα βήματα του Απ. Παύλου, όμως δίχως άλλο η Ευρώπη σήμερα δεν θα ήταν χριστιανική αν δεν υπήρχε η καρδιά του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ο Μ.Κ υπακούοντας στη συνείδησή του και μόνο σ’ αυτήν εγκατέλειψε τις ρωμαϊκές παραδόσεις και άφησε τη ζωή του να συγκλίνει προς τις αρχές του Ευαγγελίου. Ολόκληρη η ζωή του Μ.Κ υπήρξε μια διαρκής πορεία προς τον Χριστό, μέχρι την πλήρη αποδοχή της μυστηριακής ζωής της Εκκλησίας μας με το βάπτισμά του που τελείται στην εσχατιά του επίγειου βίου του.

 

Ο καθηγητής Βλάσιος Φειδάς στον πρόλογο του έργου αναφέρει ότι «η μελέτη…αναφέρεται σε ένα εξαιρετικά πολύπλοκο και συστηματικά διαμφισβητούμενο θέμα στη σχετική διεθνή βιβλιογραφία, γι’ αυτό και η ερευνητική του επιλογή αποτελεί πράγματι μια αξιόλογη συμβολή στην αντικειμενική και χωρίς παραμορφωτικούς φακούς προσέγγιση της πολυδιάστατης προσωπικότητας και του μεγαλοφυούς  έργου του πρώτου χριστιανού αυτοκράτορα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας».  Κάποιοι λένε ότι δεν υπάρχει ίσως άλλο πρόσωπο της ιστορίας η προσφορά του οποίου αλλά και η προσωπικότητά του έχει τόσο πολύ αμφισβητηθεί.  Για ποιους λόγους πιστεύετε ότι συμβαίνει αυτό;

Γράφει ένας Γάλλος ιστορικός,  ο Louis Gaston Boiassier, στό μνημειῶδες ἔργο του  La fin du paganisme το οποίο ἐξακολουθεῖ μέχρι καί σήμερα νά ἐκπέμπει λάμψη ἐπικαιρότητας: «Δυστυχῶς, ὅταν ἀσχολούμαστε μέ μεγάλους ἄνδρες, πού ἔπαιξαν ἕνα σπουδαῖο ρόλο στήν ἱστορία καί προσπαθοῦμε νά μελετήσουμε τή ζωή καί τή δράση τους, σπάνια ἱκανοποιούμαστε ἀπό τίς πιό φυσικές ἐξηγήσεις. Τό γεγονός ὅτι οἱ ἄνθρωποι αὐτοί ἔχουν κάτι διαφορετικό ἀπό τούς ἄλλους ἀνθρώπους, μᾶς κάνει νά μήν πιστεύουμε ὅτι μποροῦν νά λειτουργοῦν ὅπως οἱ ἁπλοί ἄνθρωποι. Ἀναζητοῦμε σκοτεινές αἰτίες πίσω καί ἀπό τήν πιό ἁπλή πράξη τους, ἐνῶ ταυτόχρονα τούς καταλογίζουμε μία λεπτότητα καί ἕνα βάθος σκέψης ἤ ἀπιστίες πού ποτέ τους δέν εἶχαν διανοηθεῖ. Ὅλα αὐτά ἰσχύουν καί στήν περίπτωση τοῦ Κωνσταντίνου. Ἐπικράτησε ἡ προκατειλημμένη πεποίθηση ὅτι ὁ ἱκανός αὐτός πολιτικός θέλησε νά μᾶς ξεγελάσει. Ὅσο πιό θερμά ἀφιέρωνε τόν ἑαυτό του στά θρησκευτικά ζητήματα, προβάλλοντάς τον ὡς ἕνα γνήσιο πιστό, τόσο πιό ἔντονες γίνονταν οἱ προσπάθειές μας νά ἀποδείξουμε ὅτι ὁ Κωνσταντῖνος ἦταν ἀδιάφορος γιά τά θέματα αὐτά καί ὅτι ὑπῆρξε ἕνας σκεπτικιστής, πού στήν πραγματικότητα δέν τόν ἐνδιέφερε καμία θρησκεία, παρά μονάχα ἐκείνη πού τόν εὐνοοῦσε περισσότερο».

        Ετσι λοιπόν, αρχικά η προτεσταντική λογιοσύνη, στη συνέχεια η πρώην μαρξιστική ανατολή και κατόπιν η παππική δύση συνέθεσαν ένα άθλιο και ταυτόχρονα αντιφατικό κατηγορητήριο σε βάρος του Μεγάλου αυτού άνδρα που δεν έχει καμία απολύτως ιστορική και πραγματική βάση.

 

Όπως σημειώνετε στην εισαγωγή σας στο βιβλίο, η προσέγγισή σας στην προσωπικότητα και το έργο του Μ. Κωνσταντίνου, απέχει μακράν από τις εγκωμιαστικές υπερβολές που συναντούμε πολλές φορές σε βιβλία για Αγίους, αποφεύγει όμως και τις ιστορικές ακρότητες.  Την ίδια στιγμή «συνομιλείτε» μέσα από το έργο σας με συγγραφείς που αμφισβητούν τον Μ. Κωνσταντίνο αλλά και με συγγραφείς που γράφουν θετικά για την προσωπικότητά του.  Πόσο δύσκολο είναι για τον ερευνητή να είναι αντικειμενικός;

        Η προσέγγιση μιάς προσωπικότητας που χάνεται στα βάθη των αιώνων, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του Μ. Κ, προϋποθέτει καλή γνώση των πνευματικών, πολιτικών και κοινωνικών δεδομένων της εποχής στην οποία αυτή πραγματώνει το έργο της και αφήνει το αποτύπωμά της στην ιστορία. Είναι αδιανόητο ο Μ. Κ να κρίνεται με όρους πολιτικής ή δογματικής της σύγχρονης εποχής.

Οσον αφορά την αντικειμενικότητα της προσέγγισης, αξίζει να αναφερθώ στον σύγχρονο Γάλλο συγγραφέα Paul Veynne. Tό γνωστότερο ἴσως ἀπό τά ἔργα του εἶναι αὐτό πού ἀναφέρεται στόν ἐκχριστιανισμό τῆς Εὐρώπης καί τή μεταστροφή τοῦ Κωνσταντίνου[1]. «Ἔγραψα ἕνα βιβλίο σέ βάρος τοῦ ἑαυτοῦ μου» γράφει μέ ἀφοπλιστική εἰλικρίνεια ὁ Veyne καί συνεχίζει: «Εἶμαι τελείως ἄθεος καί ἡ θρησκεία πού ἀνέχομαι λιγότερο εἶναι ὁ χριστιανισμός. Ὡς ἱστορικός ὅμως, ὄφειλα νά καταβάλω κάθε προσπάθεια νά μήν συγκλίνω πρός τή μία ἤ τήν ἄλλη κατεύθυνση. Ἐκεῖνο πού ὑπῆρξε τό δυσκολότερο γιά μένα ἦταν νά κατανοήσω τί συμβαίνει στήν καρδιά καί τήν ψυχή ἑνός ἀνθρώπου, ὅταν αὐτός γίνεται χριστιανός. Ὁ Κωνσταντῖνος δέν ἔχει μιά ἀπόλυτα ξεκάθαρη πίστη, μά σίγουρα ἔχει μιά ἔντιμη πίστη. Τό ἀποδεικνύει τό γεγονός πώς δέν εἶχε καμία ἀνάγκη τήν Ἐκκλησία γιά τίς κατακτήσεις του καί πώς θά μποροῦσε νά ἑνοποιήσει τήν αὐτοκρατορία χωρίς νά γίνει χριστιανός. Δέν ὑπῆρξε ἀδιάφορος, ἀλλά μπορεῖ νά ἀξιολογηθεῖ ὡς ἕνας ἰδεαλιστής». Αν λοιπόν αυτά τα λέει ένας άθεος ιστορικός η δική μου συνηγορία περιττεύει.

 

Τι σημαίνει για εσάς το γεγονός ότι στην εισαγωγή του βιβλίου σας γράφουν ο Καθηγητής Βλάσιος Φειδάς, ο Σεβ. Μητροπολίτης Φιλίππων Νεαπόλεως και Θάσου κ. Προκόπιος, ο Παν. Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος, ενώ σας είχε αποστείλει και επιστολή ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κυρός Χριστόδουλος;

Κρατώ ως τίτλο ύψιστης τιμής το γεγονός πώς διακεκριμένες προσωπικότητες της Εκκλησίας και της Ιστορίας ασχολήθηκαν με το πόνημά μου και πολλοί από αυτούς είχαν την καλοσύνη να μου γράψουν την άποψή τους. Εγκάρδια τους ευχαριστώ.

 

Να έρθουμε τώρα στα περιεχόμενα του βιβλίου και να μας πείτε σε τίτλους ποια πορεία ακολουθείτε «παρακολουθώντας» τη ζωή και το έργο του Μ. Κωνσταντίνου;

Η αφετηρία του πνευματικού οδοιπορικού του Μ.Κ είναι η θεοσημία πρίν από τη μάχη της Μιλβίας γέφυρας (28.10.312). Από το «ἐν τούτω νίκα» και μετά αρχίζει μια διαρκής πορεία απομάκρυνσης από την ρωμαϊκή θρησκευτική εθιμοτυπία και ταυτόχρονης σύγκλισης προς τη διδασκαλία του Ιησού Χριστού. Αξίζει κανείς να παρακολουθήσει το νομοθετικό του έργο για να κατανοήσει τον βαθμό επίδρασης της χριστιανικής διδασκαλίας στην συνείδησή του η οποία φυσικά επηρέαζε και τη δημόσια δράση του. Ανάμεσα στο πρώτο ερέθισμα που είναι η θεοσημία του «έν τούτω νίκα» και στο βάπτισμά του» διαγράφεται μία πραγματικά ανθρώπινη διαδρομή γεμάτη αδυναμίες, πτώσεις και σφάλματα (όπως συμβαίνει με όλους μας), αλλά και ταυτόχρονα με μια ασίγαστη βούληση αναζήτησης της πραγματικής πίστης.

 

Ποιες θεωρείτε ως τις πιο σημαντικές στιγμές στη ζωή του Μεγάλου Κωνσταντίνου;

Μετά τη θεοσημία οι κεντρικοί σταθμοί του πνευματικού οδοιπορικού του Μ.Κ είναι το διάταγμα των Μεδιολάνων (313), η αντιμετώπιση του απειλούμενου εκκλησιαστικού σχίσματος στη Βόρεια Αφρική με τη σύγκληση της Συνόδου της Αρελάτης (315), η σύγκληση της Πρώτης Οικουμενικής Συνόδου (325), η ίδρυση της πρώτης χριστιανικής πρωτεύουσας, της Κωνσταντινούπολης (330) και τέλος η κορύφωση επιτελείται με την πλήρη εισδοχή στη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας, καθώς βαπτίζεται στο τέλος του βίου του.

 

Ποιο ήταν το μεγαλύτερο Εκκλησιαστικό ζήτημα που συνάντησε ο Μ. Κωνσταντίνος και πώς το αντιμετώπισε;

Δίχως άλλο το απειλούμενο σχίσμα της Εκκλησίας με την διδασκαλία του Αρείου. Η βούληση του Μ.Κ να συγκαλέσει για πρώτη φορά στα παγκόσμια χρονικά την Εκκλησία σε σύνοδο η οποία και θα έλυε το ζήτημα του αρειανισμού, χαρακτηρίζει απόλυτα τον άνδρα και την αντίληψη που είχε ως προς τη συγκρότηση και τη λειτουργία της Εκκλησίας την οποία ουδέποτε θέλησε να καθυποτάξει ή να χειραγωγήσει πολύ περισσότερο να χρησιμοποιήσει ως βάση πολιτικού σχεδιασμού. Δίκαια ο Αγιος Νικόδημος χαρακτήρισε την Πρώτη Οικουμενική Σύνοδο «ἀρκτική καί σεβασμιωτέρα ἁπασῶν».

 

Γράφετε στο βιβλίο σας ότι πολύ γρήγορα «αμέσως μετά το θάνατό του η χριστιανική συνείδηση τον αφομοίωσε ως Άγιο».  Θα θέλατε να μας πείτε για ποιους λόγους η Εκκλησία τον αναγνώρισε ως Άγιο;

«Ἦταν πραγματικά Ἅγιος ὁ Μ. Κωνσταντῖνος; Αὐτό εἶναι ἕνα ἐρώτημα πού τό ψελλίζουν ἀκόμη καί ὀρθόδοξα χείλη. Ἄν καί δέν εἶναι δόκιμο πνευματικά νά ἀμφισβητεῖται ἡ ἁγιοσύνη ἑνός ἀνθρώπου, ὅταν ἡ τελευταία ἔχει ἀναγνωρισθεῖ ἀπό τήν ἴδια τήν Ἐκκλησία, ἐν τούτοις ἡ πληρότητα τοῦ λόγου μᾶς ἐπιβάλλει νά τοποθετηθοῦμε.

        Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας ἔχοντας ὑπόψη τους τήν πρόσκληση τοῦ Κυρίου μας «Ἅγιοι γίγνεσθε, ὅτι ἐγώ Ἅγιος εἰμί», ὅρισαν ὅτι «ἁγιοσύνη εἶναι μίμηση Χριστοῦ». Ἄν λοιπόν ἀναζητήσουμε τόν Μ. Κωνσταντῖνο ἀνάμεσα στίς «τυπικές» μορφές τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας σίγουρα δέν θά τόν βροῦμε. Δέν συγκαταλέγεται οὔτε στούς Μάρτυρες, οὔτε στούς κορυφαίους τῆς ἀσκητικῆς μαρτυρίας, οὔτε στούς καταξιωμένους τῆς ἱεραποστολικῆς διακονίας. Παρά ταῦτα ἡ ζωή του μέσα ἀπό τά πάθη, τίς ἀντιθέσεις, τίς προκλήσεις, τίς ἀβεβαιότητες, τίς συγκρούσεις, τίς ἐντάσεις, τίς ἀντινομίες, τίς δογματικές ἀπροσδιοριστίες, τά ἤθη καί τίς ἀντιλήψεις τῆς ἐποχῆς του, ἀλλά καί αὐτοῦ ἀκόμη τοῦ ἀξιώματός του, ἦταν μία ἐξακολουθητικά ἐντεινόμενη μαρτυρία Χριστοῦ. Ἡ ζωή τοῦ Μ. Κωνσταντίνου δέν ἦταν ἁπλά καί μόνο μιά στάση προσφορᾶς πρός τήν Ἐκκλησία. Ὁ Μ. Κωνσταντῖνος δέν εἶναι ὁ ἐπώνυμος τρίτος πού βρίσκεται ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία καί τῆς παρέχει εὐεργετικά κάποια μικρή ἤ μεγάλη προσφορά. Εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού ὑπερβαίνει ὅλες τίς ἀνασχετικές δυνάμεις, κατανοεῖ τίς ὑψηλές ἀλήθειες τοῦ χριστιανισμοῦ, εἰσέρχεται στήν Ἐκκλησία, ταυτίζεται μέ αὐτήν καί εἰσφέρει τόν ἑαυτό του μέ τήν ἀπόδοχή τοῦ Μυστηρίου τοῦ Βαπτίσματος.

Ἀμέσως μετά τόν θάνατό του ἡ χριστιανική συνείδηση τόν ἀφομοίωσε ὡς Ἅγιο τῆς Ἐκκλησίας μας. Πλῆθος ἐκκλησιῶν πρός τιμή τοῦ ἴδιου καί τῆς μητέρας του κατασκευάστηκαν σέ κάθε γωνιά τοῦ τότε γνωστοῦ κόσμου[2].

Ὅποιος βρίσκεται ἔξω ἀπό τό πνεῦμα τῆς Ὀρθόδοξης πίστης δύσκολα μπορεῖ νά κατανοήσει τήν καταλυτική καί ταυτόχρονα ἀναγεννητική δύναμη τῆς μετάνοιας. Ἡ μετάνοια στήν Ὀρθόδοξη πνευματικότητα ἀποτελεῖ δραστικό σημεῖο ἐπαναφορᾶς ἀπό τήν πτώση στή σωτηρία καί ἀπό τήν ἁμαρτία στήν ἁγιοσύνη. Ἀποτελεῖ αὐτονόητο πνευματικό ἀξίωμα πώς ὅλοι οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας βρίσκονται στόν παράδεισο. Ὁ μόνος ὅμως γιά τόν ὁποῖο ἔχουμε ἐπίσημη διαβεβαίωση ἀπό τά χείλη τοῦ Κυρίου ὅτι ἔχει παραβιάσει τίς πόρτες τῆς ἐπουράνιας βασιλείας εἶναι ὁ ληστής πού σταυρώθηκε μαζί Του. Μέ μιά ὀρθολογική προσέγγιση τοῦ πράγματος, αὐτό δέν ἀποτελεῖ παρά μία πρόκληση. Πῶς θά μπορουσε ἕνας ληστής πού ὅλη του τή βιωτή τήν ἀνάλωσε σέ ἐγκλήματα νά βρίσκεται ξαφνικά στόν παράδεισο; Ὁ Χριστός λοιπόν προσφέρει τό κλειδί τῆς σωτηρίας ἀκόμη καί στόν χειρότερο ἐγκληματία, μιᾶς καί ἡ μόνη ἁμαρτία πού δέν συγχωρεῖ εἶναι ἡ ἀμετανόητη.

 Ἄν ἐπισκοπήσει κανείς τή διάταξη τοῦ ἑορτολογίου τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τήν ἀρχή τοῦ Τριωδίου μέχρι τήν Ἀνάσταση θά διαπιστώσει πώς τά «τιμώμενα πρόσωπα» εἶναι αὐτοί πού μετάνιωσαν. Στήν ἀρχή τοῦ Τριωδίου συναντᾶμε τόν ἄσωτο υἱό τῆς παραβολῆς. Μετάνιωσε εἰλικρινά κι ἐπέστρεψε στή θαλπωρή τῆς πατρικῆς ἀγκαλιᾶς. Αὐτό ἦταν ὅλο καί τίποτε περισσότερο. Μά στ’ ἀλήθεια δέν χρειαζόταν καί τίποτε ἄλλο, ἀφοῦ αὐτό ἦταν ἀρκετό γιά τόν στοργικό καί φιλεύσπλαχνο πατέρα. Ὁ ἐπίγειος παράδεισος τῆς εὐτυχίας ἦταν καί πάλι στή διάθεση τοῦ πρώην ἄσωτου γιοῦ.

 Μέσα στή Μεγάλη Τεσσαρακοστή καί μάλιστα στήν κορύφωσή της τιμᾶμε τήν Ὁσία Μαρία τήν Αἰγυπτία, τή μεγαλύτερη πόρνη τῆς Αἰγύπτου. Σέ ποιά ἄκαμπτη ἀνθρώπινη λογική ἀντέχει στ’ ἀλήθεια ἡ παραδοχή πώς ἕνα σῶμα καί μιά ψυχή πού ἐκπορνεύθηκαν μποροῦν νά καθαγιαστοῦν; Κι ὅμως, αὐτό πού ἀδυνατεῖ νά θεραπεύσει ἴσως καί νά κατανοήσει ὁ ὀρθολογιστής ἄνθρωπος, τό θεραπεύει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος προσφέροντας στόν ἄνθρωπο τό ἀνεκτίμητο δῶρο τῆς μετάνοιας. Καί ἡ πόρνη Μαρία δέν ἔχασε τήν εὐκαρία. Μετάνιωσε καί πέταξε πρός τήν ἁγιοσύνη.

 Τή Μεγάλη Παρασκευή, ὅταν πιά τό Θεῖο Πάθος ξεχειλίζει καί τά πάντα φρίττουν ἀπό τό μαρτύριο καί τή σταυρική θυσία, ἡ Ἐκκλησία θυμᾶται κάτι ἀκόμη: «Ἔτι δέ καί τοῦ εὐγνώμονος ληστοῦ τήν μετάνοιαν καί τήν ὁμολογίαν»!!! Στ’ ἀλήθεια εἶναι ἀδιανόητο. Ὁ Θεός πάσχει, τά σύμπαντα σείονται, ἡ ὀδύνη γιά τό θεανθρώπινο πάθος κορυφώνεται καί ἡ Ἐκκλησία θυμᾶται τόν ληστή. Ναί τόν θυμᾶται, κι ὄχι ἁπλῶς τόν θυμᾶται, ἀλλά τόν τιμᾶ. Τόν τιμᾶ, γιατί πρῶτος τόν τίμησε ὁ Κύριος. Ὁ ληστής τοῦ ζήτησε τό ἐλάχιστο: «Μνήσθητι καί ἐμοῦ, ὅταν ἔλθης ἐν τῇ βασιλείᾳ σου». Καί ὁ Κύριος ἁπλόχερα τοῦ πρόσφερε τό μέγιστο: «Ἀμήν λέγω σοι, σήμερον μετ’ ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ παραδείσῳ». Ἔτσι τοῦ εἶπε καί τόν πῆρε κι ἔφυγαν μαζί γιά τόν παράδεισο.

 Ὅμως δέν εἶναι καθόλου τυχαῖο πώς τήν πρώτη Κυριακή μετά τήν Ἀνάσταση ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ ἀκόμη ἕνα μετανιωμένο. Εἶναι ὁ μαθητής τοῦ Κυρίου, ὁ Θωμᾶς ὁ δύσπιστος πού στήν ἀρχή ἔδειχνε νά μήν πολυπιστεύει στήν Ἀνάσταση. Κι ὅταν ὁ Κύριος τόν κάλεσε νά ψηλαφήσει τίς πληγές του, ὁ Θωμᾶς δέν δίστασε νά ὁμολογήσει στόν ἀναστημένο Χριστό, μιά πίστη ἀκλόνητη πού τή διακήρυξε μέχρι τή μακρινή Ἰνδία.

Ὅμως τά παραδείγματα Ἁγίων πού πέρασαν στήν ἁγιότητα κρατῶντας σφιχτά στό χέρι τό διαβατήριο τῆς μετάνοιας δέν σταματοῦν ἐδῶ. Ἀλήθεια σήμερα ποιός τάχα ἀμφισβητεῖ τήν ἁγιότητα τοῦ Ἁγίου Αὐγουστίνου πού ἀπέρριψε τήν ἔκφυλη ζωή κι ἀφιερώθηκε στόν Χριστό ἤ τοῦ Μωυσῆ τοῦ Αἰθίοπα, ἑνός κλέφτη καί κακοποιοῦ τῆς ἐποχῆς ἤ τοῦ Ἰβηρίτη μοναχοῦ Βάρβαρου καί τόσων ἄλλων πού μέσα ἀπό τή συντριβή τῆς μετάνοιας πέρασαν ἀπό τόν πνευματικό ὄλεθρο στήν ἐν Χριστῷ ἀλήθεια. Κι ἄν ὅλους αὐτούς τούς ἀποδεχόμαστε ὡς Ἁγίους, γιατί τάχα τόση δυσπιστία ἀπέναντι στόν Κωνσταντῖνο ὁ ὁποῖος εἶχε τό θάρρος νά ὁμολογήσει πώς «μόνο ἡ μετάνοια ὁδηγεῖ στή σωτηρία». Τί κι ἄν ἦταν ὁ παντοδύναμος ἡγεμόνας; Τί κι ἄν ἦταν ὁ κυρίαρχος τῆς ἐγκόσμιας ἐξουσίας; Στήν πραγματικότητα δέν ἔπαυε νά εἶναι μιά ταραγμένη ψυχή πού μέσα ἀπό τίς ἀντινομίες, τίς ἀντιξοότητες, τίς πνευματικές ἀπροσδιοριστίες, τίς ἀντιφάσεις, τά ἤθη καί τά πάθη τῆς ἐποχῆς ἀναζητοῦσε τήν πνευματική γαλήνη καί τήν ἀλήθεια. Κι ὅταν τή συνάντησε στό πρόσωπο τοῦ Κυρίου, δέν δίστασε νά ἀφιερωθεῖ. Κι ἀντί νά ἐπιβραβευθεῖ, κατηγορήθηκε καί κατηγορεῖται ἀκόμη ἀπό κάποιους γιά πολιτική ἐκμετάλλευση τῆς πίστης καί προσωπική ἰδιοτέλεια.

Κάποιος δάσκαλος τοῦ Γένους μας ἔγραψε πώς ὁ χειρότερος τυφλός εἶναι αὐτός πού δέν θέλει νά δεῖ. Κάτι τέτοιο συμβαίνει καί μέ τούς ἐπικριτές τοῦ Κωνσταντίνου. Στ’ ἀλήθεια τί ἄλλο μποροῦσε νά κάνει γιά νά ἀποδείξει τήν ἁγνότητα τῆς θρησκευτικης του συνείδησης; Κι ἄν ἀκόμη κατέληγε στό μαρτύριο πάλι θά ὑπῆρχε ἡ ἐμπαθής προαίρεση κάποιων. Ὅμως ὅλοι αὐτοί πού ἀφιέρωσαν τή ζωή τους στόν Χριστό δέν ἐπιζητοῦν τή δικαίωση, οὔτε νοιάζονται γιά τήν ἄποψη τῶν κάποιων, ἀλλά ταπεινά καρτεροῦν τήν κρίση τοῦ Δίκαιου κριτή «ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ».

Δέν εἶναι τυχαῖο λοιπόν ὅτι ἀμέσως μετά τόν θάνατό του ἡ χριστιανική συνείδηση τόν ἀφομοίωσε ὡς Ἅγιο τῆς Εκκλησίας μας. Πλῆθος ἐκκλησιῶν κατασκευάστηκαν πρός τιμή τοῦ Κωνσταντίνου καί τῆς μητέρας του. Δίκαια λοιπόν ἡ Εκκλησία μας, γράφει ὁ Κ. Παπαρρηγόπουλος[3], τόν ἀποκάλεσε Ἰσαπόστολο καί τόν κατέταξε ἀνάμεσα στούς Ἁγίους της. Δίκαια ἡ ἱστορία καί εἰδικά ἡ ἑλληνική τόν ἀποκάλεσε Μεγάλο, ἀφοῦ λίγοι στήν πραγματικότητα ἄνδρες ἔχοντας νά παλέψουν μέ τόσες ἠθικές καί πολιτικές δυσχέρειες, πολιτεύθηκαν μέ τέτοια ἐπιδεξιότητα καί συνέδεσαν τό ὄνομά τους μέ τόσο σημαντικές ἱστορικές ἐξελίξεις. Αὐτό δέν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρά τό ἀποτύπωμα τῆς προσωπικότητας τοῦ μεγάλου αὐτοῦ ἄνδρα».



[1]Ἔχω ὑπόψη μου τήν ἰταλική ἔκδοση τοῦ βιβλίου Quanto l’ Europa e  diventata Christiana (312 -394) Constantino, la conversione, I’ impero, Milano, 2008.

[2] Βλ. Ἐνδεικτικά στόν χρονογράφο Λέοντα Γραμματικό, (Χρονογραφία, P.G 108.1089) πού κάνει λόγο γιά τό «μετόχιον τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου».

[3]Στό ἴδιο, σ. 367.