Τί είναι το αυτεξούσιο που υπάρχει μέσα μας, και τί έχει απομείνει στον άνθρωπο από το αυτεξούσιο
11 Μαΐου 2012Η νηστεία, η αγρυπνία και τα παρόμοια είναι πάνω από τη φύση. Ακούσια τρώγω και πίνω, εφόσον πεινώ και διψώ. Ακούσια κενώνω τα περιττώματα της τροφής και της πόσης μου, διότι διογκώνομαι, και η φύση μου τα αποβάλλει. Ακούσια κοιμάμαι, διότι εκ φύσεως νυστάζω, και περπατώ και κάθομαι και ξαπλώνω, διότι κοπιάζω εκ φύσεως. Ακούσια είμαι ξύπνιος, και αυτό είναι φυσικό. Ακούσια ντύνομαι και γυμνώνομαι, είτε κάνει κρύο ή ζέστη, και κανείς δεν μπορεί καθόλου να υποφέρει με κανέναν τρόπο έστω και ελάχιστο σ’ αυτές τις καταστάσεις, παρά μόνο με βία και σε ανάγκη πολλή, ακούσια μεν τις περισσότερες φορές, εκούσια δε σπανίως και για ελάχιστο χρόνο. Οι άγιοι άλλοτε μεν εκούσια βιάζοντας τη φύση, άλλοτε δε με θεία δύναμη διήνυσαν τον αγώνα της νηστείας και της αγρυπνίας και του ψύχους και του καύσωνα, και του μεγάλου κόπου.
Εάν λοιπόν είναι ακούσια αυτά, επειδή είναι φυσικά, σε ποιό τμήμα του ανθρώπινου εκουσίου υπάρχει το αυτεξούσιο; Σε κανένα λοιπόν άλλο μέρος του ανθρώπου παρά μόνο σ’ αυτό, στο να έχει συνεχώς προσηλωμένη τη διάνοια μόνο στον Θεό, τον Κύριο της σωτηρίας και Κύριο του ελέους. Αν λοιπόν το αυτεξούσιο συμπεριλαμβάνεται σε όσα βρίσκονται στην εξουσία μας, σίγουρα δεν υπάρχει το αυτεξούσιο σε όσα δεν είναι στην εξουσία μας. Προηγείται δε του αυτεξουσίου η θέληση και για όσα βρίσκονται στην εξουσία μας, και για όσα δεν βρίσκονται στην εξουσία μας. Και για όσα μεν είναι στην εξουσία μας η θέληση χρειάζεται και κόπο – διότι στην παρούσα ζωή τίποτα απ’ όσα είναι στην εξουσία μας δεν πραγματοποιείται χωρίς κόπο -, σε όσα όμως δεν είναι στην εξουσία μας, το να θέλουμε μεν είναι θέμα προαιρέσεως, το να κοπιάζουμε όμως είναι μάταιο.
Εάν λοιπόν είμαι αυτεξούσιος και γι’ αυτό θέλω να είμαι και ελεύθερος, άρα είτε υποδουλώνομαι αυτεξουσίως σ’ αυτό που έχω νικηθεί, δηλαδή με τη θέλησή μου, είτε, επειδή δεν είμαι αυτεξούσιος, υποδουλώνομαι από κάποια ανάγκη και βία, σ’ αυτά που είναι της φύσεως και γι’ αυτό δεν μεταβάλλονται: πεινώ, διψώ, κρυώνω, ζεσταίνομαι, περπατώ, στέκομαι, αναπαύομαι και άλλα παρόμοια, όπως προανέφερα. Εάν λοιπόν αυτά είναι του αυτεξουσίου, αν μείνω για πολύ χρονικό διάστημα χωρίς τροφή, είναι φανερό ότι καθώς δεν με καταστρέφει η πείνα, δεν με καταστρέφει ούτε η αγρυπνία, ούτε τα υπόλοιπα. Εάν όμως δεν υπόκεινται αυτά στο αυτεξούσιο αλλά εκείνα, δηλαδή όσα αφορούν στην ψυχή, όσα είναι γενικότερα από τα άλλα, όπως η επιθυμία και ο θυμός, συνεπάγεται ότι θυμώνω παράλογα, επιθυμώντας ανόητα. Και θέλω μεν να κυριαρχήσω στον παράλογο θυμό και στην ανόητη επιθυμία, νικιέμαι όμως από αυτά τις περισσότερες φορές, και γι’ αυτό είμαι υποδουλωμένος σ’ αυτά. Κι αν δεν συμβαίνει αυτό ολοτελώς και πάντοτε αλλά αν μια φορά νικηθώ και υποδουλωθώ, πώς ο δούλος του παραλόγου θυμού και της ανόητης επιθυμίας μπορεί να είναι αυτεξούσιος; Κι αν κάποιος πει, ότι το να νικηθείς από αυτά, και εξαιτίας αυτού να υποδουλωθείς και να ελευθερωθείς, είναι το ίδιο με το να πέσεις και να σηκωθείς, πόσο θα πρέπει να ντρέπεται αυτός που ισχυρίζεται ότι είναι αυτεξούσιος και καυχιέται γι’ αυτό και ομολογεί χωρίς ντροπή: «Σήμερα υποδουλώνω τον εαυτό μου και αύριο τον ελευθερώνω, κι αυτό συμβαίνει σε όλη μου τη ζωή»; Ώστε αυτός να είναι και ελεύθερος και δούλος. Τί λοιπόν μπορούμε να πούμε;
Ήταν κάποτε ο άνθρωπος ελεύθερος, χάρη στο αυτεξούσιο, αφού όμως πρόδωσε την ελευθερία του, έχασε μαζί με την ελευθερία και το αυτεξούσιο, και μάλιστα έγινε δούλος της αμαρτίας. Και κανείς δούλος δεν είναι αυτεξούσιος, γιατί ενώ ήταν ελεύθερος, υποδουλώθηκε. Ο Θεός κανέναν δεν έπλασε δούλο, αλλά όλους ελεύθερους, και μόνο δικούς του δούλους, αυτού που τους δημιούργησε και τους έπλασε εκ του μη όντος· όμως δεν θέλει η δουλεία σ’ αυτόν να είναι τυραννική και καταναγκαστική, αλλά όπως ακριβώς όταν κάποιος φτωχός και άπορος προτιμηθεί από τον βασιλιά για προσωπική του υπηρεσία, χαίρεται και αγάλλεται να ονομάζεται και να είναι δούλος του βασιλιά, έτσι λοιπόν ο Θεός θέλει και επιθυμεί ο δούλος του να είναι με τη θέλησή του και να χαίρεται και να θεωρεί δόξα τη δουλεία σ’ αυτόν. Επειδή κάθε δούλος, αν δει κάποιον που μπορεί να τον ελευθερώσει, σίγουρα θα καταφύγει σ’ αυτόν, και θα γονατίσει και θα κλάψει και θα ικετεύσει, μήπως και τον πείσει να καταβάλει την άξια του και τον ελευθερώσει· γίνεται φανερό λοιπόν από εδώ ότι τίποτε άλλο δεν έμεινε στον δούλο από την αυτεξουσιότητα, παρά μόνο το να θέλει να ελευθερωθεί. Αλλά και αυτό συμβαίνει, όταν υποφέρει από το βάρος της δουλείας. Αν όμως είναι δούλος που δεν έχει θλίψεις και αναπαύεται, δεν θα θελήσει την ελευθερία του.
Ο Κύριος είπε: «Εάν μείνετε στον λόγο μου, θα γνωρίσετε την αλήθεια, και η αλήθεια θα σας ελευθερώσει.» Ιδού τρία: η παραμονή, η γνώση και αυτή που ελευθερώνει, όχι η ελευθερία. Και στη συνέχεια: «Καθένας που κάνει την αμαρτία, είναι δούλος της αμαρτίας.» Να που απεδείχθη δούλος διότι ο δούλος, δεν είναι αυτεξούσιος. Και μετά από λίγο: «Εάν ο Υιός σάς ελευθερώσει, θα είστε πραγματικά ελεύθεροι.» Επειδή λοιπόν ο Θεός που λέει αυτά είναι αξιόπιστος μάρτυρας, ποιός μπορεί να ισχυριστεί ότι ο δούλος της αμαρτίας, είναι αυτεξούσιος από κάθε δόλο και κάθε δουλεία, ενώ κάνεις δεν είναι αυτεξούσιος; Και αυτά μεν τα είπε ο Κύριος. Ο Απόστολος δε που στάλθηκε από αυτόν, καθώς αυτός στάλθηκε από τον Πατέρα του, φωνάζει σε όλη την οικουμένη με δυνατή φωνή: «Ταλαίπωρος εγώ ο άνθρωπος! Ποιός θα με ελευθερώσει από το σώμα τούτο το καταδικασμένο στο θάνατο;» και σίγουρα αυτός που ελευθερώνει, ελευθερώνει από την αιχμαλωσία. Ο ίδιος λέει: «Στην ελευθερία για την οποία ο Χριστός μας ελευθέρωσε, σταθείτε σταθεροί», δηλώνοντας ότι πάντως από δουλεία ελευθερώθηκαν, και δεν ήταν αυτεξούσιοι όταν ήταν δούλοι.
Αυτά είναι αρκετά ως μια μικρή απόδειξη για το αυτεξούσιο μας. Αυτό διασώθηκε όταν γίναμε δούλοι της αμαρτίας, στο να θέλουμε και μόνο, επειδή δεν μπορούσε να προχωρήσει περισσότερο, και γι’ αυτό πρέπει να δώσουμε τη θέληση στον Χριστό μαζί με ό,τι συνδέεται με τη θέληση, όχι με έργα αλλά μόνο με την πίστη, τον πόνο και τον κόπο της διάνοιας, για να δει αυτός ο οποίος πρόσφερε τον εαυτό του λύτρο υπέρ των ψυχών μας, ότι θέλουμε την ελευθερία από την απατηλή τυραννία της αμαρτίας με όλη την ψυχή, με όλη τη διάνοια και με όλη τη δύναμη – διότι η τυραννία, δεν είναι τίποτε άλλο από ακούσια εξαιτίας της αμαρτίας, κι επειδή είναι ακούσια, δεν προέρχεται από το αυτεξούσιο -, τότε θα δώσει την ελευθερία σ’ αυτόν που προσπίπτει με αυτό τον τρόπο σ’ αυτόν, με το να έρθει σε κοινωνία μαζί του. Κάνεις από τους ανθρώπους δεν είναι ελεύθερος, και ως ελεύθερος αυτεξούσιος, παρά μόνον ο Χριστός- και αυτός ως Θεός και άνθρωπος. Διότι από τον δούλο της αμαρτίας Αδάμ, που ως δούλος δεν ήταν αυτεξούσιος, έως το τέλος του κόσμου, όλοι οι άνθρωποι είναι δούλοι, έκτος μόνο εκείνων που ελευθερώθηκαν από τον Χριστό καθώς έχει γραφεί: «Ο πρώτος άνθρωπος πλάστηκε από τη γη, χοϊκός- όπως ήταν εκείνος ο χοϊκός, τέτοιοι είναι οι χοϊκοί. Ο δεύτερος άνθρωπος δηλ. ο Κύριος, είναι απ’ τον ουρανό· όπως είναι ο επουράνιος, τέτοιοι είναι και οι επουράνιοι.»
Τί λογής λοιπόν είναι ο χοϊκός; Πόρνος, ψεύτης, πονηρός, δόλιος, ύπουλος, ευμετάβολος, άστοργος, αδιάλλακτος, πλεονέκτης, άρπαγας, άδικος, κενόδοξος, υπερήφανος, αλαζών, που δεν διαφέρει σε τίποτα από όλους τους ανθρώπους και νομίζει ότι υπερέχει από όλους τους ανθρώπους, που είναι τύραννος, και γι’ αυτό, είναι φίλος του κόσμου και εχθρός του Θεού καθώς έχει γραφεί: «Καθένας που θα θελήσει να γίνει φίλος του κόσμου, γίνεται εχθρός του Θεού». Κι αν αυτός που μόνο με την προαίρεση γίνεται εχθρός, εκείνος που γίνεται έμπρακτα φίλος του κόσμου, πώς δεν γίνεται μεγαλύτερος εχθρός; Και αυτός που είναι εχθρός του Θεού, πώς θα πλησιάσει τον Θεό και θα μιλήσει μαζί του; Και δείγμα της έχθρας είναι όσοι προσεύχονται σ’ αυτόν και υμνούν και ψάλλουν με το στόμα, με την καρδιά τους όμως περιπλανώνται. Δεν είναι δυνατό να προσευχόμαστε στον Θεό με το στόμα και το νου, χωρίς ο νους να κρατείται και να φρουρείται ολόγυρα με αγγελικές παρατάξεις. Και αυτός που προσεύχεται με αυτό τον τρόπο στον Θεό, αποκτά πάλι το λογικό αξίωμα του αυτεξουσίου. Τί λογής είναι αυτός που προέρχεται από τον επουράνιο; Ευθύς, δίκαιος και όσιος καθώς είναι ο Κύριος. Όπως ακριβώς λοιπόν κάθε πατέρας γεννά από τη φύση του, έτσι και ο δεύτερος πατέρας Χριστός, γεννά από τη φύση του, τέκνα ως ελεύθερα και αυτεξούσια, δίκαια και όσια, ευθή και αληθινά κατ’ εικόνα του πατέρα τους.
Αυτά είναι τα γνωρίσματα του αυτεξουσίου, διότι τα άλλα δεν είναι του αυτεξουσίου. Απ’ αυτό λέει ο ηγαπημένος μαθητής ότι αναγνωρίζονται τα παιδιά του Θεού και τα παιδιά του διαβόλου. Κι επειδή στη θέληση μόνον έχει περιοριστεί το αυτεξούσιο μας, πρέπει πρώτα να θελήσουμε, και κατόπιν να ζητήσουμε τον ελευθερωτή. Και αφού γνωρίσουμε τον ελευθερωτή, να προσπέσουμε στα πόδια του, και να ζητήσουμε την ελευθερία. Διότι κανένας δεν είναι αυτεξούσιος παρά μόνον ο ελεύθερος• αυτός που ελεεί και σώζει και φωτίζει τη διάνοια, να βλέπει ορθά και καθαρά και χωρίς θολούρα, ώστε να μπορούμε να αποφεύγουμε όσα χρειάζεται και να πράττουμε όσα πρέπει. Διότι δεν είναι στην εξουσία μας το να βλέπουμε ορθά, αλλά στην συνεργία αυτού που φωτίζει (είτε ο ήλιος τα βλεπόμενα, είτε ο Χριστός τα νοούμενα), που μεταβάλλει και αυξάνει και αλλοιώνει τη νοερή ψυχή προς το θείο, όπως ο ήλιος τα αισθητά- αυτήν που είναι μεν τρεπτή και αλλοιώνεται κατά τη φύση, έγινε όμως φθαρτή και θνητή εξαιτίας της παράβασης. Αυτή ήταν η τιμωρία και η αιώνια κόλαση της, εξαιτίας της παρακοής, αφού υπέστη φθορά όχι κατά την ουσία, αλλά κατά τη γνώμη.
Θάνατος της ψυχής είναι ο χωρισμός από τον Θεό. Εξαιτίας αυτού του χωρισμού και κάθε τρόπος ζωής όλων των ανθρώπων είναι κατά το μάλλον ή ήττον σφαλερός και διεστραμμένος και πλανεμένος, και είτε δεν ευαρεστεί τον Θεό είτε τον παροργίζει. Όμως κατά το μέλλοντα αιώνα και το σώμα μαζί με την ψυχή θα αλλοιωθεί και θα γίνει άφθαρτο, με μόνο το πρόσταγμα του μοναδικού Θεού, θα ανασυσταθεί και θα αναστηθεί με το λόγο της άφραστης δύναμης για να ζει αθάνατο και αιώνιο, επειδή εφθάρη όχι κατά τη γνώμη αλλά κατά την ουσία. Διότι θάνατος του σώματος είναι ο χωρισμός της ψυχής, για τον οποίο χωρισμό και διαλύεται και καταλήγει στο χώμα, και φανερώνει το νοητό πάθος της ψυχής. Αφθαρσία δε και των δύο, της ψυχής και του σώματος, είναι μία, η συμφιλίωση πάλι με τον Θεό και ένωση και κοινωνία, για να γίνουμε κοινωνοί θείας φύσεως, της άφθαρτης και αθάνατης.
(Αγ. Συμεών του Νέου Θεολόγου. Αλφαβητικά κεφάλαια, εκδ. Ι. Μ. Σταυρονικήτα, Άγιο Όρος 2011, σ. 271- 281)