Κοινωνική δράση και άσκηση

5 Ιουλίου 2012

Κάθε φορά που διαβάζουμε ή ακούμε για κάποιο φιλανθρωπικό ίδρυμα της Εκκλησίας ή για κάποιο μοναστήρι, σχεδόν αυτόματα αντηχεί μέσα μας το ίδιο πάντα ερώτημα; Ποιός είναι ο πιό σωστός δρόμος για το χριστιανό σ’ αυτό τον κόσμο; Πώς ακολουθεί σωστότερα η Εκκλησία τις εντολές του Χριστού, με την επάνδρωση μονών ή με την επέκταση της κοινωνικής δράσεώς της; Ή για να μη διαστείλουμε τα δύο, είναι η άσκηση του μοναχισμού η κύρια αποστολή του ή πρέπει να συνδυάζεται οπωσδήποτε με κοινωνική δράση;

Τα ερωτήματα δεν είναι βέβαια καινούρια. Η ιστορία της Εκκλησίας τα γνωρίζει από αιώνες. Συνδέονται άμεσα με την πορεία όχι μόνο του μοναχισμού, αλλά σύνολης της Εκκλησίας μέσα στο χρόνο και έχουν λάβει όλες τις δυνατές απαντήσεις πρακτικά.

Στην ανατολική Εκκλησία βρίσκουμε από τους πρώτους αιώνες όλες τις δυνατές τάσεις. Η κοινωνική δράση δεν έπαψε ούτε στιγμή να αποτελεί καίρια φροντίδα της Εκκλησίας, που δεν μπόρεσαν να διακόψουν ούτε οι διωγμοί. Συσσίτια για τους άπορους, μέριμνα για τις χήρες και τα ορφανά, φροντίδα για τους ασθενείς και τους ενδεείς, παροχή φιλοξενίας και ασύλου στους απόκληρους και τους κατατρεγμένους, όλα αυτά ξεπηδούν σε κάθε σελίδα της ιστορίας της Εκκλησίας. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό, πως κι αυτοί που πολεμούν για ιδεολογικούς λόγους την Εκκλησία, πάντα αναγνωρίζουν και εξαίρουν την κοινωνική της δράση. Γιατί η μελέτη της ιστορίας της, όσο προκατειλημμένα και να γίνει, δεν αφήνει άλλη διέξοδο: μιλά πάντα για την έμπρακτη αγάπη, όχι μόνο ως στοιχείο των διαπροσωπικών σχέσεων, αλλά και ως κύριο γνώρισμα της χριστιανικής παρουσίας μέσα στον κόσμο. Η επικράτηση του Ευαγγελίου δεν είναι άσχετη προς αυτή την πλούσια κοινωνική δράση των πρώτων πιστών, σε μια εποχή μάλιστα που η κρατική οργανωμένη κοινωνική πρόνοια ήταν σχεδόν ολότελα άγνωστη. Αρκεί να θυμηθούμε πως ο Ιουλιανός ο Παραβάτης στην άκαιρη και αποτυχημένη προσπάθειά του να ξαναζωντανέψει την ειδωλολατρία, κοντά στα άλλα προσπάθησε να οργανώσει και κοινωνική δράση των ιερέων του, ανάλογη με τη χριστιανική. Γιατί σωστά διέβλεψε πόσο ελκυστικό ήταν αυτό το σημείο και πόσο δραστικά επιδρούσε η χριστιανική φιλανθρωπία στους απλούς ανθρώπους. Το παράδειγμα του Ιουλιανού όμως έχει και μια άλλη πτυχή, που δείχνει την άμεση σχέση και συνάφεια της φιλανθρωπίας με την άσκηση, με τη θεωρητική θεμελίωση της δράσεως: ο Ιουλιανός παραπονείται στις επιστολές του για την πρακτική αδιαφορία των ειδωλολατρών ιερέων για την κοινωνική δράση, παρόλα τα υλικά μέσα που τους παρείχε. Υπήρχαν τα χρήματα, αλλά δεν υπήρχαν οι άνθρωποι, ήταν παρούσα η ύλη, αλλά απουσίαζε το πνεύμα που θα την έκανε αγάπη…

Ο μοναχισμός είναι κι αυτός στη χρυσή εποχή της Εκκλησίας εναρμονισμένος με το όλο πνεύμα που επικρατούσε στη χριστιανική περιοχή. Η άσκηση συνδέεται με τη φιλανθρωπία και γενικότερα τη συμπαράσταση στις ανάγκες των συνανθρώπων. Οι μονές ήταν κέντρα ευαγγελισμού και αγάπης. Η άσκηση ποτέ δεν απομονώθηκε από την κοινωνική δράση. Φτάνει να θυμηθούμε ένα μόνο παράδειγμα: τη Βασιλειάδα του Μ. Βασιλείου στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Ο σοφός και άγιος ιεράρχης ήταν «ιατρός ψυχών και σωμάτων» και το ίδρυμά του —πρότυπο για όσα ακολούθησαν— ήταν τόπος παροχής βοήθειας υλικής και πνευματικής. Στους κανόνες μάλιστα του μοναχισμού που έγραψε ο Μ. Βασίλειος ρητά προβλέπεται η κοινωνική προσφορά των μοναχών, του κοινοβίου ως πυρήνος για την αναγέννηση του Κόσμου, Οι μοναχοί προσεύχονται και εργάζονται, ορίζει ο άγιος. Προσεύχονται και ασκούνται στην ανάβαση της πνευματικής κλίμακας, για να αναγεννηθούν οι ίδιοι, για να βιώσουν το νέο κόσμο. Αλλά και εργάζονται για να προσφέρουν με τον καρπό του μόχθου τους την έμπρακτη αγάπη προς κάθε άνθρωπο που έχει ανάγκη βοηθείας. Αυτά τα δύο, προσευχή και εργασία, δράση και άσκηση δεν μπορούν άλλωστε να ξεχωριστούν στη καθημερινή πράξη: γιατί και η προσευχή είναι κοινωνική προσφορά, όπως με τη σειρά της και η κοινωνική δράση είναι ευαγγελισμός του κόσμου.

Δεν λείπουν όμως την ίδια εποχή και οι παρεκκλίσεις από τη σωστή γραμμή. Εμφανίζονται από τη μια άνθρωποι που μεταβάλλουν τη δράση μέσα στην κοινωνία σε αυτοσκοπό, ξεχνώντας το κύριο μέλημα του πιστού, τη δική του σωτηρία και τον ευαγγελισμό των άλλων. Κι από την άλλη παρουσιάζονται μοναχοί που αδιαφορούν όχι μόνο για την κοινωνική προσφορά, αλλά και για την απαραίτητη για την επιβίωση τους εργασία. Είναι μια τάση που εισάγει την επαιτεία ως μέσο πορισμού των προς το ζην, τάση που καταδικάστηκε όμως από την Εκκλησία και γρήγορα χάθηκε μέσα στο χώρο της αιρέσεως.

Οι παρεκκλίσεις δεν είναι παρά εξαιρέσεις στην ιστορία της Εκκλησίας. Οι μεγάλοι πατέρες κράτησαν πάντα τη χρυσή τομή ανάμεσα στις υπερβολές. Κι όταν φρόντιζαν για την εξημέρωση και τον εκπολιτισμό των λαών που κήρυτταν τον χριστιανισμό, ποτέ δεν παρασύρθηκαν σε μια μονόπλευρη άσκηση κοινωνικής πολιτικής. Πάντα όλα είχαν ως στόχο τον ευαγγελισμό των ανθρώπων και τη βίωση του πνεύματος της αγάπης. Το ίδιο έγινε και στα δύσκολα χρόνια της σκλαβιάς, όταν η κοινωνική πρόνοια στο σύνολό της ήταν στα χέρια της Εκκλησίας με επικεφαλής —ποιούς άλλους;— τους μοναχούς μας. Η φιλανθρωπία δεν αποκόπηκε από τη ρίζα της, από την πνευματική άσκηση, από την προσευχή, από τον ευαγγελισμό των ανθρώπων.

Κάπως διαφορετικά παρουσιάζεται το όλο θέμα στην πορεία της δυτικής Εκκλησίας, κυρίως στα σχετικώς νεώτερα χρόνια. Εδώ το στοιχείο της κοινωνικής προσφοράς μεγάλωσε, θα έλεγε κανείς υπερτροφικά, σε σημείο που έγινε αυτόνομο. Λίγο-πολύ ξεχάστηκε κατά περιόδους η πνευματική αφετηρία του έργου, υποτιμήθηκε με ανθρώπινα κριτήρια η προσευχή και η άσκηση, και ο δυτικός μοναχισμός έφτασε σε μονομέρειες. Η οργανωμένη φιλανθρωπία πήρε διαστάσεις μεγάλες και συνδέθηκε τελικά στις χώρες ιεραποστολής με άλλα πράγματα. Από κοινωνική δράση έγινε κοινωνικός ακτιβισμός, αυτοτελής…

Αυτή η μορφή κοινωνικής δράσεως της Εκκλησίας με την πρωτοπορία των μοναχών της δυτικής Εκκλησίας έγινε ευρύτερα γνωστή και στους ορθοδόξους τα τελευταία χρόνια και εκτιμήθηκε χωρίς ενδοιασμούς. Συνέπεσε μάλιστα να γίνει γνωστή η οργανωμένη αυτή φιλανθρωπία σε μια εποχή που δεν είχε αναπτυχθεί ή και είχε οπισθοδρομήσει για λόγους ιστορικούς η δική μας ανάλογη δράση. Κι έτσι άρχισε να δημιουργείται στην ψυχή των πιστών μια σειρά από ερωτήματα, σαν αυτά που αναφέραμε στην αρχή. Βέβαια χρόνο με το χρόνο τα πράγματα αλλάζουν και στο τόπο μας. Η δημοσιότητα όμως δε φτάνει ως εκεί. Λίγοι γνωρίζουν και ακόμη λιγότεροι προβάλλουν την αξιόλογη πραγματικά δράση στους κόλπους της Εκκλησίας μας. Και όμως είναι μεγάλη και αυξάνεται συνεχώς. Μητροπόλεις και ενορίες, χριστιανικά σωματεία και οργανώσεις έχουν να παρουσιάσουν ένα πλήθος γηροκομεία και ορφανοτροφεία, οικοτροφεία για άπορα παιδιά, σχολές και κάθε λογής φιλανθρωπικά ιδρύματα. Κι όλα αυτά χωρίς θόρυβο και τυμπανοκρουσίες, με πρωτεργάτες αφανείς κληρικούς και μοναχούς, ευσεβείς λαϊκούς και πλήθος άλλων συνεργατών και βοηθών. Αν δεν τα γνωρίζουμε, είναι γιατί είμαστε λίγο πληροφορημένοι ή γιατί μας απορροφούν οι καθημερινές βιοτικές μέριμνες. Η άγνοιά μας όμως δεν σημαίνει και απουσία κοινωνικής δράσεως της Εκκλησίας…

Πέρα από την πρακτική. πλευρά του θέματος όμως παραμένει και η θεωρητική, η θεολογική του όψη. Η κοινωνική δράση έχει υπέρ αυτής μια σειρά από επιχειρήματα. Η αγάπη γίνεται πράξη και η αλληλεγγύη μας με τους πάσχοντες παίρνει χειροπιαστή μορφή. Έτσι το Ευαγγέλιο είναι ζωντανό παράδειγμα για τον σημερινό άνθρωπο κι όχι μόνο θεωρία. Η δραστικότερη μορφή ευαγγελισμού, σύμφωνη άλλωστε με την παραβολή της μελλούσης κρίσεως, είναι η κοινωνική δράση.

Υπάρχει όμως και ο αντίλογος. Η κοινωνική δράση γρήγορα μπορεί να καταλήξει στον ακτιβισμό και την αυτάρεσκη πεποίθηση του ανθρώπου πως κερδίζει μόνος τη σωτηρία του. Κι όσο για τα αποτελέσματα δεν είναι πάντα τόσο σίγουρα, όπως δείχνουν τα παραδείγματα ιεραποστολής μέσα από κοινωνική δράση στην Αφρική και αλλού. Κι έπειτα, όταν έλθει η ώρα που το κράτος θα αναλάβει αυτό την κάλυψη των τομέων που έχει τώρα η Εκκλησία, τί θα γίνει; Δεν ελλοχεύει ο κίνδυνος να ξεχαστεί εύκολα ο χριστιανισμός, αφού επιτελούσε το έργο της κοινωνικής πρόνοιας;

Παρόμοια είναι και τα υπέρ και τα κατά για την άσκηση. Διατηρεί τον πνευματικό χαρακτήρα του χριστιανισμού και κάνει τον άνθρωπο να διακρίνει τα όρια που τον χωρίζουν από τον κόσμο και την ύλη. Από την άλλη όμως κινδυνεύει να απομονωθεί από τον κόσμο και να κλειστεί στον εαυτό του ο α¬σκητής, χωρίς να μπορεί να επιτελέσει το ιεραποστολικό του καθήκον.

Η σύντομη αναφορά στη συνηθισμένη επιχειρηματολογία έδειξε πόσο επισφαλής είναι η μέθοδος απομονώσεως ενός στοιχείου της χριστιανικής κοινωνίας από το σύνολο της πίστεως και της ζωής της, και φαίνεται για μια ακόμα φορά πόσο δυσεύρετος είναι ο σωστός δρόμος, όταν λησμονήσει κανείς την πείρα της Εκκλησίας, όπως διαμορφώθηκε στη πορεία της.

Η κοινωνική δράση δεν μπορεί και δεν πρέπει να απομονωθεί από την άσκηση, που ήταν και μένει το θεμέλιο της πνευματικής ζωής όχι μόνο των μοναχών, αλλά όλων των χριστιανών. Αλλά και η άσκηση δεν μπορεί και δεν πρέπει να πάψει να συνδέεται με την κοινωνική δράση, γιατί μόνον έτσι ξεπερνά τον κίνδυνο να αποβεί μια αποσπασμένη από τη ζωή ατομοκρατική απόλαυση. Η κοινωνική δράση είναι πάντα απαραίτητο και αναπόσπαστο στοιχείο της ζωής της Εκκλησίας —και είναι παρήγορο και ενθαρρυντικό σημάδι ότι τελευταία επεκτείνεται και μεγαλώνει σε έκταση και βάθος στον τόπο μας. Αρκεί να μη γίνει αυτοσκοπός, ένα είδος κοινωνικής πολιτικής, παράλληλη ή παραπλήσια με την κοινωνική πρόνοια του κράτους και το ίδιο απρόσωπη όπως εκείνη. Γιατί η κοινωνική δράση είναι γνήσια χριστιανική όταν διατηρεί το χαρακτήρα της ως εκφράσεως της αγάπης του Χριστού για τον αδελφό, «δι’ ον ο Χριστός απέθανε». Γνώρισμά της είναι ο προσωπικός δεσμός του χριστιανού με τον πάσχοντα, πέρα από την απλή υλική περίθαλψή του.

Η αγάπη αυτή όμως είναι δυνατή, όταν πιό πριν οι χριστιανοί έχουν ασκηθεί, έχουν τουλάχιστον προσπαθήσει να ανέβουν την κλίμακα της πνευματικής αναβάσεως, έχουν γευτεί τον καρπό της κοινωνίας με το Θεό. Γιατί η άσκηση δεν είναι ποτέ απομόνωση και κλείσιμο του ανθρώπου στον εαυτό του, αλλά κοινωνία με το Θεό και τον συνάνθρωπο μέσα στη βέβαιη ελπίδα του νέου κόσμου. Δεν είναι φυγή από τον κόσμο, αλλά ένταξη στον κόσμο του Ευαγγελίου, κόσμο χαράς και αγάπης, που ποτέ δεν έπαψε να ποθεί ο καθένας μας. Κριτήριο, λοιπόν, για τη σωστή κοινωνική δράση μας είναι η άσκησή μας και κριτήριο για την χριστιανικότητα της ασκήσεώς μας είναι ο μετασχηματισμός της σε έργα αγάπης σε κάθε τομέα, φυσικά και στον κοινωνικό.

(Β. Π. Στογιάννος, «Η Εκκλησία στην ιστορία και στο παρόν», εκδ. Π. Πουρναρά – Θεσ/νίκη, σ. 211-216)