Ορθοδοξία, γνησιότης και κύρος των Πατέρων [της Εκκλησίας]

25 Ιουλίου 2012

Η Εκκλησία δέχθηκε την παρουσία των Πατέρων στους κόλπους της κι έζησε με τη διδαχή και το φρόνημά τους, το οποίο θεώρησε πάντοτε γνήσιο και ορθόδοξο. Στη συνείδησή της οι Πατέρες και Διδ. ήσαν η συνέχεια και η προέκταση των Αποστόλων. Οι δώδεκα Απόστολοι παρέδωσαν την προσωπική τους διακονία, που ήταν το να διδάσκουν, στους Πατέρες (Eιρηναίου, Έλεγχος Γ3, 1). Το άγιο Πνεύμα, που φώτιζε τους Αποστόλους, φωτίζει και τους Πατέρες:

«Όλη εν σοι (=Μ. Αθανάσιε) πνεύσασα η ζωηφόρος πνοή, η εξ ύψους πριν επιφοιτήσασα θεοπρεπώς, πνεύματος Χριστού, εν τω υπερώω και μαθηταίς εμφορήσασα, απόστολον δεικνύει τρισκαιδέκατον, πάτερ» (Ωδή δ’ 18ης ‘ Ιαν.).

Στην Ομολογία του Δοσιθέου λέγεται όχι μόνον ότι διά των Πατέρων διδάσκει το άγιο Πνεύμα, αλλά και ότι η διδασκαλία αυτή επαναλαμβάνεται όπως και στα χρόνια των Αποστόλων:

«Ως γαρ η πάσα Γραφή έστι τε και λέγεται λόγος του αγίου Πνεύματος, ουχ ότι αμέσως υπ’ αυτόν ελαλήθη, αλλ’ ότι υπ’ αυτού διά των Αποστόλων και Προφητών, ούτω και η Εκκλησία διδάσκεται μεν υπό του ζωαρχικού Πνεύματος, αλλά διά μέσου των αγίων Πατέρων και Διδασκάλων… «(Δοσιθέου, Ομολογία ιβ’, Καρμίρη, ΙΙ, 755).

Αφού οι Πατέρες αποτελούσαν τη συνέχεια των Αποστόλων, επόμενο είναι να θεωρήται το έργο τους ορθόδοξο, γνήσιο και άρα εξαιρετικά σεβαστό από το πλήρωμα της Εκλησίας. Η διδασκαλία των Πατέρων είναι «απλανής», χωρίς πλάνη (Όρος Δ’ Oικ. Συνόδου), διότι οι ίδιοι υπήρξαν «θεόκριτοι» (Πενθέκτη Oικ. Σύνοδος) και «θεόπνευστοι» (ΣΤ’ Oικ. Σύνοδος). Αυτά όλα δεν αντιπροσώπευαν επιφανειακό ενθουσιασμό ή σεβασμό χωρίς προϋποθέσεις. Εξέφραζαν την απόλυτη εμπιστοσύνη της Εκκλησίας στη θεολογική προσφορά των Πατέρων, στην ορθοδοξία και τη γνησιότητά τους. Τούτο αποδεικνύουν αποφάσεις οικουμενικών Συνόδων, που στην κυριολεξία περιβάλλουν με το κύρος τους τη διδασκαλία των Πατέρων, διακρίνοντάς την μάλιστα από τη Γραφή:

«Τούτων τοίνυν ούτως ομολογηθέντων, α και παρελάβομεν εκ της θείας Γραφής και των αγίων Πατέρων διδασκαλίας» (Απόφασις Ε’ Οικουμ. Συνόδου ιδ’, Καρμίρη, Ι, 197).

«… ως άνωθεν εκ τε των θείων Γραφών, εκ τε της Παραδόσεως των αγίων Πατέρων παρειληφότες εσχήκαμεν…» (Έκθεσις Διαλλαγών Γ’ Oικουμ. Συνόδου, Καρμίρη, Ι, 154).

«Ούτω γαρ κρατύνεται η των αγίων Πατέρων ημών διδασκαλία, ήτουν Παράδοσις της καθολικής Εκκλησίας» (Ζ’ οικουμ. Σύνοδος, Καρμίρη, Ι, 240).

«Επόμενοί τε ταις αγίαις και οικουμενικαίς πέντε Συνόδοις και τοις αγίοις και εγκρίτοις Πατράσι, δύο φυσικάς θελήσεις… δύο φυσικάς ενεργείας αδιαιρέτως…. ασυγχύτως κατά την των αγίων Πατέρων διδασκαλίαν» (ΣΤ’ Oικ. Σύνοδος, Καρμίρη, Ι, 223).

Η διδασκαλία των Πατέρων ορθότατα ταυτίζεται με την Παράδοση της Εκκλησίας, με την πίστη και το φρόνημά της, με ό,τι δηλαδή έχει λάβει από το Θεό και το κρατεί αναλλοίωτο, αμετάβλητο κι ανόθευτο, όπως κρατά και τη Γραφή.

Τα δύο αυτά, Γραφή και Παράδοση, αποτελούν την ενιαία πορεία της θεολογίας, την έκφραση της θείας αληθείας, η οποία σώζει τον άνθρωπο στην Εκκλησία. Διακρίνονται ως φάσεις της οικονομίας προς φανέρωση της αληθείας, αλλά δε χωρίζονται. Η Παράδοση είναι η συνέχεια, η διεύρυνση και η αύξηση της Γραφής. Η Γραφή αποτελεί το σταθερό και μοναδικό θεμέλιο, χωρίς το οποίο τίποτε δεν μπορεί νά σταθή και να δημιουργηθή. Μιλώντας εδώ για Παράδοση εννοούμε τη διδασκαλία και τη θεολογική προσφορά των Πατέρων. Γενικώτερα όμως η Παράδοση δεν αρχίζει με τους Πατέρες, αλλά με το έργο του Κυρίου και των Αποστόλων. Η Εκκλησία δηλαδή είχε το κατ’ αρχήν την Παράδοσή της, στους κόλπους της οποίας γεννήθηκε η Γραφή, που συνιστά το γραπτό μέρος της πρωτοχριστιανικής Παραδόσεως, η οποία, παρά τη δημιουργία της Γραφής, συνεχίσθηκε και αυξήθηκε με την εκάστοτε συμβολή των Πατέρων.

Στο σημείο τούτο πρέπει να εξετάσωμε και το πρόβλημα της μερικής ή γενικής αποδοχής της διδασκαλίας ενός Πατρός και Διδ. Αποδίδομε ορθοδοξία και κύρος σε ολόκληρο το έργο ενός Πατρός, σε όλες τις γνώμες του; Κάθε τι που γράφει ένας Πατήρ ανήκει οπωσδήποτε στην Παράδοση της Εκκλησίας; Σφάλλουν οι Πατέρες και πώς διαπιστώνεται το σφάλμα τους; Το πλέγμα τούτο προβλημάτων γίνεται ακόμη οξύτερο, επειδή στην Εκκλησία οι Πατέρες συνεχίζουν το έργο των Αποστόλων με φωτισμό του Πνεύματος. Τούτο μάλιστα έχει σαν αποτέλεσμα τη σύγκριση του λειτουργήματος των Αποστόλων προς το λειτούργημα των Πατέρων, των οποίων το έργο κατά κανόνα δεν κατανοείται στο αληθινό του βάθος.

Αρχίζομε από δύο εύκολες διαπιστώσεις που αποτελούν είδος οροσήμων, εντός των οποίων κινείται η πατερική θεολογική προσφορά. α. Οι Πατέρες θεολόγησαν με το φωτισμό του Πνεύματος και τα επιστημονικά, εφόδια. β. Οι Πατέρες έσφαλαν σε ωρισμένες περιπτώσεις. Το γεγονός του φωτισμού φαίνεται από το ότι διδασκαλίες τους υιοθετήθηκαν, επειδή θεωρήθηκαν σύμφωνες και ομόλογες προς τη Γραφή, κυρώθηκαν από οικουμενικές Συνόδους κι έγιναν Παράδοση της Εκκλησίας. Παράδοση δε και φρόνημα στην Εκκλησία γίνεται μόνον ό,τι αποτελεί γνήσια φανέρωση της θείας αληθείας. Το γεγονός του σφάλματος των Πατέρων φαίνεται από το ότι διδασκαλίες τους δεν υιοθετήθηκαν από την Εκκλησία, λησμονήθηκαν, παραμερίσθηκαν, απορρίφθηκαν. Παράδειγμα οι χιλιαστικές αντιλήψεις του Ειρηναίου, όσα είπε για την ταυτότητα στο Θεό ουσίας και υποστάσεως ο Μ. Αθανάσιος ή και η αντίληψη περί αποκαταστάσεως των πάντων του Γρηγορίου Νύσσης και πλήθος άλλων περιπτώσεων μικρής ή μεγάλης σημασίας. Η απόλυτα ρεαλιστική αυτή θεώρηση του προσώπου του Πατρός, που και φωτίζεται στο έργο του από το άγιο Πνεύμα και δύναται να σφάλλη στην άσκηση του έργου του, δεν είναι μεταγενέστερη ερμηνεία και θεωρία, αλλά βέβαιη συνείδηση της Εκκλησίας. Τη συνείδηση αυτή μάλιστα εκφράζει κι εξηγεί ένας επίσης Πατήρ και Διδ., ο ιερός Φώτιος (+891). Το σφάλμα οφείλεται κατ’ αυτόν στους εξής λόγους: Στήν «άγνοια», στο ότι «ανθρώπινον» η πλάνη. Προσθέτει όμως ο Φώτιος ότι πλανήθηκαν οι Πατέρες για θέματα που δεν υπήρχε «ζήτησις», που δε ζητήθηκε η γνώμη τους. Η παρατήρηση του Φωτίου έχει τεράστια σημασία. Οι Πατέρες σε κάποιες περιπτώσεις πλανήθηκαν, μα δε θα συνέβαινε τούτο, αν επρόκειτο για πρόβλημα καίριο της εποχής, αν το θέμα ήταν εκείνο που προκαλούσε την κρίση της εποχής, αν οι πιστοί των χρόνων εκείνων συνέδεαν την απάντηση στο θέμα με τη σωτηρία τους; αν «παρακαλούσαν» για την απάντηση. Κάτω από τις τελευταίες προϋποθέσεις δηλαδή, το άγιο Πνεύμα, διακονία του οποίου είναι η σωτηρία του ανθρώπου, θα φώτιζε το Διδάσκαλο της Εκκλησίας να φανερώση γνήσια την αλήθεια κι όχι εσφαλμένα.

Από το σφάλμα του Πατρός δεν ξενίζεται η Εκκλησία. Kαι το σπουδαιότερο, δεν περιφρονεί αυτόν που πλανήθηκε, διότι γνωρίζει καλά πως ένα Πατέρα δεν τον κάνει λιγώτερο Πατέρα η κάποια πλάνη του. Tο μόνο που προσέχει είναι να μη τον ακολουθή στην πλάνη. Κλασσικό παράδειγμα η στάση των Καππαδοκών Πατέρων έναντι του Αθανασίου. Οι πρώτοι δεν ακολούθησαν τον δεύτερο σε ό,τι είπε περί ταυτότητος ουσίας και υποστάσεως, αλλά τον τιμούσαν για την υπόλοιπη προσφορά του ως το μεγαλύτερο δάσκαλό τους, ως θεόπνευστο άνδρα. Tο κείμενο του Φωτίου είναι τόσο σημαντικό, που το παραθέτομε:

«Πόσαι δε περιστάσεις πραγμάτων πολλούς (=πατέρες) εξεβιάζοντο τα μεν παραφθέγξασθαι, τα δε προς οικονομίαν ειπείν, τα δε και των απειθούντων επαναστάντων, τα δε και αγνοία, οία δη περιολισθήσαι ανθρώπινον… Ει δε παρεφθέξαντο μεν ή διά τινα αιτίαν νυν αγνοουμένην ημίν της ευθύτητος εξετράπησαν, ουδεμία δε ζήτησις αυτοίς προσενήνεκται, ουδ’ εις μάθησιν της αληθείας ουδείς αυτούς παρεκάλεσε, πατέρας μεν ουδέν έλαττον αυτούς, ει και μη τούτο είπον, επιγραφόμεθα… τοις λόγοις τούτων, εν οις παρηνέχθησαν, ουκ εψόμεθα» (Φωτίου, Επιστολή Ε’, Προς τον Ακυληΐας Ιωάννην ί , εις Ι. Βαλέττα, Φωτίου Επιστολαί, Λονδίνο 1864, σ. 196).

Αναγκαίο είναι ακόμη να διευκρινίσωμε ότι το θεολογικό φάσμα ενός Πατρός είναι συχνά πολύ μεγάλο και κάποτε μοιάζει απέραντο. Τα θέματα δηλ. που τον απασχόλησαν ή για τα οποία είπε κάτι ήσαν πολυάριθμα. Το μέγιστο δε μέρος του έργου ενός Πατρός, ακριβώς διότι είναι πατερικό, οφείλεται στην Παράδοση, βρίσκεται ήδη στην Παράδοση, από την οποία ο εκάστοτε Πατήρ το παίρνει με μικρή ή μεγάλη προσαρμογή στη γλώσσα και στο πνευματικό κλίμα της εποχής του, στην προβληματολογία που τον πιέζει και στην ιδιοσυγκρασία του. Ο Πατήρ λοιπόν είναι γνήσιος φορέας της όλης Παραδόσεως της Εκκλησίας με τρόπο όχι στατικό αλλά δυναμικό. Αποτελεί και τούτο όρο απαραίτητο για να διακριθή ένας εκκλ. συγγραφέας σε Πατέρα και Διδάσκαλο.

Ο Πατήρ και Διδ. πραγματοποιεί μόνο σε ένα ή σε ελάχιστα θέματα τη μεγάλη του συμβολή, που τον διακρίνει από τους σύγχρονούς του. Το θέμα τούτο γίνεται κεντρικό πρόβλημα της σκέψεώς του, της αναζητήσεώς του, της προσευχής του. Τα ίχνη δε του θέματος αυτού και της προσπαθείας για την αντιμετώπισή του υπάρχουν σε όλα τα κείμενα του ιερού συγγραφέα και όταν ακόμη μόνο λίγο σχετίζονται μ’ αυτό. Παράδειγμα ο Αθανάσιος με το θέμα της ομοουσιότητος του Υιού προς τον Πατέρα, ο Κύριλλος Αλεξανδρείας με το θέμα της σχέσεως των δύο φύσεων του Χριστού και ο Γρηγόριος Θεολόγος με το θέμα του αγίου Πνεύματος. Άλλωστε η ενασχόληση καθενός των Πατέρων με ένα κυρίως θέμα σχετίζεται προς τη ζωή, τα προβλήματα και τις μεγάλες κρίσεις στους κόλπους της Εκκλησίας. Δεν υπήρξε και ούτε θα υπάρξη Πατήρ της Εκκλησίας που ασχολήθηκε κι έλυσε μεγάλο πρόβλημα, χωρίς αυτό να την αφορούσε άμεσα. Ο αληθινός Πατήρ συνδέεται άρρηκτα με μία μεγάλη πάντοτε κρίση της Εκκλησίας. Οι κρίσεις αυτές αφορούν απαραίτητα τη γνησιότητα της Εκκλησίας και άρα τη σωτηρία των πιστών. Οφείλονται δε στο γεγονός ότι, ενώ η Εκκλησία πορεύεται και ζη με την Παράδοσή της, κάποια μέλη της που προβληματίζονται στο χώρο της για την αλήθεια χάρη της σωτηρίας, διατυπώνουν νέες αντιλήψεις και γνώμες, οι οποίες όμως δεν αποτελούν γνήσια έκφραση της αληθείας, οι οποίες φαίνονται κάπως ύποπτες, αλλά τις οποίες η Εκκλησία δεν έχει και αυτομάτως την ετοιμότητα ν’ απορρίψη. Από τη στιγμή αυτή αρχίζει στην Εκκλησία η αγωνία για την αλήθεια, στην οποία αφορά η νέα και ύποπτη αντίληψη που διατυπώθηκε.

Η αγωνία της Εκκλησίας, που εκφράζεται σε οδυνηρές θεολογικές συζητήσεις και διαμάχες, είναι συνέπεια όχι της μικρότητος και της αδυναμίας των θεολόγων, αλλά της ζωτικής κυριολεκτικά σημασίας του θέματος που συζητείται. Παράδειγμα η «Τριαδολογία» του Δ’ αιώνα. Οι πιστοί έπρεπε να βεβαιωθούν περί της θεότητος του Υιού και του Πνεύματος, αφού, εάν ο Υιός δεν ήταν Θεός, δε θα μπορούσε να σώση τον άνθρωπο προσλαμβάνοντάς τον και αφού, εάν το Πνεύμα δεν ήταν Θεός, δε θα μπορούσε να πραγματοποιήση την ένωση κάθε πιστού με το Χριστό, δε θα μπορούσε να θεώση τον άνθρωπο. Έτσι γίνεται φανερό πόσο επείγουσα ήταν κάθε φορά η ανάγκη για λύση του προβλήματος. Λύση δε επί του προκειμένου σήμαινε ότι η αλήθεια Χριστός ή Πνεύμα επρεπε να κατανοηθή «πληρέστερα» (Γ. Φλωρόφσκυ, εις «Πανηγυρικός Τόμος … Γρηγορίου Παλαμά, Θεσσαλον. 1960, σ. 241), δηλαδή για να δοθή απάντηση έπρεπε κάποιος ή κάποιοι να αποκτήσουν πληρέστερη κι ευρύτερη εμπειρία των αληθειών αυτών. Η έκφραση εν συνεχεία της πληρέστερης αυτής εμπειρίας αποτελούσε και την απάντηση στο πρόβλημα, τη λύση του. Η γνησιότης της πληρέστερης εμπειρίας αποτελούσε κι αυτή οξύ πρόβλημα στην Εκκλησία, που δεν αντιμετωπιζόταν παρά μόνο με τη θεολογία και το φωτισμό του Πνεύματος.

Όργανο για τη λύση της κρίσεως μέσω της εμπειρίας γινόταν ένας θεολόγος πάντοτε της Εκκλησίας, που αυτή του ακριβώς η διακονία τον έκανε Πατέρα και Διδ. ανεξάρτητα από το πόσοι του αναγνώριζαν ή όχι το πνευματικό αυτό αξίωμα. Τώρα μπορούμε να προσεγγίσωμε ακριβέστερα το πρόβλημα του πού έγκειται κυρίως ο φωτισμός ενός Πατρός. Λέγομε κυρίως για να υπογραμμίσωμε ιδιαίτερα τη σχέση της πληρέστερης εμπειρίας και εκφράσεως προς το άγιο Πνεύμα. Διότι για τη διαδικασία αυτή απαιτήθηκε ιδιαίτερη καθοδήγηση, ιδιαίτερος φωτισμός του Πνεύματος, αφού στο θείο χώρο δεν εισέρχεται κανείς παρά μόνο με το Πνεύμα του Θεού. Για όλη την υπόλοιπη, την ορθή άλλωστε, θεολογία του κάθε Πατήρ δε χρειάσθηκε τον ιδιαίτερο φωτισμό. Του αρκούσε η χάρι του Πνεύματος που παρέχεται γενικά σε όλους δια των μυστηρίων και συγκρατεί την Εκκλησία. Άλλωστε, τονίσθηκε ήδη, ο Πατήρ δεν έγινε Πατήρ και Διδ. παρά μόνο γιά τη συγκεκριμένη του προσφορά στη συγκεκριμένη πάντα κρίση της Εκκλησίας (τα υπόλοιπα στο έργο του τα έλαβε, όπως ώφειλε, από την Παράδοση, στην οποία και με την οποία ζούσε). Η προσωπική αυτή προσφορά, υιοθετημένη από την Εκκλησία, αποτέλεσε νέο κρίκο στην αλυσίδα της Παραδόσεως κι έτσι στην περίπτωση κάθε Πατρός έχομε το φαινόμενο της αυξήσεως της Παραδόσεως που είναι αύξηση της ίδιας της Εκκλησίας.

Πηγή: Στυλ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία Α´, Αθήνα.